Θεσσαλονίκη

Street Mode Festival στα Παλιά Σφαγεία: Όσα είδαμε και όσα μάθαμε για τη μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης

Πίσω από την πετυχημένη εκδήλωση κρύβεται η προσπάθεια πολλών ανθρώπων

Κωστής Κοτσώνης
street-mode-festival-στα-παλιά-σφαγεία-όσα-είδαμε-και-ό-1377064
Κωστής Κοτσώνης

Το περασμένο Σαββατοκύριακο, η κουλτούρα του δρόμου βρήκε το σπίτι της στο Labattoir, το χώρο των Παλιών Σφαγείων της Θεσσαλονίκης. Εκεί έλαβε χώρα το 13ο Street Mode Festival, ο πολιτιστικός θεσμός που ξεκίνησε το 2009 από την πλατεία Παραμάνα της Θέρμης και τα επόμενα χρόνια βρήκε τα λημέρια του πέριξ του λιμανιού —και όχι μόνο.

Και αν το 13 θεωρείται ένας κακορίζικος αριθμός, η αρνητική του φήμη δεν φάνηκε να επιβεβαιώθηκε, αφού δεκάδες χιλιάδες κόσμου πέρασαν μέσα σε ένα διήμερο από το φεστιβάλ. Ανάμεσα σε αυτούς και εμείς.

Ποδαρικό στο Labattoir με μεγάλη επιτυχία

Όλα αυτά τα χρόνια, το φεστιβάλ έχει εξελιχθεί σημαντικά. Από ένα τοπικό event για την street κουλτούρα μετατράπηκε σε πραγματικό φεστιβάλ πόλης, με πολλαπλές μουσικές σκηνές, παράλληλες δραστηριότητες και δρώμενα-έκπληξη από νωρίς το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ.

Το 2018 και το 2019 υπήρξαν οι κορωνίδες του φεστιβάλ, τουλάχιστον από άποψη αριθμού καλλιτεχνών. Και μετά ήρθε ο Covid… Το φεστιβάλ επανήλθε το 2022 στην περιοχή αεροδρομίου, στο Sonik Arena, ενώ από το 2022 μέχρι και το 2024 οι φίλοι του θεσμού απόλαυσαν τα μικρότερα «αδερφάκια» του, το Lake Mode Festival και τις συναυλίες “Street Mode Specials”.

Φέτος οι διοργανωτές επιχείρησαν μία επιστροφή στο μοντέλο πριν τον κορονοϊό, πιο αγνά φεστιβαλική. Στην μπροστινή και στην πίσω όψη του Labattoir στήθηκαν οι δύο μουσικές σκηνές, μαζί με σταντ χορηγών, ενώ μέσα στο κτίριο των παλιών σφαγείων οι θεατές μπορούσαν να βρουν merch και να παρακολουθήσουν street dance events. Πολλές, λοιπόν, οι ταυτόχρονες εκδηλώσεις, άρα και μεγάλη η ανάγκη για καλό συντονισμό και επαγγελματισμό, ειδικά σε ένα δημόσιο ακίνητο, που παραχωρείται από το Δήμο.

Ο Γιάννης Ευσταθίου, ιδρυτής του φεστιβάλ, δηλώνει πολύ ευχαριστημένος από τη φετινή διοργάνωση: «Ξέρετε πώς το καταλάβαμε ότι πήγαμε καλά; Επειδή στον απολογισμό σκεφτόμασταν τι μπορεί να πήγε στραβά και δεν μπορούσαμε να βρούμε κάτι πραγματικά μεγάλο. Συνήθως, στα μεγάλα event πάντα θα συμβεί κάτι που δεν το περιμένεις. Ε, φέτος δεν συνέβη, ίσως γιατί πλέον έχουμε πολύ μεγαλύτερη τεχνογνωσία σαν θεσμός».

Πίσω από τη μαγεία της μουσικής που χαρίζουν οι αγαπημένοι μας καλλιτέχνες κρύβεται μία καλοκουρδισμένη μηχανή, από ηχολήπτες και τεχνικούς μέχρι οδηγούς, σεκιουριτάδες και καθαριστές, μαζί με αρκετούς εθελοντές. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να εργαστούν αρμονικά για 48 ώρες, ώστε το Labattoir να παραδοθεί τη Δευτέρα ακριβώς όπως το παρέλαβαν οι διοργανωτές. «Όλα πήγανε καλά. Και ο χώρος είναι ιδανικός για φεστιβάλ. Με το Δήμο η συνεννόηση υπήρξε φανταστική, αλλά και εμείς ήμασταν όσο πιο οργανωμένοι μπορούσαμε. Αν πας τώρα εκεί, είναι σαν να μην έχει γίνει φεστιβάλ. Τα καθαρίσαμε όλα και ο χώρος αποδόθηκε πίσω ακριβώς όπως τον παραλάβαμε», διαβεβαιώνει ο κ. Ευσταθίου.

Μοναδικό (μικρό) μελανό σημείο η ελλιπής αστική συγκοινωνία, αφού η περιοχή καλείται να σηκώσει χιλιάδες συναυλιόφιλους μόνο με τις γραμμές 31 και 40, και χωρίς οργανωμένο χώρο πάρκινγκ.

«Όλοι θέλουν να γίνονται όλες οι διοργανώσεις στο κέντρο για να βολεύονται, όμως αυτό δεν γίνεται πάντα και δεν είναι και σωστό, κατά την άποψή μου. Και στην Αθήνα, άμα πας Πλατεία Νερού για συναυλία, μετά θες μία ώρα για να φύγεις, γιατί έχει μποτιλιάρισμα. Είναι αναγκαίο κακό, πιστεύω, για να δεις ένα πραγματικά μεγάλο event στην πόλη σου», αντιτείνει ο ιδρυτής του φεστιβάλ.

Ζητούνται χώροι ανοιχτοί

Συζητώντας με τον κ. Ευσταθίου, καταλαβαίνουμε τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν συχνά οι διοργανωτές μεγάλων events στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να βρουν κατάλληλο χώρο.

Κάποτε, η Θεσσαλονίκη απολάμβανε την Bonnie Tyler και την Joan Jett στο Κλεάνθης Βικελίδης· τον Stevie Wonder και τους Judas Priest στο Καυτανζόγλειο· τους U2 και τον Manu Chao στο λιμάνι· τους Prodigy στο Παλαί ντε Σπορ· τους Dropkick Murphys στο… Βελλίδειο (!).

Σήμερα, οι επιλογές, ειδικά στις συναυλίες ξένων καλλιτεχνών είναι πολύ συγκεκριμένες. Από γήπεδα, μόνο το Καυτανζόγλειο και το κλειστό του ΠΑΟΚ δίνονται για συναυλίες. Το Fix Factory of Sound, που λειτουργούσε στο ομώνυμο συγκρότημα, σταμάτησε τη λειτουργία του λόγω της επερχόμενης ανάπλασης. Στο μεγάλο συγκρότημα του Μύλου, δεν αξιοποιούνται οι ανοιχτοί χώροι παρά μόνο το Principal και το Club.

Το λιμάνι συγκεκριμένα συνδέθηκε με το Street Mode Festival, αφού τις περισσότερες χρονιές το φεστιβάλ διοργανώθηκε είτε εντός του ή κάπου κοντά (π.χ. στο Fix). Φέτος, το Labattoir εξασφάλισε και πάλι την εγγύτητα με τους γερανούς και τα κοντέινερ, έστω και από λίγο πιο μακριά.

«Κακά τα ψέματα, το Street Mode πάντα είχε τον “αέρα” του λιμανιού. Εκεί πέρα “ενηλικιώθηκε” και έγινε πραγματικό φεστιβάλ, με πολλές σκηνές, μπαρ, χορηγούς όλα αυτά τα φαντεζί πράγματα που χαρακτηρίζουν μια τέτοια διοργάνωση», σχολιάζει ο κ. Ευσταθίου, που δεν κρύβει τον προβληματισμό του για το πόσο έχει δυσκολέψει το να βρεθεί κατάλληλος χώρος εντός αστικού ιστού.

Το λιμάνι είχε σταματήσει να παραχωρείται για συναυλίες τα τελευταία χρόνια, με την αιτιολογία ότι κάποιος από τους διοργανωτές δεν σεβάστηκε τους όρους που είχαν τεθεί. Πάντως, φαίνεται ότι το «εμπάργκο» σπάει σιγά-σιγά, αφού πριν δύο εβδομάδες περίπου, ο Κωνσταντίνος Αργυρός πραγματοποίησε μία μεγάλη συναυλία εντός του χώρου.

Πληροφορούμαστε ότι περιπτώσεις προχειρότητας από διοργανωτές υπήρξαν και σε άλλους χώρους, με αποτέλεσμα οι αρμόδιοι να φοβηθούν και να μην επιτρέψουν ξανά συναυλίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ένα από τα γήπεδα της πόλης, στο οποίο οι συναυλίες απαγορεύτηκαν επειδή κάποτε κάηκε το γρασίδι και έκτοτε οι ιθύνοντες είναι πολύ διστακτικοί.

Κοινώς, οι αντιεπαγγελματικές ή οι αντικοινωνικές συμπεριφορές των λίγων έχουν δυστυχώς επηρεάσει τους πολλούς, διοργανωτές και κοινό. Και για να αλλάξει το κλίμα χρειάζεται χρόνος και άψογος επαγγελματισμός από όλους.

Πόσο μεγάλα θεάματα σηκώνει η Θεσσαλονίκη;

Φέτος το Street Mode φιλοξένησε συνολικά πάνω από 20 Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες, κυρίως με punk και rap καταβολές. Ανάμεσα στα ονόματα που ξεχωρίσαμε ήταν οι «δικοί μας» Mazoha, Χατ Τρικ και Τζαμάλ, ο εκπρόσωπος της «Μαύρης Ελλάδας» Νέγρος του Μοριά και η 25χρονη AEON, που συνδυάζει το ραπ με κρητικούς ρυθμούς. Από το εξωτερικό, μας ήρθαν οι βρετανικές μπάντες Snapped Ankles και Warmduscher, ο Αμερικανός ράπερ Conway The Machine και οι Ισπανίδες Las Ninyas Del Corro, μαζί με τον Αυστραλέζο Dub FX.

Με αφορμή τους καλλιτέχνες αλλά και την παρουσία χορηγών στο φεστιβάλ, ρωτάμε τον κ. Ευσταθίου πόσο δύσκολο τελικά είναι να βλέπουμε μουσικά event με διεθνείς προδιαγραφές στην πόλη, που να έχουν και μία βιωσιμότητα. Αναπόφευκτα, η κουβέντα πάει στην κλασική σύγκριση Αθήνας-Θεσσαλονίκης.

«Η Θεσσαλονίκη έχει πολύ πλούσιο υλικό να δώσει μουσικά, αλλά η Αθήνα έχει πολύ περισσότερο κόσμο. Όλα φαντάσου τα επί τέσσερα», δηλώνει ο κ. Ευσταθίου. «Ανέκαθεν η πόλη θεωρούνταν κάπως σαν Μέκκα του εναλλακτικού ήχου, σε αντίθεση με την Αθήνα, που ήταν του πιο εμπορικού. Έρχονταν από κάτω επισκέπτες και λέγαν: “Αυτά μόνο στη Θεσσαλονίκη τα βρίσκεις”. Αυτό έχει σταματήσει, και ένας λόγος είναι η έλλειψη χώρων, που προαναφέραμε.

» Σε ό,τι αφορά τα ονόματα από το εξωτερικό και το μέγεθος των παραγωγών, η Αθήνα έχει ξεφύγει. Αυτό δεν γίνεται λόγω της τοπικής της σκηνής, γίνεται λόγω του διεθνούς της προφίλ και λόγω τουρισμού. Πλέον η πρωτεύουσα έχει γίνει ένας αυτόνομος city break προορισμός και όχι ένα απλό πέρασμα για τα νησιά. Οπότε, υπάρχει πολύς κόσμος που συνδυάζει τον τουρισμό με μία συναυλία. Εμείς σαν Θεσσαλονίκη δεν μπορούμε να το κάνουμε προφανώς αυτό στον ίδιο βαθμό».

Οι χορηγίες και η διαφήμιση είναι επίσης αυτές πολύ σημαντικές για τη βιωσιμότητα ενός event. Και εδώ τα μεγέθη λειτουργούν συντριπτικά υπέρ της Αθήνας, αφού οι περισσότερες μεγάλες εταιρείες, εγχώριες και πολυεθνικές, έχουν την έδρα τους εκεί. «Για να μπει μία αθηναϊκή εταιρεία χορηγός στο φεστιβάλ, δεν αρκεί να υπογράψει απλώς μία σύμβαση. Πρέπει συνήθως να στείλει συνεργάτες της για να στελεχώσουν και να επιβλέψουν τα περίπτερα, άρα να πληρωθούν έξοδα διαμονής, φαγητού κτλ. Ενώ στην Αθήνα απλώς πάνε στο event και μετά… πάνε σπίτια τους. Οι δε τοπικές εταιρείες που θα μπορούσαν να “αγκαλιάσουν” ένα event με τη δική μας αισθητική είναι πολύ συγκεκριμένες. Δεν υπάρχει η αντίστοιχη αγορά», εξηγεί ο διοργανωτής του Street Mode Festival.

Τα παλιά σφαγεία, το «φέσι» στο Δήμο και τα μελλοντικά σχέδια

Πολύ πριν φιλοξενήσουν μουσικές και τέχνη, τα παλιά σφαγεία αποτέλεσαν βασικό κομμάτι της βιομηχανικής περιοχής της πόλης, αφού βρίσκονταν και κοντά στο εμπορικό τμήμα του λιμανιού. Χτίστηκαν το 1896-΄97 και λειτούργησαν ανελιπώς μέχρι το 1988, με μοναδική εξαίρεση την περίοδο 1978-1980, λόγω επισκευών από καταστροφές που προκάλεσε ο μεγάλος σεισμός. Το πανέμορφο κτίριο, σε πλήρη αντίστιξη με την άχαρη χρήση του ως σφαγείου, είναι τυπικό δείγμα εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής.

Ο χώρος αποκαταστάθηκε το 2014 από τον Δήμο Θεσσαλονίκης και λειτούργησε ως πολυχώρος εκδηλώσεων, πλέον με το όνομα Labattoir.

Το 2020, η τότε διοίκηση του Δήμου Θεσσαλονίκης, επί Κωνσταντίνου Ζέρβα, αποφάσισε την τετραετή δωρεάν παραχώρηση του κτιρίου στην εταιρεία τηλεπικοινωνιών Cisco, προκειμένου να εγκαταστήσει ένα Διεθνές Κέντρο Ψηφιακού Μετασχηματισμού και Ψηφιακών Δεξιοτήτων. Η απόφαση είχε παρουσιαστεί ως ένα σημαντικό βήμα για την οικονομική εξωστρέφεια της πόλης.

Το καλοκαίρι του 2024, η διοίκηση του Στέλιου Αγγελούδη αποφάσισε να μην ανανεώσει τη δωρεά προς την εταιρεία και να ανακτήσει το κτίριο, ώστε να το παραχωρεί για πολιτιστικές δράσεις. Μάλιστα, σύμφωνα με τη διοίκηση, το ταμείο του Δήμου «φεσώθηκε» με 147.300 ευρώ λόγω απλήρωτων λογαριασμών ρεύματος και φυσικού αερίου εκ μέρους της εταιρείας.

Με δηλώσεις του στην Parallaxi στα τέλη του 2024, ο κ. Αγγελούδης είχε διαβεβαιώσει ότι το ποσό ζητήθηκε και έχει εξοφληθεί.

Πλέον, ο αντιδήμαρχος Πολιτισμού, Βασίλης Γάκης, ενημερώνει ότι «Σιγά-σιγά τα Παλιά Σφαγεία θα αξιοποιούνται όλο και περισσότερο ως χώρος πολιτισμού. Αυτήν τη στιγμή, μάλιστα, βρίσκονται υπό σχεδιασμό τεχνικές παρεμβάσεις ως προς την ακουστική και την ηχομόνωση, προκειμένου να αξιοποιηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο».

Η επόμενη μεγάλη μουσική διοργάνωση που θα φιλοξενηθεί εδώ θα είναι το Reworks Festival, στις 26 και 27 Σεπτεμβρίου.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα