Όταν ο απεσταλμένος του πάπα Ονώριου Γ΄ συναντήθηκε με τη Γοργόνα στον Θερμαϊκό
Ένα διήγημα από το βιβλίο «Δυτικά της Σαλονίκης»
Στις 15 Δεκεμβρίου του 1222, νωρίς το μεσημέρι, ένα ξαφνικό γύρισμα του καιρού έφερε τον υψηλό απεσταλμένο του Πάπα Ονώριου του Γ΄, μπροστά στο πιο αναπάντεχο θαύμα της ζωής του. Μια συνάντηση με το ξωτικό της θάλασσας, τη Γοργόνα, που πολλοί ευφάνταστοι επέμεναν μελοδραματικά πως εμφανίζεται καταμεσίς του Θερμαϊκού τρομοκρατώντας τους ναυτικούς, μα κανένας τους δεν ήταν σε θέση να βεβαιώσει ότι την είχε δει ιδίοις όμασιν.
Ο απεσταλμένος είχε ξεκινήσει στις οκτώ το πρωί με το καϊκάκι του καπετάν Θεοδωράκη από το μικρό ψαρολίμανο δίπλα στις εκβολές του Αλιάκμωνα, εκεί όπου τα πολύ παλιά τα χρόνια, σε μια μάχη, είχε χάσει το ένα του μάτι ο Φίλιππος Β΄ ο Μακεδών. Προορισμός του απεσταλμένουνη Θεσσαλονίκη, για να φέρει σε πέρας το ίδιο κιόλας βράδυ την αποστολή που του είχε ανατεθεί. Να συναντήσει τον διοικητή της φρουράς της πόλης, μαρκήσιο Γουΐδωνα Παλαβιτσίνι, και να συζητήσουν για την αμυντική της κατάσταση. Ο βυζαντινός στρατός του Δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρου ΄Αγγελου Κομνηνού μέρα με τη μέρα πλησίαζε την πόλη και δε θα αργούσε ν’ αρχίσει την πολιορκία της. Ούτε να το σκεφτεί δεν ήθελε ο πανούργος ποντίφικας Ονώριος ο Γ΄, πως η «λαμπρότατη και περιφανέστατη» συμβασιλεύουσα θα ξαναπερνούσε σε βυζαντινά και ορθόδοξα στη χριστιανική τους πίστη χέρια.
– Με πρίμα τον καιρό σε τέσσερις ωρίτσες θα πιάσουμε λιμάνι στη Σαλονίκη, είχε από βραδίς βεβαιώσει ο καπετάν Θεοδωράκης, όταν ο απεσταλμένος τον επισκέφτηκε στην ψαράδικη παράγκα του για να συμφωνήσουν το ναύλο. Πριν τον καληνυχτίσει άνοιξε το πουγγί του αφήνοντάς του προκαταβολικά πέντε ολόκληρα χρυσά φιορίνια.
Όλα άρχισαν με τους καλύτερους οιωνούς. Ο καπετάν Θεοδωράκης καλοπληρωμένος, ο καιρός ζεστός για Δεκέμβρη μήνα, ο άνεμος ό,τι έπρεπε για ανάλαφρο αρμένισμα, ο Αλιάκμωνας κατέβαζε από τις πλαγιές της Βεργίνας κι ακόμα πιο μέσα ένα μαϊστράλι, που τους έβρισκε σχεδόν κατάπρυμα. Μέσα στη διαύγεια του πρωινού ο Χορτιάτης υψωνόταν μπροστά τους άγρυπνος φρουρός της πόλης και η θάλασσα του κόλπου γαλήνια σε προκαλούσε να την ταξιδέψεις.
Από την ώρα που λύσανε δε σταμάτησε ο απεσταλμένος να ψιλορωτάει, μπας και αρπάξει με πλάγιο τρόπο καμιά πληροφορία για τη Θεσσαλονίκη και αν φάνηκε βυζαντινός στρατός στα μέρη τους. Μα ο καπετάν Θεοδωράκης, θαρρείς και υποπτεύθηκε το σκοπό του, δεν τον ξεγελούσαν αυτόν οι δυτικές ψευτοευγένιες και τυπικούρες, «κουτόφραγκοι» σκεφτόταν από μέσα του, και την κουβέντα τη γύριζε με επιδέξια προθυμία σε άλλ’ αντ’ άλλων, για τα ποτάμια και τις ομορφιές τους μα τίποτα παραπάνω, ο τετραπέρατος.
– Αυτά τα άσπρα πρόβατα, εξοχώτατε, που βλέπεις, και του έδειξε ένα κοπάδι στις εκβολές του ποταμού, τα φέρνουν από πολύ μακριά, γιατί το ‘χουμε από κείνα τα χρόνια, πως όσα πίνουν νεράκι από τον Λωλό, ασπρίζει καλύτερα το μαλλί τους. ΄Αμα πάλι έχεις μαύρα, τότε πρέπει να τα πας στον Αξιό.
΄Υστερα του εξήγησε πως Λωλοπόταμο λένε τον Αλιάκμωνα, γιατί δεν έχει σταθερή κοίτη μα κάθε φορά που πλημμυρίζει αλλάζει ο «τρελλάρας» τις εκβολές του.
«Δε με παρατάς με τα ποτάμια σου, λιγδιάρη!», σκεφτόταν ο απεσταλμένος αλλά φορούσε το προσωπείο του θαυμασμού – μεγάλη του καλοσύνη! – γι’ αυτά που άκουγε. ΄Ετσι κορόϊδευαν ο ένας τον άλλον και περνούσε η ώρα τους.
Του διηγήθηκε, λοιπόν, ο καπετάνιος ένα σωρό ιστορίες και παραμύθια για να τον ευχαριστήσει ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Μα λίγο πριν από τα μισά της διαδρομής, κάπου δύο μίλια δυτικά από το ακρωτήρι του Μεγάλου ΄Εμβολου και σε αρκετή απόσταση από τον ύφαλο του Βεσπασιανού ο καιρός γύρισε, ανακατεύτηκε, αγρίεψε. Ο απεσταλμένος βρέθηκε να παραδέρνει στην πρώρα, να κρατιέται μ’ όλη του τη δύναμη από ένα ξάρτι, ν’ ακούει τ’ άλλα να ουρλιάζουνε και ν’ αντιστέκεται στον αέρα που τον κτυπούσε κατά πρόσωπο, στα νερά που τον μούσκευαν, καθώς λυσώδη κύματα ξεσπούσαν μ’ όλη τους τη δύναμη πάνω στο μικρό ιστιοφόρο, και στο μαρτύριο της ναυτίας του.
Η θάλασσα σκέτη αρκούδα. Μια τρικυμία πάνοπλη, έτοιμη να σαρώσει ό,τι θα έβρισκε μπροστά της.
Λεπτό με λεπτό ο αέρας θύμωνε περισσότερο και το πέλαγος μεγάλωνε, θέριευε, τον ακολουθούσε στα νεύρα και στα πείσματα. Ο καπετάνιος παιδευόταν με νύχια και με δόντια να ορτσάρει το σκάφος στον καιρό αλλά για πόσο; Σκαρφαλωμένος κυριολεκτικά πάνω στο δυάκι του τιμονιού πάσχιζε να το κρατήσει σταθερό και φώναζε διαταγές και παραγγέλματα στο ναύτη του ανακατωμένες με τα χειρότερα βρισίδια για την κακοτυχία του. Τα κύματα όμως, που δε χαμπαρίζουν από τους θυμούς και τα νεύρα των καπεταναίων, ξεπέρασαν πια το ένα μπόι και οι αφροί τους λούζανε το άλμπουρο μέχρι την κορφή του.
΄Ετσι, αφού πρώτα έδωσε εντολή στο ναύτη Δημήτριο να δέσει καλά μια σκότα λασκαρισμένη και να μαζέψει όσο παίρνει το φλόκο, πληροφόρησε ψύχραιμα τον απεσταλμένο πως το ταξίδι θα καθυστερούσε λίγο περισσότερο, γιατί ήταν αναγκασμένος να λοξοδρομήσει και να πλεύσει έξω έξω, σε πιο απάγκια μέρη, προς τις εκβολές του Αξιού κι έτσι ν’ αποφύγει τα μεγάλα κύματα του νοτιά.
– Σε τρεις ωρίτσες, εξοχώτατε, σε τρεις ωρίτσες θα σ’ έχω μέσα στο κάστρο, του είπε. Κάνε κουράγιο.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την αισιόδοξη πρόβλεψή του και ένα ακόμα πιο μεγάλο κύμα κτύπησε το ψαροκάικο τόσο δυνατά που το σήκωσε ψηλά. Ο απεσταλμένος μέσα στο βασανιστήριο της ανακατωσούρας του πρόλαβε ωστόσο να σκεφτεί πως ήρθε η ώρα να παραδώσει την ψυχή του ύστερα από μια τελευταία του ειλικρινή εξομολόγηση· αλλά σε ποιόν; Την ίδια στιγμή το κύμα τραβήχτηκε και το σκαρί ήρθε και κόλησε με θόρυβο σε κάτι ρήχες. Πρόφτασε καθώς γλυστρούσε μπρούμυτα στο κατάστρωμα, ν’ ακούσει τον καπετάνιο, που έβριζε θεούς και δαίμονες για την ατυχία του. Κι αν δεν τα κατάφερνε την τελευταία στιγμή να κρατηθεί από κάτι παλαμάρια του άλμπουρου δίπλα στα παραπέτια, σίγουρα θα έπεφτε στη θάλασσα, έτσι όπως το μικρό ιστιοφόρο έγειρε μονόμπαντα.
Γαντζωμένος στην κουπαστή και με το κεφάλι να προεξέχει από το σκάφος κοίταζε πανιασμένος από την τρομάρα του τη θάλασσα κι ασυναίσθητα έγλειφε από τα χείλια του την άρμη της.
Και τότε την είδε να ξεπροβάλλει μπροστά του!
΄Εκλεισε τα μάτια του και κούνησε το κεφάλι. Νόμιζε πως, με την κλίση που είχε το σώμα του, το αίμα κατέβηκε και του ‘φερνε παραισθήσεις. Ωστόσο εκείνη στεκόταν μπροστά του, πλάσμα τρομερό της φαντασίας, με ξέπλεκα μαλλιά από θαλασσινούς αφρούς, στολισμένα με κορδέλες από φύκια και κοκκαλάκια από αχινούς και όστρακα, με μεγάλα φωτεινά μάτια στο χρώμα της θάλασσας, βλέμμα γητευτή κι ένα σώμα ολόιδιο – αν είναι δυνατόν! – με ουρά ψαριού.
Ήταν ζωντανή! ΄Πρόβαλε μέσα απ’ τους αφρούς εκεί μπροστά του. Κατάματα τον κοίταζε και η αναπνοή της παφλασμός κυμάτων μέσα σε θαλασσινή σπηλιά.
Ο καιρός έστρωσε μεμιάς. Για πότε σταμάτησαν και κύματα και αφροί κι η θάλασσα καλμάρισε εντελώς κι έγινε λάδι ούτε που το κατάλαβε. Μέσα στη θεία σιωπή, που διαδέχτηκε με τρόπο μαγικό τον τάραχο της φουρτούνας, απ’ τη μεριά των εκβολών του ποταμού φάνηκε ένα κοπάδι κύκνων. Διέσχισαν απαλά κι αθόρυβα τη μικρή απόσταση και ήρθαν και πλαισίωσαν το σώμα της γυναίκας, που όλο χάρη φαινόταν για λίγο και πάλι χανότανε κάτω από το νερό.
– Είσαι καλά, εξοχώτατε; του φώναξε ο καπετάν Θεοδωράκης από την πρύμη. Ο εξοχώτατος αποσβολωμένος από το θέαμα ούτε ένα ναι δεν τόλμησε να ψελλίσει. Μα κι ο καπετάνιος δεν περίμενε απάντηση.
– Θα κατέβουμε με το Δημήτριο στο αμπάρι, να μετακινήσουμε κάποια φορτία. Μην ανησυχείς, σε δυο ωρίτσες θα το φέρω στα ίσια του το σκάφος.
Κι ύστερα χώθηκαν μέσα ο καπετάνιος με το ναύτη.
– Ζεί ο βασιλιάς Αλέξανδρος; ακούστηκε το μακρινό παραπονεμένο τραγούδι της φωνής της.
Ο απεσταλμένος ανοιγόκλεισε δυο τρεις φορές τα μάτια για να ξεφύγει από το όραμα. Μα εκείνη επανέλαβε την ερώτηση
– Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος; Εκείνος υποχρεώθηκε να σκεφτεί μιαν απάντηση.
Ψάχνοντας επειγόντως τα ξέφτια της μνήμης του ανέσυρε το όνομα του Αλέξανδρου του Γ΄, που λογιζόταν μεγάλος και σπουδαίος, αλλά είχε πεθάνει εδώ και σαράντα χρόνια κι από την αγωνία των ματιών της καταλάβαινε πως η απάντησή του θα έπρεπε να είναι «ναι, ζει».
Εξάλλου ο Αλέξανδρος ο Γ΄ ήτανε πάπας και όχι βασιλιάς, αν και για την εποχή που μιλούμε ο πάπας είχε αίγλη κι εξουσία σχεδόν βασιλική, αν όχι μεγαλύτερη. Κατόπιν σκέφτηκε τον Αλέξανδρο της Ραβέννας, που είχε τη φήμη του αλαζονικώτερου και του πλέον κομπορρήμονος απ’ όλους τους άρχοντες της Ιταλίας, και τον άλλο Αλέξανδρο, το δούκα της Πάντοβας. Μα κι αυτοί ήταν πεθαμένοι από χρόνια. Μέσα στην ταραχή της αγωνίας του αποφάσισε να παραβεί τις επιταγές της καθολικής του συνείδησης – όχι για πρώτη φορά βέβαια – και να πει ένα ψέμα.
– Ζει! της φώναξε, ζει! μη ξέροντας και ο ίδιος ποιόν εννοούσε αλλά σίγουρος πως είχε κάνει τη σωστή επιλογή ξεστομίζοντας αυτό που έπρεπε.
Η Γοργόνα χαμογέλασε ευτυχισμένη. Βούλιαξε σιγά σιγά μέσα στο νερό δίνοντας με την ουρά της μια σπρωξιά στο καΐκι, που ξεκόλλησε από τις ρήχες και γλύστρησε απαλά στ’ ανοικτά του κόλπου. Το μικρό ιστιοφόρο έπλεε τώρα καλοτάξιδα για τη Θεσσαλονίκη. Το κοπάδι των κύκνων κολυμπούσε το δρόμο της επιστροφής του στα ποτάμια το ίδιο απαλά και αθόρυβα, όπως όταν είχε έρθει.
Το μυαλό του ευγενούς απεσταλμένου από τη Δύση απορρυθμίστηκε με τον πιο χωριάτικο τρόπο. Μπέρδεψε ξαφνικά καθολικές θεολογικές δοξασίες, ερμηνείες περί οραμάτων και θείων αποκαλύψεων, μυστικές πολιτικές δολοπλοκίες και παπικά τσιτάτα, όσα μέχρι τότε τα είχε καλά τακτοποιημένα στο μυαλό του, με τις φοβίες του απλού αμαθούς όχλου και τις προλήψεις του για φριχτές τιμωρίες. Με όση ευκολία όμως το ευγενές κατεστημένο της ιερατικής κλίκας του τις ενεθάρρυνε για να έχει το πάνω χέρι της υπεροχής, ε, με την ίδια ευκολία ο υψηλός απεσταλμένος παγιδεύτηκε στο φόβο μυστηριακών θρύλων της Ανατολής, που στη Δύση δεν τους είχανε καν υποψιαστεί.
Θόλωσε το μυαλό του, φύρανε κι απόμεινε άναυδος μέχρι να πιάσουνε λιμάνι. Δε γύρισε να δει ούτε τον μεγάλο ξύλινο πύργο στο Καστρίον, αυτό που αργότερα ονομάστηκε Χαλάστρα, κι απ’ όπου οι βυζαντινοί βιγλίζανε όποιο ξένο πλεούμενο σεργιανούσε κατά τη συμβασιλεύουσσα. Η Γοργόνα στο βάθος του κόλπου αναδυόταν μέσα από τα νερά απαράλλαχτη στη χάρη με την αδελφή της τη Θεσσαλονίκη.
Μόλις φτάσανε και δέσανε στο μώλο ο απεσταλμένος του πάπα, παραζαλισμένος ακόμα, έπιανε και ρωτούσε όποιον έβρισκε μπροστά του για τη Γοργόνα. Οι περισσότεροι τον κοίταζαν απορημένοι, μερικοί άνοιγαν το βήμα τους για να τον αποφύγουν και κάποιοι ρωτούσαν με το βλέμμα τους τον καπετάν Θεοδωράκη «αν είν’ αλήθεια»· μα εκείνος είχε, έτσι κι αλλιώς, αμετάπειστη γνώμη για τον απεσταλμένο και τους ομοίους του.
Κουτόφραγκοι!
Βρέθηκε πάντως ένας γέρος στο λιμάνι, παλιός χαμάλης, που κούνησε με συγκατάβαση το κεφάλι του και με κείνη την έμμονη προθυμία των ηλικιωμένων να διηγούνται λεπτομέρειες από ιστορίες που δεν έζησαν ποτέ, του εξήγησε: Πράγματι κάθε χειμώνα, όταν τα ποτάμια κατεβάζουν πολύ νερό, το ξωτικό, που είναι η αδελφή του Μακεδόνα βασιλιά, κολυμπάει στις θάλασσες του Θερμαϊκού και κάνει διαδρομές μέσα από τα ποτάμια μέχρι τους λόφους στις Αιγές, στους τάφους των δικών της, και μέχρι την Πέλλα στις ακτές της Λουδίας λίμνης, για ν’ αγναντέψει τα παλάτια του αδελφού της και τις γλυκές αναμνήσεις των παιδικών τους χρόνων. Μα κανένας δε την είχε ανταμώσει καταπρόσωπα για να το βεβαιώσει. Ούτε ο καπετάν Θεοδωράκης, ούτε καν ο ναύτης του Δημήτριος είχανε δει τη Γοργόνα, παρά μονάχα τους κύκνους που τη συντρόφευαν. Η Θεσσαλονίκη, έστω και υπό μορφή πόλεως, ήταν η μοναδική συγγενής της Γοργόνας που της απόμεινε εν ζωή.
Διήγημα από το βιβλίο «Δυτικά της Σαλονίκης», Εκδόσεις Παρατηρητής.