Ιστορίες καλοκαιρινών διακοπών από… την κόλαση
Η Parallaxi συγκέντρωσε ιστορίες από διακοπές με ευτράπελα, αναποδιές και απρόσμενες εκπλήξεις
Ανυπομονείς όλον τον χρόνο για την εβδομάδα των διακοπών, μετράς αντίστροφα τις ημέρες για την καλοκαιρινή άδεια, να έρθει επιτέλους η στιγμή που θα ετοιμάσεις τη βαλίτσα σου και θα πάρεις τον δρόμο της αναχώρησης πάνω σε ένα πλοίο, αεροπλάνο, αυτοκίνητο και να βρεθείς στον προορισμό για τον οποίο τόσο πολύ ανυπομονούσες, απολαμβάνοντας ανέφελος το κοκτέιλ σου σε μία καταγάλανη παραλία. Όμως, τα πράγματα δεν κυλάνε ποτέ έτσι όπως τα προγραμματίζουμε…
Πόσες φορές το ξενοδοχείο φαίνεται 4άστερο από τις φωτογραφίες και τελικά να καταλήγεις σε ένα… μπουντρούμι γεμάτο σκόνη και μούχλα, η παρέα μαλώνει αδιάκοπα για το παραμικρό, έχεις βρεθεί από το πουθενά χωρίς βαλίτσες ή ξέμεινες σε ένα άκυρο μέρος επειδή έχασες ένα λεωφορείο, αεροπλάνο, πλοίο;
Η Parallaxi συγκέντρωσε ιστορίες από διακοπές με ευτράπελα, αναποδιές και απρόσμενες εκπλήξεις:
«Ποτέ ξανά πτήση με ανταπόκριση!»
«To περσινό καλοκαίρι αποφασίσαμε με την κολλητή μου, αντί για να πάμε σε ένα ελληνικό νησί όπως συνηθίζουμε, να κάνουμε ένα ταξίδι στο εξωτερικό. Λίγους μήνες νωρίτερα, είχαν κυκλοφορήσει τα εισιτήρια για τη συναυλία ενός από τους αγαπημένους μας καλλιτέχνες, ο οποίος είχε ανακοινώσει παγκόσμια περιοδεία. Θέλαμε πάρα πολύ να τον ακούσουμε από κοντά, οπότε σκεφτήκαμε να συνδυάσουμε ένα ταξίδι στο εξωτερικό με τη συναυλία του the Weeknd.
Μετά από “πόλεμο” στο site που πουλούσε τα εισιτήρια, καταφέραμε να κλείσουμε δύο θέσεις για τη συναυλία του στην Ισπανία και συγκεκριμένα στη Βαρκελώνη. Ήταν πραγματικά ο ιδανικός καλοκαιρινός προορισμός, μιας και θα μπορούσαμε να συνδυάσουμε και τη θάλασσα.
Έρχεται λοιπόν η ώρα της αναχώρησης και εμείς πιο ενθουσιασμένες από ποτέ, φτάνουμε στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης. Η πτήση μας ήταν με ανταπόκριση στην Φρανκφούρτη και από εκεί στη Βαρκελώνη. Ρισκάραμε να αφήσουμε μονάχα μία ώρα κενό, έχοντας πάντα στο μυαλό μας ότι και οι 2 πτήσεις ήταν της ίδιας εταιρείας και… τι κακό θα μπορούσε να συμβεί;
Με το που πατάμε λοιπόν το πόδι μας στο αεροδρόμιο, λαμβάνουμε ειδοποίηση ότι η πρώτη μας πτήση έχει καθυστέρηση 50 λεπτά. Αυτό μας άφηνε μονάχα δέκα λεπτά κενό, μέχρι να αποβιβαστούμε, να βρούμε την Πύλη στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης και να προλάβουμε το boarding. Για εμάς όμως η ελπίδα πέθαινε τελευταία! Αφού αγχωθήκαμε, πανικοβληθήκαμε, μπορεί και να δακρύσαμε λιγάκι, λέγοντας η μία στην άλλη ότι θα βγάλουμε το βράδυ στο πάτωμα του αεροδρομίου, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι τίποτα δεν μας σταματά και ότι εκείνο το βράδυ θα είμαστε στη Βαρκελώνη (spoiler alert: δεν ήμασταν!).
Όσο καθόμασταν στο αεροπλάνο, περιμένοντας με έναν κόμπο στον λαιμό να βρεθούμε στον αέρα, ακούγαμε τους γύρω μας σε παρόμοιες καταστάσεις. Ρώτησα τις Ελληνίδες δίπλα μου, αν θα μπορούσαμε να αλλάξουμε θέσεις για να κάτσω στον διάδρομο έτσι ώστε να κατέβω νωρίς και μου είπαν ότι και αυτές μάλλον θα έχαναν την ανταπόκρισή τους. Παντού γύρω μας, βλέμματα απελπισίας.
Τελικά, το αεροπλάνο κατέληξε να προσγειώνεται στα γερμανικά εδάφη πέντε λεπτά πριν την αναχώρηση της δεύτερης πτήσης μας. Από το μεγάφωνο άρχισαν να ανακοινώνονται οι πτήσεις με καθυστέρηση, έτσι ώστε να τις προλάβουν οι επιβάτες. Η Βαρκελώνη δεν ακούστηκε ποτέ…
Αλλά δεν το βάλαμε κάτω! Για όποιον δεν γνωρίζει, να πω σε αυτό το σημείο, ότι το αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης είναι τεράστιο και ένας κανονικός λαβύρινθος. Όποιος έτυχε να βρίσκεται εκείνη την ημέρα του Ιουλίου σε αυτό, το πιο πιθανό είναι να είδε δύο τρελές να τρέχουν με τις βαλίτσες στο χέρι, διασχίζοντάς το και νομίζοντας ότι είναι ο Γιουσέιν Μπολτ.
Όταν – επιτέλους – φτάσαμε στην πύλη, όπως ήταν αναμενόμενο, την βρήκαμε άδεια… Είχαμε χάσει την πτήση μας και μαζί με αυτήν, τα λεφτά από την πρώτη διανυκτέρευση στο ξενοδοχείο και τις τουριστικές ξεναγήσεις που είχαμε προγραμματίσει για το επόμενο πρωί. Με πόνο, δάκρυα και ιδρώτα (κυριολεκτικά), ακούγαμε προσεκτικά τη Γερμανίδα στον κισσέ να μας εξηγεί πως επειδή το λάθος ήταν της εταιρείας θα κοιμηθούμε σε ένα ξενοδοχείο χωρίς καμία χρέωση, κοντά στο αεροδρόμιο και θα αναχωρήσουμε για Βαρκελώνη το επόμενο πρωί με την πρώτη κιόλας πτήση. Σε εκείνο το λεωφορείο που μας μετέφερε από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο, ακόμα θυμάμαι ότι έβλεπα τις φάτσες από τους μισούς και παραπάνω συνεπιβάτες μας στην πτήση!
Σε εκείνο το σημείο, σκουπίσαμε τα δάκρυά μας, αποδεχτήκαμε την ήττα μας, αρχίσαμε να γελάμε και κάναμε storytime στο Instagram λέγοντας τον πόνο μας, μιας και μόνο έτσι μπορούσαμε να διαχειριστούμε την αναποδιά…
Υ.Γ: Παρά το ευτράπελο, η Βαρκελώνη ήταν φανταστική και ο Weeknd ερωτεύσιμος. Από τότε, πότε ξανά πτήση με ανταπόκριση!».
– Ειρήνη, 24 ετών
«Απαγορεύονται οι ρακέτες μετά τα 50!»
«Το όχι και πολύ μακρινό 2010, πήγαμε με τη γυναίκα μου και την κόρη μας διακοπές στην πανέμορφη Κρήτη. Είχαμε κλείσει να διανυκτερεύσουμε για μία εβδομάδα στο νησί και ήταν οι ημέρες για τις οποίες ανυπομονούσαμε και οι τρεις μας. Εγώ με τη γυναίκα μου για να ξεκουραστούμε και να αποφορτιστούμε τελείως από την πίεση της δουλειάς και η κόρη μας για να… κάνει βουτιές στην πισίνα του ξενοδοχείου.
Φτάνοντας στο ξενοδοχείο μας στα Χανιά, μετά από ένα μεγάλο και κουραστικό ταξίδι, το μόνο που θέλαμε ήταν να αφήσουμε τα πράγματα μας και να απολαύσουμε τη θάλασσα. Το προσωπικό του ξενοδοχείου μας έβαλε σε, αυτό που νομίζαμε ότι θα ήταν το δωμάτιο μας και αρχίσαμε να τακτοποιούμαστε. Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα, όταν κάποιος μας χτύπησε την πόρτα και μας είπε ότι τελικά θα χρειαστεί να αλλάξουμε δωμάτιο.
Μαζέψαμε στα γρήγορα τα πράγματα μας και κατευθυνθήκαμε στο δεύτερο και τελικό δωμάτιό μας. Την ώρα που ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε για την παραλία, συνειδητοποιώ ότι το τσαντάκι – μπανάνα που κουβαλάω πάντα πάνω μου στις διακοπές (ως κλασσικός Έλληνας μπαμπάς), είχε εξαφανιστεί. Ταυτότητες, κλειδιά αυτοκινήτου, χρήματα, τα πάντα ήταν μέσα σε αυτό.
Σε αυτό το σημείο να πω ότι το 2010 δεν γινόταν όλες οι πληρωμές με κάρτα, όπως συμβαίνει σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι είχα στο τσαντάκι, 3.000 ευρώ σε μετρητά. Πανικός, το δωμάτιο άνω κάτω, όλα τα ρούχα έξω από τις βαλίτσες, ψάχναμε με μανία το μαύρο τσαντάκι. Δεν ήταν πουθενά. Περπατήσαμε τους διαδρόμους του ξενοδοχείου, μήπως έπεσε κάπου, μπήκαμε ξανά στο σαραβαλάκι που είχαμε νοικιάσει για αμάξι μήπως το ξεχάσαμε μέσα, αλλά… τίποτα. Σε κάποια φάση, μας πήρε χαμπάρι το προσωπικό του ξενοδοχείου και μας ρωτάει τι έχει γίνει. Όταν τους εξηγήσαμε, μας πήγανε μία βόλτα από το πρώτο δωμάτιο που είχαμε φύγει άρον άρον, όπου και είδαμε το τσαντάκι στη μέση του κρεβατιού να μας περιμένει…
Από την πρώτη εκείνη μέρα είχα καταλάβει πως οι διακοπές δεν είχαν ξεκινήσει καλά. Την τρίτη ημέρα, είχαμε ήδη χαλαρώσει και απολαμβάναμε το μπάνιο μας στη θάλασσα. Η μικρή – ως μοναχοπαίδι – ήθελε να παίξει. Ε και εγώ, ως χαζομπαμπάς, έπαιζα ό,τι παιχνίδι της ερχόταν στο μυαλό κάθε φορά.
Βγάζει λοιπόν τις ρακέτες από την τσάντα και με επιμονή με σέρνει εκεί που σκάει το κύμα για ένα επώδυνο παιχνίδι με ρακέτες. Μία, δύο, τρεις φορές, σκύβω για να πιάσω το μπαλάκι. Δεν άργησε πολύ να γίνει το κακό. Την τέταρτη έμεινα χαμηλά, να κοιτάζω την άμμο. Λουμπάγκο.
Οι υπόλοιπες τέσσερις μέρες, ενώ προσδιορίζονταν στο να γυρίσουμε το νησί για να δούμε τις παραλίες και τις ομορφιές του, κατέληξαν με εμένα στο κρεβάτι και με το ζόρι να βγαίνω από το ξενοδοχείο για να πάμε για φαγητό σε κάποιο κοντινό ταβερνάκι».
Από τότε, δεν έχω ξαναπιάσει ούτε μπαλάκι, ούτε ρακέτα!».
– Γιάννης, 60 ετών
«Στη Νάπολη, παρέα με τη… μαφία»
«Όλα ξεκίνησαν πριν καν φύγουμε για το ταξίδι μας στη Νάπολη, πριν από μερικά χρόνια.
Με όσους μιλούσαμε, μας έλεγαν “Θα σας κλέψουν εκεί”, “Είστε δύο κοπέλες μονές σας, να προσέχετε είναι πολύ επικίνδυνα”, “Εκεί είναι η πρωτεύουσα της μαφίας στην Ιταλία”. Έτσι και εμείς, ξεκινήσαμε το ταξίδι μας πάρα πολύ φοβισμένες.
Όταν κατεβήκαμε από το αεροπλάνο, γύρω στις 11 το βράδυ, για να πάμε στο ξενοδοχείο, έπρεπε να διασχίσουμε την πιο επικίνδυνη πλευρά της Νάπολης, το Γκαριμπάλντι. Η φάση εκεί είναι τύπου… Δενδροπόταμος. Είναι εκεί όπου σταθμεύει η μαφία και γίνονται deals ναρκωτικών και όχι μόνο.
Δύο 20χρονες κοπέλες μόνες τους περαπτούσαμε με τις βαλίτσες στο χέρι τα μεσάνυχτα σε μία ξένη χώρα και βλέπαμε από δίπλα μας στρώματα, βελόνες, ανθρώπους να κοιμούνται στη μέση του δρόμου και γενικότερα μία πάρα πολύ άσχημη και επικίνδυνη εικόνα.
Φτάνοντας στο ξενοδοχείο, είπαμε το κλασικό “Μα καλά, πού ήρθαμε να μείνουμε;“. Το ξενοδοχείο βρισκόταν σε μία πολύ περίεργη περιοχή, μέσα σε ένα στενό που κοιτούσε απέναντι μία άκρως τρομακτική εκκλησία… ειδικά αν την κοιτάς για πρώτη φορά στη 1 το χάραμα, μετά από όλα αυτά που είχαν αντικρίσει προηγουμένως τα μάτια μας.
Ωστόσο, πέρα από αυτήν την πρώτη επαφή, οι επόμενες 4 ημέρες κύλησαν πολύ όμορφα στη Νάπολη. Δεν είχαν προσπαθήσει ούτε να μας ληστέψουν, ούτε τίποτα άλλο από όλα τα τρομακτικά σενάρια που μας είχαν βάλει στο μυαλό πριν καν έρθουμε.
Για την τελευταία ημέρα, είχα αφήσει τις επισκέψεις μας στα μουσεία και η πτήση μας για Ελλάδα ήταν το ίδιο βράδυ. Αφήσαμε λοιπόν τις βαλίτσες μας στο ξενοδοχείο και θα πηγαίναμε να τις πάρουμε το βράδυ, πριν φύγουμε για το αεροδρόμιο.
Γυρίσαμε τα μουσεία που θέλαμε όλη την ημέρα και αφήσαμε για τελευταίο το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, το οποίο ήταν πολύ κοντά… στο Γκαριμπάλντι. Έτσι όπως προσπαθούσαμε να βρούμε με το GPS τον δρόμο της επιστροφής για το ξενοδοχείο, αυτό άρχισε να μας πηγαίνει για ακόμα μία φορά μέσα από την περιοχή της μαφίας, χωρίς καν να το έχουμε καταλάβει.
Βλέπουμε ένα τοπίο “βομβαρδισμένο”, καμία σχέση με την υπόλοιπη πόλη, με πολύ χαμηλά και παρατημένα σπίτι, πιστόλια, στρώματα και βελόνες πεταμένες στους δρόμους. Όσο περπατούσαμε βλέπαμε όλο και πιο ακραία πράγματα και οι άνθρωποι γύρω μας, μας κοιτούσαν τουλάχιστον… περίεργα.
Ήταν σαν να μπαίνεις κανονικά σε μία φαβέλα!
Εμένα με είχε λούσει κρύος ιδρώτας, υποψιασμένη για την περιοχή που βρισκόμασταν, γιατί είχαμε διαβάσει ότι γίνονται στο Γκαριμπάλντι γίνονται από ληστείες μέχρι και απαγωγές. Τη στιγμή που συνειδητοποιήσαμε ότι όντως βολτάρουμε στα στενά της μαφίας, εγώ και η φίλη μου πάθαμε και πολιτισμικό σοκ.
Πανικοβλημένες, καλέσαμε απευθείας ταξί για μία απόσταση 6 λεπτών. Ο ταξιτζής έτσι όπως μας είδε και για να μην πάει μέσα από τη μαφιόζικη περιοχή, έκανε τον κύκλο της πόλης για να μας πάει στο ξενοδοχείο και φυσικά πληρώσαμε ένα σκασμό λεφτά. Ευτυχώς όμως, γλιτώσαμε από τα χειρότερα!
– Μυρτώ, 25 ετών