ο-πατέρας-μου-ο-σταύρος-τσιώλης-1092432

Κινηματογράφος

Ο πατέρας μου ο Σταύρος Τσιώλης

Η Κατερίνα Τσιώλη, κόρη του θρυλικού σκηνοθέτη Σταύρου θυμάται τον πατέρα της

Γιώργος Τούλας
Γιώργος Τούλας

Με αφορμή τη ρετροσπεκτίβα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στο Σταύρο Τσιώλη μια αφορμή για κουβέντα με την κόρη του και στενότερη συνεργάτη του για πολλά χρόνια την Κατερίνα. Ένας καφές στη μνήμη του και μια εξομολόγηση που δείχνει πτυχές του σπουδαίου Έλληνα σκηνοθέτη. 

-Δεν τα έχω καταφέρει να διαχειριστώ την απώλεια του πατέρα μου. Πηγαίνω όπου με καλούν στη μνήμη του. Πρωτοπάτησα στο Φεστιβάλ το 1985,, σε ηλικία 12 χρόνων. Ο Σταύρος καθότανε σε όλο το Φεστιβάλ και στα βραβεία την κοπάναγε. Βούταγε τον Βακαλόπουλο και δύο κορίτσια και πηγαίναν Αθήνα. Με έπαιρνε τηλέφωνο και μου έλεγε «σε περίπτωση που πάρουμε κανένα βραβειάκι, μείνε εκεί εσύ να τα αναλάβεις.» Μια φορά αποκήρυξε μια ταινία του. Με έχει πάρει τηλέφωνο μισή ώρα πριν την προβολή της ταινίας και μου λέει: «για πάρε στυλό και γράφε», και όπως γράφω, αποκηρύττει την ταινία λόγω παραγωγής. Κάθε φορά που είμαι στην παρουσίαση, μόλις με παρουσιάζουν και λένε «είναι εδώ η κόρη του Σταύρου, η Κατερίνα», πριν ανοίξω το στόμα μου, σκέφτομαι σε αυτή τη θέση που κάθομαι, έπρεπε να είναι ο Σταύρος, και ξεκινάω πάντα πολύ φορτισμένα…

-Με τον Σταύρο μέναμε μαζί πάρα πολύ χρόνια. Οι γονείς μου είναι χωρισμένοι από το 1981. Έμενα με τη μαμά και μετά εμένα με τον πατέρα μου. Μετά παντρεύτηκα, έχασα τον άντρα μου, γύρισα πίσω. Το να μένει κανείς με τον Σταύρο ήταν εμπειρία. Με ρωτούσαν, είσαι 45 χρονών, με τον μπαμπά σου μένεις; Τρελή είσαι; Και έλεγα, γιατί να μη μένω. Σηκώνομαι με τον Σταύρο το πρωί και πάμε στην κουζίνα να φτιάξουμε καφέ και αυτό το γεγονός είναι γιορτή και ξεκινάει όλη η μέρα γιορτινά. Με τον Σταύρο ήμασταν μαζί στις δυσκολότερες στιγμές. Τον αγαπώ, γιατί έχουμε περάσει και πράγματα δύσκολα από τη γέννησή μου.

-Εγώ είμαι ένα παιδί εξαμηνίτικο,  με βρεφική εγκεφαλική επιπληγεία σε όλη την αριστερή πλευρά. Οι γιατροί νόμιζαν ότι θα είμαι παιδί με ειδικές ανάγκες, εντελώς φυτό. Μάλιστα, μια σκηνή στην τελευταία ταινία, που κάνουν το συνοικέσιο λέει “το πάντρεψαν το παιδί με ένα κορίτσι που έχει ένα πρόβλημα στο αριστερό του ποδαράκι”, όλα είναι αναφορά σε εμένα. Κι από τότε που γεννήθηκα μέχρι που μεγάλωσα, είχα πάντα κάποια σοβαρά προβλήματα υγείας. Κι ο Σταύρος μου στάθηκε. Ήταν βράχος στα προβλήματα. Υπήρξε τα πάντα για μένα, εκτός από εραστής. Δηλαδή, ομολογώ ότι είναι ο άντρας της ζωής μου, είμαι ερωτευμένη με τον μπαμπά μου, το οποίο μου δημιουργεί κι εμένα πρόβλημα στις προσωπικές μου σχέσεις, είναι σαν πάντα κάποιος έχει ένα φάντασμα να παλεύει συνεχώς.

-Το πρώτο πράγμα που μου έλειψε όταν μπήκε σε έναν οίκο φροντίδας ήταν τα πλήκτρα του υπολογιστή. Ο Σταύρος σηκωνότανε στις 6 το πρωί, έπινε καφέ, διάβαζε το “Περιμένοντας τον Γκοντό” του Μπέκετ κάθε μέρα, του έλεγα, ρε συ, θα αποτρελαθείς, θα φωνάξω να σε μαζέψουν, είναι δυνατόν να το διαβάζεις κάθε μέρα; Και μετά καθότανε στον υπολογιστή, όπου εγώ έκανα ήσυχα τα δικά μου πράγματα αλλά είχαμε βρει πώς θα ήταν η συμβίωση. Κι ήταν αυτός ο ήχος των πλήκτρων όπου δούλευε ασταμάτητα μέχρι το μεσημέρι. Τρώγαμε, έβλεπε την φόρμουλα του αν ήταν Κυριακή, τρελός και παλαβός, και ξαναρχίζε αυτή η διαδικασία. Και μόλις μπήκα στο σπίτι και ήταν άδειο, το πρώτο που παρατήρησα είναι ότι δεν χτυπάνε πια τα πλήκτρα.

-Έχουν υπάρξει δηλώσεις από διάφορους ανθρώπους: κακοποιητικός, περίεργος. Ο καθένας λέει διάφορα για κείνον. Υπάρχει και κείμενο του Μπακιρτζή στην parallaxi το οποίο λέει, ήταν ηδονή το γύρισμα. Στο γύρισμα περνάγαμε όλοι- όσοι συντονιζόμασταν σε αυτό το κοινό όνειρο- φάσεις έκστασης. Αυτό είναι πολύ δύσκολο να το ξαναβρείς. Κι εγώ δυστυχώς επειδή συνήθισα σε αυτό και είμαι εθισμένη, μου είναι πολύ δύσκολο να πάω αλλού.

-O Σταύρος μας άφησε το Χιόνι, που το είχε αναγγείλει το 2017, είχε δώσει χρόνο 2 χρόνια για να γυρίσει το Χιόνι και δεν το κράτησε. Φταίνε οι παγίδες που μας έστησε η ζωή. Έφυγε. Το Χιόνι έχει μια τρομερή ιστορία, είναι ένα σενάριο το οποίο ο Σταύρος ήθελε να γυρίσει. Το Χιόνι ήταν η ταινία με την οποία θα έκανε το comeback  στο σινεμά μετά το σταμάτημα του στις αρχές του 70. Φοβόταν όμως, τυχαία γύρισε. Η μάνα μου συνάντησε το Γιώργο Αρβανίτη στη λαϊκή και είπε ότι ο Σταύρος δεν το αποφασίζει και είπε ο Γιώργος να μιλήσουνε, κλείσανε ραντεβού ξεκινήσαν την άλλη μέρα προετοιμασία για το ”Μια τόσο Μακρινή Απουσία”.

Το Χιόνι, λοιπόν, που θα έκανε τότε, του το χρωστάμε γιατί είναι μια ταινία που ήταν να γίνει από τότε, είναι δύσκολη παράγωγη, ακριβή παραγωγή, είναι Τσέχωφ, Μιχάλκοφ, τέτοιο πράγμα, και έμενε συνέχεια ως μελλοντικό σχέδιο. Και τώρα που είχε αποφασίσει, όταν η υγεία του τον τελευταίο χρόνο κλονίστηκε κάναμε προετοιμασία, ήμασταν έτοιμοι. Στο σενάριο ανοίγεις την πρώτη σελίδα και γράφει: «Ένα τραγούδι είσαι που χρόνια με εκδικείσαι, γιατί δεν έχεις ξεχαστεί». Είναι φοβερό γιατί αυτό δεν έγινε κι ήταν η τελευταία του κουβέντα.

Δε φοβήθηκε τον θάνατο, έφυγε πολύ γενναία και δημιουργικά σε υπέρβαση. ‘Ηρθαν φίλοι και τις 20 τελευταίες ήμερες γράφαμε ποιήματα είπε: να μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλο μας, δεν μπορώ εγώ να αναλάβω όλον αυτόν τον όγκο μιας νέας ταινίας, και ξαφνικά είδα, όπως οι ποδοσφαιριστές πάνε και κρεμάνε σε ένα καρφί τα παπούτσια τους, έτσι και εκείνος έκανε. Αιφνιδιάστηκα φοβερά γιαπί εμένα είναι σάρκα μου.

-Ο Σταύρος δούλευε σε σινεμά όταν ήταν παιδί κι έβαζε καρεκλίτσες στα πλάγια, όταν είχε πολύ κόσμο, τέτοια πράγματα έκανε, για να βλέπει καμία ταινία τσάμπα. Ήταν μια παρέα, εντελώς αληταριά και ξαφνικά 10 χρονών τον παίρνουν να δουλέψει, να μάθει τέχνη, στο τυπογραφείο του κ. Φράγκου, πατέρα του κολλητού του Κώστα Φράγκου, μπαίνει μια μέρα ένας μέσα, θέλει να κάνει εκτύπωση ένα βιβλιαράκι.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Σταύρος Τσιώλης, forever!

Αυτός γίνεται ο μέντορας των παιδιών αυτών, ο Παναγιώτης Τσούκας, τους μαθαίνει για τον μαρξισμό και όλες τις ιδέες. Ο Σταύρος κοιτάει τι θα κάνει. Ονειρεύεται να φύγει, να πάει να σπουδάσει κινηματογράφο. Αλλά δεν ετοιμάζεται να το κάνει πράξη, άλλο το όνειρο, άλλο η πραγματικότητα. Ο Παναγιώτης Τσούκας είχε  στο μεταξύ γίνει Ασάντο Μάριο Τσουκίνι στην Ιταλία, και είχε μια φωτογραφία στο παλτό του με τον Τσέζαρε Ζαβατίνι και τον Ντε Σίκα, τους δημιουργούς της ταινίας “Ο Κλέφτης των Ποδηλάτων” και ισχυρίζεται ότι αυτός είναι ο πραγματικός σεναριογράφος της μυθικής ταινίας, ότι του κλέψαν το σενάριο.Ο Σταύρος μάλιστα πήρε εντολή από κείνον να μάθει σινεμά και να αποκαλύψει τίνος είναι στα αλήθεια το σενάριο του Κλέφτη.

-Η γιαγιά μου η Κατερίνα, ήταν αριστερή, κατέβαινε σε διαδηλώσεις, το μικρό της το παιδί έφυγε στον Καναδά, ήθελε να κρατήσει το άλλο παιδί κοντά, ήθελε να το διορίσει στο δημόσιο και του έλεγε τη φοβερή έκφραση: να διοριστείς, να πιαστείς απ’ τα ταβάνια του κράτους. Ενώ ξέρει ότι το παιδί της δεν μπορεί να πάει εκεί, του την φέρνει και με μια γνωριμία, πάει και τον διορίζει. Και τι κάνει ο πατέρας μου; Βάζει ένα μοναδικό τρύπιο κοστούμι που το είχανε για τις κηδείες, ντύνεται, παίρνει μια τσαντούλα, φιλάει τη μάνα του και φεύγει για το γραφείο υποτίθεται. Και πάει εκεί που ήτανε τα ΚΤΕΛ στην Τρίπολη, να δει πως θα την κοπανήσει. Κι έφευγε κάποιος για την Αθήνα με ένα φορτηγό με πρόβατα και σκαρφαλώνει πάνω στο φορτηγό με το κοστούμι, και φεύγει κι έρχεται στην Αθήνα και φτάνει στον Σταυράκο να γραφτεί. Ο αδερφός της γιαγιάς ήταν οδηγός στα ΚΤΕΛ κι επειδή ήξερε που συχνάζει ο Σταύρος πήγαινε και τον έβρισκε λιπόθυμο. Ούτε δουλειά είχε, ούτε λεφτά να πάει να γραφτεί στη σχολή. Και στην Δραματική πήγε να γραφτεί. 6-7 φορές, τον πήρε ο θείος να τον γυρίσει πίσω, τον έκανε καλά η μάνα του κανα δυο μέρες τον ταΐζανε και πάλι πίσω στην Αθήνα. Την 6η ή την 7η φορά έμεινε γιατί έπιασε δουλειά σε ένα τυπογραφείο κοντά στην Φίνος Φιλμ. Και γράφεται στη σχολή. Ένα διάστημα γίνεται επαγγελματίας χαρτοπαίχτης για λέσχη για να τα βγάλει πέρα και από τότε δεν έπιασε ποτέ στα χέρια του χαρτιά γιατί εκεί είδε ανθρώπους να καταστρέφονται.

-Ο Σταύρος δεν είχε πτυχίο, δεν την τελείωσε ποτέ τη σχολή, γιατί μπήκε στη δουλειά, στου Τζανή του Αλιφέρη το “1000 παρά μια νύχτες” ή στο “Έγκλημα στο Κολωνάκι”, βοηθός, καφέδες έκανε, script. Μια φορά πήγε ο Φίνος σε ένα γύρισμα, τον βλέπει και του λέει “αύριο το πρωί θα έρθεις Χίου 53 να πιούμε έναν καφέ”. Και τον βουτάει πια και κάνει 56 ταινίες βοηθός και μια μέρα που ετοιμάζονται για ένα φοβερό γύρισμα, άλογα άμαξες, πριν μπουν τα παιδιά για γύρισμα του λέει “Σταύρο ένα λεπτό, έλα στο γραφείο να σου πω”. Μόλις άκουσε ο Σταύρος αυτό λέει “ωχ, κάτι έκανα, θα με απολύσει”. Πάει και του λέει “δεν πας στο γύρισμα Σταύρο, θα φύγεις θα πας στο σπίτι και θα γράψεις ένα σενάριο με παιδιά”. Ο Φίνος και η Τζέλα, η γυναίκα του, δεν είχανε παιδιά και ήθελαν να κάνουν μια ταινία με ήρωες. Κι επειδή τον έβλεπε ότι ήταν ταλέντο σου λέει θα του δώσω την ευκαιρία με ανάθεση σεναρίου. Απαντά ο Τσιώλης: “Μα τι λέτε έχουμε πολύ δύσκολο γύρισμα σήμερα” και του λένε “πήγαινε σπίτι”. Και έφυγε και ήρθε σε ένα δωματιάκι στη Βικτώρια, 10 τετραγωνικά, όπου υπάρχει ακόμα, κι εκεί έγραψε τον “Μικρό Δραπέτη” κι έκανε 4 ταινίες.

-Κάνει την “Κατάχρηση Εξουσίας”- αυτή η ταινία πουλήθηκε σε 36 χώρες και υποτιτλήστηκε σε 18 γλώσσες-  και κάνει πώληση αυτής της ταινίας και άλλων 120 ταινιών σε έναν Αμερικανό, τον Λάινστον και πήγε στην Αμερική όλο αυτό το πακέτο. Κάνουν ένα γεύμα- ο πατέρας μου δε μιλάει γρι αγγλικά, είχε τη λόξα να μάθουν οι άλλοι ελληνικά, η μάνα μου καθόλου, απλό- λαϊκό παιδί δεν τελείωσε ούτε το σχολείο. Πώς πήγανε τρεις άνθρωποι με έναν Αμερικάνο σε ένα εστιατόριο που αυτός παρήγγειλε καραβίδες- ο μπαμπάς μου δεν έτρωγε αστακό, που να τον βρει, βουνίσιος, δεν ήξερε πως να τον πιάσει, η μάνα μου ήξερε, ο παππούς της ήτανε ψαράς, κατα- ευχαριστημένη παραμένει μυστήριο. Περάσανε υπέροχα! Πάνε τρεις άνθρωποι που δε μπορούν να συνεννοηθούν και κλείνεται μια συμφωνία.  Και δεν τον ρώτησα ποτέ, ρε μπαγάσα πως το έκανες αυτό; Από τα λεφτά αυτά γίνανε τα στούντιο του Φίνου στα Σπάτα. Τώρα γιατί εμείς ποτέ δεν πήραμε τίποτα από αυτά, είναι στο κομμάτι που δε θέλω να αναφερθώ. Γιατί ο μπαμπάς μου ήταν άνθρωπος που άμα λέγανε κάτι έδινε το χέρι και θεωρούσε ότι είμαστε εντάξει και την πάταγε μέχρι τον θάνατό του. Δεν ήμασταν ποτέ άνθρωποι που θα κάναμε συμβόλαια, συμφωνίες, τέτοια πράγματα.

-Ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος είχε ξεκινήσει ήδη. Ο Σταύρος ήθελε να πάει εκεί. Ο Φίνος του έλεγε πώς πρέπει να κάνει μια ταινία με τη Βουγιουκλάκη. Αυτό φυσικά δεν γινόταν. Φτιάχνει ένα σενάριο που λέγεται η ”Ληστεία των γηπέδων”. Ο Φίνος αρνήθηκε, παριστάνεις καλούς τους ληστές του λέει, δεν μπορώ να το υποστηρίξω ενώ έχουμε Χούντα. Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος είχε παντρευτεί τη Δέσποινα που δούλευε στη Φίνος. Τότε παράτησε το σινεμά και ασχολήθηκε με μπρούτζινα που τα πούλαγε στο Μοναστηράκι και τα νησιά. Μετά έμαθε να κάνει εικόνες και να τα πουλάει στο Άγιο Όρος. Από το 1972 ταξίδευε και πουλούσε τις εικόνες του με το Lada. Μέχρι τη Γερμανία πηγαίναμε.

-Τα χρόνια που απείχε έβλεπε σινεμά. Τα πάντα. Διάβαζε διαρκώς βιβλία. Μελετούσε. Όταν επέτρεψε μετά από 15 χρόνια μερικοί έγραψαν ήρθε ένας απατεώνας από το παλιό σινεμά να λερώσει το καινούργιο. Ο πατέρας μου κλονίστηκε. Δυσκολεύτηκε πολύ να συνεχίσει με το ”Σχετικά με το Βασίλη”.

-Απείχε επίσης από το 2004 μέχρι το 2017. Ο ένας λόγος ήταν ότι έπεσε έξω στο χρηματιστήριο, έπαθε ένα έμφραγμα και δεν άντεχε πια να κάνει και τον παραγωγό στις ταινίες του και επίσης δεν ήθελε να παίρνει την επιχορήγηση που πιθανά θα στερούσε από νέο σκηνοθέτη αν κατέθετε ένα σενάριο στο Κέντρο.

-Όταν αρρώστησε κάναμε μια ανάρτηση στο fb όσοι τον αγαπάνε να μαζευόμαστε για καφέ. Στην αρχή μαζεύτηκαν 50 άνθρωποι και στο τέλος ένας σκληρός πυρήνας, 15-20 ανθρώπων που πίναμε καφέδες στο Χαλάνδρι και μετά στα Εξάρχεια και μιλούσαμε. Κάθε Σάββατο, ιεροτελεστία. Οι ίδιοι άνθρωποι. Αν αργούσε κανείς τον καταδίκαζε σε δυο μήνες φυλακή εκτός συναντήσεων. Εκείνοι παρακαλούσαν ”μη κύριε Σταύρο”. Περνούσαν Εφετείο και επέστρεφαν στον καφέ.

Μεγάλωσα με έναν άνθρωπο που με γέμισε ιστορίες. Μεγάλωσα με έναν άνθρωπο που μου έδειχνε την αθλιότητα της ζωής και με βοηθούσε να δω ανάμεσα την ομορφιά. Ζούσα μαζί του σε ένα φανταστικό κόσμο που το ποντικάκι ζούσε σε ένα σκουπιδότοπο και κάποια στιγμή έβαλε γυαλιά και τρόμαξε. Έτσι και γω έβαλα γυαλιά όταν πέθανε. Ζούσα μαζί του μέσα στην αθωότητα σαν παιδί.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα