H αλήθεια γύρω από τα Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα
Ειδικοί αναλύουν στην Parallaxi όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε για τα ΣΜΝ - Προφυλάξεις, εμβόλια, γονιμότητα και ο ασυμπτωματικός «εχθρός»
Στο άκουσμα της διάγνωσής τους, ακόμα και σε μία μικρή υποψία, προκαλούν φόβο και ανησυχία.
Τα Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα, κρύβουν γύρω από το όνομά τους, ψιθύρους, μύθους, τα αισθήματα της ντροπής και της ανασφάλειας. Όμως, η αλήθεια για την σεξουαλική υγεία δεν χρειάζεται να φοβίζει, αντιθέτως – είναι η δύναμή μας που μας κρατά ασφαλείς.
Η αύξηση των ΣΜΝ παγκοσμίως αλλά και συγκεκριμένα στην Ελλάδα, ειδικά τα τελευταία χρόνια, έχει αρχίσει να ανησυχεί όχι μόνο τους ειδικούς, αλλά και όλους όσους φοβούνται με τη διάγνωσή τους.
Τα τελευταία δεδομένα για τα σεξουαλικώς μεταδιδομένα νοσήματα (ΣΜΝ) στην Ελλάδα καταδεικνύουν την ανησυχητική αύξηση των κρουσμάτων, με τον κώδωνα του κινδύνου να «κρούει» για τη σύφιλη, τη γονόρροια και τις χλαμυδιακές λοιμώξεις.
Σύμφωνα με τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), τα ΣΜΝ αποτελούν μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας, καθώς μπορεί να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των ατόμων, όπως υπογονιμότητα, έκτοπη κύηση, νευρολογικές ή καρδιοαγγειακές παθήσεις, κακοήθειες και κοινωνικό στιγματισμό.
Σύφιλη
Η σύφιλη είναι μία σεξουαλικώς μεταδιδόμενη λοίμωξη, η οποία προκαλείται από το βακτήριο Treponema pallidum.
Η λοίμωξη μεταδίδεται μέσω σεξουαλικής επαφής, μέσω επαφής με δερματικές βλάβες, κάθετα από τη μητέρα στο νεογνό, μέσω παραγώγων αίματος ή κατά τη μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων.
Η μετάδοση της λοίμωξης μέσω σεξουαλικής επαφής -δεν απαιτείται πλήρης διεισδυτική σεξουαλική επαφή- πραγματοποιείται κυρίως κατά την πρωτογόνο και δευτερογόνο σύφιλη, με επαφή με μολυσματικές βλάβες (πρωτοπαθές έλκος, πλατέα κονδυλώματα, βλεννώδεις πλάκες) που είναι συνήθως ανώδυνες και μπορεί να μην γίνουν αντιληπτές από τον πάσχοντα. Η όψιμη σύφιλη θεωρείται γενικά μη μεταδοτική.
Η νόσος έχει χρόνο επώασης 10-90 ημέρες από την έκθεση.
Βάσει χρονικής διάρκειας η λοίμωξη, διακρίνεται σε πρώιμη και όψιμη:
- Πρώιμη σύφιλη: (διάρκειας
- Όψιμη σύφιλη: (διάρκειας >1 έτος)
Βάσει κλινικής εικόνας διακρίνεται σε:
Πρωτογόνο: Κλινικά εκδηλώνεται συνήθως ως ανώδυνο έλκος στο σημείο ενοφθαλμισμού με συνοδό περιοχική λεμφαδενίτιδα. Χωρίς θεραπεία αυτοϊάται σε 3-6 εβδομάδες.
Δευτερογόνο: Εκδηλώνεται 2-3 μήνες μετά από το εμφάνιση του έλκους με την εμφάνιση διάχυτου κηλιδοβλατιδώδους εξανθήματος συχνά με συμμετοχή παλαμών – πελμάτων. Σε αυτό το στάδιο η νόσος είναι πολυσυστηματική και εκδηλώνεται με γενικευμένα συμπτώματα όπως πυρετός, λεμφαδενοπάθεια, κακουχία, κεφαλαλγία, ναυτία, ανορεξία, ενάνθημα, βλεννώδεις πλάκες, πλατέα κονδυλώματα, ως και ηπατίτιδα, νεφροπάθεια, αρθρίτιδα, οπτική νευρίτιδα, μηνιγγίτιδα κ.ά.
Λανθάνουσα: Δεν παρατηρούνται συμπτώματα αλλά είναι θετικός ο εργαστηριακός έλεγχος. Είναι δυνατό να παρατηρηθεί σε χρονικό διάστημα 1 έτους, (όψιμη λανθάνουσα) ή ακόμα και σε αδιευκρίνιστο χρονικό διάστημα από τη λοίμωξη.
Τριτογόνο: Εμφανίζεται αρκετά χρόνια μετά την αρχική λοίμωξη περίπου στο ένα τρίτο των ασθενών που δεν έχουν λάβει θεραπεία, με σοβαρές βλάβες στο νευρικό σύστημα, στην καρδιά, το δέρμα και τα οστά.
Η νευροσύφιλη μπορεί να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε στάδιο της νόσου με προσβολή του ΚΝΣ ή οπτικού ή ακουστικού νεύρου.
Η σύφιλη παρουσιάζει αυξητική τάση στην Ελλάδα, με σημαντική αύξηση των κρουσμάτων κατά τη διετία 2020-2022.
Γονόρροια
Η γονόρροια είναι μια σεξουαλικώς μεταδιδόμενη λοίμωξη, η οποία προκαλείται από το βακτήριο Neisseria gonorrhoeae και αφορά όλα τα σεξουαλικά ενεργά άτομα. Μεταδίδεται κατά την σεξουαλική επαφή με ενοφθαλμισμό από μολυσμένο βλεννογόνο σε άλλο βλεννογόνο, είτε από τη μητέρα στο νεογνό, κάθετα, κατά τον τοκετό.
Η λοίμωξη είναι συχνότερη σε νεαρά άτομα, άντρες που κάνουν σεξ με άντρες, άτομα με πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους και άτομα που δεν χρησιμοποιούν προφυλακτικό.
Έχει χρόνο επώασης συνήθως 1-10 ημέρες (με εύρος 1-14 ημέρες)
Στους άνδρες η νόσος εκδηλώνεται με κλινική εικόνα ουρηθρίτιδας με χαρακτηριστικό βλεννοπυώδες έκκριμα (>80%) και δυσουρία (>50%), και ανιούσα λοίμωξη μπορεί να προκαλέσει ορχεοεπιδιδυμίτιδα.
Στις γυναίκες η ενδοτραχηλική ή η ουρηθρική λοίμωξη εκδηλώνονται με βλεννοπυώδεις κολπικές εκκρίσεις, δυσουρία και άλγος κάτω κοιλίας, ενώ η ανιούσα λοίμωξη μπορεί να προκαλέσει φλεγμονώδη νόσο της πυέλου που μπορεί να οδηγήσει σε στειρότητα και έκτοπη κύηση. Η ενδοτραχηλική λοίμωξη είναι ασυμπτωματική στο 50% περιπτώσεων.
Ανάλογα με το είδος της σεξουαλικής επαφής μπορεί να υπάρχει πρωκτική και φαρυγγική λοίμωξη οι οποίες είναι συνήθως ασυμπτωματικές.
Η γονόρροια θεραπεύεται με κατάλληλη αντιμικροβιακή αγωγή.
Στην Ελλάδα, το 2023 τα περιστατικά γονόρροιας υπερτριπλασιάστηκαν σε σύγκριση με το 2020, ενώ οι διαγνώσεις πρώιμης σύφιλης διπλασιάστηκαν.
Η γονόρροια είναι το δεύτερο σε συχνότητα βακτηριακό ΣΜΝ στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην Ελλάδα, παρατηρείται υψηλός επιπολασμός της νόσου στους άνδρες που έχουν σεξουαλική επαφή με άνδρες (MSM), με μεγαλύτερη επίπτωση στην ηλικιακή ομάδα 25-34 ετών και ακολούθως στην ομάδα 15-24 ετών.
Χλαμυδιακή Λοίμωξη
Οι χλαμυδιακές λοιμώξεις είναι σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις, οι οποίες προκαλούνται από το βακτήριο Chlamydia trachomatis.
Μεταδίδονται με την άμεση επαφή βλεννογόνων κατά τη σεξουαλική επαφή ή κάθετα κατά τη γέννηση από μολυσμένη μητέρα στο νεογνό.
Η νεαρή ηλικία ( η απουσία συστηματικής χρήσης προφυλακτικού, η ύπαρξη νέων ή η συχνή εναλλαγή σεξουαλικών συντρόφων ετησίως, καθίστανται οι κυριότεροι παράγοντες κινδύνου χλαμυδιακών λοιμώξεων.
Η λοίμωξη είναι συχνά ασυμπτωματική και στα δύο φύλα (στις γυναίκες σε ποσοστό 70-95% και στους άνδρες σε ποσοστό >50%).
Στις γυναίκες η νόσος εκδηλώνεται κυρίως ως τραχηλίτιδα, ουρηθρίτιδα και σαλπιγγίτιδα.
Στους άνδρες εκδηλώνεται κυρίως ως μη ειδική ουρηθρίτιδα, επιδιδυμίτιδα αλλά μπορεί να υπάρχει και προσβολή των όρχεων.
Χλαμυδιακή λοίμωξη μπορεί επίσης να εντοπισθεί στον πρωκτό και στο φάρυγγα, ανάλογα με το είδος της σεξουαλικής επαφής.
Στα νεογνά μπορεί να εμφανισθεί ως επιπεφυκίτιδα ή πνευμονία.
Τόσο οι συμπτωματικές, όσο και οι ασυμπτωματικές λοιμώξεις, μπορεί να προκαλέσουν επιπλοκές με κυριότερες την χρόνια φλεγμονώδη νόσο της πυέλου και την υπογονιμότητα.
Οι χλαμυδιακές λοιμώξεις αντιμετωπίζονται με κατάλληλη αντιμικροβιακή αγωγή.
Η χλαμυδιακή λοίμωξη παρουσιάζει επίσης ανησυχητική αύξηση, με τα περιστατικά να αυξάνονται κατά 50% την τελευταία τριετία.

HPV (Ανθρώπινος Παππιλώματος Ιός) – Κονδυλώματα
Ο Ιός Ανθρώπινων Θηλωμάτων (HPV) είναι ο πιο κοινός ιός που μεταδίδεται σεξουαλικά και συνδέεται με διάφορους τύπους καρκίνου και κονδυλωμάτων.
Η λοίμωξη από τον HPV είναι συχνή και συχνά δεν προκαλεί συμπτώματα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις υποχωρεί αυτόματα χωρίς θεραπεία. Η μετάδοση του HPV γίνεται κυρίως μέσω της σεξουαλικής επαφής.
Ο HPV είναι μια ομάδα ιών που περιλαμβάνει περισσότερους από 200 τύπους.
Ορισμένοι τύποι προκαλούν κονδυλώματα στα γεννητικά όργανα, ενώ άλλοι συνδέονται με καρκίνους του τραχήλου της μήτρας, του πρωκτού, του πέους, του στόματος και του λαιμού.
Οι τύποι HPV διακρίνονται σε χαμηλού κινδύνου (π.χ. τύποι 6 και 11) που προκαλούν κονδυλώματα και υψηλού κινδύνου (π.χ. τύποι 16 και 18) που σχετίζονται με καρκίνους.
Ο εμβολιασμός είναι αποτελεσματικός στην πρόληψη λοιμώξεων από τύπους υψηλού κινδύνου HPV και την ανάπτυξη καρκίνων που σχετίζονται με αυτούς. Η τακτική εξέταση του τραχήλου της μήτρας (τεστ ΠΑΠ) είναι σημαντική για την έγκαιρη διάγνωση καρκινικών αλλοιώσεων. Η χρήση προφυλακτικού και η περιορισμένη σεξουαλική επαφή μειώνουν τον κίνδυνο μετάδοσης του HPV.

HIV (Ιός Ανοσοανεπάρκειας)
Ο HIV είναι ο ιός που προκαλεί το Σύνδρομο της Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας (AIDS).
Μπορεί να μεταδοθεί μέσω της χωρίς προφυλακτικό σεξουαλικής επαφής (πρωκτική, κολπική, στοματική) ή μέσω της από κοινού χρήσης αιχμηρών αντικειμένων (ξυραφάκια, βελόνες, σύριγγες) με HIV οροθετικό άτομο και από μία HIV οροθετική μητέρα στο νεογνό κατά τη διάρκεια της κύησης, του τοκετού και του θηλασμού.
Ο ιός ΔΕΝ μεταδίδεται μέσω της καθημερινής κοινωνικής επαφής (χειραψία, αγκαλιά, φιλί στο μάγουλο), των κουνουπιών ή άλλων εντόμων, της από κοινού χρήσης οικιακών σκευών, του σάλιου, των δακρύων, του ιδρώτα, του αέρα ή του νερού.
Ο όρος AIDS αναφέρεται στο τελευταίο στάδιο της HIV λοίμωξης, κατά το οποίο το ανοσοποιητικό σύστημα έχει αποδυναμωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε το HIV οροθετικό άτομο είναι επιρρεπές σε διάφορα νοσήματα και συγκεκριμένους τύπους καρκίνου.
Ο χρόνος μεταξύ μόλυνσης από τον ιό και εκδήλωσης του AIDS ποικίλει από άτομο σε άτομο, ενώ η έγκαιρη χορήγηση συνδυασμού αντιρετροϊκών φαρμάκων υψηλής δραστικότητας (Highly Active Antiretroviral Therapy – HAART), επιβραδύνει σημαντικά την εξέλιξη του νοσήματος και μειώνει σε μεγάλο βαθμό τη θνητότητα. Σήμερα, η HIV λοίμωξη θεωρείται χρόνια νόσος, υπό την προϋπόθεση ότι ο/η ασθενής λαμβάνει συστηματικά τη θεραπεία του.
Έως τώρα δεν έχει βρεθεί αποτελεσματικό προφυλακτικό εμβόλιο έναντι του HIV. Ωστόσο, επειδή η HAART μειώνει τη συγκέντρωση του ιού στα μολυσματικά βιολογικά υγρά και συνεπώς ελαττώνει την πιθανότητα μετάδοσής του, δίνεται πλέον μεγάλη σημασία στο ρόλο που διαδραματίζει η χορήγηση της αντιρετροϊκής θεραπείας στον τομέα της πρόληψης.
Έρπης Γεννητικών Οργάνων (HSV-2)
Ο Έρπης Γεννητικών Οργάνων προκαλείται κυρίως από τον ιό του απλού έρπητα τύπου 2 (HSV-2), αν και μπορεί να προκληθεί και από τον τύπο 1 (HSV-1).
Ο κύριος υπεύθυνος είναι ο ιός του απλού έρπητα (HSV) τύπου 2 (HSV-2). Ωστόσο, ο ιός τύπου 1 (HSV-1), που συνήθως προκαλεί έρπητα στα χείλη, μπορεί επίσης να προκαλέσει γεννητικό έρπητα.
Μεταδίδεται μέσω σεξουαλικής επαφής (κολπικής, στοματικής ή πρωκτικής) με ένα μολυσμένο άτομο, είτε αυτό έχει εμφανή συμπτώματα είτε όχι.
Χαρακτηρίζεται από υποτροπές, με συμπτώματα όπως επώδυνες φουσκάλες και έλκη στα γεννητικά όργανα, κνησμό και κάψιμο.
Πρωτογενής λοίμωξη: Η αρχική μόλυνση μπορεί να είναι ιδιαίτερα επώδυνη και μπορεί να συνοδεύεται από συμπτώματα που μοιάζουν με γρίπη, όπως πυρετό, πονοκέφαλο, και πρησμένους λεμφαδένες στη βουβωνική χώρα.
Ερπητικές βλάβες: Εμφανίζονται επώδυνες φυσαλίδες που περιέχουν υγρό, οι οποίες ρήγνυνται και αφήνουν έλκη.
Άλλα συμπτώματα μπορεί να είναι ο κνησμός, το κάψιμο, ο πόνος στην περιοχή των γεννητικών οργάνων, καθώς και πόνος κατά την ούρηση.
Λανθάνουσα κατάσταση: Μετά την αρχική μόλυνση, ο ιός παραμένει αδρανής στα νευρικά γάγγλια και μπορεί να επανεμφανιστεί, προκαλώντας υποτροπές.
Δεν υπάρχει οριστική θεραπεία για την εξάλειψη του ιού, αλλά η αντιική αγωγή (από το στόμα ή τοπικά) μπορεί να μειώσει τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων και τη συχνότητα των υποτροπών.

Ηπατίτιδα B και C
Η χρόνια ιογενής ηπατίτιδα προκαλείται από τους ιούς της ηπατίτιδας B και C και αποτελεί σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας παγκόσμια.
Ο ιός της ηπατίτιδας Β μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή, παρεντερικά (iv, im, sc) και από μητέρα με HBsAg (+) στο παιδί κατά την κύηση ή τον τοκετό (κάθετη μετάδοση), ενώ το ιός της ηπατίτιδας C κυρίως με την παρεντερική επαφή και σπανιότερα με τη σεξουαλική επαφή ή κάθετη μετάδοση από μητέρα σε παιδί.
Η ιογενής ηπατίτιδα B και C:
- προσβάλλει μεγάλο μέρος του πληθυσμού,
- μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο,
- σχετίζεται με σημαντική νοσηρότητα και θνητότητα και
- απαιτεί ειδικές θεραπευτικές παρεμβάσεις.
Στη χώρα μας, ο επιπολασμός για τη χρόνια ηπατίτιδα Β υπολογίζεται σε 2% του πληθυσμού και για την ηπατίτιδα C σε 0.5-0.8% του πληθυσμού, ενώ η επίπτωση των χρόνιων ιογενών ηπατιτίδων ποικίλλει ανά γεωγραφικό διαμέρισμα και πληθυσμό.
Οι κύριες επιπτώσεις στη δημόσια υγεία είναι η αυξημένη νοσηρότητα και θνητότητα των ασθενών από την ηπατική νόσο και η διασπορά των ιών αυτών στο κοινωνικό τους περιβάλλον. Είναι γνωστό ότι σημαντικό ποσοστό των ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα Β ή C καταλήγουν από επιπλοκές της χρόνιας λοίμωξης όπως κίρρωση του ήπατος, ηπατοκυτταρικό καρκίνο (HCC), ηπατική ανεπάρκεια και θάνατο εφόσον δεν τεθούν σε παρακολούθηση και δεν λάβουν ειδική αντιική αγωγή.
Οι δυνατότητες θεραπευτικής παρέμβασης στη χρόνια ηπατίτιδα Β και C έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Ειδικότερα, με τα νέα θεραπευτικά σχήματα, η ηπατίτιδα θεωρείται σήμερα ιάσιμη.
Ειδικοί αναλύουν στην Parallaxi τα ΣΜΝ στην Ελλάδα σήμερα
Η Έλενα Σωτηρίου, Καθηγήτρια Δερματολογίας – Αφροδισιολογίας Α.Π.Θ. και εργαζόμενη στο Νοσοκομείο Αφροδισίων και Δερματικών Νόσων Θεσσαλονίκης, εξηγεί ότι το συχνότερο ΣΜΝ σήμερα είναι τα οξυτενή κονδυλώματα που προκαλούνται από ιούς HPV. «Έπονται τα χλαμύδια, η βλεννόροια και η σύφιλη», προσθέτει η ίδια.
Σύμφωνα με την κα. Σωτηρίου, σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια έχει σημειωθεί μεγάλη αύξηση των Σεξουαλικών Μεταδιδόμενων Νοσημάτων, με τις ενεργά σεξουαλικές ηλικίες (20-40 έτη) να είναι οι κύριες ηλικίες στις οποίες εντοπίζονται.
«Τα τελευταία 5 χρόνια παρατηρείται κάθε χρόνο αύξηση των περιστατικών με σύφιλη, βλεννόροια και χλαμύδια», όπως εξηγεί.
Ανησυχητικά συμπτώματα για ΣΜΝ μπορεί να είναι τσούξιμο κατά την ούρηση, έκκριμα από την ουρήθρα, πληγές ή φουσκάλες στην περιοχή των γεννητικών οργάνων ή άλλο δερματικό εξάνθημα. «Κάθε σύμπτωμα που ακολουθεί σεξουαλική επαφή χωρίς προφύλαξη πρέπει να αξιολογείται από τον αφροδισιολόγο», τονίζει η κα. Σωτηρίου.
Αναφορικά με τα ασυμπτωματικά ΣΜΝ, η κα. Σωτηρίου εξηγεί πως «η βλεννόροια, τα χλαμύδια και τα μυκοπλάσματα μπορεί να μην έχουν συμπτώματα για μεγάλο χρονικό διάστημα και να μεταδίδονται. Άλλα νοσήματα όπως η σύφιλη μπορεί σε ένα ποσοστό να παραμείνουν σε λανθάνουσα μορφή και να είναι ασυμπτωματικά».
Ωστόσο, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τα ΣΜΝ είναι πλήρως ιάσιμα μετά τη σωστή διάγνωση και θεραπεία. «Αυτό βέβαια δεν αποκλείει την επαναμόλυνση καθώς τα περισσότερα δεν αφήνουν μόνιμη ανοσία. Παραμένουν κάποια νοσήματα που απλά ελέγχονται και δεν ιώνται πλήρως όπως οι λοιμώξεις με HIV», αναλύει η ίδια.
Μάλιστα, ανάμεσα στους μύθους που πολλοί πιστεύουν λανθασμένα για τα ΣΜΝ, είναι το γεγονός ότι «δεν μπορούν να ξαναμολυνθούν από ένα νόσημα αν το έχουν περάσει μία φορά. Επίσης πολλοί λανθασμένα θεωρούν ότι δεν μπορούν εύκολα να κολλήσουν ένα ΣΜΝ με αποτέλεσμα να μην λαμβάνουν επαρκή προφύλαξη και να μην εξετάζονται από τον αφροδισιολόγο», εξηγεί η κα. Σωτηρίου.
Το σημαντικότερο όμως είναι η πρόληψη αλλά και η έγκαιρη διάγνωση. Γι’ αυτό και συστήνεται ο προληπτικός έλεγχος τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, καθώς και η τήρηση των πρακτικών ασφαλούς σεξ (με τη χρήση προφυλακτικού), σύμφωνα με την κα. Σωτηρίου:
«Μπορεί όμως να απαιτείται συχνότερος έλεγχος κάθε 6 ή και 3 μήνες σε άτομα με πολλαπλούς συντρόφους ή που δεν χρησιμοποιούν προφύλαξη. Οι εκδιδόμενοι πρέπει να κάνουν προληπτικές εξετάσεις συχνότερα.
Κάθε επαφή εκτός κάποιας μονογαμικής σχέσης απαιτεί τη χρήση του προφυλακτικού. Η χρήση του μπορεί να αποτύχει σε περίπτωση απειρίας στη χρήση, όταν δεν καλύπτει την περιοχή του δέρματος που νοσεί και όταν γίνεται χρήση μη ειδικών λιπαντικών όπως βαζελίνη ή λάδια που μπορεί να οδηγήσουν σε σπάσιμο του προφυλακτικού.
Για άτομα υψηλού κινδύνου υπάρχει πλέον η φαρμακευτική προφύλαξη για τη μετάδοση του ιού HIV (PREP), ενώ η αντιβιωτική προφύλαξη για σύφιλη, βλεννόροια και χλαμύδια σε βάση εξατομίκευσης».
Τα ΣΜΝ και οι επιπτώσεις τους διαφέρουν ανάλογα με το αν η διάγνωσή τους γίνει στο γυναικείο ή στο ανδρικό φύλο.
Η Κωνσταντίνα Καλοειδά, Μαιευτήρας – Γυναικολόγος στη Θεσσαλονίκη, εξηγεί ότι τα πιο χαρακτηριστικά ΣΜΝ που διαγιγνώσκονται στις γυναίκες είναι ο ιός HPV (ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων) και τα χλαμύδια.
«Αυτό, σαφώς, δεν σημαίνει ότι δεν εμφανίζονται στους άνδρες· απλώς στις γυναίκες εντοπίζονται συχνότερα καθώς υπάρχει οργανωμένο screening μέσω του τεστ Παπανικολάου, του HPV test και άλλων εξετάσεων ρουτίνας. Ένα ακόμη στοιχείο που αξίζει να γνωρίζουμε είναι ότι πολλά από αυτά τα νοσήματα μπορεί να είναι ασυμπτωματικά, τόσο στις γυναίκες όσο και στους άντρες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα την ύπαρξή τους και να χρειάζονται τακτικοί γυναικολογικοί έλεγχοι για την έγκαιρη διάγνωση», τονίζει η ίδια.
Πώς τα ΣΜΝ επηρεάζουν τη γονιμότητα της γυναίκας και ο ρόλος του εμβολίου
Τα ΣΜΝ που σχετίζονται περισσότερο με προβλήματα γονιμότητας είναι εκείνα που μπορούν να προκαλέσουν φλεγμονώδη νόσο της πυέλου (PID).
«Στην κατηγορία αυτή ανήκουν κυρίως τα χλαμύδια και η γονόρροια. Οι λοιμώξεις αυτές, αν δεν διαγνωστούν και αντιμετωπιστούν εγκαίρως, μπορεί να οδηγήσουν σε ουλές και συμφύσεις στις σάλπιγγες, εμποδίζοντας τη φυσιολογική σύλληψη. Αυτός είναι και ο λόγος που τονίζουμε πάντα την αξία των προληπτικών εξετάσεων: ακόμη και χωρίς συμπτώματα, οι τακτικοί έλεγχοι προστατεύουν τη γονιμότητα μιας γυναίκας στο μέλλον», εξηγεί η κα. Καλοειδά.
Η ίδια τονίζει ότι «ο εμβολιασμός στα κορίτσια είναι ένα δώρο πρόληψης που μας προστατεύει σε βάθος χρόνου»:
«Ο εμβολιασμός σε μικρή ηλικία είναι καθοριστικός. Ο εμβολιασμός κατά του HPV συστήνεται να γίνεται ιδανικά πριν από την έναρξη των σεξουαλικών επαφών, γιατί σε αυτήν την ηλικία ο οργανισμός αναπτύσσει ισχυρότερη ανοσολογική απόκριση. Ο HPV είναι ο κύριος υπεύθυνος για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας αλλά και για άλλες βλάβες στα γεννητικά όργανα.
Παράλληλα, η ηπατίτιδα Β είναι μια σοβαρή ιογενής λοίμωξη που μπορεί να οδηγήσει σε χρόνια νόσο του ήπατος. Ο εμβολιασμός περιλαμβάνεται στο εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού και αποτελεί σημαντικό μέτρο προστασίας τόσο για την υγεία της γυναίκας όσο και για την αποφυγή μετάδοσης στον σύντροφο ή στο μελλοντικό παιδί».
Η έγκαιρη διάγνωση για τη διατήρηση της γονιμότητας είναι απολύτως καθοριστική.
«Τα περισσότερα ΣΜΝ είναι σιωπηλοί εχθροί του οργανισμού, γιατί μπορεί να μην εμφανίζουν καθόλου συμπτώματα. Αν όμως παραμείνουν χωρίς θεραπεία, οδηγούν σε φλεγμονές και μόνιμες βλάβες στο αναπαραγωγικό σύστημα.
Με τις εξετάσεις ρουτίνας (τεστ ΠΑΠ, HPV test, καλλιέργειες κολπικού υγρού κ.ά.) μπορούμε να ανιχνεύσουμε έγκαιρα τόσο τις προκαρκινικές αλλοιώσεις από τον HPV όσο και ασυμπτωματικές λοιμώξεις, όπως αυτές που προκαλούν τα χλαμύδια. Έτσι, προλαβαίνουμε τις σοβαρές συνέπειες και διασφαλίζουμε τη μελλοντική γονιμότητα της γυναίκας», τονίζει η κα. Καλοείδα.
Υπάρχουν ορισμένα ΣΜΝ που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα κατά την εγκυμοσύνη, όπως η σύφιλη, τα χλαμύδια, ο έρπητας γεννητικών οργάνων, αλλά και ιογενείς λοιμώξεις όπως ο HPV και η ηπατίτιδα Β.
«Αυτά μπορούν να προκαλέσουν είτε προβλήματα στην ανάπτυξη του εμβρύου είτε επιπλοκές κατά τον τοκετό. Ωστόσο, με τη σωστή παρακολούθηση από τον γυναικολόγο και την κατάλληλη θεραπεία, οι περισσότερες γυναίκες με ΣΜΝ μπορούν να κυοφορήσουν με ασφάλεια και να φέρουν στον κόσμο ένα υγιές μωρό. Το κλειδί είναι να γίνεται έλεγχος πριν ή και στην αρχή της εγκυμοσύνης, ώστε να προληφθούν ή να αντιμετωπιστούν εγκαίρως τυχόν λοιμώξεις», εξηγεί η κα. Καλοειδά.
Το θετικό είναι ότι εν έτει 2025, οι περισσότερες λοιμώξεις από ΣΜΝ μπορούν να θεραπευτούν με την κατάλληλη αγωγή – συχνά με ένα απλό σχήμα αντιβιοτικών ή αντιικών φαρμάκων, όπως ξεκαθαρίζει μάλιστα και η κα. Καλοειδά:
«Αυτό σημαίνει ότι η έγκαιρη διάγνωση μάς επιτρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα πριν αφήσει μόνιμες βλάβες. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, αν η λοίμωξη παραμείνει αδιάγνωστη και χωρίς θεραπεία για μεγάλο διάστημα, μπορεί να προκαλέσει μη αναστρέψιμες βλάβες, όπως οι φραγμένες σάλπιγγες. Σε αυτήν την περίπτωση, η φυσική σύλληψη είναι δύσκολη και συχνά χρειάζεται υποβοηθούμενη αναπαραγωγή».
ΣΜΝ στους άνδρες: Πόσο συχνά πρέπει να γίνεται ο έλεγχος;
Σύμφωνα με τον Ειδικό Ουρολόγο, Βασίλειο Νικολάου, τα συχνότερα ΣΜΝ που εντοπίζονται στους άνδρες τα τελευταία χρόνια είναι τα κονδυλώματα από τον ιό HPV και τα χλαμύδια: «Αυτά τα δύο “κονταροχτυπιούνται” για την πρώτη θέση και ανά διαστήματα εναλλάσσονται. Ακολουθεί η γονόρροια, ενώ έχει αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της ξανά και η σύφιλη, την οποία δεν βλέπαμε παλαιότερα καθώς και οι κλασικές βακτηριακές ουρολοιμώξεις. Από εκεί και πέρα, συναντάμε και τις πιο ειδικές λοιμώξεις, ηπατίτιδα B και C».
Τα περισσότερα από τα παραπάνω σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα εμφανίζονται για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς συμπτώματα, ακόμα και αν ο άνδρας είναι μεταδοτικός, χωρίς να έχει κάποια εκδήλωση, όπως ενημερώνει ο κ. Νικολάου.
«Για παράδειγμα, όταν κάποιος έχει κονδυλώματα και δεν είναι εμφανή τα μικρά εξογκώματα, που μοιάζει με σπυράκια, σε συγκεκριμένες περιοχές των γεννητικών οργάνων, ο κίνδυνος για μετάδοση – ανάλογα με τον τύπο του κονδυλώματος πάντα – είναι σχετικά μικρός, αλλά ποτέ μηδενικός. Όταν έχει εμφανίσει στην περιοχή τα σημάδια, μπορεί συχνά να μην τα αντιληφθεί, λόγω τριχοφυΐας, ή αν η κατάσταση του δέρματος είναι τέτοια που δεν γίνονται εύκολα φανερά, ή αν κάποιος δεν αυτό-εξετάζεται. Κάπως έτσι, ο άνδρας μπορεί να μην έχει καμία ενόχληση αλλά να μεταδίδει. Τα περισσότερα ΣΜΝ στους άνδρες είναι ασυμπτωματικά, δεν προκαλούν κάποιο πόνο, τσούξιμο ή συχνοουρία για ένα σεβαστό διάστημα και παρόλα αυτά μπορεί να μεταδοθούν», σημειώνει.
Στο πόσο συχνά πρέπει να γίνεται ο έλεγχος και το τεστ για ΣΜΝ στους άνδρες ο κ. Νικολάου απαντά:
«Υπάρχουν δύο βασικά ζητήματα. Πρέπει να ελέγχονται τακτικά συνήθως οι άνθρωποι οποίοι, εκδηλώνουν σεξουαλική συμπεριφορά υψηλού κινδύνου. Αυτό σημαίνει εναλλαγή συντρόφων και χωρίς προφυλάξεις. Κάθε φορά που προκύπτει κάποιος νέος σύντροφος, καλό είναι να γίνεται ένα τσεκ.
Το ζήτημα που προκύπτει όμως είναι ότι για νοσήματα όπως τα κονδυλώματα, οι εξετάσεις είναι πολύ εξειδικευμένες και σχετικά ακριβές. Δεν καλύπτονται δηλαδή από τη συνταγογράφηση. Για να κάνει ένα άνδρας έλεγχο για κονδυλώματα, είναι μία διαδικασία η οποία είναι λίγο παρεμβατική και με ένα σεβαστό κόστος».
«Τα κονδυλώματα έχουν τεράστια διασπορά στην κοινωνία»
Σύμφωνα με τον κ. Νικολάου, οι περισσότεροι τύποι κονδυλωμάτων είναι αβλαβείς, όμως κάποιοι μπορεί να είναι υπεύθυνοι για την πρόκληση πολύ σοβαρών καρκίνων, ιδίως στις γυναίκες, αλλά και στον άνδρα, όπως είναι ο καρκίνος του πέους, πρωκτού και φάρυγγα.

Προφύλαξη και… προφυλακτικά
Η χρήση των προφυλακτικών κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, σε συνδυασμό με τον εμβολιασμό των ανδρών στην προεφηβική ηλικία – ο οποίος δεν είναι σε καμία περίπτωση όσο διαδεδομένος όσο των γυναικών – είναι τα δύο αποτελεσματικά όπλα που έχουμε στη διάθεσή μας για την πρόληψη από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα.
«Κανένα από τα δύο δεν προστατεύει στο 100%. Σαφέστατα, ειδικά όσοι δεν έχουν σταθερή σχέση, πρέπει να χρησιμοποιούν προφυλάξεις στις επαφές τους», εξηγεί ο κ. Νικολάου.
«Δυστυχώς ο εμβολιασμός στους άνδρες είναι ελάχιστα διαδεδομένος. Δεν υπάρχει καλή ενημέρωση ακόμα και από ιατρική κοινότητα», συνεχίζει. «Τώρα γίνεται μία προσπάθεια από παιδιάτρους κυρίως, οι οποίοι προτείνουν στους άνδρες προεφηβικής, εφηβικής και νεαρής ηλικίας να εμβολιαστούν κατά του HPV. Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορέσει να μειωθεί σε μεγάλο βαθμό η διασπορά, όπως δείχνουν οι μελέτες. Ακόμα και κάποιος αν έχει προσβληθεί από κάποιον υπότυπο, το εμβόλιο τον καθιστά πιο ανθεκτικό σε σχέση με την επαναμόλυνση από άλλα στελέχη».
Τα περισσότερα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα που μπορεί να επηρεάσουν τη γονιμότητα αφορούν και τα δύο φύλα.
«Αυτό που πρέπει να διευκρινίσουμε είναι ότι για να επηρεαστεί η γονιμότητα του άνδρα, μάλλον έχει γίνει πλημμελής ή καθυστερημένη θεραπεία και αντιμετώπιση μίας λοίμωξης. Για παράδειγμα, μία λοίμωξη του ουροποιητικού, αν δεν θεραπευτεί σωστά, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα γονιμότητας. Έχει πολύ μεγάλη σημασία το να γίνει έγκυρη διάγνωση, εφόσον υπάρχει κάποιο νόσημα και να αντιμετωπιστεί άμεσα και ολοκληρωτικά», τονίζει ο κ. Νικολάου.
*Με πληροφορίες από eody.gov.gr