Βιβλίο

Ο Σάκης Σερέφας μιλά στην Parallaxi: «Στη φόδρα του χιούμορ υπάρχει ο πόνος»

Ο πολυβραβευμένος Θεσσαλονικιός συγγραφέας σε μια de profundis εξομολόγηση στον Χάρη Δημαρά

Χάρης Δημαράς
ο-σάκης-σερέφας-μιλά-στην-parallaxi-στη-φόδρα-1114017
Χάρης Δημαράς

Την τελευταία φορά που είχαμε βρεθεί από κοντά ήταν όταν εκείνος βρισκόταν στην έδρα και εγώ στο θρανίο. Στα 13 μου. Ναι, ήμουν από τους τυχερούς που είχα καθηγητή τον Σάκη Σερέφα. Θα σας πω λοιπόν τι έβλεπαν τα εφηβικά μου μάτια:  Ένα μυαλό που έμοιαζε με εργοστάσιο παραγωγής σκέψης. Γνώση που έμοιαζε με τροφοδοτικό επιρροής. Κοφτερή ματιά και χιούμορ που «μεταβόλιζε» τις νεανικές μας ανασφάλειες.

Είχαμε 29 χρόνια να βρεθούμε από κοντά. Εγώ βέβαια τον… αντάμωνα μονομερώς μέσα από τα βιβλία του και κάθε φορά έλεγα ότι τελικά δάσκαλος δεν είναι απαραίτητα αυτός που σου λέει τι να δεις, αλλά πού να κοιτάξεις. Και ο Σάκης, ναι, ήταν ένας από αυτούς.

Όταν συναντηθήκαμε αισθάνθηκα ξανά έφηβος, με το δέος που ένας μαθητής συναντά τον καθηγητή του. Ο Σάκης βέβαια σε φέρνει κοντά του με έναν τρόπο μη καθοδηγητικό και συνάμα ζεστό, ανθρώπινο και μαγνητικό.

«Δεν άλλαξες», μου λέει και μου εύχεται για το νέο μου ξεκίνημα στην Parallaxi. Τι να πρωτοπείς μετά από 29 χρόνια. Αφήνεσαι στο συναίσθημα του βλέμματος και στη μνήμη της ψυχής. Σκέφτηκα πως η τύχη με αξίωσε να συναντήσω και να πάρω συνέντευξη από ένα φωτεινό μυαλό της Θεσσαλονίκης, ένα παιδί της πόλης που έγινε πολυβραβευμένος συγγραφέας.

Η ίδια τύχη που μου χαμογέλασε στα 13 μου. Δε γίνεται να την αφήσεις χαμένη. Ακολουθεί η συζήτησή μας. Η πρώτη μου συνέντευξη για την Parallaxi. Τον ευχαριστώ από καρδιάς.

Τα «90 δευτερόλεπτα» είναι ένα «manual» για τη ζωή, ή ένας τρόπος να μάθουμε για τη ζωή και να προσαρμόσουμε τις πληροφορίες στα θέλω μας; Μπορείτε να μας μιλήσετε για το τελευταίο σας βιβλίο;

«Γράφοντας το βιβλίο, στο πίσω μέρος του μυαλού μου επιδίωκα να προκαλέσω στον χρήστη του μια μικρή μετατόπιση, μια μικρή απόκλιση από τον τρόπο που έβλεπε τη ζωή πριν ξεκινήσει το διάβασμα, έστω και σε έναν-δυο τομείς. Δεν πρόκειται, βέβαια, για μάνιουαλ αυτοβοήθειας, αλλά για «οδηγίες για την επίγεια ζωή» όπως είναι και ο υπότιτλός του.

Δεν υπαγορεύει κανόνες, αλλά ελπίζω πως σε ερεθίζει να σκεφτείς και να είσαι διαθέσιμος να μετατοπισθείς ψυχολογικά. Όλοι ζούμε με τις βεβαιότητές μας, τις οποίες δύσκολα αποχωριζόμαστε, αφού το μπετόν που έχουμε ρίξει για να τις επινοήσουμε είναι πολύ μασίφ, δεν ραγίζει εύκολα. Είμαστε επινοήματα του εαυτού μας κι αυτό είναι πολύ βολικό. Ποιος δεν θέλει τη βολή του; Ε, ας ξεβολευτούν λίγο διαβάζοντάς το».

Μέσα από το βιβλίο βλέπουμε ότι από έρευνα έχετε συγκεντρώσει πολλές πληροφορίες για τη λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Ποιες ξεχωρίζετε, τι πραγματικά σας εντυπωσίασε για τον άνθρωπο, ανακαλύπτοντάς το;

Το ότι ο βαθμός ευτυχίας που νιώθουμε ή τον οποίο επιθυμούμε να κατακτήσουμε, καθορίζεται από τη σύγκριση της ζωής μας με τις ζωές των άλλων ανθρώπων. Το βλέπω καθημερινά γύρω μου αυτό. Κάθε εποχή, κάθε περιβάλλον, κάθε πολιτισμός, ακόμη και κάθε οικογένεια, διαμορφώνει ένα μοντέλο ευτυχίας στο οποίο καλούμαστε να ανταποκριθούμε ακόμη κι αν δεν μας ταιριάζει, ακόμη κι αν είναι σαν ξένο ρούχο επάνω μας. Είναι ένα ψυχολογικό μπούλινγκ που δεχόμαστε, ώσπου το πληρώνουμε ακριβά.

Η αφορμή ήταν η παρατήρηση του εαυτού μου και των ανθρώπων γύρω μας. Η προσπάθεια που κάνουμε όλοι να επινοήσουμε μια ερμηνεία του εαυτού μας και των αντιδράσεών του σε διάφορες καταστάσεις. Τι μας κάνει ευτυχισμένους; Τι είναι ο κεραυνοβόλος έρωτας; Πώς μας βλέπουν οι άλλοι; Πώς μας καθορίζει η συμβίωση μαζί τους; Πώς βόσκουν τα σπουργίτια και γιατί μάς αφορά αυτό; Τι χρησιμότητα έχει η σιωπή;

Πόσο διαρκεί μια στιγμή στη ζωή μας και γιατί δεν της δίνουμε σημασία; Γιατί θέλουμε να τρώμε τηγανητές πατάτες; Γιατί είναι ωφέλιμο να διαβάζουμε παλιές εφημερίδες; Πώς ζούμε τα ταξίδια μας; Γιατί υποτιμούμε το κουνουπίδι; Αυτό που βλέπουμε στον καθρέφτη είναι πραγματικά το ακριβές είδωλό μας; Τι θα γινόταν αν ενώ καθόμαστε σε ένα παγκάκι σταματούσε να γυρνά η γη; Μπορούμε να εμπιστευόμαστε τις αναμνήσεις μας; Τι έχει να μας διδάξει μια μύγα για να αποφεύγουμε τους κινδύνους; Αυτά και άλλα πολλά».

Ο τρόπος ζωής είναι τόσο αγχωτικός πλέον που όλα πρέπει να γίνονται γρήγορα. Προλαβαίνει ο ανθρώπινος εγκέφαλος να μάθει να λειτουργεί έτσι; Είναι παγίδα να βλέπουμε και να κρίνουμε τον εαυτό μας μέσα από τα μάτια των άλλων ή μέσα από τη σύγκριση; Υπάρχει τελικά σωστός δρόμος ανακάλυψης του εαυτού μας;

«Από πολύ νωρίς στη ζωή μου είχα την «πετριά» να αναζητώ επιστημονικές εξηγήσεις, κυρίως από τον χώρο των νευροεπιστημών, σχετικά με τη συμπεριφορά μας. Πιστεύω πως το ορμονικό κοκτέιλ που μας κατακλύζει και επηρεάζει τον σκληρό δίσκο του εγκεφάλου μας καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τα φερσίματά μας, συνειδητά και ασυνείδητα, συν βέβαια το περιβάλλον στο οποίο ζούμε και τα ερεθίσματα που δεχόμαστε από αυτό. Δεν είμαστε τόσο χαοτικοί όσο νομίζουμε, αλλά αρκετά προβλέψιμοι. Αυτό το παρατηρώ καθώς μελετώ τους γύρω μου και τον εαυτό μου με αμηχανία, απορία και ανθρωπολογικό ενδιαφέρον.

Όλοι ζούμε με τις βεβαιότητές μας, τις οποίες δύσκολα αποχωριζόμαστε, αφού το μπετόν που έχουμε ρίξει για να τις επινοήσουμε είναι πολύ μασίφ, δεν ραγίζει εύκολα. Είμαστε επινοήματα του εαυτού μας κι αυτό είναι πολύ βολικό.

Ο ανθρώπινος εγκέφαλος εκπαιδεύεται γρήγορα στον αγχωτικό τρόπο ζωής, προσαρμόζει τις λειτουργίες του ανθρώπου ώστε να ανταποκρίνεται στην πρόσληψη των άπειρων ερεθισμάτων που λαμβάνει σήμερα, μα όχι χωρίς κόστος. Υπάρχει ελλιπής επεξεργασία τους από την κριτική λειτουργία του. Προσλαμβάνει αλλά δεν προλαβαίνει να αφομοιώσει. Είμαστε ξενιστές αναφομοίωτων πληροφοριών, οπότε συχνά ανταποκρινόμαστε σε αυτές σαν νευρόσπαστα, σαν μαριονέτες, που τα νήματά τους τα κινούν οι πληροφορίες και τα ερεθίσματα. Οπότε λειτουργούμε μιμητικά, προσπαθώντας να ανταποκριθούμε σε αυτά. Παράγουμε σχόλια και όχι σκέψεις. Μόνο με τον ήρεμο, αργόσυρτο στοχασμό και την αυτοπαρατήρηση μαθαίνεις τον εαυτό σου. «Να σκέφτεσαι σημαίνει να μπαίνεις στον λαβύρινθο» έχει γράψει ο Καστοριάδης. Είναι ευεργετικά, όσο και φόβια, τα σκοτάδια αυτού του λαβυρίνθου».

Εικονα: Μαικ Ραφαήλ

Ο χρόνος δρα καταλυτικά πάνω μας. Μας γερνάει, αλλά ταυτόχρονα μας ωριμάζει. Πρέπει να τον αγαπάμε ή να τον μισούμε περισσότερο; Συμφιλιωνόμαστε ποτέ με το πέρασμα του και το λιγόστεμα;

«Ο κάθε άνθρωπος μετρά τον χρόνο του διαφορετικά. Άλλοι ωριμάζουν μεγαλώνοντας κι άλλοι γίνονται ρέπλικες του νεανικού άγουρου εαυτού τους, προσπαθώντας να φρενάρουν «το πέρασμα του χρόνου», που είναι και τίτλος εμβληματικής ταινίας του Βέντερς, ξεχνώντας πως στη στροφή τούς περιμένει η θνητότητα. Αγαπημένο μου ρητό παραμένει το «η ζωή δεν είναι πρόβα». Οπότε χαζολογούν ασύστολα. Δε λέω, καλό το χαζολόγημα, το ασκώ κι εγώ συστηματικά, είναι ιαματικό να βυθίζεσαι στην βλακότητά σου, μα δεν φτάνει από μόνο του. Οι ταινίες του Ρενέ «Χιροσίμα αγάπη μου» και «Πέρυσι στο Μάριενμπαντ» αποτυπώνουν τη σχετικότητα του χρόνου που κυλά και της αξιοπιστίας των αναμνήσεών μας και δείχνουν πώς μπορεί κανείς να συμφιλιωθεί, ή και όχι, με αυτόν.

Υπάρχουν συναντήσεις από τις οποίες γεννιέται ευτυχία. Είναι μία τέτοια «Οι Κωμικοί», το θεατρικό έργο που γράψατε με τον Δημήτρη Πιατά;

Η συγγραφή του έργου μαζί με τον Δημήτρη Πιατά ήταν μια ιδιαίτερα γόνιμη εμπειρία για μένα. Όταν συνεργάζεσαι με έναν τόσο δουλευταρά και έμπειρο μάστορα της τέχνης του, έχεις να μάθεις πολλά».

Σε… 90 δευτερόλεπτα οι Κωμικοί των Αθηνών τι θα έλεγαν για τη ζωή τους, παρατηρώντας την και τι θα έλεγαν όλοι οι υπόλοιποι γι’ αυτούς;

«Τους σκέφτομαι, τους Κωμικούς και το κοινό τους, να αλληλοπαρατηρούνται και να λένε ταυτόχρονα μια φράση από το έργο: «Αυτή είναι η μοίρα του καλλιτέχνη, τη μια μέρα ο κόσμος τον λατρεύει, την άλλη μένει μόνος και ξεχασμένος». Αυτή είναι η κοινή μοίρα όλων μας».

Πόσο θλιβερό πράγμα είναι να είσαι αστείος, όπως ακούγεται στην παράσταση και αντίστοιχα πόσο αστείο είναι να είσαι θλιβερός; Υπάρχει μια σχέση υπόγεια ανάμεσα στα δύο ακραία συναισθήματα;

«Στην φόδρα τού χιούμορ υπάρχει ο πόνος. Όπως είπε και ο Τσάρλι Τσάπλιν, κι ακούγεται και μέσα στο έργο να το λέει στην βιντεοσκοπημένη παρουσία του ο Λαζόπουλος, «Η ζωή, σε κοντινό πλάνο είναι μια τραγωδία και σε μακρινό μια κωμωδία». Με κάποιον τρόπο το αποτυπώνει κι ο Σαίξπηρ αυτό στα έργα του».

Αγαπημένο μου ρητό παραμένει το «η ζωή δεν είναι πρόβα». Οπότε χαζολογούν ασύστολα. Δε λέω, καλό το χαζολόγημα, το ασκώ κι εγώ συστηματικά, είναι ιαματικό να βυθίζεσαι στην βλακότητά σου, μα δεν φτάνει από μόνο του.

Το χιούμορ είναι το μόνο «χάπι» για να ξεχάσει ο άνθρωπος την απώλεια και το φόβο του θανάτου;

«Θα έλεγα πως το χιούμορ, συνοδευόμενα απαραίτητα με τον αυτοσαρκασμό, είναι ένας τρόπος για να χειριστεί κανείς την αλήθεια της θνητότητάς του. Συχνά, παράγουμε περισσότερη σοβαρότητα από αυτήν που μπορούμε να καταναλώσουμε, οπότε καταλήγει σε σοβαροφάνεια. Δεν νομίζω πως μπορεί κανείς να «ξεχάσει» τον θάνατο και τις απώλειές του, παρά μόνο να τις διαχειριστεί μεταβολίζοντάς τες. Στο πρώτο θεατρικό έργο μου, το Μαμ, που παίχτηκε στο θέατρο Αμόρε του Γιάννη Χουβαρδά κι όπου πρωταγωνιστούσε ο Δημήτρης Πιατάς, κάποια στιγμή ο οδηγός του σχολικού λεωφορείου συμβουλεύει τον νεαρό μαθητή με τον οποίο συνομιλεί επί έξι χρόνια: «Να τους τρως τους νεκρούς σου». Θυμάμαι που στην πρεμιέρα, όταν ακούστηκε αυτή η φράση, μια γηραιά κυρία που καθόταν στην πρώτη σειρά, φώναξε εκνευρισμένη στον ηθοποιό «Φτου σου!». Προφανώς είχε προσλάβει κυριολεκτικά αυτήν την προτροπή».

Σερέφας, Πιατάς

Στους «Κωμικούς» ο Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ σκηνοθετεί την κηδεία του για να τσεκάρει αντιδράσεις, στη συνέχεια όμως όταν πεθαίνει έρχεται αντιμέτωπος με το είδωλό του, τον Τσάρλι Τσάπλιν, που τον υποδύεται ο Λάκης Λαζόπουλος και του λέει ότι «η ζωή είναι τραγωδία σε κοντινό πλάνο αλλά κωμωδία σε μακρινό». Πόσο σας σημαδεύει αυτή η σκηνή;

«Όπως είπα και πριν, αυτή η φράση κρύβει μια μεγάλη αλήθεια, που με εκφράζει απόλυτα. Μάλιστα, περιέχει και την κρίσιμη λέξη «πλάνο». Δηλαδή, να μπορείς να παρατηρείς τη ζωή σου σε πλάνο, να ασκείσαι στην αυτοπαρατήρηση, να μην ταυτίζεσαι απόλυτα με τον εαυτό σου, ο οποίος, πιστεύω πως σε μεγάλο βαθμό μάς είναι ένας ξένος που πρέπει να ανανεώνουμε τη γνωριμία μαζί του. Όπως έγραψε ο στωικός Επίκτητος «Τους ανθρώπους τους ταράζουν όχι τα πράγματα, αλλά οι δοξασίες τους για τα πράγματα. Έργο εκείνου που έχει αρχίσει να εκπαιδεύεται είναι να εγκαλεί τον εαυτό του. Έργο του εκπαιδευμένου είναι να μην εγκαλεί ούτε άλλον ούτε τον εαυτό του». Ε, αυτή η εκπαίδευση δεν τελειώνει ποτέ. Ίσως ολοκληρώνεται στο βαθύ γήρας, μα δεν το έχω ζήσει ακόμη. Οπότε, τα ξαναλέμε σε καμιά τριανταριά χρόνια».

Πώς βλέπετε σήμερα τη Θεσσαλονίκη που τόσο αγαπάτε, ερευνήσατε και γράψατε γι’ αυτήν στα βιβλία σας; Πώς δρα ο χρόνος πάνω της; Ποια είναι η εικόνα της πόλης που σήμερα βιώνετε;

«Αν η δημιουργία των πόλεων είναι μία από τις υψηλότερες, η σπουδαιότερη κατ’ εμέ, επινόηση του ανθρώπου, τότε και η ουσιαστική χρήση της από τον κάτοικο απαιτεί επινόηση αυτής της χρήσης. Ο καθείς και η πόλη του δηλαδή. Αν διασχίσεις την πόλη σου σαν να είναι ξένη και αμεταχείριστη και όχι δεδομένη και αυτονόητη, αν συμπεριφερθείς ως φιλοπερίεργος περιπατητής δηλαδή, μπορεί να αρχίσεις να χτίζεις μια προσωπική σχέση με αυτήν. Δεν είναι εξεταστέα ύλη η πόλη για να αρκείσαι στις εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες γι’ αυτήν. Είναι ένα παλλόμενο κήτος που πρέπει να του παραδοθείς, να το αφήσεις να σε καταπιεί για τα καλά, ώστε να βρεθείς στα έγκατά της, μόνος και μονάχος σου.

Πιστεύω στην επιμονή. Στο να εμπιστεύεται κανείς τη φωνή μέσα του και να την ακολουθεί πιστά και ξεροκέφαλα. Να μένει αμετακίνητος στον ρόλο του, έτσι όπως τον νιώθει.

Η Θεσσαλονίκη έχει ένα χαρακτηριστικό αρκετά έως πολύ σπάνιο στα παγκόσμια χρονικά. Έχει 23 αιώνες συνεχούς εγκατοίκησης ως μεγάλη πόλη. Δεν ερήμωσε ποτέ, ούτε μετατράπηκε σε χωριουδάκι. Είναι κάτι μοναδικό στο χώρο της Μεσογείου. Όλο αυτό την έχει κάνει να μοιάζει με παλίμψηστο. Βγαίνεις να κάνεις μια γύρα στην πόλη, να ψωνίσεις τις παντόφλες σου, ας πούμε, από κάποιο κινέζικο μαγαζί στην Εγνατία, και σκοντάφτεις πάνω σε μνημεία πολλών και διαφορετικών πολιτισμών: βυζαντινών, αρχαίων, ελληνιστικών, ρωμαϊκών, σύγχρονων, οθωμανικών, χριστιανικών, εβραϊκών. Αυτό δημιουργεί μια πολύ ενδιαφέρουσα και περιπετειώδη αίσθηση. Το θέμα είναι να μπορείς να τα βλέπεις αυτά και να τα επεξεργάζεσαι. Και για να τα ξεχωρίζεις μέσα στον αστικό πολτό, πρέπει να τα ξέρεις.

Κάθε εποχή, κάθε περιβάλλον, κάθε πολιτισμός, ακόμη και κάθε οικογένεια, διαμορφώνει ένα μοντέλο ευτυχίας στο οποίο καλούμαστε να ανταποκριθούμε ακόμη κι αν δεν μας ταιριάζει, ακόμη κι αν είναι σαν ξένο ρούχο επάνω μας. Είναι ένα ψυχολογικό μπούλινγκ που δεχόμαστε, ώσπου το πληρώνουμε ακριβά

Αντιμετωπίζω την πόλη όπως ο Λε Κορμπιζιέ το σπίτι. Έλεγε ο μεγάλος πολεοδόμος και αρχιτέκτονας ότι το σπίτι είναι μία μηχανή για να το κατοικείς. Οφείλει να είναι σχεδιασμένο με τρόπο που κατά κύριο λόγο να εξυπηρετεί τις ανάγκες σου. Δεν αποκαλώ τον εαυτό μου κάτοικο της Θεσσαλονίκης, αλλά χρήστη της Θεσσαλονίκης, της μηχανής που ονομάζεται Θεσσαλονίκη. Και ως χρήστη της πόλης, τόσα χρόνια στο κέντρο της, με εξυπηρετεί πολύ. Δεν απαρνήθηκα κάτι για να μείνω εδώ.

Πράγματα που με ενοχλούσαν παλιά -η βρομιά της, τα πολλά αυτοκίνητα, η φασαρία κλπ- εξακολουθούν να με ενοχλούν. Μόνο που συμβαίνει το εξής μαγικό: Όλα αυτά μου χρησιμεύουν εδώ και πολλά χρόνια σαν δημιουργική ύλη. Όπως για παράδειγμα οι ήχοι της πόλης. Δεν είναι ένα ήσυχο προάστιο που τα πουλάκια κελαηδούν. Αλλά όλο αυτό το ηχητικό σύμπαν από το οποίο περιβάλλεται κανείς κυκλοφορώντας στο κέντρο, αν έχεις το εσωτερικό βλέμμα να το επεξεργαστείς, περνά και στο έργο σου, ό,τι κι αν είναι, ποίημα, θεατρικό, μυθιστόρημα, μελέτη, διήγημα. Που σημαίνει ότι δεν μπορεί πια να με ενοχλήσει τίποτα γιατί το παρατηρώ με περιέργεια, όχι με αρνητικά συναισθήματα. Α, λέω, τι είναι αυτό; ένας ξέχειλος κάδος σκουπιδιών. Αυτό θα μπορούσε να ενοχλεί κάποιον. Εμένα όμως με ενδιαφέρει να πλησιάσω και να δω τι έχουν πετάξει μέσα. Για μένα, τα απορρίμματα των ανθρώπων είναι συγγραφική ύλη.

Μπορεί ο άνθρωπος να πάει κόντρα στη φύση του; Πιστεύετε σε προδιαγεγραμμένες πορείες και αν ναι τι μπορεί πιθανά να φρενάρει μια πορεία που μπορεί στο τέλος της αν την ακολουθήσουμε ίσως να μετανιώσουμε γι’ αυτό;

«Επανέρχομαι στον Επίκτητο, που τον πρωτοδιάβασα στα εφηβικά χρόνια μου και με σημάδεψε. Στην πρώτη ποιητική συλλογή μου, που εκδόθηκε όταν ήμουν 23 ετών, ένα ποίημα εκκινεί με τους στίχους «Ενώ οι φίλοι ζευγαρώνουν / εγώ διαβάζω Επίκτητο». Συμβουλεύει, λοιπόν, ο σοφός δάσκαλος: «Να θυμάσαι ότι είσαι ηθοποιός σε δράμα. Δικό σου έργο είναι το να υποδύεσαι καλώς το πρόσωπο που σου έχει δοθεί, ενώ άλλου έργο είναι να επιλέξει το πρόσωπο.» Οπότε ξαναγυρνάμε στο σαιξπηρικό «Όλος ο κόσμος, μια σκηνή». Πιστεύω στην επιμονή. Στο να εμπιστεύεται κανείς τη φωνή μέσα του και να την ακολουθεί πιστά και ξεροκέφαλα. Να μένει αμετακίνητος στον ρόλο του, έτσι όπως τον νιώθει. Όσο για τα φρεναρίσματα, μέρος του σεναρίου είναι κι αυτά. Όπως είπε ο Βιτγκενστάιν: «Δεν ξέρω για ποιον λόγο ήρθαμε στον κόσμο, αλλά σίγουρα δεν ήρθαμε για να διασκεδάσουμε». Οπότε, κι οι αναποδιές περιλαμβάνονται στο συνολικό σκηνικό της ζωής μας».

Τι είναι φόβος και πώς τον διαχειρίζεστε;

«Θα πω μια αληθινή ιστορία που απαντά στην ερώτηση. Επισκέπτομαι πριν πολλά χρόνια ένα ορεινό απομονωμένο χωριό και πιάνω κουβέντα με μια γιαγιά που μένει μόνη και απομονωμένη στην άκρη του. Δεν φοβάσαι που μένεις μόνη εδώ στην ερημιά; την ρωτώ. Μου απαντά: Τα βράδια που πέφτω να κοιμηθώ στο σκοτάδι, ακούω θορύβους, μέσα κι έξω από το σπίτι και με πιάνει μεγάλος φόβος, λέω κάποιος ληστής θα μπήκε στο σπίτι. Αλλά ύστερα σκέφτομαι με το μυαλό μου τι μπορεί να γίνει μετά, έτσι ώστε στο τέλος να νικήσω εγώ. Και στο τέλος νικάω εγώ».

ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΑΚΗ ΣΕΡΕΦΑ

Ο Σάκης Σερέφας είναι ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και μελετητής της τοπικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης. Μέχρι σήμερα, έχει εκδώσει περισσότερα από 70 βιβλία με ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, μελέτες για πόλεις, για τόπους και για ποιητές, μεταφράσεις και ανθολογίες.

Γεννήθηκε το 1960 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Σπούδασε Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το 2000 έγινε δεκτός από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης ως υπότροφος του Ιδρύματος Φούλμπραϊτ, όπου παρακολούθησε έναν κύκλο μαθημάτων του Τμήματος Κλασικών Σπουδών σχετικών με τη νεοελληνική Γλώσσα, Ιστορία και Λογοτεχνία. Παράλληλα, εργάζεται στη μέση εκπαίδευση. Επιπλέον, ως αποσπασμένος εκπαιδευτικός, έχει θητεύσει στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (στο Τμήμα Γλώσσας και Λογοτεχνίας) και στην Περιφερειακή Διεύθυνση Α/θμιας και Β/θμιας Εκπαίδευσης Κεντρικής Μακεδονίας, ως υπεύθυνος του Γραφείου για τη Φιλαναγνωσία.

Έχει συνεργαστεί με τα περιοδικά Διαγώνιος (όπου πρωτοδημοσίευσε), Εντευκτήριο, Οδός Πανός και Τραμ. Εξέδωσε τις ανθολογίες μεταφράσεων Αλλόγλωσσα ποιήματα για τη Θεσσαλονίκη (1997), Σε ξένη γλώσσα η λύπη μας… Αγγλόφωνα ποιήματα για τον Καβάφη (2000) και Νεας Υόρκης το ανάγνωσμα (2002). Ακόμα, έκανε την σύνθεση του αφιερωματικού τόμου Θεσσαλονίκη. Μία πόλη στη λογοτεχνία (2002) και του λευκώματος Θεσσαλονίκη σε πρώτο πρόσωπο. Πάνω σε ένα φωτογραφικό οδοιπορικό όπως το φαντάστηκε ο Χάρης Γιακουμής. Ταξιδιωτικές σημειώσεις (2005). Επίσης, έγραψε το σενάριο για την ταινία Ρουλεμάν σε σκηνοθεσία του Πάνου Καρκανεβάτου (2004), η οποία προβλήθηκε στο 46ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης (2005), καθώς και στο film-market του Φεστιβάλ των Καννών (2005).

Έγραψε 29 θεατρικά έργα, τα οποία έχουν ανέβει στο Εθνικό Θέατρο, στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, στο Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, στο Φεστιβάλ Φιλίππων-Καβάλας, στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν, στην Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, στο Tristan Bates Theatre του Λονδίνου (σε αγγλική μετάφραση) και αλλού. 

Το φθινόπωρο αναμένεται να εκδοθούν τρία βιβλία του για νέους και ένα μυθιστόρημα, ενώ σε έναν χρόνο από σήμερα έχει προγραμματισθεί η πρεμιέρα ενός νέου θεατρικού του έργου στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά.

Δείτε ΕΔΩ το πλήρες βιογραφικό του και το πλούσιο έργο του. 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα