Θεσσαλονίκη

Η Βασιλέως Ηρακλείου, τα “λουκέτα” και τα κτίρια-διαμάντια που θα συναντήσεις

Με κτίρια και χώρους σημεία - κατατεθέν στην ιστορία της πόλης

Νίκος Γκάγιας
η-βασιλέως-ηρακλείου-τα-λουκέτα-και-971873
Νίκος Γκάγιας

Βασιλέως Ηρακλείου. Ένας από τους πιο «ζωντανούς» δρόμους της πόλης, με παλιά νεοκλασικά κτίρια και σημεία – κατατεθέν που έχουν τη δική τους ξεχωριστή θέση στην ιστορία του κέντρου της Θεσσαλονίκης.

Εκεί θα συναντήσεις ένα εμπορικό κέντρο, το Πλατεία, που στεγάζεται σ’ ένα αναπλασμένο καπνομάγαζο καθώς και σ’ ένα υπερσύγχρονο ξενοδοχείο, το «Monasty».

Ακόμα επί της Βασιλέως Ηρακλείου υπάρχει η ιστορική -ανακαινισμένη πλέον- Αγορά Μοδιάνο, τα Λουλουδάδικα που είναι σήμα κατατεθέν της πόλης καθώς και το Γιαχουντί Χαμάμ, παλιές δοξασμένες στοές που πλέον ρημάζουν, όπως η Στοά Σαούλ.

Ένας δρόμος που λειτούργησαν τα πιο γνωστά παλιά υφασματάδικα, από τα οποία ελάχιστα κατάφεραν να επιβιώσουν στο πέρασμα του χρόνου.

Μάλιστα στο τέλος της οδού, στη γωνία με Καρόλου Ντήλ υπήρχε το θρυλικό μπαρ σε ημιώροφο, «Τεκίλα», το οποίο πλέον δεν υπάρχει. Επίσης ακόμα στον δρόμο δραστηριοποιείται το κατάστημα «Arma», το οποίο ανήκει στα ιστορικά καταστήματα της πόλης και την ιστορία του οποίου μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

H Parallaxi περπάτησε την Βασιλέως Ηρακλείου και μέτρησε αναλυτικά τα καταστήματα που βρίσκονται σε λειτουργία.

Πιο συγκεκριμένα λειτουργούν 12 cafe-take away, 4 καταστήματα με φαγητό, 4 με ρούχα, 3 κοσμηματοπωλεία, 2 οπτικά, 3 με είδη κινητών, 2 φαρμακεία, 3 ντελικατέσεν, 1 με ηλεκτρικά είδη, 1 ίντερνετ καφέ, 1 κρεοπωλείο, 1 σούπερ-μάρκετ, 1 ΟΠΑΠ, 1 καφεκοπτείο, 1 κομμωτήριο.

Στον δρόμο υπάρχουν 30 κλειστά καταστήματα, πολλά από τα οποία φαίνεται πως έχουν βάλει λουκέτο εδώ και πολλά χρόνια και το μόνο που έχει μείνει είναι σκονισμένες βιτρίνες και σκουριασμένα λουκέτα.

Ο μεσίτης Παναγιώτης Λιάγκας, από το  Liaggas Real Estate εξηγεί πως οι τιμές ανάλογα το σημείο διαφοροποιούνται. 

«Στην περιοχή γύρω από την Αγορά Μοδιάνο, ένα κατάστημα 70τ.μ ενοικιάζεται 2.200 ευρώ, δηλαδή 30ευρώ/τ.μ. Γενικά από την Αριστοτέλους μέχρι την Κομνηνών οι τιμές είναι πιο υψηλές. Στο ύψος της Βενιζέλου οι τιμές θα διπλασιαστούν μετά την ολοκλήρωση του Μετρό»

Αγορά Μοδιάνο 

Η Αγορά Μοδιάνο ή Στοά Μοδιάνο, επίσημα Κεντρική Αγορά Τροφίμων ή Κεντρική Στοά Τροφίμων, είναι σκεπαστή αγορά στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Η ιστορική αγορά Μοδιάνο μετά από έξι χρόνια απουσίας  άνοιξε τις πύλες της τον περασμένο Δεκέμβριο, με τα λαμπερά της εγκαίνια να την επανεντάσσουν και με τη βούλα και την επισημότητα που της αξίζει, στη ζωή της πόλης. Αποστολή της Αγοράς Μοδιάνο είναι να προσφέρει στους επισκέπτες, φρέσκα και συσκευασμένα προϊόντα, εκλεκτές ελληνικές και πολυπολιτισμικές γεύσεις, σε ένα μοναδικό περιβάλλον υψηλής αρχιτεκτονικής αισθητικής και ιστορικής σημασίας που συνδυάζει το παραδοσιακό με το σύγχρονο και αντανακλά τον γαστρονομικό πλούτο και πολιτιστικό δυναμισμό της Θεσσαλονίκης.

Η μεγαλύτερη και ομορφότερη σκεπαστή αγορά της πόλης αναβιώνει και προσφέρει σε όλους τους κατοίκους και τους επισκέπτες τη μοναδική εμπειρία της γαστρονομικής κουλτούρας της Θεσσαλονίκης. Η τελική εικόνα συνδυάζει σύγχρονα καταστήματα με λαχανικά, κρέατα, θαλασσινά και ψάρια από ντόπιους και διεθνείς παραγωγούς, μαζί με μια ποικιλία από ιδέες για έτοιμα γεύματα. Η Αγορά Μοδιάνο γίνεται ξανά το ζωντανό τοπόσημο της Θεσσαλονίκης, όπως ξεκίνησε από τον ιδρυτή της, Έλι Μοδιάνο, το 1930 και συνεχίζει σήμερα ο Όμιλος Fais.

Πως ξεκίνησαν όλα…

Ο μηχανικός Eli Modiano, με τον αρχιτέκτονα J. Oliphant ξεκίνησαν να χτίζουν την Αγορά μέσα στην περιοχή της πόλης που είχε καταστραφεί ολοσχερώς από την πυρκαγιά του 1917.

Η Αγορά χτίστηκε εκεί όπου προηγουμένως βρισκόταν η Συναγωγή Talmud Torah και εκεί όπου το σχέδιο του αρχιτέκτονα-αρχαιολόγου Ernest Hebrard προέβλεπε την ανάπτυξη των παζαριών. Ο τίτλος της Αγοράς στα σχέδια, στη γαλλική γλώσσα, ήταν “Bazar Central Salonique”. Το 1925 ο Eli Modiano κατασκεύασε ένα επίμηκες, μονώροφο κτίριο με υπόγειο και εσωτερικά μπαλκόνια, συνολικής έκτασης περίπου 2.707 τ.μ. Τα εγκαίνια της Αγοράς πραγματοποιήθηκαν το 1930 με μια μεγάλη γιορτή.

Η Αγορά Μοδιάνο, η πρώτη παραδοσιακή αγορά τροφίμων και μία από τις μεγαλύτερες κλειστές αγορές στη Θεσσαλονίκη, συνδέθηκε στενά με την ιστορία της Εβραϊκής Κοινότητας. Από την αρχή διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή και τη λειτουργία του εμπορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης, καθώς στέγαζε τα καλύτερα προϊόντα και αποτελούσε ένα σημαντικό εμπορικό σημείο της πόλης. Tο 1983 η Αγορά Μοδιάνο χαρακτηρίστηκε ως διατηρητέο κτίριο από το ΥΠΕΧΩΔΕ και το 1995 ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού, διότι αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα κτιρίων Αγοράς με στοά.

Μέσα στα επόμενα χρόνια η εικόνα της Αγοράς αρχίζει σιγά σιγά να αλλάζει, καθώς τα περισσότερα από τα 144 καταστήματά της κλείνουν σταδιακά. Αν και η εικόνα της Αγοράς διατηρεί τις αναμνήσεις των παλαιότερων εποχών, απέχει πολύ από την αρχική της αίγλη, με το οριστικό της κλείσιμο να έρχεται το 2016.

Τον Ιούλιο του 2017 η Αγορά Μοδιάνο περνάει επίσημα στα χέρια του Ομίλου εταιρειών Fais, με την υπογραφή της σύμβασης από το ΤΑΙΠΕΔ.

Έτσι, φτάνουμε στο 2021 και στο παρόν της Αγοράς Μοδιάνο, που γνώρισε μια μεγάλη αναδιαμόρφωση για να αποτελέσει ένα Food Market concept νέας γενιάς.

Monasty

To MonAsty (Βασιλέως Ηρακλείου 5) είναι το νέο στολίδι στην καρδιά της Θεσσαλονίκης που ξεκίνησε τη λειτουργία του τον περασμένο Σεπτέμβριο. Το πολυτελές ξενοδοχείο συνδυάζει το σύγχρονο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό με το μοναστηριακό design από το ιστορικό παρελθόν της πόλης.

Η αφορμή της σύνδεσης αυτής ήταν τα αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν κατά την κατασκευή, αρχαϊκής, πρώιμης βυζαντινής και μεσοβυζαντινής περιόδου. Οι αρχιτέκτονες θέλησαν να τονίσουν όλες τις πτυχές του χαρακτήρα αυτής της πόλης, τόσο στους κοινόχρηστους χώρους, όσο και στα δωμάτια, με μικρές πινελιές από την ιστορία της και κυρίως από την βυζαντινή κληρονομιά της.

Η έντονη βυζαντινή επιρροή απεικονίζεται στο όνομά του “Mon” από το μοναστήρι, και “Asty” που σημαίνει πόλη. Ωστόσο διακριτικά προβάλλουν στους χώρους, αψιδωτές πόρτες και τοξοτοί θόλοι, αλλά και κομψές καλλιτεχνικές δημιουργίες ντόπιων τεχνιτών.

Στοά Σαούλ 

Στα τέλη της τουρκοκρατίας στη θέση της στοάς Σαούλ υπήρχε χάνι που περιελάμβανε 96 εργαστήρια, καφενείο, γραφεία και αποθήκες, και φυσικά ανήκε στα παιδιά του Σαούλ Μοδιάνο. Ωστόσο το 1867, στο πλαίσιο των πολεοδομικών επεμβάσεων για την αναδιοργάνωση της πόλης, διανοίγεται η οδός Βενιζέλου (τότε Σαμπρή Πασά) πόλος έλξης όλων των εμπορικών δραστηριοτήτων. Σε αυτόν τον εμπορικό άξονα της πόλης ο Σαούλ Μοδιάνο αποφασίζει να κτίσει μεταξύ 1867-1881 την “Cité Saül”, μία εμπορική πολιτεία πιθανώς σε σχέδια του Vitaliano Pοselli.

Η εμπορική αυτή στοά Μοδιάνο εμφανίζεται με την ίδια πολεοδομική οργάνωση μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1910 κι αυτό γιατί η πυρκαγιά του 1917 την κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά κι έτσι έπρεπε να αναμορφωθεί. Στο νέο σχέδιο ρυμοτομίας η στοά Σαούλ καταλαμβάνει ολόκληρο σχεδόν το οικοδομικό τετράγωνο 125 της πυρίκαυστης ζώνης. Στον επανασχεδιασμό της ενσωματώνονται στοιχεία της αρχικής στοάς, ενώ ταυτόχρονα γίνεται μια προσπάθεια εφαρμογής της τυπολογίας των ευρωπαϊκών εμπορικών στοών του 19ου αιώνα.

Το 1929 σε σχέδια του Κάρολου Μοδιάνο, κτίστηκε το νέο τμήμα της (κυρίως προς την οδό Βενιζέλου), στο οποίο κυριαρχούν στοιχεία Art Deco και μάλιστα συνδέεται με το τμήμα που διασώθηκε στην οδό Βασ. Ηρακλείου, όπου κυριαρχεί το νεοαναγεννησιακό στυλ. Βασικό στοιχείο της στοάς αποτελούν οι δύο εσωτερικοί πεζόδρομοι που σχηματίζουν ένα «Τ» και συνδέουν την οδό Ερμού με την Βασ. Ηρακλείου και τη Βενιζέλου με την Ίωνος Δραγούμη. Αξίζει να σημειώσουμε πως στο κτιριακό αυτό συγκρότημα διατηρούσε το αρχιτεκτονικό του γραφείο ο Ελί Μοδιάνο ένας από τους καλύτερους αρχιτέκτονες της εποχής και εγγονός του Σαούλ Μοδιάνο. Το ενδιαφέρον αυτό αρχιτεκτονικό σύνολο αποτελεί παράλληλα και ιστορική μαρτυρία της ακμής του εμπορικού οίκου των Μοδιάνο που ξεκίνησε ο Σαούλ, του πλουσιότερου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά από το μεγάλο οίκο Καμόντο της Κωνσταντινούπολης.

Για πολλά χρόνια η Στοά φιλοξένησε αρκετά καταστήματα κάθε είδους, από υφασματάδικα και χαντράδικα μέχρι θρυλικά νυχτερινά μπαρ και καφέ. Μέσα έβρισκες graffity διαμάντια που έδιναν στην αρχιτεκτονική κομψότητα της την αστική εξέλιξη του σήμερα. Επιπροσθέτως, εκεί βρισκόταν το κατάστημα Fokas, το οποίο έκλεισε πριν από περίπου 10 χρόνια. Η στοά τότε έσφυζε από ζωή όμως μετά το λουκέτο του εμπορικού, τα μικροκαταστήματα μεταφέρθηκαν στην ευρύτερη περιοχή αποτέλεσμα αυτού η κίνηση της να αλλάξει ώρα και να μεταφερθεί τη νύχτα, όπου τα μπαρ έπαιζαν μουσική μέχρι πρωίας.

Μετέπειτα όταν οι ιδιοκτήτες ζήτησαν να αποχωρήσουν οι καταστηματάρχες από τον χώρο για να γίνει η σχετική αναστήλωση του και να μετατραπεί σε πολυχώρο, η Στοά παρήκμασε και σε αυτό το σημείο της ιστορίας της ξεκίνησαν οι φθορές της. Σπασμένα πλακάκια, και παράθυρα στα κτίρια της, ακαθαρσίες, δυσωδία, κατοικία για άστεγους και αδέσποτα. Στο σήμερα η θρυλική Στοά Σαούλ με το πέρας των χρόνων άλλαξε μία γκάμα χαρακτήρων παραμένει κλειδωμένη και απρόσιτη προς τους περαστικούς της. Οι πόρτες της είναι κλειδωμένες με λουκέτα και δεν υπάρχει τον ορίζοντα κανένα σχέδιο ανάπλασης.

Λουλουδάδικα

Τα «Λουλουδάδικα» είναι μια πολύ μικρή περιοχή του κέντρου της πόλης και ορίζεται από τις οδούς Κομνηνών, Φραγκίνη και Βασιλέως Ηρακλείου. Πήρε  το όνομά της από τα υπαίθρια ανθοπωλεία που βρίσκονται εκεί. Εκεί βρίσκεται επίσης το Γιαχουντί Χαμάμ καθώς και πολλά καταστήματα τροφίμων, εστιατόρια, καφέ κ.α.

Τα «Λουλουδάδικα» αποτελούν ένα από τα δημοφιλέστερα σημεία που θα περάσουν οι ξένοι αλλά και οι ντόπιοι, για αγορές αλλά και ξεκούραση. Το Γιαχουντί Χαμάμ είναι κτήριο της Οθωμανικής περιόδου που πιθανολογείται πως χτίστηκε τον 16ο αιώνα από τον Χαλίλ Αγά.

Το όνομά είναι εβραϊκό (Yahudi) λόγω ότι η συγκεκριμένη περιοχή είχε πολλά καταστήματα Εβραίων. Εξαιτίας του ότι βρισκόταν στο κέντρο της αγοράς, ονομαζόταν επίσης και «Παζάρ Χαμαμί» (Pazar Hamami) αλλά και Λουτρό του Χαλίλ Αγά, Λουτρό της Μεγάλης Αγοράς και Λουτρό των Γυναικών.

Το λουτρό το χρησιμοποιούσαν όμως άντρες και γυναίκες, σε διαφορετικούς χώρους με τον αντρικό χώρο μεγαλύτερο και σε υψηλότερο σημείο. Έχει εμβαδόν περί τα 750 τμ, είναι χτισμένο αποκλειστικά με πέτρες και πλίνθους και μιμείται τη βυζαντινή αρχιτεκτονική. Στην πυρκαγιά του 1917 το κτίριο υπέστη ζημιές. Σήμερα στεγάζει πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Μέγαρο Άτλας

Βασ. Ηρακλείου με Βενιζέλου γωνία Χτίστηκε το 1925 σε σχέδια του Ελί Μοδιάνο. Κρίνοντας από τον σχεδιασμό του πιθανολογούμε ότι πρόκειται για μέγαρο κατοικιών. Σήμερα στεγάζει το κοινωνικό στέκι Μικρόπολις. Αποτελείται από ισόγειο και 3 ορόφους. Το ισόγειο είναι διαμορφωμένο για την στέγαση καταστημάτων. Παρατηρούμε ότι ο πρώτος όροφος είναι καθαρά νεοκλασικός, ενώ ο δεύτερος είναι πλούσια διακοσμημένος, με μεταλλικά κιγκλιδώματα, πλαίσια διακοσμημένα με φυτικές παραστάσεις και περίτεχνα ιωνικά επίκρανα. Ο τρίτος όροφος δεν έχει εξώστες και είναι εξίσου λιτός με τον πρώτο. Ο διαχωρισμός πιθανώς έγινε εσκεμμένα για να διαχωρίζει τους ορόφους εξωτερικά ή εξηγείται από το γεγονός ότι αρχικά χτίστηκε ο πρώτος και λίγο αργότερα οι υπόλοιποι όροφοι. Εσωτερικά, το κεντρικό σημείο του κτιρίου είναι το κλιμακοστάσιο που καταλήγει σε υαλοσκεπές άνοιγμα.

Στην Βασιλέως Ηρακλείου ακόμα συναντάμε την μία είσοδο από το μοναδικό εμπορικό κέντρο, «Πλατεία», που βρίσκεται εντός του κέντρου της πόλης.

Πρόκειται για το παλιό κτίριο της Αυστροελληνικής Εταιρείας Επεξεργασίας Καπνού, το οποίο µετά το κλείσιμό της, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, εγκαταλείφθηκε για περίπου 20 χρόνια. Στα µέσα του 1990, άρχισε να ανακατασκευάζεται για να φιλοξενήσει το Εμπορικό Κέντρο Πλατεία, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1998 ως το πρώτο mall της πόλης. Στη διαδικασία αποκατάστασής του, διατηρήθηκαν οι δύο κύριες όψεις προς τις οδούς Τσιμισκή και Βασ. Ηρακλείου, που αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της art-deco. Tα κτίρια της Αυστροελληνικής Εταιρείας Καπνού χτίστηκαν το 1928 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Α. Νικολόπουλου. Εντός του εμπορικού φιλοξενούνται σήμερα τα γραφεία της Αμερικάνικης πρεσβείας.

Ένα ακόμα χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου δρόμου είναι τα απόλυτα πάρτι που στήνονται κάθε χρόνο για την Τσικνοπέμπτη και την παραμονή Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. 

Εδώ και πάνω από δέκα χρόνια οι ξέφρενες παραμονές έχουν συνδυαστεί με έναν δρόμο στο κέντρο της πόλης. Ξεφάντωμα, σουβλάκια, ρετσίνες και μουσική είναι τα βασικά συστατικά των υπαίθριων πάρτι που στήνονται στην Βασιλέως Ηρακλείου.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα