Δύο λόγια από μακριά για τον Διονύση Σαββόπουλο

Η τέχνη ζει ανεξάρτητα από τις κοινωνικοπολιτικές επιλογές και τις μετατοπίσεις του δημιουργού.

Parallaxi
δύο-λόγια-από-μακριά-για-τον-διονύση-σα-989652
Parallaxi

Λέξεις: Δημήτρης Αναστασίου

Η είδηση του θανάτου του Διονύση Σαββόπουλου έφερε στην επιφάνεια ένα πάθος που δείχνει πόσο βαθιά σημάδεψε την ελληνική κοινωνία. Δεν είναι όλοι οι καλλιτέχνες που μπορούν να προκαλέσουν τόσο έντονη δημόσια συζήτηση. Ούτε είναι πολλοί εκείνοι για τους οποίους τόσοι άνθρωποι νιώθουν ότι αφηγούνται κομμάτια της δικής τους ζωής μέσα από τραγούδια. Ο Σαββόπουλος υπήρξε για δεκαετίες ένας “ποιητής εικόνων και μουσικής” που έγιναν συλλογική μνήμη, συνοδοιπόρος των πιο όμορφων χρόνων μιας γενιάς.

Οφείλουμε όμως, όταν αποτιμούμε την παρουσία του, να κάνουμε μια βασική διάκριση. Υπάρχει ο δημιουργός Σαββόπουλος και υπάρχει ο πολίτης Σαββόπουλος. Ο πρώτος έγραψε στίχους που ρίζωσαν στη συλλογική ευαισθησία και μελωδίες που έγιναν ταυτότητα της εποχής τους. Ο δεύτερος διατύπωσε δημόσιο λόγο που άλλαξε κατεύθυνση περισσότερες από μία φορές. Η ιδιαιτερότητά στην περίπτωση του Σαββόπουλου ήταν ότι ο δημιουργός και ο πολίτης δεν υπήρξαν εντελώς ανεξάρτητοι. Η τραγουδοποιία του και η πολιτική του τοποθέτηση συνομιλούσαν, παρά τις μεταμορφώσεις. Η εκάστοτε πολιτική του στάση ήταν μάλλον ο καταλύτης της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.

Η πρώτη φάση, από τα χρόνια της δικτατορίας ως τα πρώτα μεταπολιτευτικά, είναι η περίοδος της αριστερής στράτευσης. Οι πρώτοι του δίσκοι, το «Φορτηγό», το «Περιβόλι του Τρελού», ο «Μπάλλος», “Το Βρώμικο Ψωμί”, “Αχαρνής” αποτυπώνουν έναν δημιουργό που γίνεται φωνή μιας γενιάς η οποία αναπνέει τον αέρα του Μάη του ’68 και του Πολυτεχνείου του ’73, που γεμίζει τις φοιτητικές παρέες και τις μπουάτ της εποχής. Υπάρχουν στίχοι όπως «Η πλατεία ήταν γεμάτη, με το νόημα που `χει κάτι απ’ τις φωτιές/Στις γωνίες και τους δρόμους από συντρόφους οικοδόμους, φοιτητές/και συ έφεγγες στη μέση όλου του κόσμου/κι ήσουν φως μου, κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή/σε γιορτή που δεν ξανάδα στη ζωή μου τη σκυφτή που δεν θα μπορούσαν με τίποτα να οικειοποιηθούν από τον Κυριάκο Μητσοτάκη ή τον συντηρητικό πολιτικό χώρο. Αυτή ίσως είναι η πιο σημαντική του φάση που τον καθιερώνει. Τον αναδεικνύει ως τραγουδοποιό που εισάγει ένα δικό του, απολύτως αναγνωρίσιμο ύφος, συνδυάζοντας την ελληνική μουσική παράδοση με ροκ επιρροές καθώς και καλλιτεχνική και πολιτική τόλμη.

Η δεύτερη σύντομη φάση, τέλος της δεκαετίας του 1970, χαρακτηρίζεται από το φλερτ με την αυτονομία: Έβγαλες ουρά και προβοσκίδα/κρύφτηκες πίσω από μια εφημερίδα/κάνεις πως διαβάζεις και δε μας χαιρετάς/έβγαλες στο δέρμα σου ραβδώσεις/τρέχεις με ομάδες κι οργανώσεις/κι όλο το ρολογάκι σου κοιτάς.

Η τρίτη φάση με «Τα Τραπεζάκια έξω» σηματοδοτεί την εθνοκεντρική, ελληνορθόδοξη στροφή. Ας κρατήσουν οι χοροί/και θα βρούμε αλλιώτικα/στέκια επαρχιώτικα βρε/ώσπου η σύναξις αυτή/σαν χωριό αυτόνομο να ξεδιπλωθεί…Να μας έχει ο Θεός γερούς/πάντα ν’ ανταμώνουμε/και να ξεφαντώνουμε βρε/με χορούς κυκλωτικούς ή Mα η δικιά μας έχει όνομα/έχει σώμα και θρησκεία/και παππού σε μέρη αυτόνομα/μέσα στην τουρκοκρατία. Το «Τσάμικο» από τα «Τραπεζάκια έξω» είναι ένα υπέροχο χαρακτηριστικό τραγούδι αυτής της φάσης, ο αντίποδας του μοναδικού “Μπάλλου”. Από την κοσμοπολίτικη εξεγερτική ορμή των πρώτων χρόνων, περνά σε έναν τραγουδοποιητικό και πολιτικό λόγο που δίνει προτεραιότητα στην εθνική ταυτότητα, την παράδοση και την ελληνορθόδοξη κοινότητα.

Η τέταρτη φάση σηματοδοτείται από «Το Κούρεμα» (1989) και διαφοροποιείται παραπέρα από τη νεότητά του. Στίχοι όπως «με το φως σπασμένο, κρατικοποιημένο… αχ, οι Έλληνες» ή η αυτοκριτική εξομολόγηση «ο γιος μου πάει στον στρατό, ενώ εγώ δεν πήγα… και τελικά μετανιώνω. Καλύτερα στο στράτευμα παρά στους λουφαδόρους» συμπυκνώνουν μια πιο πικρή, απαισιόδοξη και συντηρητική ματιά στην ελληνική κοινωνία της μεταπολίτευσης. Η αμφισβήτηση δεν στρέφεται πλέον απέναντι στο κατεστημένο, αλλά προς τον ίδιο τον λαό, τους διαβόητους «Κωλοέλληνες». Ο Σαββόπουλος στα 45 του απομακρύνεται μουσικά οριστικά από τις αριστερές αξίες της νεότητάς του. Ομολογώ ότι δεν θυμάμαι και πολύ την μουσική του πορεία από κει και πέρα αλλά νομίζω ότι είναι μια πορεία κυρίως οργανωτική-διαχειριστική παρά ουσιαστικά δημιουργική.

Σχετικά με την ύστερη περίοδό του, είναι αλήθεια ότι το δημιουργικό του αποτύπωμα γίνεται πιο αραιό και λιγότερο διεισδυτικό. Δεν είναι τυχαίο ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 σταματά ουσιαστικά να γράφει νέα τραγούδια. Διάφοροι φίλοι έδωσαν μια κοινωνικοπολιτική εξήγηση: Όσο μεγάλο και εάν ήταν το ταλέντο του Σαββόπουλου, οι πολιτικές του τοποθετήσεις την ύστερη περίοδο δεν προσφέρονταν εύκολα για δημιουργική μετουσίωση σε τραγούδια. Δεν είναι απλό για έναν καλλιτέχνη να εμπνευστεί από την υποστήριξή του προς τον Κώστα Σημίτη, τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ή από την υπεράσπιση των Μνημονίων. Ο λόγος του πλέον δίνεται κυρίως μέσα από δημόσιες παρεμβάσεις, συνεντεύξεις και σχόλια για την πολιτική και την κοινωνία, όχι μέσα από τραγούδια που να συνομιλούν ουσιαστικά με τον κόσμο. Κυριαρχεί ο συντηρητικός πολίτης Σαββόπουλος με τον καθεστωτικό του λόγο. Και ίσως αυτός είναι και ο βασικός λόγος που κάποιες αντιδράσεις είναι παθιασμένες. Δεν υπάρχει πια νέο καλλιτεχνικό έργο για να «εξηγήσει» ή να «ισορροπήσει» τη στάση του καθεστωτικού Σαββόπουλου.

Υπάρχει όμως και μια γνωσιακή ερμηνεία που αφορά τη «καμπύλη» της δημιουργικότητας κατά τη διάρκεια της ζωής ενός καλλιτέχνη. Μελέτες δείχνουν ότι η κορύφωση της δημιουργικής απόδοσης — είτε στον χώρο της μουσικής, της τέχνης ή της έρευνας — συμβαίνει περί τα μέσα-τέλη της δεκαετίας των 30 ή στις αρχές των 40 ετών. Για παράδειγμα, ο Philip Hans Franses κατέγραψε ότι για κλασικούς μουσικούς συνθέτες η κορυφή (το peak) της δημιουργίας καταγράφεται περίπου στα 39 έτη. Άλλες έρευνες, που εξέτασαν πολύ μεγάλους παραγωγούς έργου όπως κάτοχοι του βραβείου Νόμπελ, διαπίστωσαν δύο τύπους «peak» της καλλιτεχνικής δημιουργίας: ένας τύπος δημιουργικός-conceptual που φτάνει πολύ νωρίς (20-30 ετών) και ένας πιο «πειραματικός» τύπος που κορυφώνεται αργότερα, περίπου στα 50. Ίσως για το Σαββόπουλο η πτώση να ήρθε ηλικιακά νωρίτερα από ότι ήρθε για τον Χατζηδάκι, τον Θεοδωράκη ή τον Μικρούτσικο.

Ωστόσο, όσοι κρίνουν τον Σαββόπουλο αποκλειστικά από την ύστερη περίοδό του αδικούν το έργο που σημάδεψε δύο ολόκληρες δεκαετίες. Το ουσιώδες παραμένει. Πέρα από κάθε δημόσια τοποθέτηση, πέρα από κάθε ιδεολογική μεταμόρφωση και πικρία μένουν τα υπέροχα τραγούδια. Μένει το έργο που συντρόφευσε γενιές, που ένωσε αμφιθέατρα, μπουάτ και πλατείες σε στιγμές ελευθερίας και αναζήτησης. Η τέχνη έχει τον δικό της χρόνο και τον δικό της τρόπο να αντέχει.

Θα επαναλάβω και γω κοινότοπα και ειλικρινά ότι η τέχνη συχνά ξεπερνά τον ίδιο τον δημιουργό της. Ζει ανεξάρτητα από τις κοινωνικοπολιτικές επιλογές και τις μετατοπίσεις του. Εκεί όπου η δημόσια εικόνα μπορεί να φθαρεί, το έργο συνεχίζει να βρίσκει ακροατές, να δημιουργεί συναισθήματα και να χτίζει μνήμες. Ο καλλιτέχνης θα φύγει από τη σκηνή, το έργο όμως μένει. Και αυτό είναι πάντα η μεγαλύτερη δικαίωση της δημιουργίας.

Το τέλος ενός ανθρώπου είναι στιγμή σεβασμού. Ο χρόνος θα καταλαγιάσει τις αντιπαραθέσεις. Αυτό που θα μείνει είναι το δημιουργικό αποτύπωμα. Τα τραγούδια θα συνεχίσουν να μιλούν. Θα μιλούν βέβαια με πολλαπλό τρόπο. Και κάπως έτσι, ο Σαββόπουλος ή, καλύτερα, οι δύο Σαββόπουλοι θα συνεχίζουν να είναι εδώ.

Καλό του ταξίδι.

*Ο Δημήτρης Αναστασίου είναι καθηγητής στο Southern Illinois University Carbondale

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα