4 συγγραφείς γράφουν μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία για τους αναγνώστες μας
Ταξιδέψτε μέσα από τέσσερα χριστουγεννιάτικα διηγήματα που γράφτηκαν για την parallaxi
Αγαπημένοι άνθρωποι, αγαπημένοι συγγραφείς έγραψαν για χάρη των αναγνωστών μας στα χρόνια τις δικές τους διαφορετικές Χριστουγεννιάτικες ιστορίες. Τους ευχαριστούμε.
Ταξιδέψτε μέσα από χριστουγεννιάτικα διηγήματα που γράφτηκαν για την parallaxi:
Δυο μήνες έχουν όλ’ αυτά, το ξαναλέω. Μετά το θέατρο έκλεισε. Για λίγο είπαν αλλά έκλεισε. Κι έκλεισε για πάντα κι φωνή του πατέρα μου, προτού προλάβει να ξανανέβει στη σκηνή να παίξει ένα Μολιέρο που τον διασκέδαζε. Και προτού δει το φίλο του τον Δαυίδ που ξαφνικά μας φανερώθηκε ένα βράδυ στα καλά καθούμενα και που ‘ναι ο Γιώργος, ρώτησε, αλλά ο Γιώργος πουθενά, από τις 21 Νοέμβρη πεθαμένος. Κι έκατσε για μια στιγμή στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Ύστερα σηκώθηκε κι έφυγε χωρίς καληνύχτα, μόνο στην πόρτα…θα ξαναφτιάξουμε τη Συναγωγή, μου λέει, λίγοι σωθήκαμε απ’ τα δόντια τους αλλά θα την ξαναφτιάξουμε. Και πήγε απέναντι κι έκατσε στο ουζερί και μου χαμογέλαγε απ’ το ίδιο παράθυρο που στέκομαι απόψε κι εγώ, Χριστούγεννα του ’44, χωρίς κανένα Γερμανό μες στα πόδια μου και με τον πατέρα μου φευγάτο για πάντα. Κι όλο κοιτώ τις φυλακές στο Γεντί και το Επταπύργιο τυλιγμένο στην ομίχλη που δεν είναι ομίχλη, είναι τούλι σου λέω, μουρμουρίζει ο πατέρας στ’ αυτί μου, έχουνε τέτοια στο θέατρο για να γράφουνε από πίσω οι σκιές των φυλακισμένων καλύτερα, που κι αυτοί δεν είναι φυλακισμένοι, μη στενοχωριέσαι, αλλά κομπάρσοι σ’ αυτήν την Ιστορία και σ’ άλλες που θα μας ανοίξουνε οι ρουφιάνοι που μείνανε, να ‘χεις το νου σου…
Χριστούγεννα 1944
Του Άκη Δήμου
Με βάφτισαν Ασημάκη, ακόμα με φωνάζουν Μάκη. Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη μου. Τη δεκαετία του ‘60 είχε περισσότερες αλάνες, περισσότερες λάσπες, πιο πολλά χώματα. Είμαι πενήντα τριών χρονών. Προχθές τα παιδιά μου ανακάλυψαν το παιδικό μου ημερολόγιο. Θα το διαβάσουν στην τάξη. Ο δάσκαλος τους ζήτησε να καταγράψουν, με σειρά προτεραιότητας, τα προβλήματα της πόλης. Τα παιδιά έχουν μέρες που με ρωτούν και κρατούν σημειώσεις. Πολύ φοβάμαι πως ακούγομαι σαν τον πατέρα μου. Αναπολώ τα παλιά, δεν πιστεύω σε τίποτα και γκρινιάζω για τα σκουπίδια.
Χριστούγεννα 1966: Ο Μάκης στις αλάνες
Της Σοφίας Νικολαΐδου
Δεν μιλάει κανείς, μόνο το μωρό βγάζει κάτι χαρούμενους ήχους από το πίσω κάθισμα. Το κρατάει η πεθερά του στην αγκαλιά της. Θα ‘θελε να πάνε οι δύο τους αλλά μάλλον τον φοβάται, δεν ξέρει τι ζόρι έχει να τους τραβάει στο Σέιχ Σου παραμονιάτικα. Εκείνη του λέει και πάλι «πού πάμε;». «Θα δεις» της απαντάει. και συνεχίζει να οδηγάει πολύ προσεκτικά. Γιατί το τιμόνι κλωτσάει άσχημα όταν βρίσκουν πέτρες. Και, βασικά, όλο πέτρες είναι ο συγκεκριμένος δρόμος. Που δεν ξέρει αν είναι δρόμος ή αντιπυρική ζώνη. Τελικά φτάνουν στο σημείο, το ΄χει σημαδέψει μ’ ένα πανί. Περπατούν μερικά μέτρα, όχι πολύ. Εκείνη τα βλέπει πρώτα, σταματάει. Σε ένα άνοιγμα, φυτεμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Εφτά έλατα. Ένα για κάθε χρόνο. Με τις ρίζες τους στο χώμα πλέον.
Χριστούγεννα 2010
Του Παναγιώτη Ιωσηφέλη
Παραμονή
Του Γιώργου Τελτζίδη
Η βράδια δεν περπατούσε με τίποτα και ο βοριάς που φυσούσε έκανε απλά τα πράγματα χειρότερα. Πέταξε το slim κάτω, το πάτησε με την γόβα της και προχώρησε προς το κόκκινο smart. Γύριζε και γύριζε μέχρι που το λαμπάκι της ρεζέρβας άρχισε να διαμαρτύρεται. Δυο καυλωμένοι τύποι με ένα φτιαγμένο fiat punto στάθηκαν δίπλα της στο φανάρι. Την κοιτούσαν λάγνα ή κάτι τέτοιο…