η-θεσσαλονίκη-των-80s-ως-κι-η-αθήνα-αντέ-1355322

Θεσσαλονίκη

Η Θεσσαλονίκη των ’80s: «Ως κι η Αθήνα αντέγραφε το nightlife της πόλης»

Ο Νίκος Γουλιάς επέστρεψε, ξέθαψε θησαυρούς από την χρυσή δεκαετία της πόλης και τους μοιράζεται μαζί μας

Κωστής Κοτσώνης
Κωστής Κοτσώνης

«Εμείς βγαίναμε Δευτέρα με Κυριακή. Μόνο κάποια Σάββατα καθόμασταν στο σπίτι, για να βγουν οι “λαϊκοί”, η μάζα. Βγαίναμε τις υπόλοιπες έξι μέρες και τα Σάββατα κάπως “απαξιώναμε” να βγούμε έξω». Με αυτά τα λόγια περιγράφει ο Νίκος Γουλιάς το τοπίο της νυχτερινής διασκέδασης στη Θεσσαλονίκη των ‘80s, έτσι όπως το έζησε ο ίδιος.

40 χρόνια μετά, με δημοσιογραφική εμπειρία και ανεξίτηλα βιώματα από τη νύχτα της πόλης, ο Νίκος μάς χάρισε μία υπερπλήρη, δίτομη καταγραφή για αυτήν τη δεκαετία, με τίτλο «Στη Θεσσαλονίκη των ‘80s». Πρόσωπα, μαγαζιά και περιστατικά παρελαύνουν μέσα στα βιβλία, που διαβάζονται μονορούφι χάρη στην αναπαραστατική και με αυτοαναφορικά στοιχεία γραφή του Νίκου.

Τα βιβλία κυκλοφόρησαν στα τέλη Μαΐου ως ένθετα με την εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» και έγιναν ανάρπαστα σε λίγες ώρες. Τώρα ο Νίκος μελετά πώς αλλιώς θα μπορούσαν να διατεθούν στον κόσμο, που εξακολουθεί να τα αναζητά μανιωδώς, και δουλεύει ήδη στο επόμενο έργο του, αφιερωμένο στη Θεσσαλονίκη των ‘90s. Κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, τον αναζητήσαμε για μία συζήτηση γύρω από την έρευνα που έκανε αλλά και το πώς ήταν να είσαι νέος στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ‘80.

Ο Ίαν Γκίλαν των Deep Purple στο Παλαί ντε Σπορ το 1980 (Φωτογραφία: Δημήτρης Αγγελίδης).

Γιατί ένα βιβλίο συγκεκριμένα για τα 80’s και όχι, για παράδειγμα, για τα 70’s στη Θεσσαλονίκη;

Γιατί στα 70’s ήμουν πάρα πολύ μικρός. Δεν είχα και ιδιαίτερες παραστάσεις. 

Άρα, ήταν ένας προσωπικός λόγος. Μήπως είχε να κάνει και με το ότι είναι μια δεκαετία πολύ αγαπητή;

Και αυτό μέτρησε πάρα πολύ, γιατί στα 80’s η πόλη έβραζε. Γινόντουσαν πράγματα. Υπήρχε μεγάλη κινητικότητα, φρέσκες ιδέες. Στο κομμάτι της διασκέδασης, που αφορά ένα μεγάλο κομμάτι του βιβλίου, η Θεσσαλονίκη ήταν αποδεδειγμένα μπροστά από την Αθήνα. Η Αθήνα αντέγραφε. Παράλληλα, είχε και μια πολύ ενδιαφέρουσα μουσική σκηνή. Επειδή με αυτά ασχολιόμουν εγώ τότε, πρώτα ερασιτεχνικά, μετά επαγγελματικά, τα θυμόμουνα καλά. Έκανα, όμως, και μια έρευνα η οποία πήρε πάρα πολύ χρόνο, γιατί έπρεπε να κοιτάξω παλιές εφημερίδες, περιοδικά, και να μιλήσω με περίπου όσο 200 άτομα, για να γίνει αυτό το βιβλίο. Μίλησαν άνθρωποι που τότε παίζανε ρόλο στα πράγματα.

“Relax, Don’t Do It”: Οι Frankie Goes to Hollywood στη Le Garage (Φωτογραφία: Γιάννης Κυριακίδης, αρχείο Σωτήρη Καραμπέρη).

Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με όλον αυτόν τον κόσμο;

Στην εφηβεία μου. Ήμουν 16 χρονών στα ξεκινήματα της δεκαετίας, πήγαινα Δευτέρα Λυκείου. Τότε ο Λευτέρης ο Κογκαλίδης είχε κάνει στον Ελληνικό Βορρά μία στήλη αφιερωμένη στη νεολαία, που κατέγραφε όσα γίνονταν στην πόλη: ντισκοτέκ, DJs, συγκροτήματα, συναυλίες κτλ. Και επειδή ήθελα να γίνω μουσικός δημοσιογράφος και είχα την όρεξη, από μικρός είχα την ευχέρεια να τα ζώ όλα από πρώτο χέρι. 

Το 1983 ανέλαβα γραφείο τύπου σε μια νεοσύστατη ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία της πόλης, που έβγαζε γκρουπάκια αγγλόφωνα, την CVR. Και μετά πήρα το γραφείο τύπου της Amnesia, που ήταν το hot κλαμπ της εποχής. Και πήγα και σε κάποια άλλα μαγαζιά, σαν δημόσιες σχέσεις. Και επειδή ήμουν πολύ δραστήριος τότε, έκανα πάρα πολλά πράγματα και παρακολουθούσα και τα υπόλοιπα που γίνονταν από κοντά.

Βρήκα ένα post στο Facebook που έλεγε ότι τη δεκαετία του ‘80 η Θεσσαλονίκη ήταν η πρωτεύουσα της διασκέδασης. Μάλλον συμφωνείτε, με βάση αυτά που μας λέτε.

Ναι, το γράφω και μέσα στο βιβλίο. Στη Θεσσαλονίκη γινόντουσαν πράγματα που η Αθήνα μετά αντέγραφε ή προσπαθούσε να αντιγράψει. Από το στήσιμο των μαγαζιών, από την αισθητική των μαγαζιών, από το ότι παίζονταν πολύ προχωρημένες μουσικές στα μαγαζιά. Εγώ το 1981 πέρασα στην Αθήνα, στο Πολιτικό της Νομικής, και όλη τη δεκαετία ήμουν συνεχώς πάνω-κάτω, πάνω-κάτω. Οπότε, ζούσα ταυτόχρονα και το τι γινόταν στην Αθήνα και μπορώ να ξέρω.

Ο Βασίλης Καρράς τραγουδά το «Βάζεις στον Πόνο μου Φωτιά» στο Μινούι (Φωτογραφία: Caravel Studio).

Διάβασα ένα βιβλίο του Στράτου Σιμιτζή, παλιού δημοσιογράφου, ότι η Θεσσαλονίκη φημιζόταν ήδη από το Μεσοπόλεμο για τη διασκέδαση και το φαγητό. Ερχόντουσαν οι Αθηναίοι στη Θεσσαλονίκη για καλύτερη διασκέδαση, πιο κεφάτη, πιο πρωτότυπη, και καλό φαγητό. Οπότε, υπήρχε μια προϊστορία στο θέμα «διασκέδαση». 

Απλά, το 1980 έχουμε και μια πολυποικιλία. Καλύπτονταν πολλά γούστα. Πήγαινες στο Berlin για να ακούσεις New York Dolls. Πήγαινες στο Δον Κιχώτη για να ακούσεις free jazz, improvised. Πήγαινες πιο πέρα στο Λούκυ Λουκ, που ήταν πιο rock. Κι όλα αυτά ήταν το ένα δίπλα στο άλλο, το καθένα με τη δική του ταυτότητα. Ήταν οι «φυλές» της πόλης τότε: οι ροκαμπιλάδες, τα πανκιά, οι ροκάδες, οι μεταλάδες. 

Και μετά έχουμε και κάποιες «ιδιαιτερότητες» στη Θεσσαλονίκη, ειδικά στην ελληνόφωνη μουσική. Υπήρχαν κάποια μαγαζιά, όπως το Ραντεβού, το Ακρόαμα και κάποια άλλα, τα οποία στήνανε προγράμματα κυρίως με ντόπια παιδιά. Στην Αθήνα αυτό δεν υπήρχε. Στην Αθήνα υπήρχαν τα σχήματα. Πήγαινες στη Νεράιδα και θα έβλεπες πέντε μεγάλα ονόματα. Έβγαινε ο καθένας, έλεγε το πρόγραμμά του. Εδώ φτιάχνανε ωραίες παρέες, κάποια ρεμπετάδικα, κάποιες μουσικές σκηνές, κάποιες νεο-μπουάτ. Υπήρχαν διάφορα «υβρίδια» σε στυλ μαγαζιών, να το πω έτσι, τα οποία είχαν τεράστια επιτυχία. Και ερχόντουσαν οι Αθηναίοι και προσπαθούσαν να τα αντιγράψουν και να τα φτιάξουνε και κάτω.

Οι Τρύπες κατακτούν τη Σελήνη: Μπάμπης Παπαδόπουλος, Γιάννης Αγγελάκας, Κώστας Φλωροσκούφης, Γιώργος Καρράς (Φωτογραφία: Γιάννης Κρίκης).

Και παράλληλα υπήρχε και μια μουσική σκηνή στην πόλη με ανθρώπους όπως ο Παπάζογλου, οι Τρύπες, τα Μωρά στη Φωτιά, ο Γιώργος Ζήκας, που αρχίζαν να λαμβάνουν πανελλήνια αναγνώριση χωρίς να φύγουν από την πόλη. Μέχρι τότε, όποιος έκανε επιτυχία, κατέβαινε στην Αθήνα να ζήσει. 

Υπήρχαν πάρα πολλοί. Υπήρχε μια μουσική σκηνή από το ένα άκρο μέχρι το άλλο, δηλαδή από garage punk μέχρι σκυλάδικα, με έντονα τοπικά χαρακτηριστικά όμως. Βέβαια, η πόλη, είχε και ένα σημαντικό αβαντάζ σε σχέση με την Αθήνα. Είχε πολύ μικρό κέντρο. Παραλία, Κορομηλά, λίγο Μητροπόλεως και λίγο Ναυαρινου, λίγο Τσιρογιάννη. Και μαζευόντουσαν όλοι εκεί.

Για να έρθουμε τώρα πάλι στο κομμάτι της έρευνας. Μας είπατε, μιλήσατε με 200 άτομα…

Ναι. Συνεργάστηκα με πάνω από 200 ανθρώπους, για συλλογή πληροφοριών και φωτογραφιών, και συνεντεύξεις.

Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίσατε, λοιπόν; Πιστεύετε ότι η δημοσιογραφική σας εμπειρία σας βοήθησε στην έρευνα; 

Ναι, βέβαια. Γιατί εγώ όταν ξεκίνησα, είχα πέντε τηλέφωνα. Σκέψου πόσο χρόνο ήθελε μόνο για να τους βρεις όλους αυτούς, να τους πείσεις να σου μιλήσουν, να σου δώσουν υλικό… Δεν ήταν τόσο απλό. Αφιερώθηκε πάρα πολύς χρόνος. Αλλά ήθελα να το κάνω όσο γίνεται πιο σωστό και ιστορικά ακριβές. Επειδή έχω εμπειρία και από το πανεπιστήμιο, το έκανα με συνθήκες διδακτορικής διατριβής.

Η Μοάνα και η Τσιτσιολίνα, έτοιμες να… απελευθερώσουν σεξουαλικά τους Έλληνες (Φωτογραφία: Γιάννης Μαρίνος).

Πόσο καιρό πήρε να γίνει η έρευνα; 

Μέχρι να εκδοθούν τα βιβλία, πάνω από ένα χρόνο, δουλειά από το πρωί μέχρι το βράδυ. Αυτά τα βιβλία απασχόλησαν κατ’ αποκλειστικότητα το χρόνο μου. Αλλά νομίζω ότι πέτυχα μια πληρότητα, βάσει και των συνθηκών που γράφτηκαν. Πολλοί φύγανε από τη ζωή, κάποιοι τα θυμούνταν λάθος. Ήθελε πολύ ψάξιμο να βρεις φωτογραφίες, γιατί δεν ήταν υπήρχαν κινητά τότε να καταγράφουν τα πάντα.

Ζώντας σαν νέος τη Θεσσαλονίκη στα ‘80s, πιστεύετε ότι εσείς και οι συνομήλικοί σας είχατε κάτι που οι σημερινοί νέοι στην πόλη δεν το έχουν στη διασκέδαση, στη νοοτροπία, στην έκφραση;

Δεν ξέρω πώς διασκεδάζουν σήμερα οι εικοσάχρονοι, για να είμαι ειλικρινής.

Αλλά έχω έναν δεκαενιάχρονο ανιψιό, και όταν του είπα ότι ξεκινάω το βιβλίο και με ρώτησε κάποια πράγματα, δεν πίστευε στα αυτιά του! Αυτός και η παρέα του βγαίνουν κάθε Σάββατο. Εγώ γυρίζω και του λέω: «Μάριε, εμείς βγαίναμε Δευτέρα με Κυριακή και μόνο τα Σάββατα καθόμασταν στο σπίτι, για να βγουν οι “λαϊκοί”, η μάζα. Εμείς βγαίναμε τις υπόλοιπες έξι μέρες και τα Σάββατα “απαξιώναμε” να βγούμε έξω»! 

Η καλοκαιρινή Amnesia έγραψε ιστορία! (Φωτογραφία: Δημήτρης Νικολαΐδης)

Δεν μπορεί να διανοηθεί ο ανιψιός μου ότι Δευτέρα πήγαινες σε ένα μαγαζί, είτε χειμωνιάτικο είτε καλοκαιρινό, και είχε 1.000 άτομα για πλάκα! 1.000 άτομα σήμερα δεν θα βρεις ούτε αν βγεις Σάββατο, κατάλαβες.

Το καλοκαίρι του 1987, αν θυμάμαι καλά, υπήρχαν 20 μεγάλα μαγαζιά, χωρητικότητας χιλιάρι και πάνω, από ντίσκο μέχρι ελληνικά, μόνο στο αεροδρόμιο. Το Σάββατο ξεκινούσε μια ουρά στο Φοίνικα περίπου και μπορεί να ήθελες για να φτάσεις στο Cocos, που ήταν στη στροφή Επανομής, και δύο ώρες. Κατάλαβες τώρα. Έβγαιναν σε ένα βράδυ 60.000 άνθρωποι.

Μάλλον ο κόσμος τότε είχε χρήματα να δώσει;

Δεν νομίζω ότι ήταν τα χρήματα. Αυτό είναι μια παρεξηγημένη εικόνα που υπάρχει για τότε. Ήταν η διάθεση.

Υπήρχε ίσως περισσότερος χρόνος και διάθεση να δοθεί σε κάτι τέτοιο. Τώρα νομίζω όλοι είμαστε κάπως «κουρασμένοι», ακόμα και οι νεότεροι.

Δεν ξέρω τι γίνεται… Κοίταξε, μου είχε πει μια ωραία ατάκα ο Γιάννης ο Γαλάκος, ο πατριάρχης των DJs. Του κάνω τη συνέντευξη στην αρχή του βιβλίου. Και λέει μια φοβερή ατάκα: «Τότε περνούσαμε όμορφα ακόμα και με 100 δραχμές στη τσέπη και πάντα με παρέες».

Δεν ήταν ότι είχαμε φράγκα. Και εμείς παιδιά ήμασταν. Εγώ έκανα καμία δουλειά από δω, καμία δουλειά από κει. Αλλά έλεγα θα βγάλω π.χ. ένα χιλιάρικο, θα πάω να το φάω. Και πάντα με παρέες. Ήταν η αίσθηση του να βγούμε έξω και να περάσουμε καλά. Μη φανταστείς τώρα ότι εγώ ήμουν 20 χρονών και πήγαινα και άνοιγα μπουκάλια. Αλλά δεν είχαμε και τη λόξα να φανούμε και να ανεβάσουμε στο Instagram και στο Facebook. Εμείς βγαίναμε για να περάσουμε καλά για πάρτη μας.

Οι Θεσσαλονικείς δεν… χαμπάριαζαν από τα μέτρα λιτότητας της κυβέρνησης Ζολώτα (Φωτογραφία: Caravel Studio).

Βέβαια, κάποια στιγμή έρχεται το ΠΑΣΟΚ, κυκλοφορεί χρήμα και αυτό διευρύνει τη βάση αυτών που βγαίναν για να διασκεδάσουν. Αλλά, πάλι, μη νομίζεις, αυτοί ήταν κάτι βιοτέχνες και κάποιοι μυστήριοι… ΟΠΕΚΕΠΕδες της εποχής. Σε κάτι μπουζούκια πηγαίναν. Δεν πηγαίναν στο Berlin, στο Δον Κιχώτη, στην Amnesia, που πηγαίναμε εμείς. 

Ούτε τα Λαδάδικα υπήρχαν τότε όπως υπάρχουν σήμερα.

Όχι, μόνο πορνεία είχαν τότε τα Λαδάδικα και τα θρυλικά «παντρεμενάδικα». Ήταν εντελώς παρακμή τότε και φοβόσουν να πας το βράδυ, εκτός κι αν είχες παρέα κάνα μαγκάκο, να σου το πω έτσι.

Τα βιβλία κυκλοφόρησαν στα τέλη Μαΐου ως ένθετο της εφημερίδας «Θεσσαλονίκη». Υπάρχει κάποιο μελλοντικό πλάνο για το πώς αλλιώς θα το βρει ο κόσμος να τα αγοράσει; 

Τα αντίτυπα αυτά έγιναν sold out με το καλημέρα. Όσα αντίτυπα περίσσεψαν από άλλες πόλεις όπου διανέμεται η εφημερίδα είπαν ότι θα τα βγάλουν προς πώληση αλλά μόνο στη Θεσσαλονίκη πια, για να τα πάρει ο κόσμος. 

Στο μέλλον, υπάρχει σκέψη να ξαναβγεί το έργο σε έναν περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, με άλλο layout και σε πολύ καλύτερη ποιότητα εκτύπωσης και χαρτιού. Έκδοση κανονική δηλαδή, σαν collector’s item.

Να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι και εγώ και οι φωτογράφοι και ο γραφίστας δουλέψαμε δωρεάν, και αυτό για να μπορέσει να το πάρει κάποιος με πολύ φτηνή τιμή μέσω της εφημερίδας. Βέβαια, αυτό είχε και το τίμημά του στο εκτυπωτικό κομμάτι κτλ., αλλά έτσι είναι πάντα. Κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις.

Η κεντρική φωτογραφία ανήκει στους Μιχάλη Παππού-Κώστα Ευαγγελίδη και τραβήχτηκε σε πάρτι του ραδιοφωνικού σταθμού Star FM 97,1 στο Swing. Σε αυτήν απεικονίζεται νεαρός ο Νίκος Γουλιάς, καθώς σκύβει πάνω από το Νίκο Γκάλη, με σκοπό να του ζητήσει αυτόγραφο. Στα δεξιά ο Πέτρος Μακρίδης, που άφησε το δικό του στίγμα στη νυχτερινή ζωή της πόλης.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα