Ξέρει κανείς πού πέφτει η Ξηροκρήνη;
Πότε οι άνθρωποι που μένουν εκεί θα νοιώσουν ότι έχουν την θέση που δικαιούνται στην πόλη αυτή;
Λέξεις: Μιχάλης Μήττας / Εικόνες: Άλκης Κουπίδης
Όσο και αν σας ακούγεται παράξενο, η Θεσσαλονίκη δεν τελειώνει στον Βαρδάρη. Διότι εκεί περίπου ξεκινά μια ακόμα συνοικία, που απ’ τους τουριστικούς χάρτες και τους προεκλογικούς σχεδιασμούς συνήθως παραλείπεται: η Ξηροκρήνη.
Ένα πλέγμα από μικρούς, αλλά δενδροφυτεμένους δρόμους και χαμηλές οικοδομές, στριμωγμένο ανάμεσα στον Σιδηροδρομικό Σταθμό και την οδό Λαγκαδά, μόλις 10 λεπτά από το κέντρο της πόλης, είναι ο πυρήνας του Β Διαμερίσματος του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Ένας πυρήνας, που έχει καταφέρει να διατηρήσει μια σπάνια αυθεντικότητα, χωρίς όμως να ξεφεύγει από τα κυρίαρχα προβλήματα της πόλης.
Τρεις κουβέντες με τους μαγαζάτορες της περιοχής αρκούν για να θυμηθεί κανείς ότι βρίσκεται ακόμα στην Θεσσαλονίκη.
Καθαριότητα, στάθμευση και ασφάλεια μονοπωλούν το άγχος των κατοίκων. Στον υπερθετικό όμως βαθμό.
“Πληρώνουμε 40 ευρώ την εβδομάδα για πλένουμε τους κάδους απορριμμάτων απέναντι απ’ τα μαγαζιά μας” λένε σκωπτικά δύο επιχειρηματίες της εστίασης.
Πληρώνουν βέβαια κανονικά και τα δημοτικά τέλη αλλά και το ειδικό δημοτικό τέλος της εστίασης. Δεν γίνεται όμως αλλιώς, διότι οι κάδοι είναι μονίμως απειλητικά για την δημόσια υγεία γεμάτοι.
Λίγο πιο πέρα, στην κεντρική οδό Αγ. Πάντων παρατηρώ ότι τα πεζοδρόμια έχουν αναπλασθεί σχετικά πρόσφατα. Όχι όμως και ικανοποιητικά, όπως με πληροφορεί ιδιοκτήτης παρακειμένου εμπορικού καταστήματος. Τα νερά σχηματίζουν λίμνες με το παραμικρό, καθιστώντας αδύνατη την διέλευση, δείγμα προχειρότητας όχι μόνο του εργολάβου αλλά και εκείνου που παρέλαβε το έργο για λογαριασμό του Δήμου.
Προχωρώντας λίγο περισσότερο πλησιάζει κανείς στην Πλατεία Γαλοπούλου. Η μάλλον, “πλατεία”. Όλη η περιοχή περιμετρικά της θυμίζει καταυλισμό που εγκαταλείφθηκε βιαστικά από τους καταληψίες του.
“Το βράδυ φοβόμαστε να περάσουμε”, λένε δύο ηλικιωμένες. Ειδικά στα κοντινά στενά ο φωτισμός είναι ανεπαρκής. Το ίδιο φυσικά και η αστυνόμευση.
Απ’ την άλλη, το να σε ξεχνούν, έχει ένα μη αναμενόμενο πλεονέκτημα: το πράσινο έχει διατηρηθεί μέχρι στιγμής αλώβητο από την αποψίλωση που υφίσταται η υπόλοιπη πόλη.
Όλο το Β’ Διαμέρισμα, περιλαμβανομένων και των συνοικιών πέριξ της Γιαννιτσών, της Παναγίας Φανερωμένης και των Δώδεκα Αποστόλων, έχει περίπου 28.000 πληθυσμό. Ελάχιστος σε σχέση με το Κέντρο, την Τούμπα και το Ε’ Διαμέρισμα. Και σχετικά γερασμένος.
Συγχρόνως, τα οικονομικά στοιχεία επιβεβαιώνουν την γενική άποψη για την ευρύτερη περιοχή.
Την επιβεβαιώνει και η ουρά πίσω από την εκκλησία των Αγ. Πάντων, “το μεγαλύτερο συσσίτιο της πόλης”, όπως με πληροφορεί ο Αγαπητός Σαμαράς, μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου. Οι περισσότεροι νέοι και τα ζευγάρια συνήθως μετακομίζουν αλλού στην Θεσσαλονίκη ή λίγο δυτικότερα, στους Αμπελόκηπους, αναζητώντας καλύτερες υποδομές, ασφάλεια και διαφυγή από την εγκατάλειψη.
Όσοι μένουν εκεί αισθάνονται πίκρα και οργή. Ότι κανείς δεν τους υπολογίζει. Τέσσερα χρόνια πριν πιθανότατα θα άκουγε κανείς ακριβώς τα ίδια. Και όμως, η περιοχή, με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της, την ιστορικότητά της, αλλά και την προοπτική που δίνει η θέση της, θα μπορούσε να είναι βιτρίνα για τους επισκέπτες, εναλλακτικός προορισμός για όλη την πόλη, αλλά και συνοικία υπόδειγμα για να κατοικεί κανείς.
Συχνά άλλωστε έχουν παρουσιαστεί projects, ορισμένα αρκετά φιλόδοξα, για το πώς η κτιριακή υποδομή και οι αρκετοί ελεύθεροι χώροι θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν προς όφελος, προτίστως, των κατοίκων.
Ίσως λοιπόν αντί για “μπαλώματα” στο πόδι, για να ηρεμήσουν τα πνεύματα προεκλογικά, να πρέπει να εστιάσουμε ακριβώς σε αυτά. Ίσως, έτσι για αλλαγή, μια δημοτική αρχή να πρέπει να κοιτάξει πρώτα το Β’ Διαμέρισμα και μετά τα υπόλοιπα.
Ώστε η Ξηροκρήνη και οι άνθρωποί της να νοιώσουν ότι έχουν την θέση που δικαιούνται στην πόλη αυτή. Μια θέση ισότιμη και αξιοπρεπή.
*Ο Μιχάλης Μήττας είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Υπ. Διδάκτωρ Νομικής ΑΠΘ, Μέλος ΔΣ Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης