Θεσσαλονίκη

Η Θεσσαλονίκη ήταν πάντα τα θερινά σινεμά της!

Η σεζόν για κρύα μπύρα, καλοκαιρινό αεράκι και ταινία κάτω από το φεγγάρι ξεκίνησε - Μία αναδρομή στην ιστορία των θερινών κινηματογράφων της πόλης

Χρυσάνθη Αρχοντίδου
η-θεσσαλονίκη-ήταν-πάντα-τα-θερινά-σιν-626893
Χρυσάνθη Αρχοντίδου

Θεσσαλονίκη, η απόλυτα κινηματογραφική πόλη, όπου τα θερινά σινεμά έχουν μία άλλη χάρη. Στο κέντρο και σε διάφορες γειτονιές, σε ταράτσες και ανάμεσα στις πολυκατοικίες που φωτίζουν τον κινηματογραφικό χώρο από τα παράθυρά τους. Με παρτέρια λουλουδιών δεξιά και αριστερά της οθόνης, που μοσχομυρίζουν σε συνδυασμό με το δροσερό καλοκαιρινό αεράκι. Κάθε χειμώνα, ανυπομονούμε να ανοίξουν τις φωτεινές ταμπέλες τους τα θερινά σινεμά, για να απολαύσουμε εκεί τις κινηματογραφικές βραδιές μας, πίνοντας τις κρύες μπύρες μας κάτω από τα άστρα.

Αυτή η στιγμή φτάνει κάθε χρόνο και νωρίτερα στη Θεσσαλονίκη, με τον πρώτο θερινό κινηματογράφο, να ανοίγει φέτος τις πόρτες του, την Τετάρτη, 8 Μαΐου.

Η ιστορία των θερινών κινηματογράφων στη Θεσσαλονίκη είναι μεγάλη και έχει στιγματίσει την κινηματογραφική ζωή της πόλης. Έχει αντέξει μπόρες και φουρτούνες στο πέρασμα των χρόνων, από πολέμους και κατοχή, μέχρι τον οικοδομικό οίστρο των εργολάβων στην πόλη, την άνοδο των βίντεο κλαμπ, του διαδικτύου και ό,τι αυτά έφεραν για το μέλλον του σινεμά.

Οι θερινοί κινηματογράφοι της παλιάς Θεσσαλονίκης 

Κινηματογράφοι που άρχισαν να γίνονται θερινοί κατά τις πολεμικές περιόδους, έβαζαν στις αίθουσές του 20 ανεμιστήρες για να προσελκύσουν τον κόσμο , άνοιγαν τοίχους και οροφές για να δουλέψουν τα καλοκαίρια, με προβολές ταινιών που ακολουθούσαν η μία μετά την άλλη.

Το καλοκαίρι του 1912 λειτουργούν παράλληλα δύο κινηματογράφοι ΠΑΤΕ του Αρών Κοέν, στην παραλιακή οδό της Θεσσαλονίκης. Το ΟΛΥΜΠΙΑ, στο οποίο δημιουργήθηκε η πρώτη κινηματογραφική αίθουσα στη Θεσσαλονίκη, το 1903, στήνει δέκα χρόνια μετά, το 1913, τη θερινή του επέκταση, παραπλεύρως του ξενοδοχείου “Σπλέντιτ”, θερινό αμφιθέατρο.

Κινηματογράφος Πατέ, επιταγμένος από τους Γερμανούς, Πηγή: Αρχείο Ν. Μπιλιλή

Λίγο μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος την ίδια χρονιά, ο ιδιοκτήτης του Πατέ, ανακοινώνει ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο για την εποχή: τη δημιουργία ενός “σαλονιού θεαμάτων” που θα περιλαμβάνει μεγάλη χειμερινή αίθουσα στο ισόγειο και θερινό κινηματογράφο στην ταράτσα, σε ύψος 15 μέτρων. Ένα όραμα που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Για την ακρίβεια, στην Ελλάδα, τέτοιου τύπου κινηματογράφοι άρχισαν να χτίζονται τη δεκαετία του ’60.

Λεωφόρος Νίκης 1916. Διακρίνονται: ο κινηματογράφος Ολύμπια, ο κινηματογράφος Πατέ και το ξενοδοχείο Σπλέντιτ

Σύμφωνα με την “Εφημερίδα των Βαλκανίων” το 1919, λειτουργούσαν στην Θεσσαλονίκη, δύο θερινά σινεμά, ο ΕΔΙΣΣΩΝ, στην οδό Βασιλίσσης Όλγας 166, στην περιοχή της Ανάληψης και το ΕΚΛΑΙΡ στην οδό Αγίου Δημητρίου 162. Στα διαλείμματα των προβολών τους, σερβίρονταν γκαζόζα, σινάλκο και ούζο μεζέ. Με τον ερχομό των προσφύγων μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και τον Α’ Παγκόσμιο αλλά και τον διπλασιασμό του πληθυσμού στην πόλη, ιδρύθηκαν στο κέντρο αρκετοί θερινοί κινηματογράφοι.

Πρώτης προβολής θερινά ήταν ο ΑΠΟΛΛΩΝ και το ΦΑΛΗΡΟΝ στην οδό Βασιλέως Γεωργίου, το ΖΑΠΕΙΟΝ στη λεωφόρο Στρατού, τα θερινά ΔΙΟΝΥΣΙΑ στην παραλία κοντά στην Αριστοτέλους, τα θερινά ΗΛΙΣΙΑ που ήταν και θέατρο, το ΡΙΟΝ και ΕΛΛΗΝΙΣ από την μία πλευρά και ο ΖΕΥΣ και ΖΕΦΥΡΟΣ από την άλλη.

Ο κινηματογράφος Ζέφυρος στην Αριστοτέλους

Στις γειτονιές, στα άχτιστα οικόπεδα και στις ταράτσες των χειμερινών κινηματογράφων ΜΟΣΚΩΦ και ΚΥΒΕΛΙΑ λειτουργούσαν στις ταράτσες θερινά σινεμά, που αποτελούσαν το φθηνότερο μέσο ψυχαγωγίας του κοσμάκη. Το σινεμά ΜΟΣΚΩΦ βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα τα παλιατζίδικα. Μόλις σουρούπωνε, ολόκληρες οικογένειες με τα μικρά, που δεν πλήρωναν εισιτήριο και τις θυγατέρες τους, ξεκινούσαν για “τον σινεμά”.

Κοντά στον Βαρδάρη, υπήρχε το ΑΤΤΙΚΟΝ ήταν το τυπικό συνοικιακό σινεμά επί της Εγνατίας. Για να φθάσεις στην αίθουσα προβολής έπρεπε να περάσει από μια στοά, που στις δύο μεριές της είχε φωτογραφίες από τα έργα που έπαιζαν, «λίαν προσεχώς». Κάτι αντίστοιχο με τις σημερινές αφίσες έξω από τις αίθουσες για τις ταινίες που προβάλλονται ή επρόκειτο να προβληθούν. Τα έργα που παίζονται ήταν σε συνέχειες και το καλοκαίρι υπήρχαν προβολές στη ταράτσα. Το ΑΤΤΙΚΟΝ, δεν υπάρχει πια, αλλά η στοά του καλά κρατεί στον χρόνο.

Το ΠΑΝΘΕΟΝ επίσης λειτούργησε από το 1932 – 1996, ως χειμερινός αλλά και ως θερινός κινηματογράφος με προβολές στην ταράτσα. Το κτίριο του κατεδαφίστηκε. Στο κτίριο στεγαζόταν παλιά το λεγόμενο Γενί Χαμάμ. Το 1925 το χαμάμ σταμάτησε να λειτουργεί. Στη μεγάλη αίθουσα έστρωσαν ξύλινο πάτωμα, έστησαν καθίσματα, τοποθέτησαν την οθόνη και περίμεναν τον προσφυγόκοσμο να τιμήσει τον κινηματογράφο. Το καλοκαίρι στην αυλή λειτουργούσε ο θερινός κινηματογράφος.

Το ΠΑΛΑΣ, στην Λεωφόρο Νίκης, ένα πολύ μεγάλο παράπηγμα με καταπληκτική πρόσοψη. Η σάλα του ήταν μεγάλη και είχε μια σειρά θεωρεία ολόγυρα από τα καθίσματα της πλατείας. Ενώ στην ταράτσα του λειτουργούσε θερινός κινηματογράφος. Ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του΄20 και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να υπάρχει σαν τίτλος αλλά με άλλη λειτουργία πια έχοντας αλλάξει μορφή τουλάχιστον τρεις φορές.

Το κινηματοθέατρο Παλλάς στην παραλία της Θεσσαλονίκης

Στα τέλη του Ιουνίου 1925, εμφανίζονται στις εφημερίδες της πόλης, οι πρώτες διαφημίσεις για τη λειτουργία ενός μοναδικού κινηματογράφου, με το όνομα ΚΟΥΡΣΑΛ. Είναι πλωτός, αραγμένος κοντά στον Λευκό Πύργο, υπαίθριος, με μπαρ στο αμπάρι, και εκτός από ταινίες, προσφέρει εκλεκτό φαγητό: φρέσκα ψάρια, κρύα πιάτα και δροσερή μπύρα. Αυτό το εγχείρημα χαρακτηρίζεται ως “πρωτοφανής αμερικανισμός”, μόνο που ούτε στην Αμερική ούτε στον υπόλοιπο κόσμο υπήρξε τέτοιος κινηματογράφος. Η πρωτοτυπία είναι καθαρά Θεσσαλονικιώτικη!

Ένα πρωτότυπο θερινό σινεμά ήταν το GERUSALEME. Ένα μεγάλο ιστιοφόρο που, χωρίς τα κατάρτια του, ήταν αραγμένο κοντά στο μουράγιο.

Το μετέτρεψε σε θερινό κινηματογράφο ένας τετραπέρατος εβραίος επιχειρηματίας. Μία φαρδιά σανίδα με κάγκελα εκατέρωθεν, οδηγούσε από το μουράγιο στο κατάστρωμα, όπου είχαν τοποθετηθεί τα καθίσματα και η οθόνη, ένα μεγάλο λευκό καραβόπανο, που κυμάτιζε σαν σημαία στο βραδινό αεράκι, με αποτέλεσμα οι εικόνες να μην είναι τόσο καθαρές.

Οι ταινίες που έπαιζε το πλωτό αυτό ήταν δευτέρας προβολής, όμως αυτό δεν ενδιέφερε τον κόσμο που που πήγαινε για να απολαύσει τον δροσερό μπάτη, πίνοντας τη γκαζόζα, το σινάλκο ή την γρανίτα του.

Κατά τη διάρκεια του 1930, η πόλη μας είχε πάνω από 50 θερινά σινεμά. 

Αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η πιο προσιτή μορφή ψυχαγωγίας ήταν ο κινηματογράφος, ο οποίος αποτελούσε όχι μόνο την κατ’ εξοχήν λαϊκή ψυχαγωγία, αλλά πολλές φορές ήταν είχε τον ρόλο μίας κοσμικής εκδήλωσης. Τότε, οι κινηματογράφοι, άλλαζαν έργο κάθε Δευτέρα και θα μπορούσε άνετα η βραδινή προβολή της, να θεωρηθεί ως κοσμική έξοδος, μιας και το ποτό, το φαγητό ή το παγωτό που ακολουθούσαν ήταν κάτι καθιερωμένο.

Η περίπτωση της πλατείας Αριστοτέλους, με τους πέντε θερινούς κινηματογράφους τριγύρω, είναι μοναδικό φαινόμενο στο παγκόσμια κινηματογραφικά χρόνια. Γι΄αυτό και πολύ εύστοχα, ονομάστηκε το “Broadway” της Θεσσαλονίκης. Πρώτος στην παραλία από την πλευρά του λιμανιού, ήταν το ΕΛΛΗΝΙΣ, δίπλα τα ΗΛΥΣΙΑ και στη γωνία της οδού Μητροπόλεως, το ΡΕΞ, το οποίο στην κατοχή επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και ονομάστηκε Soldten kino – Victoria. Από την απέναντι πλευρά, πρώτος ήταν ο ΖΕΦΥΡΟΣ και δίπλα τα ΔΙΟΝΥΣΙΑ, που μετονομάσθηκε σε ΡΙΟ. Ο τελευταίος, ήταν ο παλαιότερος στην πλατεία.

Ο κινηματογράφος Ηλύσια το 1939
Ο κινηματογράφος ΡΕΞ (4/7/1957)

Σύγχρονοι με τους κινηματογράφους της πλατείας Αριστοτέλους, ήταν ο ΜΟΣΚΩΦ, το ΑΤΤΙΚΟΝ, η ΑΙΓΛΗ, που λειτουργούσαν σε ταράτσες το καλοκαίρι, όπως και το ΠΑΛΛΑΣ, που ήταν και χειμερινός. Πολύ αργότερα, ο κινηματογράφος ΑΘΗΝΑΙΟΝ, είχε εγκαταστήσει συρόμενη στέγη, που μετέτρεπε την αίθουσα σε θερινή. Ο πιο παλιός ίσως θερινός κινηματογράφος ήταν το ΑΣΤΟΡΙΑ στη Λεωφόρο Νίκης, που τα τελευταία χρόνια λειτούργησε ως ΑΜΙΡΑΛ.

Όταν η κινηματογραφική πιάτσα της πλατείας Αριστοτέλους άρχισε να “εκλείπει”, νέοι θερινοί κινηματογράφοι δημιουργήθηκαν εκτός κέντρου. Στην Ανάληψη, τα ΟΛΥΜΠΙΑ, η ΚΟΡΩΝΙΣ στη Μεγάλου Αλεξάνδρου, το ΦΑΛΗΡΟΝ, ΑΛΚΥΟΝΙΣ, ΝΑΤΑΛΙ, στη νέα Παραλία και ο ΑΠΟΛΛΩΝ, που έχουν σημαντική συμμετοχή στη μεγάλη παράδοση του θερινού κινηματογράφου.

Ο κινηματογράφος Απόλλων στη Β.Γεωργίου στις αρχές της δεκαετίας του 1970

Από το 1960, η πλατεία Αριστοτέλους, άρχισε να παίρνει τη σημερινή μορφή της. Το περίφημο “Broadway”, αφού διέγραψε τον κύκλο του, έδωσε τη θέση του σε μεγάλες καλαίσθητες οικοδομές, που έδωσε στην πλατεία νέο χρώμα και φυσιογνωμία. Μία ρομαντική εποχή στην εποχή του κινηματογράφου είχε τελειώσει και τα θερινά άρχισαν να γίνονται υπόθεση των συνοικιών. Από τα ανατολικά της πόλης, την Τούμπα μέχρι την Καλαμαριά και από του Βότση μέχρι τη Χαριλάου, οι γειτονιές είχαν τα δικά τους κάστρα που κράτησαν αντιστάσεις μέχρι τα μέσα του ’70, όταν άρχισε η πτώση τους.

Στην Καλαμαριά, η περίοδος ακμής των θερινών σινεμά, ήταν η δεκαετία του ’60 – ’70, επειδή η γειτονιά θεωρούνταν τόπος αναψυχής και οι περισσότεροι πήγαιναν για τις ταβέρνες και τα ουζερί στην παραλία. Από τους πιο παλιούς, ήταν το ΑΚΤΑΙΟΝ πάνω στην παραλία της Αρετσούς, το ΝΤΟΒΙΛ στο Καραμπουρνάκι, δίπλα στη θάλασσα, το REX στο κέντρο της Καλαμαριάς και το ΛΙΝΤΟ στου Βότση, χειμερινό αλλά και θερινό στην ταράτσα του. Ο τελευταίος θερινός στην περιοχή, ήταν ο ΑΛΕΞ, ο οποίος έκλεισε το 1986. Τα μηχανήματα από αυτόν τον κινηματογράφο, τα πήρε ο δήμος Καλαμαριάς και ξεκίνησε τη λειτουργία του ΑΥΡΑ, ο οποίος είναι ο μοναδικός θερινός κινηματογράφος στην περιοχή μέχρι και σήμερα.

Ο κινηματογράφος ΑΚΡΙΤΑΣ, που χρωστάει την ονομασία του στην τοπική ποδοσφαιρική ομάδα των Συκεών, ήταν ένας από τους αρκετούς θερινούς κινηματογράφους των θερινών συνοικιών. Λίγο παραπάνω, στη Βάρνα, υπήρχε ο ομώνυμος θερινός ΒΑΡΝΑ, η ΑΚΡΟΠΟΛΗ στην περιοχή πάνω από τις Συκιές, το ΜΑΞΙΜ στην Παναγία Φανερωμένη, το ΚΟΣΜΙΚΟ στο κέντρο της Νεάπολης και το ΑΛΣΟΣ επίσης στην Νεάπολη. Λίγο πιο ψηλά, υπήρχε το θερινό ΑΣΤΥ. Στη Νεάπολη, στην ταράτσα του Μίγγου, στην οδό Ρήγα Φεραίου, λειτούργησε ο πρώτος κινηματογράφος, το 1943-44. Όμως αργότερα, γύρω στη δεκαετία του ’60, άρχισε η πραγματική άνθιση.

Εκτός από το ΑΛΣΟΣ που ήταν μεγάλο και χωρούσε 800 άτομα, τα υπόλοιπα είχαν χωρητικότητα της τάξεως των 300, 350, 400 ατόμων. Λίγο πολύ, όλοι οι συνοικιακοί κινηματογράφοι, έπαιζαν τα ίδια, εκτός από το ΑΛΣΟΣ, που έπαιζε πιο ευρωπαϊκό και αμερικάνικο κινηματογράφο, ίσως επειδή έκοβε τα περισσότερα εισιτήρια από όλους τους υπόλοιπους συνοικιακούς. Τότε, η διάρκεια της θερινής σεζόν δεν κρατούσε μέχρι τον Σεπτέμβριο. Ακόμα και τον Νοέμβριο, ο κόσμος έπαιρνε τις ομπρέλες και τα αδιάβροχα και πήγαινε στους θερινούς κινηματογράφους.

Ο οικοδομικός οίστρος των εργολάβων της Θεσσαλονίκης, προκάλεσε την οικοδόμηση των περισσότερων ακάλυπτων χώρων που στέγαζαν μέχρι τότε τους συνοικιακούς κινηματογράφους. Το 1968, ο ΑΚΡΙΤΑΣ, έκλεισε για αυτόν ακριβώς τον λόγο και το “τέλος” των θερινών σινεμά χρονολογείται γύρω στις δεκαετίες ’70 – ’80.

Τα λαϊκά θερινά των συνοικιών ήταν και αυτά που έγραψαν την δική τους ιστορία στις φτωχογειτονιές ως το δημοφιλέστερο είδος ψυχαγωγίας.

Στην ταράτσα του ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛ στη Σταυρούπολη, στην πίσω αυλή του ΑΣΤΕΡΑ στην Τούμπα ή ακόμα και την αυλή της ΑΙΓΛΗΣ στην Κασσάνδρου. Εκεί που η Χούλια έκανε κόσμο να κλαίει με τα δράματα της, εκεί που πασατέμπος γινόταν το εισιτήριο για την ωραία ζωή…

Η Θωμαή Ζαφειρίου, ιδιοκτήτρια του Σινέ Ελληνίς, προσπαθεί να διατηρήσει σταθερό τον θεσμό των θερινών σινεμά και παρατηρεί τις διαφορές του κοινού στο πέρασμα των χρόνων: 

“Το θερινό σινεμά είναι μια διαφορετική εμπειρία. Θα έρθει κάποιος, θα πιει την μπυρίτσα του, θα δει την ταινία του, θα κοιτάξει και λίγο τα αστέρια… Τα πράγματα παλιά ήταν διαφορετικά. Τα θερινά έχουν δικό τους κοινό και είναι πολύ συγκεκριμένο. Παλαιότερα, με το κοινό αυτό εμείς μπορούσαμε να έχουμε επαφές. Ο κόσμος ήταν πιο απλός και πολύ προσιτός. Όταν ξεκινήσαμε στην Αύρα, δεν είχε πολύ κόσμο. Οι άνθρωποι που έρχονταν, μερικές φορές μάλιστα και πολύ νωρίτερα, με τα φαγητά τους και τον καφέ ή το ποτό τους, προετοιμασμένοι να απολαύσουν την ταινία και ταυτόχρονα το περιβάλλον ενός θερινού κινηματογράφου.

Τώρα, τα πράγματα έχουν αλλάξει, από την άποψη ότι όλα έχουν γίνει απρόσωπα. Φυσικά, έχουμε ακόμα τους παλιούς και πιστούς μας πελάτες, που γνωρίζουμε και έχουμε επαφές. Όταν έρχονται, μπορούμε και μιλάμε μαζί τους, αλλά στο γενικότερο πλήθος δεν ισχύει αυτό. Οι άνθρωποι είναι κουμπωμένοι. Κόβουν εισιτήριο, μπορεί να πάρουν κάτι να τσιμπήσουν, βλέπουν την ταινία και φεύγουν”. 

Η κ. Θωμαή αφηγείται πώς ξεκίνησε το κινηματογραφικό ταξίδι της οικογένειάς της στη Θεσσαλονίκη: 

“Ο άντρας μου, ο Κοσμάς, ήταν μηχανικός κινηματογράφου για πολλά χρόνια. Ο αδερφός μου, ο Λάκης, μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές του. Οι τρεις μας, ξεκινήσαμε μαζί αυτό το ταξίδι, ανοίγοντας αρχικά το “Ποσειδών” και στη συνέχεια το “Αύρα”. Ο Κοσμάς στη μηχανή, ο Λάκης κάτω και εγώ στο ταμείο. Πήραμε πάρα πολλά μαγαζιά θερινά και δουλέψαμε πολύ. Αφού έγινε η αρχή, μέχρι και σήμερα, μπορώ να σου πω ότι έχω περάσει από όλα τα θερινά της πόλης. Ξεκίνησα από “Ποσειδώνα” και στη συνέχεια πέρασα από “Αύρα”, Ηρέων που ήταν θερινό και χειμερινό, “Ναταλί”, “Αλκυονίς”, “Ελληνίς” και άλλα πόσα. Ακόμα και τώρα που είμαι 76 χρονών, ακόμα αγωνίζομαι μαζί τους. Η οικογένεια μου ακόμα προσπαθεί να τα κρατήσει ζωντανά”.

“Πονάω πολύ με το κλείσιμο των κινηματογράφων”, τονίζει τελικά η κ. Θωμαή: 

“Πονάω πάρα πολύ με το κλείσιμο όχι μόνο των θερινών, αλλά γενικότερα των κινηματογράφων. Όσο πάνε και λιγοστεύουν, είναι πραγματικά πολύ στενάχωρο για μένα. Φοβάμαι για το μέλλον τους, ειδικά για τα θερινά, δεν ξέρω κατά πόσο μπορούν ακόμα να κρατήσουν. Εκτός από αυτά που έχουν γίνει “παραδοσιακά” πλέον, το μέλλον των υπόλοιπων είναι αμφίβολο. Και οι άνθρωποι που τα έχουν, προφανώς, θέλουν να βγάλουν το εισόδημά τους και να τα κρατήσουν, να τα βγάλουν πέρα, αλλά είναι δύσκολες οι εποχές για το μέλλον του κινηματογράφου. Προσπαθώ να κοιτάω και τα θετικά όμως. Πέρσι, παρατήρησα ότι ήταν μια καλή χρονιά, μαζέψαμε πολύ νέο κόσμο. Τόσα χρόνια, οι νέοι δεν το προτιμούσαν τόσο πολύ το θερινό σινεμά, όσο έχει αρχίσει να γίνεται τα τελευταία χρόνια. Θα δούμε και φέτος πώς θα πάει, εξαρτάται πάντα από τις ταινίες που θα παίξουν”. 

Πηγές πληροφοριών και εικόνων:

  • thessaloniki.photos.vagk.gr
  • Στράτος Σιμιτζής, Κάποτε στη Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2001
  • Κώστας Τομανάς, Οι κινηματογράφοι της παλιάς Θεσσαλονίκης, Νησίδες, 1994
  • Σινέ Θεσσαλονίκη, Ιστορίες από την πόλη και τον κινηματογράφος, University Studio Press 2012
  • Περιοδικό Τάμαριξ, Τεύχος 8, Νοέμβριος 1997
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα