Featured

Ιστορίες από μυθικά μπαρ της Θεσσαλονίκης του ’80 και του ’90

SKG bar stories - Τρεις πρωταγωνιστές μιας μυθικής περιόδου θυμούνται για χάρη μας.

Γιώργος Τούλας
ιστορίες-από-μυθικά-μπαρ-της-θεσσαλον-847495
Γιώργος Τούλας

H Θεσσαλονίκη κράτησε τα σκήπτρα της διασκέδασης στα μπαρ και τη νύχτα για τριάντα χρόνια χάρη σε μια σειρά μυθικά μαγαζιά και παρέες που έγραψαν ιστορία.

Τρεις πρωταγωνιστές αυτής της μυθικής περιόδου θυμούνται για χάρη μας.

Χάρης Θεοφράστου

Μια από τις πιο cult φιγούρες της Θεσσαλονίκης, δημοσιογράφος αυτοκινήτου και μπον βιβέρ, έζησε τη νύχτα της πόλης με το κουτάλι.

-Είμαι ιδρυτικό στέλεχος στα μπαρ της πόλης. Όταν άνοιξε το Φοξ ο Μπάμπης ο Πίπας εκεί που είναι το Berlin, που επάνω είχε και ραδιοφωνικό σταθμό, το 1974 πήγαινα. Το χειμώνα του 1976 άνοιξε το πρώτο με τη σημερινή έννοια ο Δον Κιχώτης, ακολούθησε ο Ζήκας με την Ανατολή, απέναντι από το καφέ-Γαλέριος, με ωραίες μουσικές και το Λούκυ Λουκ. Το Soho στη Λώρη Μαργαρίτη ήταν του Κουτρουβίτη που είχε το δισκοπωλείο το Pop Eleven στα Ηλύσια με ψαγμένες μουσικές, που ήταν πρόοδος τότε.

-Έζησα τα μπαρ ανά τετράγωνο, ανά μπάρμαν. Στα πρώτα μπαρ της πόλης που ήταν ελάχιστα, όλοι τότε πήγαιναν σε καφετέριες όπως ο Τόττης, το Καστέλο και το Κορφού. Οι εναλλακτικοί πήγαιναν στα καφενεία στο Αιγαίο και στο Ματζέστικ. Στο Δον Κιχώτη πήγαινε εναλλακτικός κόσμος, ο Μπούφης, οι αδελφοί Καλφόπουλοι, που τους έλεγα Ντάλτον, ο Πιπίνης. Κόσμος που ερχόταν με το Μάτζικ Μπας, ο Παπαγάλος ήταν Σβώλου με Ιπποδρομίου, εκεί υπήρχε και το πρώτο Youth Hostel. Ερχόταν χίπηδες από την Ευρώπη τους άρεσε. Ήταν προχωρημένο, είχε πολυθρόνα κουρείου. Στο Λούκι έγιναν μπάρμαν. Ξανάγινα μπάρμαν σε ένα μπαρ που είχαμε κάνει με τον Πολύζο στη Θάσο, με το Νίκο Στεφανίδη σερβιτόρο.

-Στο Λούκι Λουκ άρχισαν να έρχονται και παιδιά από τα δυτικά που δεν κατέβαιναν στο κέντρο. Επίσης η Σελήνη που έχει την Κερατίρα στη Σαντορίνη. Η Σελήνη ήταν πίσω από το ΚΘΒΕ και είχε live. Έπαιζαν διάφοροι, ο Παπάζογλου, ο Πετζίκης, διάφοροι.

-Η Ανατολή ήταν πιο intellectual. Κουβαλούσαν παλιά έπιπλα, καναπέδες, αντίκες. Το Ale House, ήταν διαφορετικό, στο υπόγειο του Ντορέ. Με άλλο πνεύμα αυτό. Το Φλου ακολούθησε με δικό του κόσμο, του ΚΚΕ εσωτερικού, καλλιτέχνες κλπ.

-Μετά οι Καλφόπουλοι έκαναν το Μικρό Καφέ. Εκεί έχουν γίνει απίστευτα σκηνικά. Μια φορά πήρα έναν πίνακα του Αθηνόδωρου και έφυγα. Είχε γίνει χαμός, κινητοποιήθηκε η αστυνομία, ψάχνανε σε γκαλερί. Απίστευτο ροκ εντ ρολ. Μετά από καιρό τον είδαν να κρέμεται στο σπίτι μου.

-Αργότερα έγινε το Eden στην Κορομηλά του Τουλιάτου με τον παπαγάλο μέσα. Ο Ηρακλής με το Banal, που εκεί έβρισκες όλο τον κόσμο. Αστούς, αδερφές, καλλιτέχνες, φοιτητές. Κοσμοπολίτικο, εντελώς μεσοπόλεμος. Δεν επαναλήφθηκε ποτέ κάτι τέτοιο.

-Τσαμπουκάδες γινόταν αρκετοί. Τρεις φορές με συλλάβανε στο Berlin, που εισήγαγε τότε και την εικόνα. Για πρώτη φορά σε μπαρ βίντεο. Ακολούθησε και το Paramount με βίντεο στην Κορομηλά.

-Επίσης υπήρχαν οι disco. Το Τίφανις, η Πανόπτικουμ, στην Τσιμισκή ήταν μια με τσινάρια, η 2001 στη Σβώλου, η Κατμαντού στην Καμάρα, απέναντι από το Ανατόλια ήταν η Τζοκόντα. Ο Καλκάνας άνοιξε την Τζάκι Ο στην Αγία Σοφία και είχε τηλέφωνα στα τραπέζια πάνω και έπαιρνες μια γυναίκα στο απέναντι τραπέζι και της έκανες καμάκι. Η Μάρκο Πόλο στη Γρηγορίου Παλαμά, που την άνοιξε ο dj το Καλκάνα που ήταν στην Αγίας Σοφίας δίπλα στο Φλόκα. Εκεί ήταν ένας ντυμένος σκωτσέζος στην είσοδο και τη σήκωνε και σόκαρε τις διερχόμενες του καλού κόσμου. Οργάνωνα με τον Πιερό συναυλίες.

-Τότε δεν πίναμε πολλά ποτά. Πίναμε κοκτέιλ στην αρχή. Αλεξάντερ και τέτοια. Ήταν νέα μόδα. Οι μουσικές διαχωριζόταν. Ανάλογα με το μπαρ. Μπλουζ, σκληρή ροκ, ψαγμένα πράγματα. Σε κάθε μπαρ ακούγαμε κάτι άλλο.

-Παντρεύτηκα κάποτε 14 Δεκεμβρίου. Δεν μου άρεσε κανένα μέρος να κάνω το πάρτι. Πήγα στο καλοκαιρινό Cocos στη στροφή της Επανομής. Το κλεισα με γυψοσανίδες και έβαλα και θέρμανση. Ήρθε όλος ο κόσμος. Άρχισε να χιονίζει. Τέλειωσε το πετρέλαιο. Χορεύαμε μέσα στο χιόνι μέχρι το πρωί.

Δημήτρης Πολύζος

O άνθρωπος πίσω από τη δημιουργία τριών μυθικών μαγαζιών της δεκαετίας του ενενήντα του Malt’n’jazz, του Ethnik (Θεσσαλονίκη και Τριστινίκα) και του It’s Only, θυμάται για χάρη μας.

-Μάθαινα ακούγοντας το αφεντικό. Πως μιλούσε στον πελάτη. Πως συμπεριφερόταν. Αν θέλεις να είσαι αυτός που είσαι.

-Στον καιρό μας η ανέχεια η οικονομική έφερε δυσανεξία. Χάθηκαν οι τάξεις. Η μεσαία τάξη κρατούσε πάντα την ισορροπία. Θα υπάρχουν οι φτωχοί και οι πάρα πολύ πλούσιοι. Θα είμαστε όλοι φτωχοί και ελάχιστοι πλούσιοι. Δουλεύω από τα 15, δεν σταμάτησα ποτέ.

-Πήγα πρώτος στα Λαδάδικα το 1984. Λόγω του φτηνού ενοικίου. Δεν ήθελα να δουλεύω για τον ιδιοκτήτη του ακινήτου. 180 τμ 13000 δραχμές. Δεκαέξι χρόνια σε πλήρη καλλιτεχνικό οργασμό. Έκανα τα πάντα. Ετοίμαζα το setup φωτογράφιζα, έκανα τα πάντα.

-Τη δουλειά μου τη βρήκε ο Παναγιώτης Αρώνης. Φίνος πλασιέ. Πήγαινε στις βιοτεχνίες της Βαλαωρίτου, άνοιγε τις πόρτες έλεγε ένα ανέκδοτο, έπινε ένα καφέ και έκανε δουλειές. Είχα περάσει στους μηχανικούς του ΣΕΚ, των σιδηροδρόμων. Ήμασταν τρία ορφανά αγόρια, η μάνα μου χαιρόταν θα γινόμουν δημόσιος υπάλληλος. Συναντήσαμε τον κ. Αρώνη, μας έβαλε την ιδέα να ακολουθήσω το δρόμο του τυπογράφου πατέρα μου. Δοκίμασε μου είπε να γίνεις μακετίστας. Πρώτος μισθός 11,80 δραχμές τη βδομάδα. Τον τρίτο χρόνο έμαθα ότι ζητούν μακετίστα με 100 δραχμές μεροκάματο. Την πήρα τη δουλειά και έφτασα τις 1200 δραχμές τη βδομάδα. Άλλαξε η ζωή μου. Σήμερα τα ξέρουν όλα. Είναι tiktoker, instagrammer. Πήγαινα σε ένα υπόγειο που έφερνε παλιά περιοδικά, Grazia, Paris Match, Amica. Έκοβα σελίδα-σελίδα. Ένα logo, μια εικόνα. Όλα τα σχεδιάζαμε με το χέρι.

-Γράφω το όγδοο βιβλίο μου. Τα τύπωσα μόνος μου. Βγήκα και τα πούλησα σε γνωστούς και φίλους. Σήμερα το παιχνίδι γίνεται αλλιώς. Διαβάζουν κάτι απίθανες γυναίκες που γράφουν αυτά τα τούβλα. Λέω καμιά φορά θα βάλω μια περούκα, θα βάψω χείλη και θα λανσαριστώ σαν Ροδή Καρέλια. Θα κάνω και παρουσίαση και θα γίνει show. Αφού διαβάζουν μόνο οι γυναίκες. Θα γράψω και γω για αυτές.

-Έχω αυτό το αρχαίο κινητό. Μια φορά μου πήρε η κόρη μου ένα καινούργιο. Πήγα μια φορά με τη σκηνή. Το βράδυ έβρεξε. Σχηματίστηκε μια λιμνούλα μόνο γύρω από το κινητό. Χάλασε. Έβγαλα την κάρτα τη σκούπισα, το ‘βαλα σε αυτό το παμπάλαιο, είπα σημαντικό ήταν και συνέχισα.

-Αφέθηκα στη ζωή χωρίς να κάνω μια προσπάθεια να γίνω κάτι. Έμαθα τη γραφιστική, έμαθα τη φωτογραφία, επαγγελματικές δουλειές, τότε δεν είχαμε φωτογράφους στην πόλη. Άρχισα να ψάχνομαι. Το φως, τον τρόπο. Χωρίς σχολή. Προχωρούσα έτσι. Έφτασα σε ένα σημείο να αφεθώ σαν ξυλάκι στο ποτάμι. Σε παίρνει επιπλέεις, βγαίνεις σε μια όχθη. Μια χρονιά αποφάσισα να πάω στα νησιά όλο το καλοκαίρι να φωτογραφίσω καρτ ποστάλ. Πήγα σε έναν του λέω τι θέλεις να βγάλω; Μου έλεγε εκκλησίες, ένας άλλος τοπία ένας άλλο κάτι άλλο. Έβγαζα εκατόν πενήντα χιλιάρικα από κάθε νησί. Μου έβγαζε 5 μήνες καλοκαίρι. Τον Ιούνιο αντίο, επέστρεφα αρχές Οκτώβρη. Σε όλα τα νησιά. Έβγαζα εκατομμύρια. Όταν βγήκαν μαζικά γραφίστες από τις σχολές με υπολογιστές κατάλαβα ότι τέλειωσε η δουλειά που ήξερα εγώ. Οι τιμές σκοτώθηκαν. Ένα λογότυπο που παίρναμε 300000 δραχμές γινόταν πια με 3 χιλιάρικα. Τότε μάθαμε ότι ένα μαγαζί, το Λάπις Λάζουλι χρειαζόταν ανακαίνιση. Το μαγαζί δεν δούλευε, έπαιζε λαϊκά. Μας πρότεινε ο ιδιοκτήτης, ο Γιάννης Αργυρόπουλος να το αλλάξουμε και να το αναλάβουμε. Αποφασίζουμε να κάνουμε ένα μαγαζί που να παίζει τζαζ ζωντανά. Ο Σπύρος Μορεσόπουλος ήταν ο νονός. Το βάφτισε Malt n Jazz, γιατί εγώ έπινα malt ουίσκι και θα παίζαμε τζαζ. Επειδή θα έκλεινε το καλοκαίρι στο ισόγειο αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε ένα μαγαζί για όλο το χρόνο. Λέμε τι θα το χαρακτηρίζει; Οι μουσικές και το στιλ. Έτσι γεννήθηκε το Έθνικ το 94-95. Εγώ και ο Νίκος ο Καραδιάκος ήμασταν αυτοί που τα σκεφτόμασταν. Δεν βάζαμε λεφτά, ιδέες βάζαμε. Ακούγαμε έθνικ μουσικές, πήγαμε στο Άμστερνταμ καθίσαμε δέκα μέρες αγοράσαμε μεγάλα αντικείμενα και είπαμε: Θα περνάει το χρόνο 1 εκ. κόσμος και θα δώσει από΄500 δραχμές να πιει ένα εσπρέσο. Υπήρχε πολύ κακία επειδή πηγαίναμε καλά. Έστελναν ελέγχους, πρόστιμα. Μετά κάναμε το καλοκαιρινό και μετά το Its Only στη Βενιζέλου.

-Τα πράγματα πήγαν μόνα τους. Μέχρι που γέμισε το κέντρο μαγαζιά ξαφνικά. Και μετά οι συνοικίες. Ήταν το κατεξοχήν επάγγελμα. Το Malt ήταν ένα δύσκολο μαγαζί. Βρήκαμε 4-5 τζαζίστες έπαιζαν σε μια κλασική μπάντα και μετά ο καθένας δημιουργούσε και μικρότερα σχήματα. Φέρναμε μπάντες μαζί με το Half Note που έπαιζαν στην Αθήνα. Πέρασαν άπειρα σχήματα. Κάθε βράδυ και ένα live. 180 live τη σεζόν. Τα είδαμε όλα. Νονοί που ερχόταν για προστασία, δεν ήμασταν μάγκες τους είχαμε με το καλό. Μας κοίταζαν στα μάτια καταλάβαιναν ότι από μας δεν είχε νόημα να μας φοβερίζει. Ταυτόχρονα ήταν μια ωραία φάση. Τα δυο μαγαζιά μας, δίπλα η Ζήτα Μι. Άξιζε πολύ εκείνη η εποχή, εκεί στην Κορομηλά. Είχε στιλ.

-Κάποτε αποφασίσαμε να ονομαστούμε X-designers. Πηγαίναμε στις τουαλέτες των μπαρ και κολλούσαμε αυτοκόλλητο στον καθρέφτη με αυτό το όνομα. Είχε γίνει θρύλος. Όλοι έψαχναν να βρουν τι είναι. Αναρωτιόταν όλοι ποιοι είναι αυτοί οι τύποι; Μας τηλεφώνησε ο Παύλος ο Ευθυμίου από την Αθήνα ότι έρχεται να βρει κάτι. Μας ρωτάει λοιπόν στα ίσια. Έχετε ακούσει ποιοι είναι αυτοί οι μυστηριώδεις τύποι. Του λέμε εμεί. Και βγάζουμε από το πορτοφόλι μας το αυτοκόλλητο.

-Το καλοκαιρινό Έθνικ στην Τριστινίκα ήταν ένα παραμύθι. Ξεκινήσαμε με δυο αυτοκίνητα να πάμε να βρούμε χώρο στην Χαλκιδική. Είπα ας κατέβουμε αυτό το μονοπάτι. Βλέπουμε το λόφο και ένα σπιτάκι. Ψάχναμε το ιδιοκτήτη, στη Συκιά, την Τορώνη, στη Χαριλάου. Τον βρίσκουμε τελικά, το κλείνουμε. Βρήκαμε ένα ξυλουργό έκοβε επί τόπου τα ξύλα, κάναμε παππάδες. Μουσικάρες, χορός. Τώρα ο κόσμος θέλει τσιτσί ποπό. Αδιάφορες μουσικές. Δεν χορεύει. Άλλαξε ο κόσμος. Όταν πρωτοπήγα στο Κριαρίτσι το 79 δεν είχε τίποτε. Ήμασταν στον Παράδεισο. Φέτος είπα δεν ξαναπάω, αλλιώς πρέπει να γίνω φονιάς. Έμεινε μόνο η θέα και η θάλασσα.

-Δεν μ’αρέσει να πηγαίνω χύμα να πάω σε ένα φεστιβάλ. Εκεί θα ντυθώ. Πως πας στην κηδεία με μαύρα να τιμήσεις. Έτσι και σε κάποια πράγματα. Πως πηγαίναν σε Χριστουγεννιάτικα πάρτι με tuxedo μεθυσμένοι αλλά με στιλ;

-Όταν ήμασταν παιδιά πηγαίναμε στον Παπαγάλο για σάντουιτς. Σε μαγαζιά με juke box. Χορεύαμε το αμπάμπα μπελούμπα, ψάχναμε να αγοράσουμε τζιν από την Αμερικάνα, μαλώναμε για τους Stones και τους Beatles. Μεγαλώσαμε με αυτά τα σκηνικά. Φορούσαμε γραβατούλες στα κλαμπ. Μας έλεγαν μαλλιάδες. Μια μέρα πήγα στον κουρέα απέναντι του είπα ξύρισε τα μου. Σταμάτησαν όλοι. Τους τη βγήκα στα 16. Τώρα εκτονώνονται στην οθόνη. Υπάρχει ένας τσαμπουκάς περίεργος. Ποτέ δεν πίστεψα ότι είμαι όμορφος. Με λέγανε γοητευτικό όχι όμορφο. Τσιγάρα, νύχτα, αλκοόλ, ευτυχώς χωρίς ποτέ να γίνω αλκοολικό. Δεν ήπια ποτέ με γκρίνια, αχ άτιμη ζωή τι μου έκανες;

-Τώρα ζω μόνος. Μου αρέσει. Αν θέλω να χορέψω θα ανοίξω YouTube θα βάλω τα κομμάτια που αγαπώ και θα χορέψω. Κάνε ότι θέλει η ψυχή σου και μη δίνεις λογαριασμό, αρκεί να μην ξεπερνάς τα όρια του άλλου και οι άλλοι να μην ξεπερνάνε τα όρια σου.

Αναστασία Καραγαϊτανάκη

Η θρυλική Σούλα του Μικρού Καφέ στη Βογατσικού σε ένα ταξίδι στο χρόνο

-Μαζί με τον άνδρα μου τον Αθηνόδωρο Καλφόπουλο ήμασταν ένα μυθικό ζευγάρι. Εμείς ανοίξαμε τη Βογατσικού το 1977. Τότε είχε κρεοπωλείο, κουρείο, καφενείο. Τέτοια μαγαζιά. Ήμασταν παιδιά. Εγώ μοντέλο, εκείνος ζωγράφος. Ο άνδρας μου ήταν συνέταιρος στο Δον Κιχώτη. Το είχαν κάνει χειροποίητο με ότι είχαν. Όταν πέσαν τα ναρκωτικά στην πιάτσα φτιάξαμε το Μικρό Καφέ. Με προσωπική δουλειά. Ήταν πρωτοπόρο. Η πρόσοψη ήταν από το Μεντιτερανέ όπως και ο τηλεφωνικός θάλαμος. Η σκάλα από στοιχειωμένο σπίτι. Οκτώ άτομα την κουβαλήσαμε. Κάτι μαρκίζες πίσω ήταν από ένα παλιό κτίριο στην Αγίας Σοφίας. Από το Πτι Παλέ πήραμε μπρίκια. Βιενέζικες καρέκλες και απλίκες.

-Και ποιος δεν πέρασε. Βουγιουκλάκη, Καρέζη, Χατζιδάκις, Τσαρούχης, Σαββόπουλος, όλοι. Ένα χειμώνα που χιόνισε πολύ 17 άτομα κοιμήθηκαν μέσα επί τρεις μέρες. Παίρναμε φαγητά από το Τίφανις και ήπιαμε μέχρι και τα λικέρ. Άδειασαν τα ράφια. Εδώ εμπνεύστηκε ο Σαββόπουλος τον τίτλο Τραπεζάκια έξω, για το καφέ έγραψαν οι Κολυμβητές το ‘’Συχνάζεις στο Μικρό Καφέ και εγώ στη Μυροβόλο’’.

-Τα μαγαζιά τα κάναμε για μας. Ο κόσμος απλώνονταν μέχρι απέναντι στη Μητρόπολη. Μαζεύαμε ποτήρια από το τοιχάκι. Ερχόταν μέχρι και ο Μητροπολίτης για καφέ. Ώρες ώρες έλεγε το προσωπικό και έλεγε κύριε Αθηνόδωρε πρέπει να κλείσουμε, να κάνουμε ταμείο. Κεράστε τους όλους έλεγε και κλείστε. Ο Γιάννης ο Μπουτάρης ήταν μεγάλος θαμώνας. Ένα βράδυ κοιμήθηκε στον καναπέ του μαγαζιού. Τον άνοιξε το πρωί η καθαρίστρια. Είχαμε ένα τηλεφωνικό ξύλινο θάλαμο και ήταν σημείο συνάντησης. Έκρυβαν μέσα στον τηλεφωνικό κατάλογο σκονάκια με χασίς να τα βρει ο επόμενος. Ερχόταν η νύφη από τη Μητρόπολη απέναντι να πιει πριν πάει στο τραπέζι του γάμου και γινόταν ντίρλα.

-Ο Αθηνόδωρος ζωγράφιζε. Ήταν φίλος με όλους τους γνωστούς ζωγράφους. Είχε μπει στο Hall of fame.

-Τα ιστορικά μαγαζιά θα έπρεπε ο δήμος να τα διαφυλάσσει. Όταν κλείσαμε το 2010 περνούσε ο κόσμος από έξω και έκλαιγε. Πήγαμε στην Κομοτηνή να κάνουμε ένα ίδιο καφέ με τα πράγματα από δω. Δεν άνοιξε ποτέ.

-Αν γράψω την ιστορία του Μικρού Καφέ θα γίνει χαμός. Θα κλάψει κόσμος. Κάναμε ένα μαγαζί για μας και είχαμε τέτοια επιτυχία που δεν το πιστεύαμε. Όταν κλείσαμε έπαθα ζάχαρο. Αρρώστησα. Όσοι ερχόταν σε μας πήγαιναν σε όλους. Πηγαίναμε ο ένας στον άλλο. Ήμασταν όλοι μια παρέα. Μια φορά έκανα ένα πάρτι στο Πανόραμα σε ένα σπίτι που νοικιάζαμε, κάλεσα δέκα και ήρθαν χίλιοι.

-Οι Simple Minds μετά τη συναυλία ήρθαν στο Καφέ, έγιναν πίτα και τους έφερε ο μπαμπάς στο σπίτι. Έχασαν το αεροπλάνο και έμειναν μια βδομάδα. Οι U2 ήρθαν για καφέ. Ο Μπάρτον.

-Μια φορά έκαναν ληστεία και μας έκλεψαν όλες τις κασέτες, τίποτε άλλο. Όλες μας τις μουσικές.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα