Τα υπέροχα τούβλινα κτίρια της Θεσσαλονίκης
Τουλάχιστον έντεκα τούβλινα κτίρια ακόμα στέκουν στην Θεσσαλονίκη, λάμποντας στα κόκκινα.
Είτε πρόκειται για στοιχείο βιομηχανικού σχεδιασμού, είτε για υλικό που έχτισε παλιά αρχοντικά της πόλης, ή ακόμα και επήρρέασε νεότερες αρχιτεκτονικές προσθήκες της, το κόκκινο τούβλο διάνθισε ανά τα χρόνια τουλάχιστον έντεκα κτίρια που ακόμα στέκουν στην Θεσσαλονίκη, λάμποντας στα κόκκινα. Γνωρίστε τα.
Το Κόκκινο Σπίτι
Αδιαμφισβήτητα το πιο γνωστό από όλα. Σήμα κατατεθέν της Πλατείας Αγίας Σοφίας και της πόλης εδώ και 90 χρόνια. Αναμένουμε με αγωνία την ανακαίνισή του. Το Κόκκινο σπίτι που βρίσκεται στη γωνία Αγίας Σοφίας με Ερμού (Αγ. Σοφίας 31 και Ερμού 52) είναι γνωστό και ως Μέγαρο Λόγγου. Κατασκευάστηκε το 1926 από την ανώνυμη Οικοδομική Εταιρεία «Νέων Χωρών» με μηχανικό τον Π. Στάη, έργο του αρχιτέκτονα Gennari και φτιάχτηκε για την οικογένεια του βιομήχανου Γρηγόρη Λόγγου. Ο Γ. Λόγγος καταγόταν από τη Νάουσα όπου και ήταν ιδιοκτήτης μιας μεγάλης και εξελιγμένης για την εποχή κλωστοϋφαντουργίας. Αργότερα παραχώρησε το Μέγαρο στον αδερφό του Ιωάννη γι’ αυτό και είναι πιο γνωστό ως Μέγαρο του Ιωάννη Λόγγου. Για πολλά χρόνια στο ισόγειο του κτιρίου λειτουργούσε το καφενείο «Ερμής» μέχρι το 1992, και το εστιατόριο «Κουρδιστό Γουρούνι» αργότερα. Ήταν ένας τόπος συνάντησης δασκάλων, καθηγητών και συνταξιούχων εκπαιδευτικών της πόλης. Το 1983, με απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού, το κτίριο χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο. Την ιστορία αυτού του Κόκκινου κτιρίου όμως συνοδεύουν και μερικά γεγονότα που έχουν ωθήσει πολλούς να το αποκαλέσουν «στοιχειωμένο». Η ανώνυμη εταιρεία που είχε αναλάβει την κατασκευή του παραδόξως χρεοκόπησε λίγους μήνες μετά την ολοκλήρωση του έργου. Κι ακόμη η μεγάλη βιομηχανική μονάδα του Λόγγου στη Νάουσα καταστράφηκε ολοσχερώς στη διάρκεια μιας μεγάλης πυρκαγιάς και εκείνος χρεωκόπησε. To 2014 πέρασε στην ιδιοκτησία του Ιβάν Σαββίδη ενώ τώρα βρίσκεται υπό ανακαίνιση.
Η Parallaxi μπήκε στο Κόκκινο Σπίτι που ανακαινίζεται. Δείτε τις εικόνες εντός του ΕΔΩ.
Το Κόκκινο Καπνομάγαζο
Το υπέροχο καπνομάγαζο από κόκκινο τούβλο το συναντάμε στη Σταυρούπολη. Από το 1870 που ξεκίνησε η σύνδεση της πόλης με το καπνεμπόριο έχουν περάσει 150 σχεδόν χρόνια. Η εποχή της ακμής μπορεί να περιοριστεί στα χρόνια από το 1920 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 50. Οι παλαιότερες καπναποθήκες άρχισαν να χτίζονται κατά τη δεκαετία του ‘20, ενώ οι νεότερες μετά το 1954. Περίπου 55 από αυτές στέκουν ακόμη. Άλλες ανακαινίστηκαν και έχουν αλλάξει χρήση, άλλες παραμένουν σφραγισμένες αφημένες στη φθορά του χρόνου. Μετά το 1997 που η νέα ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική κατηύθυνε τους αγρότες σε νέες καλλιέργειες, ο καπνός γνώρισε κρίση και από εκεί που στο τέλος της δεκαετίας του 1950 συντηρούσε 200.000 οικογένειες, προσφέροντας πρόσθετη απασχόληση σε ακόμη 40.000 ανθρώπους, σήμερα στη Θεσσαλονίκη δεν έχουν απομείνει παρά μόνο τα κτίρια να θυμίζουν την παλιά ακμή μιας βιομηχανίας ανθηρής. Το κόκκινο καπνομάγαζο στην Σταυρούπολη είναι γνωστό και ως καπαναποθήκη Καραμανλή αφού κατασκευάστηκε κατά τη διάρκεια μιας από τις θητείες του Κωνσταντίνου Καραμανλή –μεταξύ 1955 και 1963. Είναι διάσημη και για έναν ακόμη λόγο αφού φιλοξενούσε στο λόμπι της επί 50 σχεδόν χρόνια ένα τεράστιο έργο του Τάσσου. Το έργο, κατά το Υπουργείο, παραγγέλθηκε από τον Παπαστράτο για να κοσμήσει το κτίριο της κόκκινης καπναποθήκης το 1960. Στην πραγματικότητα παραγγέλθηκε από τον Εθνικό Οργανισμό Καπνού για να κοσμήσει το περίπτερό του στη ΔΕΘ στα τέλη της δεκαετίας του 60 και παρέμεινε μερικά χρόνια εκεί προτού μεταφερθεί στην καπναποθήκη όταν αυτή στέγασε τον Οργανισμό μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 90). Πρόκειται για ένα μνημειακό έργο του χαράκτη Τάσσου μήκους 12.40 μ. με τίτλο «Η καλλιέργεια του καπνού» και συνυπογράφεται από τον Τάσσο και τη γυναίκα του Λουκία Μαγγιώρου (εξ ου και το κεφαλαίο Λ. που προηγείται της υπογραφής του Τάσσου) και απεικονίζει την καλλιέργεια της θρακιώτικης ποικιλίας «Μπασμάς».
Ο Κόκκινος Πύργος
Το «Chateau Mon Bonheur» ή Πύργος της Ευτυχίας ή Κόκκινος Πύργος είναι το κτίριο με τα χαρακτηριστικά κόκκινα τούβλα που βρίσκεται στον αριθµό 110 της Βασιλίσσης Όλγας, της παλιάς «Λεωφόρου των Εξοχών». Η οικία Δειράν Αβδουλάχ μετέπειτα Δημήτρη Ιωαννίδη του Σιατιστέως (το όνομά του ο Πύργος το πήρε απ΄τον μεγάλο έρωτα του ιδιοκτήτη, τη σύζυγό του Ευτυχία) χρονολογείται πριν το 1890 και είναι το παλιότερο σωζόμενο κτίριο της Λεωφόρου των Εξοχών. Σχεδιάστηκε από τον Φρέντερικ Σαρνό. Πριν την επιχωμάτωση της Παραλίας γειτνίαζε με τη θάλασσα. Στην ουσία µιλάµε για δύο κτίρια, που όταν πρωτοκατασκευάστηκαν ήταν το ένα κατοικία του ιδιοκτήτη και το άλλο καφέ, µε τραπεζάκια στο πεζοδρόµιο. Έπειτα, χρησιµοποιήθηκε σαν οικοτροφείο των Εκπαιδευτηρίων Σχινά, στέγασε πρόσφυγες, το Σώμα Προσκόπων και σήµερα, ακατοίκητο εδώ και χρόνια, παραμένει κρυµµένο πίσω από πυκνές φυλλωσιές, ενώ μέρα με τη μέρα καταρρέει παραδοµένο στα χέρια ιδιοκτητών που δεν συµφώνησαν ποτέ για τη χρήση του. Πολλές ζημιές έχουν προκληθεί και από μικρές εστίες πυρκαγιάς κατά καιρούς. Σήμερα ανήκει εξ αδιαιρέτου στο Ιωαννίδειο ίδρυμα, αλλά και σε ιδιώτες και σε άλλα σωματεία φιλανθρωπικού χαρακτήρα.
To εργοστάσιο ΦΙΞ
Στέκεται στη δυτική είσοδο της Θεσσαλονίκης, με τα χαρακτηριστικά κόκκινα τούβλινα κτίρια και τις τεράστιες δεξαμενές – κουφάρια ενός δοξασμένου βιομηχανικού παρελθόντος. Το βιομηχανικό συγκρότημα της ζυθοποιϊας ΦΙΞ στη Θεσσαλονίκη, κατασκευάστηκε το 1892. Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του τέλους του 19ου αιώνα και βρίσκεται στην παλιά βιομηχανική ζώνη της πόλης μεταξύ 26ης Οκτωβρίου και Τρίτης Προβλήτας. Το σύνολο των εγκαταστάσεων είναι περίπου 25 στρέμματα. Μόνο η ταμπέλα με τα γράμματα «Κάρολος Φιξ- Ζυθοποιία» υπενθυμίζει πλέον στους περαστικούς την ιστορία του βιομηχανικού συγκροτήματος που ιδρύθηκε από τους Mισραχή, Αλλατίνι και Φερνάντεζ και άρχισε να λειτουργεί το 1893, τριπλασιάζοντας την κατανάλωση μπίρας στη Μακεδονία. Η μονάδα, που ήταν κάθετης παραγωγής με εγχώριο κριθάρι, μονάδα εμφιάλωσης και παγοποιείο, πέρασε το 1926 στην ιδιοκτησία της αθηναϊκής εταιρίας «ΚΑΡΟΛΟΣ ΦΙΞ», η οποία λειτούργησε το εργοστάσιο μέχρι το 1983. Δείτε εντός του ΕΔΩ.
Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού
Η ανέγερση του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού ξεκίνησε το 1989 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κυριάκου Κρόκου. Το έκτασης 11.500 τ.µ. λιτό κι απέριττο κτίριο, που ολοκληρώθηκε το 1993, καταφέρνει να υπερβεί τον σκόπελο της γειτνίασης με το σχεδιασμένο από τον Π. Καραντινό Αρχαιολογικό Μουσείο και πετυχαίνει έναν ασυνήθιστο συνδυασµό του µοντερνισµού και της ελληνικής αρχιτεκτονικής παράδοσης. Με κύρια υλικά το µπετόν και το τούβλο, σφράγισε με ανεξίτηλα χρώματα την περιοχή απέναντι από το Γ’ Σώμα Στρατού στην οποία δεσπόζει. Απέσπασε ειδική διάκριση στο διαγωνισµό «Βραβεία 2000» του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής και το 2001 κηρύχθηκε από το Υπουργείο Πολιτισµού «ιστορικό διατηρητέο µνηµείο» και έργο τέχνης.
Εμπορικό Κέντρο Πλατεία
Το υπέροχο κτίριο που στεγάζει σήµερα το Εµπορικό Κέντρο Πλατεία όπου κυριαρχεί το κόκκινο τούβλο είναι το παλιό κτίριο της Αυστροελληνικής Εταιρείας Επεξεργασίας Καπνού. Αποτελεί ένα από τα λίγα βιοµηχανικού τύπου κτίρια στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, το οποίο µετά το κλείσιµο της Αυστροελληνικής στα τέλη της δεκαετίας του 1970, εγκαταλείφθηκε και έπεσε σε αχρηστία για περίπου 20 χρόνια. Στα µέσα του 1990 άρχισε να ανακατασκευάζεται για να φιλοξενήσει το Εµπορικό Κέντρο Πλατεία, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1998 ως το πρώτο mall της πόλης. Στη διαδικασία αποκατάστασής του, διατηρήθηκαν διατηρήθηκαν οι δύο κύριες όψεις προς τις οδούς Τσιμισκή και Βασ. Ηρακλείου, που αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της art-deco. Tα κτίρια της Αυστροελληνικής Εταιρείας Καπνού χτίστηκαν το 1928 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Α. Νικολόπουλου.
Οι Αποθήκες της Α’ Προβλήτας
Με τα έργα ανάπλασης των Αποθηκών της Πρώτης Προβλήτας από το Οργανισμό Πολιτιστικής Πρωτεύουσας 1997 ένα κομμάτι του ιστορικού λιμένα καθίσταται ζωτικής σημασίας για την πολιτιστική και κοινωνική ζωή της πόλης. Η κατασκευή του χρονολογειται στα τέλη του 19ου αιώνα σε μαρσεγιέζικα πρότυπα. Συνολικά ανακατασκευάστηκαν 5 κύριες αποθήκες που χρονολογούνται από το 1904. Αποθήκη Α’ (Μουσείο κινηματογράφου), Αποθήκη B’ (Μουσείο Φωτογραφίας), Κέντρο σύγχρονης Τέχνης, Εντευκτήριο, και Αποθήκη Δ’ και Αποθήκη 1 με 4 συνολικά κινηματογραφικές αίθουσες και Αποθήκη Γ’. Όλες φτιαγμένες από το υπέροχο κόκκινο τούβλο που δίνει την χαρακτηριστική βιομηχανική εικόνα στην Α’ Προβλήτα του Λιμανιού.
Το Μουσείο Ύδρευσης
Υποδειγματική μπορεί να χαρακτηριστεί η αναστήλωση του παλιού Κεντρικού Αντλιοστασίου του άλλοτε Οργανισμού Υδρεύσεως Θεσσαλονίκης (σήμερα Ε.Υ.Α.Θ. Α.Ε.) και η μετατροπή στο πανέμορφο τούβλινο Μουσείο Ύδρευσης. Το συγκρότημα κατασκευάστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα (1890-94) από Βέλγους Τεχνικούς μια που τη διαχείριση και εκμετάλλευση του έργου της υδροδότησης της Θεσσαλονίκης είχε αναλάβει τότε η Οθωμανική Εταιρεία Υδάτων (Compagnie Ottomane des Eaux de Salonique), την οποία είχαν ιδρύσει Βέλγοι κεφαλαιούχοι το 1888 με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Μέχρι το 1929 το αντλιοστάσιο λειτούργησε με δύο ατμοκίνητες αντλίες, μετά τοποθετήθηκαν πετρελαιοκίνητες μηχανές και μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο λειτουργούσε με δυο ηλεκτροκίνητες αντλίες. Ο νεότερος αυτός μηχανολογικός εξοπλισμός, που διατηρείται έως σήμερα, εξασφάλισε μέχρι τη δεκαετία του 1960 την κίνηση των πέντε αντλητικών συγκροτημάτων, που στη συνέχεια τροφοδοτήθηκαν από το δίκτυο της ΔΕΗ και λειτούργησαν αδιάκοπα έως και το 1978. Το 1984 ο Οργανισμός Ύδρευσης αποφάσισε τη μετατροπή του σε μουσείο και το 1987, μετά από πρόταση της 4ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού, χαρακτηρίστηκε διατηρητέο μνημείο. Το έργο αποκατάστασής του εντάχθηκε στον Οργανισμό Πολιτιστικής Πρωτεύουσας και ολοκληρώθηκε το 2000 μετά την πλήρη αποκατάσταση των τριών κτιρίων του ιστορικού συνόλου μαζί με το μηχανολογικό τους εξοπλισμό και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου συνολικής έκτασης 3.000 τ.μ. Διαβάστε περισσότερα εδώ.
Η Βίλα Αλλατίνι
Χτίστηκε το 1895 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Vitaliano Poselli ως εξοχική κατοικία του Ιταλοεβραίου Καρόλου Αλλατίνη. Βρίσκεται στο Β.Α άκρο της πόλης, ήταν η τελευταία βίλα της περιοχής των Εξοχών και δέσποζε στην Θεσσαλονίκη με απέραντη θέα προς την θάλασσα και τον Χορτιάτη. Με 31 δωμάτια ήταν η μεγαλύτερη και πολυτελέστερη βίλα των Εξοχών όπως αναφέρει στο βιβλίο της “The Sultan” η Joan Haslip. Οι Νεότουρκοι φυλάκισαν εκεί τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ ‘Β μετά την επιτυχημένη επανάσταση. Η βίλα φιλοξένησε τον σουλτάνο, το χαρέμι του, αξιωματικούς και υπηρέτες μέχρι τις παραμονές της απελευθέρωσης της πόλης. Μετά την απελευθέρωση στεγάστηκε εκεί κάποια στρατιωτική μονάδα. Το 1926 άρχισε να λειτουργεί το πανεπιστήμιο με την Φιλοσοφική Σχολή να στεγάζεται προσωρινά εκεί. Τον Οκτώβρη του 1927 το πανεπιστήμιο μεταφέρεται. Το 1929 το κτίριο επισκευάζεται και προστίθενται 2 πτέρυγες. Κατά την κατοχή υπέστη ζημιές οι οποίες επισκευάσθηκαν το 1948. Χρησιμοποιήθηκε έπειτα σαν παράρτημα του στρατιωτικού νοσοκομείου 424 και από το 1979 στεγάζει την Νομαρχία Θεσσαλονίκης. Η κάτοψη έχει το σχήμα Π, και με έναν διάδρομο ενώνεται η πίσω όψη του κτιρίου με ένα ορθογώνιο. Κάθετα αναπτύσσεται ο άξονας συμμετρίας. Υπάρχουν 2 κλιμακοστάσια στο εσωτερικό εκατέρωθεν της εισόδου. Ο κεντρικός άξονας ορίζεται από τα κλιμακοστάσια, το μπαλκόνι του 2ου ορόφου και τα διαφοροποιημένα ανοίγματα και συμβάλλει στην κατακορυφότητα του κτιρίου. Οι πλάγιες προεξοχές επίσης συμβάλλουν σε αυτό. Οι όροφοι σε όλες τις όψεις χωρίζονται από διακοσμητική ταινία από τούβλα και όλα τα παράθυρα και οι μπαλκονόπορτες είναι συμμετρικά ως προς τον άξονα της εισόδου. Διαβάστε περισσότερα εδώ.
Porto Palace
Η περιοχή του Φιξ στη δυτική είσοδο της πόλης αποτελούσε την πρώτη βιομηχανική ζώνη της Θεσσαλονίκης με ζυθοποιία, Σφαγεία, Βυρσοδεψεία και Αλευρόμυλους. Το συγκεκριμένο ιδρύθηκε το 1914 από τους Βολιώτες αδελφούς Γεωργίου σε γειτνίαση με το ήδη υπάρχον βυρσοδεψείο Μ. Νούσια & Σια (1907), όπου σήμερα στεγάζεται το Block 33. Το κτίριο μεταβιβάστηκε από τον τότε ιδιοκτήτη Μωυσή Μoρπούργο. Το βυρσοδεψείο περνά στην ιδιοκτησία του Π. Πάρασκευόπουλου το 1931 και τελικά σταματά τη λειτουργία του και παραμένει σε αχρηστία μέχρι το 2000, οπότε και ξεκινά μια μνημειώδης ανακαίνιση που διήρκησε κοντά μια δεκαετία. Το κτίριο μετά την ολοκλήρωση των έργων επαναχρησιμοποιείται ως ξενοδοχείο, αλλά και ως χώρος φιλοξενίας συνεδρίων και διαλέξεων και ημερίδων, αλλά και εκθέσεων.
Το Μεγάρο Μουσικής Θεσσαλονίκης
Το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης κατασκευάστηκε σε ένα παραθαλάσσιο οικόπεδο 18 στρεμμάτων που παραχωρήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο. Οι αρχιτεκτονικές προμελέτες ήταν δωρεά στο Σύλλογο Φίλων της Μουσικής Θεσσαλονίκης από τον “αδελφό” Σύλλογο Φίλων της Μουσικής Αθηνών, ενώ η χρηματοδότηση για την κατασκευή του έργου καλύφθηκε εξ ολοκλήρου από εθνικούς πόρους, τόσο από το Υπουργείο Πολιτισμού όσο και από το Β’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Το συνολικό κόστος ανήλθε στο ποσό των 14.100.000.000 δραχμών. Ο στόχος που τέθηκε για την κατασκευή του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης ήταν αυτός ενός σύγχρονου, διεθνών προδιαγραφών πολιτιστικού και συνεδριακού κέντρου, το οποίο να έχει τη δυνατότητα να φιλοξενεί ένα μεγάλο εύρος εκδηλώσεων, από συναυλίες, παραστάσεις θεάτρου και όπερας, μπαλέτα, καλλιτεχνικές και πολιτιστικές εκθέσεις, μέχρι και συνεδριακές εκδηλώσεις. Σχεδιάστηκε έτσι ένα κτίριο που αφενός πληρεί όλες τις προϋποθέσεις για το σκοπό αυτό, αφετέρου αποτελεί ένα κτίριο ορόσημο (κτίριο Μ1), ένα κόσμημα για την πόλη, στο οποίο συνυπάρχουν τα στοιχεία μιας μεγάλης αίθουσας συναυλιών (Αίθουσα Φίλων της Μουσικής), ενός χώρου υποδοχής του κοινού (φουαγιέ), γραφείων για τις διοικητικές και τεχνικές υπηρεσίες, καθώς και όλων των απαραίτητων εγκαταστάσεων για την υποστήριξη των εκδηλώσεων (καμαρίνια, αίθουσες δοκιμών, αποθήκες οργάνων κ.α.). Παράλληλα, έχει ληφθεί μέριμνα για τους πολίτες με αναπηρίες, με την κατασκευή κατάλληλων θέσεων και ανελκυστήρων. Η εξωτερική εμφάνιση του κτιρίου βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με την ιστορία της πόλης, συνδυάζοντας στοιχεία τόσο από το λαμπρό βυζαντινό παρελθόν όσο και από το μετέπειτα κοσμοπολίτικο ρόλο της.