Παγκόσμια Ημέρα κατά της Διαφθοράς – Έξι ελληνικά σκάνδαλα που μας εξέθεσαν διεθνώς
Από τον ΟΠΕΚΕΠΕ στην υπόθεση της Μονής Βατοπεδίου, οι στιγμές που έμειναν στην ιστορία με κακή φήμη
Σήμερα, (9/12) είναι η Παγκόσμια Ημέρα κατά της Διαφθοράς και η Ελλάδα έχει πολλές ιστορίες που έχουν συγκλονίσει όχι μόνο εμάς, αλλά έχουν πάρει και παγκόσμιες διαστάσεις.
Από το σκάνδαλο της Siemens μέχρι την υπόθεση Novartis, η χώρα έχει βρεθεί αρκετές φορές στο επίκεντρο της διεθνούς προσοχής — όχι για τους σωστούς λόγους.
Είναι οι περιπτώσεις που η διαπλοκή, η αδιαφάνεια και η κατάχρηση εξουσίας χαρακτηρίζουν το ελληνικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα.
Τα σκάνδαλα, μερικές φορές μπορεί να καλυφθούν, ωστόσο τις περισσότερες φορές έρχεται η στιγμή που βγαίνουν στη επιφάνεια.
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, εισαγγελείς και δικαστές που δεν επηρεάζονται και η δημοσιογραφική έρευνα συνδράμουν τις περισσότερες φορές στην αποκάλυψη των σκανδάλων.
Η υπόθεση των υποκλοπών, η παρακολούθηση πολιτικών και δημοσιογράφων, η χρήση κακόβουλου λογισμικού, καθώς και οι αποκαλύψεις για χειραγώγηση θεσμών όπως ο ΟΠΕΚΕΠΕ, μάς υπενθυμίζουν ότι η διαφθορά δεν είναι ένα περασμένο φαινόμενο.
Σε μια Ελλάδα που έχει πληρώσει ακριβά τη διαφθορά —με οικονομικές κρίσεις, με θεσμικές πληγές, με απώλεια εμπιστοσύνης— η σημερινή ημέρα δεν είναι απλώς μια μέρα επετείου. Είναι μια υπενθύμιση πως η μάχη απέναντι σε εκείνους που θεωρούν την εξουσία προσωπικό τους προνόμιο είναι συνεχής.
Η Parallaxi συγκέντρωσε πέντε ελληνικά σκάνδαλα που συγκλόνισαν το πανελλήνιο και έγιναν θέμα και στα διεθνή ΜΜΕ.
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ αφορά κακή διαχείριση και ύποπτες πληρωμές που έγιναν με χρήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία προορίζονταν για τους αγρότες. Σύμφωνα με τους ελέγχους, ο οργανισμός φέρεται να είχε δώσει επιδοτήσεις χωρίς τα απαραίτητα δικαιολογητικά, να είχε εγκρίνει έργα που δεν είχαν γίνει ποτέ ή να είχε πληρώσει ποσά που δεν μπορούσαν να εξηγηθούν.
Με απλά λόγια, χρήματα που έπρεπε να πάνε στους δικαιούχους αγρότες φαίνεται πως κατέληξαν σε λάθος χέρια – και όχι τυχαία.
Η υπόθεση πήρε μεγάλη δημοσιότητα επειδή αφορά ευρωπαϊκά κονδύλια, τα οποία η Ελλάδα οφείλει να διαχειρίζεται με απόλυτη διαφάνεια.
Όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση εντόπισε τις παρατυπίες, έγινε σαφές ότι το πρόβλημα δεν ήταν μεμονωμένο αλλά είχε διάρκεια και βάθος. Για αυτό και ξεκίνησαν έρευνες, παύσεις στελεχών και έλεγχοι σε διαδικασίες που μέχρι τότε λειτουργούσαν χωρίς αυστηρή εποπτεία.
Το σκάνδαλο έδειξε πόσο ευάλωτο μπορεί να γίνει ένα σύστημα όταν δεν υπάρχουν ξεκάθαροι και σταθεροί κανόνες.
Όλο αυτό ανέδειξε κάτι ακόμη πιο σημαντικό: Πως σε κρίσιμους τομείς, όπως η αγροτική παραγωγή, η κακή διαχείριση των ενισχύσεων δεν πλήττει μόνο το κράτος, αλλά και τους ίδιους τους ανθρώπους που ζουν από τη γη τους και περιμένουν αυτές τις επιδοτήσεις για να μπορέσουν να συνεχίσουν τη δουλειά τους.
Το σκάνδαλο των υποκλοπών
Το σκάνδαλο των υποκλοπών — γνωστό και ως 2022 “Predator-gate” — αφορά την παράνομη παρακολούθηση τηλεφώνων πολιτικών, δημοσιογράφων και άλλων δημόσιων προσώπων στην Ελλάδα.
Η υπόθεση ξεκίνησε να παίρνει μεγάλη δημοσιότητα το 2022, όταν ο Νίκος Ανδρουλάκης — τότε ευρωβουλευτής και επικεφαλής κόμματος — αποκάλυψε ότι υπήρξε προσπάθεια “χτυπήματος” του κινητού του με κακόβουλο λογισμικό-κατασκοπείας.
Λίγο μετά, ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης δήλωσε ότι το τηλέφωνό του είχε μολυνθεί πράγματι από το spyware Predator, το οποίο — αν καταφέρει να εγκατασταθεί — δίνει τη δυνατότητα πρόσβασης σε μηνύματα, φωτογραφίες, ακόμη και ενεργοποίησης μικροφώνου και κάμερας χωρίς γνώση του χρήστη.
Η αποκάλυψη του σκανδάλου οδήγησε σε πολιτικές και θεσμικές αναταράξεις: Παραιτήθηκε ο διοικητής της ΕΥΠ και ο Γραμματέας του Πρωθυπουργικού Γραφείου με καθήκοντα εποπτείας της υπηρεσίας.
Ωστόσο, σύμφωνα με απόφαση της ανώτατης δικαιοσύνης, δεν διαπιστώθηκε «νόμιμη σύνδεση» μεταξύ της ΕΥΠ ή άλλης κρατικής υπηρεσίας και του λογισμικού — γεγονός που προκάλεσε νέα κύματα αντιδράσεων και αμφισβήτησης για το αν τελικά αποδόθηκε πλήρως δικαιοσύνη.
Αυτό που κάνει το σκάνδαλο τόσο σοβαρό δεν είναι μόνο ότι παραβιάστηκε το απόρρητο της επικοινωνίας, αλλά ότι απειλήθηκε η ιδιωτικότητα και — ευρύτερα — η εμπιστοσύνη στη δημοκρατία και στους θεσμούς.
Πολίτες, δημοσιογράφοι και πολιτικοί βρέθηκαν να νιώθουν πως δεν υπάρχει ασφάλεια· πως ακόμα και τα πιο προσωπικά τους δεδομένα μπορούν να είναι εκτεθειμένα.
Σήμερα, η υπόθεση των υποκλοπών βρίσκεται σε εξέλιξη κυρίως στο δικαστικό επίπεδο, με τη δίκη για το κακόβουλο λογισμικό Predator να συνεχίζεται το 2025.
Μέχρι στιγμής, παραπέμφθηκαν μόνο ιδιώτες που φέρονται να προμήθευσαν ή χρησιμοποίησαν το spyware, ενώ δεν έχει υπάρξει παραπομπή κρατικών αξιωματούχων.
Οι δικαστικές διαδικασίες περιλαμβάνουν καταθέσεις μαρτύρων, πρώην υπαλλήλων της ΕΥΠ και τεχνικές αναλύσεις του λογισμικού, όμως παραμένουν εκκρεμείς σημαντικά ερωτήματα για την πιθανή εμπλοκή κρατικών υπηρεσιών και την πλήρη απόδοση ευθυνών.
Παράλληλα, η υπόθεση συνεχίζει να επηρεάζει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς, εγείροντας συζητήσεις για την προστασία της ιδιωτικότητας, την ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων και την ελευθερία του Τύπου.
Σκάνδαλο SIEMENS
Το σκάνδαλο Siemens στην Ελλάδα αφορά κατηγορίες ότι η Siemens δωροδοκούσε Έλληνες πολιτικούς και δημόσιους λειτουργούς προκειμένου να εξασφαλίζει συμβάσεις με το δημόσιο — π.χ. στον τομέα τηλεπικοινωνιών, υποδομών, ασφάλειας.
Συγκεκριμένα, η εταιρεία φέρεται να χρησιμοποίησε “μαύρα ταμεία” και παράνομες πληρωμές, ώστε να εξασφαλίσει συμφωνίες όπως την ψηφιοποίηση τηλεφωνικών κέντρων του ΟΤΕ, συμβάσεις πριν τους Ολυμπιακούς του 2004, αλλά και προμήθειες εξοπλισμού — έργα με δημόσιο χρήμα.
Η ζημιά για το ελληνικό Δημόσιο υπολογίστηκε — σύμφωνα με εισαγγελική εκτίμηση — σε περίπου 69 εκατομμύρια ευρώ.
Η υπόθεση ξεκίνησε να ερευνάται από το 2008 και οδηγήθηκε σε δίκη το 2017, με δεκάδες κατηγορούμενους — Έλληνες και ξένους.
Ωστόσο, παρά τις κατηγορίες και τα σαφή στοιχεία, το τελικό αποτέλεσμα θεωρείται από πολλούς ως απογοητευτικό: Πολλοί εμπλεκόμενοι αθωώθηκαν — κυρίως λόγω παραγραφής — και δεν αποδόθηκαν ουσιαστικές τιμωρίες ενώ μεγάλο μέρος των χρημάτων δεν επεστράφη ποτέ δημόσια.
Σκάνδαλο Novartis
Το σκάνδαλο Novartis αφορά κατηγορίες ότι η Novartis Hellas — θυγατρική της πολυεθνικής — χρημάτιζε γιατρούς, στελέχη νοσοκομείων και κρατικούς αξιωματούχους, ακόμα και πολιτικούς, ώστε να προτιμούν και να «επιλέγουν» φάρμακα της εταιρείας.
Σύμφωνα με τις κατηγορίες, οι παράνομες αυτές πληρωμές έγιναν μεταξύ 2006 και 2015 — με στόχο να αυξηθούν οι συνταγογραφήσεις των προϊόντων της Novartis και να υπερτιμολογείται η φαρμακευτική δαπάνη.
Η υπόθεση αποκαλύφθηκε μετά από διεθνείς έρευνες (στις ΗΠΑ και άλλες χώρες) και καταγγελίες πρώην στελεχών της εταιρείας — οι οποίοι έγιναν «προστατευόμενοι μάρτυρες».
Τον Ιούνιο του 2020, η Novartis συμφώνησε σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με τις αμερικανικές αρχές, καταβάλλοντας δεκάδες εκατομμύρια δολάρια ως κύρωση για τις παρανομίες.
Στην Ελλάδα, η υπόθεση οδήγησε σε προανακριτική έρευνα και δικογραφία που τέθηκε στη Βουλή το 2018 — με κατηγορίες σε βάρος 10 πολιτικών για πιθανή συμμετοχή στη δωροδοκία.
Ωστόσο, πολλά από αυτά τα στοιχεία κρίθηκαν ανεπαρκή, η δικογραφία σε μεγάλο μέρος της αρχειοθετήθηκε, διότι δεν προέκυψαν αποδείξεις για τις κατηγορίες και από κάποιους χαρακτηρίστηκε ως «σκευωρία».
Ακόμα και σήμερα — ενώ η υπόθεση θεωρήθηκε «ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στην ιστορία του ελληνικού κράτους» από ξένα και ελληνικά μέσα — δεν έχει υπάρξει πλήρης δικαστική κάθαρση ούτε ικανοποιητική απόδοση ευθυνών.
Σκάνδαλο Μονής Βατοπεδίου

Η υπόθεση Βατοπεδίου αφορά κατηγορίες ότι η Μονή Βατοπεδίου αντάλλασσε — παρανόμως — φθηνά ακίνητα (γη ή εκτάσεις που η Μονή ισχυριζόταν ότι είχε ως μετόχια) με πολύ πιο αξιόλογες κρατικές εκτάσεις ή ακίνητα του Δημοσίου.
Η διαδικασία αυτή — που έγινε γνωστή ως «ιερές ανταλλαγές» — φέρονταν να ευνόησε τη Μονή και να ζημίωσε σημαντικά το Δημόσιο, προκαλώντας σάλο: πολιτικές διαμάχες, δημόσια συζήτηση για τις σχέσεις κράτους — εκκλησίας, και έλεγχο της διαχείρισης δημόσιας περιουσίας.
Η υπόθεση οδηγήθηκε σε δικαστική έρευνα — με πλήθος εμπλεκομένων όπως: Mοναχούς της Μονής, κρατικά στελέχη, και πολιτικά πρόσωπα. Ωστόσο, μετά από εκδίκαση, το 2017 το δικαστήριο έκρινε αθώους όλους τους κατηγορούμενους.
Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι οι ανταλλαγές δεν συνιστούσαν κακουργηματική απιστία, και ότι οι εκτάσεις — Όπως π.χ. η λίμνη Βιστωνίδα και οι παραλίμνιες εκτάσεις — ανήκαν στο Δημόσιο΄Αυτό σημαίνει ότι, παρά την κοινωνική κατακραυγή και τις υποψίες, οι εμπλεκόμενοι δεν τιμωρήθηκαν, και νομικά η υπόθεση έκλεισε χωρίς να θεωρηθεί πως υπήρξε αποδεδειγμένη ζημία στο Δημόσιο.
Η δίκη της Μονής Βατοπεδίου και η τελική αθώωση
Μετά από διαφωνία ανάμεσα στην ανακρίτρια Ειρήνη Καλού και τον εισαγγελέα Παναγιώτη Μαντζούνη, το Συμβούλιο Εφετών αποφάσισε στις 23 Δεκεμβρίου 2011 την προφυλάκιση του ηγούμενου Εφραίμ για ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος. Η προφυλάκιση προκάλεσε πολλές αντιδράσεις και θεωρήθηκε από μερίδα της κοινής γνώμης υπερβολική. Λίγους μήνες αργότερα, στις 29 Μαρτίου 2012, ο Εφραίμ αποφυλακίστηκε χωρίς τελικά να παραπεμφθεί άμεσα σε δίκη — γεγονός που πολλοί νομικοί θεώρησαν ένδειξη ότι οι κατηγορίες δεν μπορούσαν να στοιχειοθετηθούν.
Την ίδια περίοδο, υποστηρικτές του Εφραίμ υποστήριζαν ότι η υπόθεση είχε «κατασκευαστεί» για να πληγεί το κύρος της Μονής. Ο Άρειος Πάγος αργότερα έκρινε ότι οι αρχικές καταδικαστικές κρίσεις δεν είχαν επαρκή νομική τεκμηρίωση και περιείχαν ασάφειες. Το 2013 η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου άσκησε αναίρεση σε παραπεμπτικές διατάξεις, ενώ το 2014 το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης απέρριψε τις αγωγές του Δημοσίου που ζητούσαν ακύρωση των ανταλλαγών.
Το 2015 το Εφετείο Κομοτηνής απέρριψε και την έφεση της Μονής σχετικά με τη διεκδίκηση της λίμνης Βιστωνίδας, κρίνοντας ότι οι εκτάσεις ανήκουν στο Δημόσιο. Τελικά, στις 21 Μαρτίου 2017, ο Εφραίμ και όλοι οι άλλοι 13 κατηγορούμενοι αθωώθηκαν, κλείνοντας οριστικά το δικαστικό μέρος της υπόθεσης.
Η υπόθεση Βατοπεδίου έγινε σύμβολο της καχυποψίας των πολιτών για τη σχέση κράτους — εκκλησίας και της ανάγκης διαφάνειας στη διαχείριση δημόσιας περιουσίας. Έδειξε πόσο κρίσιμη είναι η σαφής καταγραφή ιδιοκτησιών και δημόσιων περιουσιακών στοιχείων, ώστε να μην ανοίγουν δρόμοι για “σκοτεινές” ανταλλαγές.
Το σκάνδαλο Κοσκωτά
Η υπόθεση αφορά τον Γιώργο Κοσκωτά, ο οποίος αγόρασε τη Τράπεζα Κρήτης στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και μέσω αυτής φέρεται ότι υπεξαίρεσε τεράστια ποσά.
Τα χρήματα διοχετεύονταν σε προσωπικούς λογαριασμούς και χρησιμοποιούνταν για τη δημιουργία επιχειρήσεων, την αγορά ΜΜΕ και ακόμα και ποδοσφαιρικών ομάδων. Η ταχεία οικονομική του ανέλιξη προκάλεσε υποψίες και κοινωνικό σοκ, καθώς οι πολίτες άρχισαν να αμφισβητούν την προέλευση των χρημάτων και τη διαφάνεια των συναλλαγών.
Το 1988–1989 ήρθαν στο φως στοιχεία για ελλείμματα και υπεξαιρέσεις δισεκατομμυρίων δραχμών από την Τράπεζα Κρήτης.
Ο Κοσκωτάς συνελήφθη στο εξωτερικό και παραδόθηκε στην Ελλάδα, ενώ η υπόθεση οδήγησε σε κοινοβουλευτικές έρευνες για κορυφαία πολιτικά πρόσωπα, όπως ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, που κατηγορήθηκαν για πιθανή εμπλοκή ή συγκάλυψη. Η δημοσιοποίηση των στοιχείων προκάλεσε πολιτική κρίση και αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό της χώρας.
Το σκάνδαλο Κοσκωτά έδειξε με δραματικό τρόπο πώς η έλλειψη διαφάνειας σε τράπεζες, ΜΜΕ και πολιτικό σύστημα μπορεί να δημιουργήσει ένα δίκτυο οικονομικής και πολιτικής διαπλοκής. Η κοινωνική αντίδραση και η απώλεια εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στους θεσμούς ανέδειξαν την ανάγκη για αυστηρούς ελέγχους και διαφάνεια στη δημόσια διοίκηση, στις τράπεζες και στα ΜΜΕ.
Η δίκη ξεκίνησε στις 11 Μαρτίου 1991, μπροστά στο Ειδικό Δικαστήριο, και κράτησε μήνες ολόκληρους. Συνολικά έγιναν 142 συνεδριάσεις και κατέθεσαν περισσότεροι από εκατό μάρτυρες. Στο εδώλιο κάθισαν κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης Παπανδρέου. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός κατηγορήθηκε για ηθική αυτουργία και δωροδοκία, ενώ ο Μένιος Κουτσόγιωργας για παθητική δωροδοκία και υπόθαλψη. Στο πλευρό τους βρέθηκαν και άλλοι υπουργοί, όπως ο Δημήτρης Τσοβόλας και ο Γιώργος Πέτσος.
Η πιο δραματική στιγμή εκτυλίχθηκε μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, όταν ο Κουτσόγιωργας κατέρρευσε μπροστά σε δικαστές και κοινό, ψελλίζοντας: «Κύριε Πρόεδρε, δεν δύναμαι να συνεχίσω». Το εγκεφαλικό που υπέστη έμελλε να του κοστίσει τη ζωή λίγες ημέρες αργότερα, αφήνοντας τη δίκη εις βάρος του ανολοκλήρωτη.













