Το Γεντί Κουλέ της Θεσσαλονίκης: Ως μνημείο και ιστορικός τόπος
Ο Γιάννης Κύρκου Αικατερινάρης γράφει για τις χρήσεις του εμβληματικού μνημείου στο πέρασμα των χρόνων
Λέξεις: Γιάννης Κύρκου Αικατερινάρης
Στον αείμνηστο αδελφό μου Νίκο και σε όσους αγωνίστηκαν για την Δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Οι «Εγκληματικές Φυλακές Επταπυργίου», όπως ήταν ο επίσημος τίτλος τους, έκλεισαν μόλις το 1989. H μέχρι τότε όμως χρήση του Γεντί Κουλέ ως …«ιδρύματος σωφρονισμού και τιμωρίας», του οποίου η έναρξη τοποθετείται στα 1896, υποβάθμιζε όπως είναι προφανές το εμβληματικό μνημείο της υστεροβυζαντινής Θεσσαλονίκης. Από την άλλη, επάνω στο κέλυφός του και στα μεταγενέστερα προσκτίσματα (προσθήκες), άφησαν τα αποτυπώματά τους σημαντικά συμβάντα, τα οποία μαζί με άλλα συνθέτουν την Ιστορία της πόλης.
Το φρούριο των επτά πύργων (στα τουρκικά Γεντί Κουλέ) στα βορειοανατολικά τείχη της πόλης μπήκε στο επίκεντρο των συζητήσεων στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν άρχισε ένας διάλογος για την επιλογή του χώρου στον οποίο θα αναγείρονταν το Βυζαντινό μουσείο.
Ακούστηκε τότε, ανάμεσα στις άλλες, και η πρόταση να παραχωρηθεί το Γεντί Κουλέ και να καταστεί -με τις αναγκαίες προφανώς διαρρυθμίσεις- κατάλληλο για μουσείο! Όπως όμως ήταν αναμενόμενο, εκδηλώθηκαν έντονες αντιδράσεις από πολιτιστικούς και επιστημονικούς φορείς και ιδιαίτερα από τον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων Θεσσαλονίκης (ΣΑΘ), στον οποίο τότε ήμουν πρόεδρος. Παράλληλα υποστηρίχτηκε η άποψη, προκειμένου να διασωθεί η αυθεντικότητα αλλά και τα αποτυπώματα των διαχρονικών χρήσεων του μνημείου, να διατηρηθούν στο Γεντί Κουλέ -επιλεκτικά βεβαίως- ορισμένες μεταγενέστερες κατασκευές, κυρίως των χώρων φυλάκισης και των απομονωτηρίων. Ήταν εκείνοι στους οποίους έβαζαν ή βασάνιζαν τους πολιτικούς κατά προτίμηση κρατούμενους, που κατά τις τρεις κυρίως περιόδους της Κατοχής, του Εμφυλίου και της χούντας αποτελούσαν την συντριπτική πλειοψηφία.
Αυτές οι συζητήσεις για την διάσωση του βυζαντινού χαρακτήρα της Θεσσαλονίκης και των διαχρονικών χρήσεων του εν λόγω φρουρίου, οδήγησαν τελικά σε κρίσιμες αποφάσεις με αποτέλεσμα η πόλη να κερδίσει ένα αρχιτεκτόνημα που κοσμεί σήμερα το δομημένο περιβάλλον της. Κι αυτό δεν είναι άλλο παρά το Βυζαντινό μουσείο της, την μελέτη του οποίου εκπόνησε ο αείμνηστος φίλος και άξιος συνάδελφός μου Κυριάκος Κρόκος. Υπηρετήσαμε και οι δυο στον ελληνικό στρατό, με την ειδικότητα του σκαπανέα, στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, η οποία μας θεωρούσε …«επικίνδυνους» και …«απάτριδες», με ό,τι συνέπειες είχε τότε ένας τέτοιος χαρακτηρισμός…
Εδώ θα πρέπει να επισημάνω ότι κατά την δεύτερη κυρίως περίοδο, που για το συγκεκριμένο άρθρο την επιλέγω, υπήρξε ένας μεγάλος αριθμός φυλακισμένων, βαρυποινιτών, θανατοποινιτών, αλλά και εκτελεσθέντων που κατάγονταν από την Χαλκιδική. Ο λόγος ήταν προφανής. Ο Εμφύλιος κράτησε στην ιστορική χερσόνησο μέχρι το 1951, μετά δηλαδή το τέλος του στο Γράμμο και στο Βίτσι, ενώ παράλληλα ο περιορισμένος πληθυσμός της και η απουσία αστικών κέντρων καθιστούσαν ευκολότερη την αστυνόμευση των «αντιφρονούντων» κατοίκων της…
Με αφορμή τις μαρτυρίες των γνωστών εν προκειμένω συγγραφέων Ηλία Πετρόπουλου και Χρόνη Μίσσιου (βλ. σελίδες 176-178), που επικαλείται στο βιβλίο του ο Σπύρος Κουζινόπουλος, τις ξανάφερα κι εγώ στη μνήμη μου, όπως τις είχα ακούσει από τους ίδιους. Με τον πρώτο, δημοσιογράφο τότε στην εφημερίδα «Μακεδονία», είχα συνεργαστεί για την σύνταξη μιας εισήγησης που θα εκφωνούσε ο γνωστός αρχιτέκτονας της Θεσσαλονίκης Βόρης Καραγιάννης στο επικείμενο Β΄ Αρχιτεκτονικό συνέδριο, που θα πραγματοποιόταν σ’ αυτή τον Δεκέμβριο του 1962. Εργαζόμουν τότε ως φοιτητής στο αρχιτεκτονικό γραφείο του επί της λεωφόρου Νίκης και μου ζήτησε να δώσω στον συντάκτη της εισήγησής του, στον Ηλία, την κατάλληλη ορολογία και εξηγήσεις για αρχιτεκτονικές έννοιες άγνωστες στους πολλούς, όπως άλλωστε φαινόταν και από την θεματολογία του συνεδρίου: «Λαϊκή Κατοικία-Πολεοδομία».
Στα διαλλείματα της συνεργασίας μας, ο Πετρόπουλος μου διηγιόταν ιστορίες για την βάναυση αντιμετώπιση των πολιτικών κρατούμενων στο Γεντί Κουλέ, όπως τις γνώριζε από αφηγήσεις του πατέρα του, που κατατρεγμένος κι εκείνος είχε γνωρίσει ανάλογες πολιτικές. Άλλωστε αργότερα βίωσε και ο ίδιος τέτοιες καταστάσεις, όταν φυλακίστηκε επί πεντάμηνο στο φρούριο – κολαστήριο, μετά από καταδίκη του τον Ιούνιο του 1969 για τα όσα έγραψε στο βιβλίο του «Ρεμπέτικα τραγούδια». Όπως έγραψε αργότερα στο Παρίσι, όπου ζούσε αυτοεξόριστος από το 1971, τους εκτελεσμένους τους έριχναν μέσα σε λάκκους, χωρίς φέρετρο ή έστω κάποια υποτυπώδη κάσα… Όλες αυτές τις μαρτυρίες, που μεταφέρει στο βιβλίο του ο Σπ. Κουζινόπουλος, τις διηγιόταν έκτοτε συχνά και ο ίδιος ο καταξιωμένος λαογράφος.
Ήταν τέλη του 1969, λίγες μέρες πριν απολυθώ από τον στρατό, όταν στην τελευταία άδειά μου και μια από τις λιγοστές, πήγα να συναντήσω τον φίλο μου και γνωστό σκηνοθέτη Τάκη Κανελλόπουλο. Ήταν μαζί του και ο Ηλίας Πετρόπουλος, που μας ζήτησε να καθίσουμε όχι στου «Φλόκα» όπου συνήθως ανταμώνανε, αλλά στο διπλανό εστιατόριο «Κληματαριά» επί της οδού Αγίας Σοφίας. Μας εμπιστεύτηκε τότε τις βιωματικές εμπειρίες του από το Γεντί Κουλέ, τις οποίες μετέφερε και στο βιβλίο του ο Σπύρος Κουζινόπουλος, συμβάλλοντας θαρρείς κι αυτός στην αναγνώριση της ερευνητικής δεινότητας του σημαντικού όσο και παρεξηγημένου συγγραφέα βιβλίων της νεότερης ιστορίας και του πολιτισμού μας.
Από την άλλη συναντούσα συχνά τον Χρόνη Μίσσιο, που μετά την αποφυλάκισή του από το Γεντί Κουλέ διετέλεσε γραμματέας της νεολαίας της ΕΔΑ και με αυτή την ιδιότητα ασκούσε παράλληλα και την εποπτεία της «Σπουδάζουσας νεολαίας» του κόμματος, στην οποία εξαρχής ήμουν ενεργό μέλος. Όπως πολλές φορές μας διηγιόταν πέρασε κι αυτός την αγωνία του θανατοποινίτη, μαζί με τους άλλους συντρόφους του των παρακείμενων κελιών. Ανάμεσά τους ήταν και οι ποιητές Μανόλης Αναγνωστάκης και Αργύρης Μπαρής, ο δεύτερος κοινός μας φίλος και συμπατριώτης μου από το Παλαιόκαστρο Χαλκιδικής. Δεν ήταν πιστεύω τυχαίο ότι η στενή φιλία τους, η συντροφικότητα και τα κοινά βιώματά και των τριών σε φυλακές και εκτοπίσεις, τους ανέδειξαν κσε λαμπρούς λογοτέχνες, με προεξάρχοντα βεβαίως τον πρώτο.
Μαζί με τον Αργύρη, καταδικασμένος σε θάνατο, ήταν και ο κοντοχωριανός του Γιώργος Μπάτας, από την Γαλάτιστα. Ευτυχώς όμως που πάρθηκαν εντωμεταξύ μέτρα, προπαντός από την κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα κι έτσι γλύτωσαν από τον θάνατο.
Το θλιβερό ωστόσο ήταν ότι μετά τον θάνατο του ήπιου πρωθυπουργού, οι εκτελέσεις για πολιτικούς λόγους συνεχίστηκαν μέχρι το 1951… Θυμάμαι ακόμη εκείνη την μέρα του 1961, όταν δευτεροετής φοιτητής Αρχιτεκτονικής συνάντησα τον Αργύρη, που μόλις αποφυλακίστηκε.
Σε δύο χρόνια από τότε οι συναντήσεις μας γίνανε πυκνότερες, ιδιαίτερα όταν μετά την δολοφονία του φιλειρηνιστή βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη, δραστηριοποιηθήκαμε και οι δυο μας στους «Λαμπράκηδες».
Αλλά εδώ ας μου επιτραπεί να κάνω μια παρένθεση. Η τύχη το έφερε μαζί με τους προαναφερθέντες φυλακισμένους στο Γεντί Κουλέ να βρεθεί στον ίδιο χώρο κι ένας άλλος Χαλκιδικιώτες, ο μόνος ίσως δεδηλωμένος αντίπαλος της παράταξης των προηγουμένως αναφερθέντων.
Ήταν ο δολοφόνος του «αριστερόφρονα» δασκάλου του Παλαιοκάστρου Δημητρίου Παπαοικονόμου, γιου του παπά του χωριού Στυλιανού Γκογκόση και της πρεσβυτέρας Αναστασίας Ξανθοπλιά. Επρόκειτο για μια αναίτια δολοφονία που προκάλεσε οργή στους συντοπίτες του και ανάγκασε τις αρχές να οδηγήσουν τον φυσικό αυτουργό στο στρατοδικείο, από το οποίο καταδικάστηκε σε ισόβια. Ήταν ένας χωροφύλακας από το κοντινό χωριό, τον Γεροπλάτανο, που μέρα μεσημέρι πυροβόλησε απρόκλητα και πισώπλατα τον δάσκαλο στην πλατεία του Παλαιοκάστρου, στο μεσοχώρι, όπως την έλεγαν τότε. Το τραγικό γεγονός συνέβη στις 6 Δεκεμβρίου του 1948, την μέρα δηλαδή του γιορτασμού του Αγίου Νικολάου. Για την ιστορία σημειώνω ότι ο δράστης έμεινε στη φυλακή μερικά χρόνια κι αργότερα αποφυλακίστηκε…
*σημ. 1: Άλλα τμήματα της εισήγησής μου από την παρουσίαση του βιβλίου «Το Γεντί Κουλέ, η Βαστίλη της Θεσσαλονίκης» (στις 12-10-2025 στον Πολύγυρο), που δεν εκφώνησα για λόγους οικονομίας του χρόνου της εκδήλωσης, προτίθεμαι να τα αναρτήσω αργότερα.
σημ. 2: Το video της ανάρτησης με μέρος της ομιλίας μου είναι του Τάσου Ορφανίδη.
*Ο Γιάννης Κύρκου Αικατερινάρης είναι αρχιτέκτονας