Αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης: Πόσο μας επηρεάζουν αυτά που (δεν) μας λένε;
Μια συζήτηση με τη Σοφία Καιτατζή-Γουίτλοκ σχετικά με την επιρροή, τις επιλογές και τον αποπροσανατολισμό του πολίτη...
Πόσο μας επηρεάζουν αυτά που μας λένε ως ειδήσεις; Ή, ορθότερα, πόσο μας επηρεάζουν αυτά που δεν μας λένε;
Η παγκόσμια πραγματικότητα έχει αλλάξει σημαντικά. Οι ρυθμοί, οι σχέσεις των κρατών, συμμαχίες και αντιμαχίες τροποποιούνται συνεχώς. Οι πόλεμοι είναι πια μια πραγματικότητα που συμβαίνει δίπλα μας παρά μια μακρινή ανάμνηση. Και οι ειδήσεις πέφτουν με το τσουβάλι. Και τις περισσότερες φορές, διαψεύδονται.
Και ύστερα, η Ελλάδα. Μια χώρα με ιδιόμορφους ρυθμούς ανάπτυξης από την ημέρα κήρυξης της ανεξαρτησίας της. Όλα γρήγορα και άτσαλα. Πάντα σε μια δική μας “τρύπα”, πάντα με τρόπο… ελληνικό.
Οι ιστορικές αυτές ιδιομορφίες φαίνονται και στον τομέα των Μέσων Επικοινωνίας. Η απορρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου στα τέλη του 1980 άνοιξε τον δρόμο στα ιδιωτικά κανάλια που, από την “ψυχαγωγική” πλευρά τους, έφτασαν να είναι ο κύριος φορέας της “σκληρής” ειδησεογραφίας.
Όμως, η έννοια του ιδιωτικού έχει και δυο βασικές παραμέτρους: κέρδος και συμφέρον. Οι λέξεις χρησιμοποιούνται ατόφιες, χωρίς θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Και το συμφέρον είναι κάτι που αφορά και την πολιτική. Συμφέρον της χώρας, του πολίτη. Ή, και άλλα συμφέροντα…
Σήμερα, βλέπουμε μια δημοσιογραφία χωρίς ελευθερία. Μια δημοσιογραφία στη χώρα που λαμβάνει την 107η θέση αναφορικά με την ελευθερία του Τύπου και πολλαπλές πολιτικές διαμάχες για το πώς λειτουργεί η χώρα, με ποια διαφάνεια και με ποιους θεσμούς. Εν τω μεταξύ, το σύμπλεγμα πολιτικής και δημοσιογραφίας επηρεάζεται καθημερινά από πολλούς παράγοντες, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να ρίχνει “καμπανάκι” στη χώρα για την κατάσταση των ΜΜΕ. Ο κόσμος καθημερινά επιβεβαιώνει την δυσπιστία του προς τα ΜΜΕ. Και μιλώντας για δυσπιστία… Προτάσεις δυσπιστίας στη Βουλή, καταδίκες από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και πάει λέγοντας, με μια δικαιοσύνη που δρα βασανιστικά αργά για πολλά θέματα, όπως και για αυτό των Τεμπών.
Τα ερωτήματα μαζεύονται αλλά τα θέματα υπο-συζητούνται, έναντι άλλων. Για το λόγο αυτό, η parallaxi μιλά με την Σοφία Καϊτατζή Γουίτλοκ, Ομότιμη Καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Πολιτικής Επικοινωνίας του Τμήματος Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στην προσπάθεια να μάθουμε καλύτερα τι γίνεται με τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης από τα σοβαρά ζητήματα αλλά και τι είναι τελικά η κοινή γνώμη, ποια είναι η θέση της και πόσο αυτο-διαμορφωμένη είναι.
Η “συνταγή επιτυχίας” του αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης
Η συζήτηση ξεκινά με τον ορισμό της εξουσίας που διατύπωσε ο Βρετανός καθηγητής της Οξφόρδης και μετέπειτα του Πανεπιστημίου Νέας Υόρκης, Steven Lukes, πατώντας στην βάση του ελλειπτικού ορισμού του Robert Dahl ότι «Εξουσία ασκείται όποτε οι ‘Α’ κατορθώνουν να πείσουν τους ‘Β’ να πράξουν κάτι το οποίο, ειδάλλως, δεν θα διέπρατταν και το οποίο κάτι, πρώτον, αποβαίνει σε βλάβη των συμφερόντων των ‘Β’ και, δεύτερον, [σχεδιάζεται ώστε να] αποβαίνει υπέρ των συμφερόντων των ‘Α’.» (ο ορισμός του R. Dahl δε συμπεριλαμβάνει τα συμφέροντα).
“Ενημερωτικά αδαείς και τελώντας σε ουσιαστική πολιτική άγνοια οι πολίτες, δηλαδή οι ‘Β’, αγνοούν την κατάφωρα επιβλαβή και άνιση συνθήκη εξουσίας, που προϋπάρχει και επικρατεί και η οποία απολήγει να βλάπτει τα «πραγματικά τους συμφέροντα», αφού παγιδεύονται και παραμένουν άπραγοι σε όσα θα όφειλαν να πράξουν, καθώς απορροφώνται από αλλότρια και αποκοιμιστικά, όπως τα τύπου: ‘άρτον και θεάματα’. Κρίνω πως στους ορισμούς αυτούς της εξουσίας συμπυκνώνεται η πεμπτουσία των τρόπων της χειραγώγησης των πολλών από τους κακόβουλους επιτήδειους, οι οποίοι τυχαίνει ενίοτε να είναι οι ίδιοι οι κυβερνώντες μας, όπως και οι ισχυροί μεγαλο-ιδιοκτήτες των ΜΜΕ. Εργαλειοποιώντας και μεταφράζοντας επικοινωνιακά τον ορισμό του R. Dahl o επικοινωνιολόγος Harold Laswell φιλοτέχνησε το γνωστό ‘Τέχνασμα της Ερώτησης’ (‘ΤτΕ’) ως ένα πρόσφορο πολιτικό-επικοινωνιακό δόγμα ή μπούσουλα:
Τροποποιώντας τώρα κριτικά αυτό το ‘Τ.τ.Ε.’, εγώ θέλω να στρέψω την προσοχή μας και σας και σε όσα όφειλαν απαραιτήτως να γίνονται σε μια ευνομούμενη δημοκρατία και πολιτεία, αλλά τα οποία, ωστόσο απουσιάζουν κραυγαλέα και μας ζημιώνουν. Μετατρέπω, έτσι, και συμπληρώνω το ‘ΤτΕ’ ως εξής:
Ποιος, Δεν λέει τι, Σε Ποιους, Με ποια μέσα, και με ΠΟΙΑ επιζήμια και αρνητικά αποτελέσματα για τα πραγματικά συμφέροντα των πολλών, των ΠΟΛΙΤΩΝ και, άρα, και για το δημόσιο συμφέρον.
Μέσω αυτής της κριτικής μεθόδου μπορούμε να εντοπίζουμε τις τρέχουσες σήμερα, αλλά και τις πάγιες, στρατηγικές αποπροσανατολισμού, απόκρυψης καίριων πληροφοριών για φλέγοντα θέματα που αφορούν τους πολίτες μιας δημοκρατίας και της παραπληροφόρησής τους εν τέλει. Είναι άπειρα και συνεχή τα παραδείγματα παραπληροφόρησης και αποπροσανατολισμού και μάλιστα, εσχάτως με ακόμη πιο αφόρητες μεθοδεύσεις. Ιδίως για όσες και όσους πολίτες έχουν ακόμη το ήθος και την υπομονή να ‘βλέπουν ειδήσεις’ και τα λεγόμενα ‘κεντρικά δελτία ειδήσεων’” αναφέρει προσπαθώντας να επεξηγήσει καλύτερα την κατάσταση.
Τα τεχνάσματα των προπαγανδιστών
“Το συνεθέστερο τέχνασμα είναι, πρώτον, η κατάληψη και η δέσμευση ειδησεογραφικού χρόνου και χώρου με εντυπωσιακά, δήθεν, αλλά συχνότατα άσχετα και ασυναφή θέματα για τα ζωτικά συμφέροντα των Ελλήνων πολιτών και την απαραίτητη ενημέρωσή τους. Επισημαίνω, πάραυτα, ότι η ‘συνάφεια/relevence’ συνιστά κορυφαίο κριτήριο δημοσιογραφικού κώδικα για την επιλογή των τελικά δημοσιεύσιμων ειδήσεων, στη διάρκεια του φιλτραρίσματος των πολλών εισερχόμενων θεμάτων στις αίθουσες σύνταξης.
Εν τούτοις, δαπανάται καταχρηστικά πολύτιμος χρόνος και χώρος των ΜΜΕ με άσχετα και ασυνάρτητα θέματα, ιδίως από τον κόσμο των celebrities και με έμφαση στις θεματολογίες ‘αίμα – σπέρμα’. Οι δημοσιογραφικά ετοιμοπαράδοτες και άρα ανέξοδες πολιτικές κοκορομαχίες και τα ‘καλλιστεία αντιλογίας / ρεπαρτί’ και βλακείας ακολουθούν. Προκύπτει επομένως εκ των πραγμάτων, πως η συχνότερη και απολύτως απαράδεκτη πρακτική, είναι η κατανάλωση, το ξόδεμα τηλεοπτικού χρόνου σε θεματολογίες που απέχουν μακράν από τις έγνοιες και τα πιεστικά προβλήματα του κόσμου. Η πρακτική αυτή εξωθεί πολλά κανάλια να καταφεύγουν στην υπερπροβολή δημοφιλών ή και κατά παραγγελία διατεταγμένων ψευδογεγονότων. Ενδεικτικά, οι φημολογίες και τα εξοργιστικά κουτσομπολιά γύρω από τη βασιλική οικογένεια της Μεγάλης Βρετανίας είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου.
Διερωτάται όμως κάποιος σκεπτόμενος και καλόπιστος κριτής: γιατί αυτά τα ‘νέα’ (να) ενδιαφέρουν τους οικονομικά καθημαγμένους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι επιπλέον πλήττονται και από σοβαρά ζητήματα βίας και δημόσιας ανασφάλειας. Οι εξελίξεις του βασιλικού οίκου αυτής της μακρινής χώρας τους μάραναν; Αφού η Πολιτεία μας αποτελεί Προεδρευόμενη δημοκρατία, γιατί οι βασιλικές θεματολογίες μπορούν να εντάσσονται τόσο συχνά στα κεντρικά δελτία ειδήσεων των Ελλήνων πολιτών;
Και, εάν τα νέα για τις βασιλικές οικογένειες είναι newsworthy, πράγματι, στη δημοκρατία μας, τότε λοιπόν, γιατί δεν ακούμε ποτέ και για τους βασιλικούς οίκους της Σουηδίας, του Βελγίου, της Ισπανίας ή της Ιορδανίας; Μήπως πρόκειται για τον απόλυτο ειδησεογραφικό παραλογισμό των άχρηστων, αλλά και παρασιτικών πληροφοριών που εξυπηρετούν μόνο τη χείριστη προσέγγιση του: «δώστε άρτον και θεάματα στο πόπολο» για τον αποπροσανατολισμό του; Δεν συνεπάγεται κάτι τέτοιο το απόλυτο εξευτελισμό της ‘Δημοσιογραφίας Δημοσίων Σχέσεων’ των ζάπλουτων.
Μια δεύτερη, ιδιαίτερα προσβλητική, υποτιμητική και οχληρή μέθοδος είναι η προσφυγή σε ψεύδη, σε ψευδογεγονότα όπως και σε θέματα προβολής των κρατούντων ή αυτοπροβολής ηγετικών προσώπων.
Ένα από τα πιο σκληρά και συστηματικά αναπαραγόμενα ψεύδη συνίσταται στο ότι η «Ελληνική οικονομία είναι ισχυρή», ακόμη και την ώρα που η Eurostat και άλλοι έγκυροι αρμόδιοι φορείς μας κατατάσσουν στην φτωχότερη χώρα της ΕΕ, μετά τη Βουλγαρία. Το ψεύδος αυτό αρνείται την αλγεινή πραγματικότητα και απορρίπτει το γεγονός ότι τα νέα ζευγάρια που θέλουν να στήσουν οικογένεια και να κάνουν παιδιά, αδυνατούν. Αυτή η οικονομική τους εξαθλίωση ενοχοποιείται για το δημογραφικό-υπαρξιακό μας πρόβλημα και αυτό συναρτάται ευθέως με τις συνεχείς κυβερνητικές ωραιοποιήσεις και τα διαχεόμενα ψεύδη. Επιπλέον, όλα αυτά τα ψευδο-αφηγήματα οδηγούν αναπόφευκτα σε επικοινωνιακή υπερέκθεση με αποτέλεσμα και τις αλληλοδιάδοχες αντιφάσεις και τις αντίστοιχες συνεχείς κυβερνητικές διαψεύσεις, ακόμη και των διαψεύσεων, ενίοτε.
Μία τρίτη συνταγή παραπληροφόρησης και συστηματικού αποπροσανατολισμού είναι η ‘επανάληψη των επαναλήψεων’ που προφανώς προσβάλλει αφόρητα τους πολιτικά ενδιαφερόμενους και νουνεχείς πολίτες, οι οποίοι συνεχίζουν να θέλουν να ενημερώνονται και να ‘βλέπουν ειδήσεις’ ακόμη. Ας μην αναρωτιούνται, λοιπόν, οι κήνσορες και οι θεράποντες της χώρας γιατί οι πολίτες τους γυρίζουν σωρηδόν την πλάτη, όπως και στα ΜΜΕ, όταν ανήθικα τις και τους κακομεταχειρίζονται ως ‘φυτά’“, λέει στην parallaxi.
Οι ειδήσεις δεν μπορούν να αποτελούν προβλέψεις, εικασίες ή ‘ευσεβείς πόθους’ περί πολιτικής παραγωγής
Η συζήτηση συνεχίστηκε για το αν υπάρχει κάποιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποπροσανατολισμού και κινήθηκε γύρω από την περιβόητη Λίστα Πέτσα, που, όπως σχολιάσει η Σοφία Καϊτατζή-Γουίτλοκ, εισήγαγε έναν τέταρτο τρόπο-παράδειγμα χειραγώγησης, μέσω ψεύδο-μη-γεγονότων, όπως λέει χαρακτηριστικά.
“Ως γνωστόν, οι ειδήσεις πάντα και αποκλειστικά αφορούν γεγονότα. Ήτοι: συμβάντα, facts, για την ακρίβεια ‘hard facts’. Εν τούτοις, στα καθημερινά κυβερνητικά Δελτία Τύπου που διαμοιράζονται κυριαρχούν, πλέον, εδώ και πέντε έτη, όχι μόνο οι πεπραγμένες πολιτικές εφαρμογές ή οι αποφάσεις, ως de facto γεγονότα, αλλά και οι συνεχείς προαναγγελίες κυβερνητικών αποφάσεων. Εδώ, εισερχόμαστε επομένως στα πεδία της διαχείρισης των ελπίδων και των προσδοκιών. Ενίοτε δε ακόμη και στην εξύφανση εικασιών περί επερχόμενων θετικών κυβερνητικών προγραμμάτων ή υλοποίησης υποσχέσεων” λέει, δηλώνοντας πως κάτι τέτοιο δεν έχει θέση σε δελτίο ειδήσεων.
Οι ειδήσεις δεν μπορούν ποτέ να αποτελούν προβλέψεις, προαναγγελίες, προγνώσεις, εικασίες ή ‘ευσεβείς πόθους’ περί πολιτικής παραγωγής. Αυτά τα τελευταία ανήκουν μερικώς στα περιεχόμενα των αναλύσεων και των μεσοπρόθεσμων εκτιμήσεων. Υλοποιείται έτσι καταχρηστικά και στο έπακρο αυτό που αποδίδει αφοριστικά και απαξιωτικά ο όρος «επικοινωνιακά» δηλαδή, χειριστικά των θεμάτων και χειραγωγικά των πολιτών. Εν προκειμένω, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη σε συνέργεια, με ισχυρά και κυρίαρχα κέντρα και κανάλια προχώρησαν στην αλλοίωση και σταδιακά στην αλλοτρίωση ακόμη και του τι εστί είδηση και συνεπακόλουθα του τι εστί υγιής δημοσιογραφία“.
Κρίνει τέτοιες πρακτικές ως προπαγανδιστικό υλικό: “Χαρακτηριστικά, έχουμε την προαναγγελία της αύξησης του κατώτατου μισθού, η οποία, ανακοινώθηκε τελικά την τρέχουσα εβδομάδα. Ο κατώτατος ανήλθε από 780 Ευρώ σε 830 μεικτά. Υλοποιήθηκε λοιπόν εν τέλει η κυβερνητική υπόσχεση. Το επίδικο θέμα εδώ, ωστόσο, είναι η καταχρηστική, πολύμηνη και αφόρητα επαναλαμβανόμενη προαναγγελία της. Αυτή η επανάληψη πολιορκούσε και καθήλωνε την προσοχή των αναξιοπαθούντων πολιτών που προσέβλεπαν σε ένα ξεροκόμματο, που αποσκοπούσε στο να δεσμεύει την προσοχή τους, αλλά και να ματαιώνει τις δράσεις τους σχετικά με αντίστοιχες ή και άλλες εύλογες και θεμιτές διεκδικήσεις”. Αναφέρει την ανάγκη εκ μέρους των δημοσιογράφων για παρατήρηση και ανάλυση του περιεχομένου. “Από τον τρόπο της διάχυσης και της οργάνωσης αυτής της επαναληπτικότητας της προαναγγελθείσας υπόσχεσης περί «αύξησης του κατώτατου μισθού, που συμπαρασύρει και πολλά επιδόματα», κατά το χειριστικό κυβερνητικό αφήγημα, κατανοούμε ότι αυτή η τακτική ακριβώς αποτελεί στρατηγικό τρικ πειθούς και κατευνασμού, πρωτίστως, των εξαθλιωμένων Ελλήνων από τις ποικίλες κρίσεις και την πρωτοφανή ακρίβεια η οποία δεν ενέσκηψε αυτόματα, αλλά οργανωμένα.
Άραγε, δεν γνωρίζουν οι κυβερνώντες ή δεν συναισθάνονται οι δημοσιογράφοι, οι επικοινωνιολόγοι και οι υπεύθυνοι των καναλιών ότι τέτοιες πρακτικές αφόρητων επαναλήψεων καταντούν κλισέ που προσβάλλουν; Ότι συνιστούν μορφές κατάφωρα χειραγωγικής προπαγάνδας; Γιατί υποτιμούν και προσβάλλουν τόσο πολύ τους πολίτες; Πώς είναι δυνατόν η Δημοσιογραφία και η Πολιτική να ανακτήσουν ποτέ την αξιοπρέπεια και την αξιοπιστία τους; Πώς θα σηκωθεί η ελληνική Δημοσιογραφία από το ναδίρ της κατάταξής της στην 107 θέση παγκοσμίως; Με τα αδιάκοπα επικοινωνιακά εγκλήματα κατά των μελών του κοινού;” διερωτάται.
Ο ρόλος της επιλογής θεμάτων
Σχετικά με τον ρόλο της ημερήσιας διάταξης των ειδήσεων, δηλαδή το τι προβάλλεται, απαντά πως “με βάση και όλα τα παραπάνω, γίνεται σαφές ότι ο καθορισμός της ατζέντας των πρακτέων των κυβερνώντων, που στην πράξη αφορά ανεπίτρεπτο ετερο-καθορισμό, στη Δημοκρατία είναι άκρως επιζήμιος, για κάθε πολιτεία. Ουσιαστικά, απολήγει να οδηγεί στην ακύρωση και στην κατάλυση της δημοκρατίας.
Γιατί, τί σημαίνει ετερο-καθορισμός των πρακτέων; Σημαίνει και συνεπάγεται την υφαρπαγή και τον ετεροκαθορισμό των περιεχομένων και των προγραμμάτων της πολιτικής από αναρμόδιους φορείς ή και από ιδιοτελείς εξωθεσμικούς παράγοντες ή ακόμη και από αντιλαϊκά, αντίπαλα λόμπι που προσφεύγουν πληθωριστικά στις καταγγελίες περί λαϊκισμού, στις αντεπιθέσεις άμυνάς τους.
Η αποστολή των δημοσιογράφων και των οργανισμών ΜΜΕ είναι αποκλειστικά να ελέγχουν ανακριτικά την εξουσία, καθιστώντας την δημοσίως υπόλογη και διαφανή διαρκώς. Είναι επίσης, να διαμεσολαβούν έγκαιρα την ενημέρωση και έγκυρα την κριτική γνώση της πολιτικής που παράγουν και υλοποιούν οι αντιπρόσωποι του Λαού και οι κυβερνώντες του. Σίγουρα, είναι αναρμόδιοι οι ίδιοι να παράγουν πολιτική. Γιατί; Απλούστατα διότι δεν εκλέχτηκαν προς τούτο από τον Λαό. Απαγορεύεται να χαράσσουν πολιτική και να ετεροκαθορίζουν τους στόχους και τις προτεραιότητες της δημόσιας πολιτικής. Συνεπώς, σήμερα, στη Δύση οι όροι και τα συναφή status μεταξύ των τριών συντελεστών της Πολιτικής: Λαός, Αιρετοί και διάμεσοι δημοσιογράφοι, έχουν ανατραπεί άρδην. Για να αποκατασταθεί η δημοκρατική τάξη και η πολιτική ευστάθεια ξανά, αυτή η διαβρωτική εκτροπή είναι επιτακτική ανάγκη να εκλείψει επειγόντως. Να παύσει κατά προτίμηση νομοθετικά και συνταγματικά“.
Νομοσχέδια γάμων ομόφυλων ζευγαριών και ιδιωτικών ΑΕΙ – Προσπάθεια αποπροσανατολισμού;
Στα social media συζητήθηκαν έντονα τα νομοσχέδια για το γάμο ομόφυλων ζευγαριών και των ιδιωτικών ΑΕΙ ως μέσα για να “φύγει”, δηλαδή να αποπροσανατολιστεί η προσοχή από τα Τέμπη. Ερωτώμενη για αυτό, η Σοφία Καϊτατζή-Γουίτλοκ απαντά:
“Για αμφότερα αυτά τα θέματα θεωρώ ότι η μομφή αυτή ευσταθεί τουλάχιστον μερικώς. Γιατί; Και στα δύο αυτά θέματα με πρωτοβουλία ίσως, αλλά σίγουρα με συνευθύνη των οργανικών ΜΜΕ λειτούργησε και πάλι η διαδιασία της πρόωρης, μακρόχρονης και άκρως καταχρηστικής ‘δημοσιογραφικής’ προαναγγελίας των ίδιων των θεμάτων. Για εβδομάδες ολόκληρες οι ‘δημοσιογράφοι’ σε προφανή διαδικασία ενορχήστρωσης και συντονισμού μεταξύ ΜΜΕ, ρωτούσαν τους βουλευτές της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης, στα πάνελ, για το εάν θα ψηφίσουν ή θα καταψηφίσουν οι ίδιοι και τα κόμματά τους τα εν λόγω προβλεπόμενα και προαναγγελόμενα νομοσχέδια.
Παράλληλα, η κυβέρνηση ‘όλως περιέργως’, καθυστερούσε ή ίσως και να κωλυσιεργούσε έντεχνα την κατάθεσή τους τόσο για διαβούλευση, όσο και στη Βουλή, μακραίνοντας τις περιόδους ‘Μιλάμε για να Μιλάμε’ των ΜΜΕ. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι με τη ‘συνταγή’ αυτή υπερδιογκόνονταν δυσανάλογα τα θέματα αυτά εις βάρος άλλων κρίσιμων θεμάτων και πρακτικά κατέληγαν σε αποπροσανατολισμό των μελών του κοινού, ως προς άλλα καίρια και καυτά θέματα βιωσιμότητας, ασφάλειας και αγωνιών των πολιτών, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι αυτό δεν επιδιωκόταν” ενώ στα σημαντικά θέματα πέραν των Τεμπών αναφέρει την ανοχύρωτη Ελλάδα σε πυρκαγιές και πλημμύρες, την οικονομική δυσπραγία και τις ανισότητες, αυξανόμενες γυναικοκτονίες και τα τρομακτικά κρούσματα έμφυλης βίας, που ενώ βασίζονται στην επίσημη εμπορευματοποίηση ‘της γυναίκας’, το σκάνδαλο των υποκλοπών, οι ευρωπαϊκές παρεμβάσεις για το κράτος δικαίου “και τόσες ακόμη προκλήσεις πρωτεύουσας σπουδαιότητας και επιτακτικής σημασίας για τους καθημαγμένους Έλληνες, οι οποίοι έχουν εθιστεί πια σε μεγάλο βαθμό στην υποτέλεια, την παραπληροφόρηση, τη σύγχυση και υπομένουν εντέλει ακόμη και ενώπιον επαχθών και ειδεχθών δεδομένων ζωής. Ζωής χωρίς ασφάλεια, αξιοπρέπεια και ποιότητα.
Κοινή γνώμη: κατασκεύασμα του αφηγήματος ή φωνή εναντίωσης;
Σχετικά με το αν η κοινή γνώμη είναι μια κατασκευή που αναπαράγει το επιβεβλημένο αφήγημα που προσπαθούν να περάσουν κάποιοι ή εναντιώνεται σε αυτό απαντά.
“Στην εποχή μας, εποχή αδυναμίας ή και κατάπτωσης των δημοκρατιών, όντως, η «κοινή γνώμη» αποτελεί, συχνότερα παρά ποτέ, μια ρητορική κατασκευή και μια κοινότοπη επίκληση εκ μέρους άσχετων τρίτων. Μια επίκληση δηλαδή, η οποία επιστρατεύεται μονίμως από τους οργανικούς δημοσιογράφους ή τους εγκάθετους δημόσιους ομιλητές, με στόχο να προσδώσουν πολιτική νομιμοποίηση σε έναν όρο ο οποίος στερείται πραγματικής οντότητας. Όρο δηλαδή που έχει καταντήσει ένα σημασιολογικό κέλυφος ή ένα ‘empty gignifier’. Η επικαλούμενη «κοινή γνώμη τους» είναι επομένως ανυπόστατη διότι αποτελεί μόνον ένα κούφιο επικοινωνιακό εκφώνημα χωρίς αντίκρυσμα και απότοκο ενός τεχνάσματος.
Για να υπάρξει γνήσια «γνώμη ενός κοινού πολιτών» η γνώμη αυτή οφείλει να συμπαράγεται από κοινού, από τα ίδια τα μέλη που συναποτελούν τη συλλογικότητα, συνολικά. Δεν πρόκειται επομένως για όρο που μπορεί απλώς να υπερίπταται πάνω από τις κεφαλές των πολιτών, χωρίς αυτοί και αυτές να συνευρίσκονται ποτέ αυτοπροσώπως. Συνεπώς, η διαδικασία παραγωγής ‘κοινής γνώμης’ βασίζεται απαρεγκλίτως στον ταυτόχρονο, πολυμερή, ισότιμο διάλογο. Εξαρτάται από την ανάπτυξη της ζωντανής και ζώσας διαλεκτικής της θέσης-αντίθεσης-σύνθεσης. Είναι επομένως απόρροια μόνον αυτοπρόσωπης, συμμετοχικής, μακρόχρονης και επίπονης διαβούλευσης και, άρα, το αποτέλεσμα πολιτικά ουσιαστικής συμμετοχής και συνύπαρξης. Αυτοί οι όροι συνύπαρξης, σήμερα είναι δυσχερείς ή δυσεύρετοι στο δημόσιο βίο, στη δημοσιότητα και στον πολιτικό ορίζοντα των σύγχρονων δημοκρατιών. Ακόμη χειρότερα μπορεί να απουσιάζουν ολοσχερώς“, καταλήγει.