Η βίαιη εκκένωση της κατάληψης του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης
Οι συγκλονιστικές μαρτυρίες όσων έζησαν τις φρικιαστικές εκείνες ημέρες, όπως καταγράφονται στο βιβλίο του Χ. Ζαφείρη «αντεθνικώς δρώντες...»
50 χρόνια συμπληρώνονται από την επέτειο του Πολυτεχνείου της κορυφής του παγόβουνου του ηρωικού ξεσηκωμού κατά της Χούντας.
Στο βιβλίο του «Αντεθνικώς δρώντες… 1971-1974 Η Θεσσαλονίκη στα χρόνια της Χούντας και η εξέγερση του Πολυτεχνείου της», (εκδόσεις Επίκεντρο) ο Χρίστος Ζαφείρης παραθέτει στις σελίδες του εμπειρίες, μαρτυρίες και περιγραφές των όσων συνέβησαν στην πόλη εκείνο το διάστημα.
Στις σελίδες 272-282 ο κ. Ζαφείρης εστιάζει στην εκκένωση της κατάληψης του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης, τις βιοπραγίες, τις συλλήψεις και το ξυλοδαρμό των φοιτητών από τα όργανα της Χούντας.
Μεταξύ άλλων διαβάζουμε:
Κάτω από την πίεση του τελεσίγραφου και την αιματηρή εισβολή στο Μετσόβειο η Συντονιστική δεν είχε άλλη επιλογή από την άμεση εκκένωση. Αποφάσισε όμως να ζητήσει από τις αρχές να διασφαλιστεί η εκκένωση του κτιρίου και η αποχώρηση των φοιτητών χωρίς βιοπραγίες και συλλήψεις και να επιτραπεί η έξοδος των φοιτητών το πρωί με το φως της ημέρας. Την απόφαση αυτή των καταληψιών μετέφεραν κάποια μέλη της Συντονιστικής στις αρχές, που περίμεναν στην είσοδο, ενώ οι μηχανές των τανκς ήταν αναμμένες και στρατιώτες και αστυνομικοί ήταν έτοιμοι για την εισβολή. Ανάμεσα στους διαπραγματευτές ήταν και ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου που καταγράφει ως εξής το αποτέλεσμα της συνάντησης.
Η άρνηση των εκπροσώπων του καθεστώτος ήταν κατηγορηματική και απόλυτη. Και μόνο η υποβολή της πρότασης έμοιαζε να εξοργίζει τον πρύτανη τον κ. Σδράκα. «Ποιος είσαι εσύ ρε που θα σε αφήσω να βγεις με το φως της ημέρας» ήταν η έκφραση που χρησιμοποίησε. Ο εισαγγελέας κ. Παπαδέλης ήταν πιο μειλίχιος. Μας διαβεβαίωσε ότι αν βγαίναμε αμέσως δε θα πειραζόταν κανείς, αλλά έπρεπε να βγούμε αμέσως. Μετά την παρέλευση της μισής ώρας θα γινόταν η εισβολή.
[…]
Οι στρατιώτες είχαν διαταχθεί να πάρουν θέσεις μάχης. Από τα παράθυρα οι φοιτητές φώναζαν. «Είμαστε αδέλφια σας, μην πυροβολείτε», «Κάτω η Χούντα». Είναι αδύνατον να περιγράψει κανείς εκείνες τις στιγμές, εμείς είμαστε όλοι άοπλοι και απέναντι μας είχαμε τανκς και όπλα, δε φοβηθήκαμε. Εκείνη τη στιγμή οι φοιτητές περισσότερο αγωνιστικοί. (Διήγηση Φώτη Σιούμπουρα, Εγνατία, 17.11.81).
Οι πρώτες ομάδες των φοιτητών κρατώντας τη φοιτητική τους ταυτότητα στο υψωμένο χέρι και με το φόβο και την αγωνία για το τι θα επακολουθήσει έξω από το κτίριο άρχισαν να βγαίνουν από το Πολυτεχνείο στις 3:25 το πρωί μέσα από ένα στενό διάδρομο που είχαν σχηματίσει λοκατζήδες αμέσως μετά την είσοδο του κτιρίου. Ο Πέτρος Λαζαρίδης μέλος της Συντονιστικής που εγκατέλειψε από τους τελευταίους καταληψίες την Πολυτεχνική θυμάται:
Συστήσαμε στα παιδιά να βγαίνουν σε μικρές ομάδες χωρίς φασαρία. Έμεινα μέχρι τέλους και βγήκα με την τελευταία ομάδα. Μόλις κατεβήκαμε το πρώτο σκαλί ένας αξιωματικός μας χώρισε. Έστελνε τους μισούς αριστερά και τους άλλους μισούς δεξιά. Προχώρησα προς τα αριστερά. Ξαφνικά ένας άνδρας με πολιτικά συνέλαβε με βάναυσο τρόπο το φοιτητή που προχωρούσε μπροστά μου και τον έσυρε προς το αυτοκίνητο. Σε απόσταση 10 μέτρων βρισκόταν ο εισαγγελέας που δεν αντέδρασε καθόλου. Βρίσκοντας ευκαιρία με τη φασαρία που έγινε, έτρεξα προς την κατεύθυνση του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ και έμεινα αρκετές ημέρες κρυμμένος για να μη συλληφθώ.
Την ίδια ώρα διέκοψε την εκπομπή και ο ραδιοσταθμός του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης. Το τελευταίο μήνυμά του ήταν.
Σας μιλάμε από τον ραδιοσταθμό του ελεύθερου πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Αν ο στρατός μας χτυπήσει, αν πέσει έστω και ένας πυροβολισμός κανείς δεν μπορεί να είναι ανεύθυνος γι’ αυτό. Είμαστε κυκλωμένοι από το στρατό. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε διαπραγματεύσεις. Απευθύνουμε έκκληση στον ελληνικό λαό και σε ολόκληρο τον κόσμο να πάρει θέση. Ζητάμε από τους στρατιώτες να καταλάβουν ότι είμαστε αδέλφια, ότι ο εχθρός είναι ένας, ότι είναι κοινός. Δε θέλουμε να βγούμε πριν ξημερώσει. Δε θέλουμε να βγούμε όσο είναι σκοτάδι. Κάνουμε τελευταία έκκληση στον ελεύθερο κόσμο. Ζητάμε να πάρετε θέση. Να πάρετε θέση. Ζητάμε από τους στρατιώτες να μην υπακούσουν σε καμία εντολή για πυροβολισμό. Ζητάμε από τους γονιούς μας, τους καθηγητές μας, από όλους τους ανθρώπους να πάρουν θέση.
Οι «αρχές» όμως όπως αναμενόταν δεν κράτησαν την υπόσχεση. Με την έξοδο άρχισαν οι βιοπραγίες, οι συλλήψεις και ο ξυλοδαρμός των φοιτητών από τα όργανα της Χούντας που περίμεναν στην έξοδο. Οι αφηγήσεις των θυμάτων είναι συγκλονιστικές.
Ο μαζικός ξυλοδαρμός που επακολουθεί έξω από το κτίριο είναι ανατριχιαστικός. Ο γράφων (σ.σ Χρυσάφης Ιορδάνογλου) δεν θα ξεχάσει τις σιλουέτες σωμάτων, ροπάλων και υποκοπάνων να περιγράφονται σε σκοτεινό εναγκαλισμό από το φως των προβολέων, των τεθωρακισμένων και των φορτηγών της αστυνομίας.
Ο Κλέαρχος Τσαουσίδης θυμάται:
Με το που κατεβαίνουμε τα σκαλιά μας βούταγαν και μας χτυπούσαν. Είδα τον Χρυσάφη Ιορδάνογλου να τον χτυπάνε με απίστευτη μανία. Μας πήγαν στην Ασφάλεια όπου συνεχίστηκε ο ξυλοδαρμός με ρόπαλα. Από τότε έχω ένα χτύπημα στην σπονδυλική στήλη που με ταλαιπωρεί. Βγήκαμε πρώτοι με τον Κώστα Αναγνωστόπουλο -λέει ο Θανάσης Ακριβόπουλος. Με άρπαξαν δυο λοκατζήδες και άρχισαν να με χτυπούν. Εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα και με το χέρι μου έψαχνα στην κωλοτσέπη να βρω την κάρτα μέλους της Συντονιστικής Επιτροπής. Τη βρήκα και την άφησα να πέσει την ώρα που με “απογείωναν” για να προσγειωθώ σε στρατιωτικό φορτηγό.
Οι στρατιώτες και οι χωροφύλακες είχαν κάνει ένα διάδρομο αμέσως μετά την έξοδο και απανωτά μπλόκα και ζώνες έξω από το Πολυτεχνείο και μέσα στο κομφούζιο της εξόδου που επιτείνονταν με τις φωνές των οργάνων της Χούντας τις κραυγές των φοιτητών και το θόρυβο των οχημάτων που είχαν ανοιχτές τις μηχανές και τους προβολείς συλλάμβαναν τους φοιτητές που γνώριζαν ή θεωρούσαν πρωταγωνιστές της κατάληψης και τους φόρτωναν στα φορτηγά. Στην κακοποίηση και τις συλλήψεις συνεργάστηκαν και αστυνομικοί με πολιτικά καθώς και ΕΚΟΦίτες και τραμπούκοι που τις προηγούμενες ώρες εξύβριζαν τους καταληψίες και πετούσαν πέτρες στα τζάμια του κτιρίου όπως και απροσδιόριστοι τύποι που ήταν μεταμφιεσμένοι σε “θυρωρούς” και “κλητήρες” των πανεπιστημιακών κτιρίων.
[…]
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των φοιτητών συνελήφθησαν πάνω από 150 φοιτητές οι οποίοι μεταφέρθηκαν στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας στην οδό Βαλαωρίτου και σε διάφορα αστυνομικά τμήματα. Οι πιο γνωστοί στους ασφαλίτες και “σεσημασμένοι” φοιτητές μεταφέρθηκαν στη Βαλαωρίτου γύρω στους 100 που κλείστηκαν στα κρατητήρια στα υπόγεια της Ασφάλειας. Εκεί οι αστυνομικοί της Ασφάλειας έδειξαν το σκληρό πρόσωπο της Χούντας βασανίζοντας πολλούς φοιτητές που ήταν ήδη γνώριμοι στους ασφαλίτες από προηγούμενες συλλήψεις τους από τις φοιτητικές κινητοποιήσεις των πανεπιστημίων.
Μας πήγαν στα κελιά της Ασφάλειας και έναν φοιτητή τον Αγγελόπουλο τον κράτησαν έξω και τον έδερναν μέχρι τις 6 το πρωί. Επικεφαλής ήταν ένας Κωστόπουλος, ασφαλίτης -λέει ο Κλέαρχος Τσαουσίδης. Μαθεύτηκε η μεταφορά και ήρθαν οι γονείς. Μπροστά στα μάτια μου ο Τετραδάκος χτύπησε τον πατέρα μου που ήταν 70 χρονών, τον πέταξε κάτω και τον κλώτσησε. Πήγε να με πλησιάσει (με είχαν δεμένο με τον Θωμά Βασιλειάδη) και αυτό εκνεύρισε τον βασανιστή. Μου έμεινε αυτή η απίστευτη βαρβαρότητα αυτών των κτηνών. Η ασυδοσία τους, το δικαίωμα τους πάνω στη ζωή μας.
Ο Κώστας Αναγνωστόπουλος θυμάται:
Με το που βγήκα με συνέλαβαν και με πήγαν στην Ασφάλεια. Το θυμάμαι και ανατριχιάζω. Με άρπαξε ένας μπάτσος και μου χτύπησε το κεφάλι μου στην κόγχη της πόρτας. Μας κατέβασαν στο υπόγειο και μας έβαλαν 10-15 άτομα σε κάθε κελί. Με ανέβασαν πάνω και μου έκαναν “φάλαγγα”. Ποτέ δε θα μπορούσα να πιστέψω πόσο πολύ πονάει η “φάλαγγα”. Μου το έλεγαν αλλά είναι ασύλληπτο.
Σκληρή μεταχείριση είχε και ο Δημήτρης Λέντζας, που συνελήφθη μπροστά στα μάτια του εισαγγελέα παρά τη διαβεβαίωση του για το αντίθετο αμέσως μετά τη διαπραγμάτευση των καταληψιών με τις “αρχές” (Μαυραγάννης ό.π) :
…Οι αστυνομικοί με έβαλαν γρήγορα σε ένα μικρό “Φίατ” τραβώντας με από τα μαλλιά σε σημείο που οι τρίχες του κεφαλιού μου να μείνουν στα χέρια τους. Με έριξαν στο έδαφος και με ποδοπάτησαν. Τέτοια ήταν η βαρβαρότητά τους ώστε και ο οδηγός στρέφοντας πίσω προσπαθούσε να με χτυπήσει. Έτσι κάποια στιγμή έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και παρολίγο να τσακιστούμε πάνω στο σηματοδότη της οδού Αριστοτέλους. Με πήγαν στην Ασφάλεια. Τραβώντας με από τα μαλλιά με έσυραν κυριολεκτικά μέχρι το ασανσέρ και με έβαλαν μέσα ποδοπατώντας με. Ανεβήκαμε στο δεύτερο όροφο και αφού μου έκαναν μια πρόχειρη έρευνα με κλείσανε στο κελί 10. Σε 20 λεπτά περίπου άρχισε να καταφτάνει ο σωρός των συλληφθέντων. Στο δικό μου κελί έβαλαν τους συναδέλφους μου Πέτρο Οικονόμου και Μίμη Γρηγόρη καθώς και άλλους τα ονόματα των οποίων δε θυμάμαι. Μέχρι το απόγευμα της Κυριακής 18 Νοέμβρη δε μας ενόχλησαν. Τότε όμως άρχισε η ανάκριση. Υπεύθυνοι των ανακρίσεων ήταν ο ταγματάρχης Μπαθρέλλος, μοίραρχοι Τετραδάκος και Οικονόμου, υπομοίραρχοι Μπουζιάνης και Αντωνίου και ο ανθυπασπιστής Καραμήτσος. Προσωπικός μου ανακριτής ήταν ο Οικονόμου. Με ανέκρινε συνεχώς από την Κυριακή το απόγευμα έως την Τετάρτη. Με πέρασε δυο φορές φάλαγγα. Όταν δεν κατάφερε να βγάλει αυτά που ήθελε με παρέδωσε το απόγευμα της Πέμπτης στον ταγματάρχη. Εκείνος άρχισε να γράφει την “κατάθεσή” μου. Μία λέξη έλεγα, σειρές έβλεπα να γράφονται….
Οι συνθήκες κράτησης των συλληφθέντων φοιτητών στα κρατητήρια της Ασφάλειας ήταν απάνθρωπες. Σύμφωνα με τον Πάνο Ερμείδη:
Σε κάθε κελί στοιβαχτήκαμε 12-13 άτομα (οι διαστάσεις του δεν ήταν μεγαλύτερες από 1,60Χ3 μέτρα) ήταν σχεδόν αδύνατο να αναπνεύσεις. Υπήρχε μόνο ένα μικρό παράθυρο 20Χ20 εκατοστά περίπου στη σιδερένια πόρτα και μία μικρή στρόγγυλη τρύπα στη μπετονένια οροφή ώστε να μπαίνει ελάχιστο φως από μία ασθενική λάμπα εκτός κελιού. Στο παράθυρο στεκόμασταν εκ περιτροπής για να ανασάνουμε. Κάθε λίγο η πόρτα άνοιγε και κάποιον έπαιρναν οι της Ασφάλειας για ανάκριση. Άλλοι γυρνούσαν πολύ κακοποιημένοι, άλλοι λιγότερο….
*Κεντρική Εικόνα άρθρου: Άποψη της Κεντρικής Αίθουσας της Πολυτεχνικής Σχολής το πρωί του Σαββάτου μετά την εκκένωση των φοιτητών. Μία από τις φωτογραφίες που δόθηκε στον Τύπο μετά από έγκριση των αρχών της δικτατορίας. Οι έγκλειστοι φοιτητές ισχυρίζονται ότι τα συνθήματα των τοίχων δεν γράφτηκαν από τους ίδιους, αλλά από άγνωστα πρόσωπα μετά την έξοδό τους.