Θεσσαλονίκη

Θεσσαλονίκη: Κάγκελα στα ανάκτορα του Γαλερίου στην πλατεία Ναυαρίνου!

Το ένδοξο παρελθόν και το προβληματικό παρόν ενός ανοιχτού μουσείου στην καρδιά της Θεσσαλονίκης

Κωστής Κοτσώνης
θεσσαλονίκη-κάγκελα-στα-ανάκτορα-του-1389997
Κωστής Κοτσώνης

*Εικόνες: Χρήστος Ελευθεριάδης

Σε εξέλιξη είναι από το πρωί της Πέμπτης εργασίες τοποθέτησης κιγκλιδωμάτων στον αρχαιολογικό χώρο των ανακτόρων του Γαλερίου, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Ήδη η περίμετρος του αρχαιολογικού χώρου έχει αλλάξει σημαντικά, καθώς έχει διακοπεί η άλλοτε απρόσκοπτη θέα προς το μνημείο από τον πεζόδρομο της Δ. Γούναρη και την πλατεία Ναβαρίνου.

Όπως αναφέρει η Εφορεία Αρχαιοτήτων, στόχος ήταν η προστασία του μνημείου από τους συνεχείς βανδαλισμούς που προκαλούν άγνωστοι, πηδώντας μέσα στον αρχαιολογικό χώρο από το χαμηλό μαντρότοιχο, ενώ κατά καιρούς, έχουν γίνει γκράφιτι στην τοιχοποιία του μνημείου.

Όμως, πόσο αποδεκτό είναι το μέτρο τοποθέτησης κιγκλιδωμάτων σε ένα εμβληματικό αρχαιολογικό χώρο όπως είναι αυτός στην πλατεία Ναυαρίνου;

Την περασμένη άνοιξη, η Μπετίνα Τσιγαρίδα, προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης είχε αναφέρει στην Parallaxi πως η φύλαξη είναι δύσκολη λόγω των χαρακτηριστικών του μνημείου (ανοιχτή έκταση με τοίχους, εσοχές κτλ.).

Επιπλέον, είχε πει σχετικά με το ενδεχόμενο τοποθέτησης κιγκλιδωμάτων:

«Ίσως πρέπει τελικά —και σε αυτό κατευθυνόμαστε, αν και δεν μας αρέσει σαν λύση— να βάλουμε κιγκλιδώματα σε κάποια σημεία του ανακτόρου. Αυτό θα μας επιτρέψει να αποκαλύψουμε και τα ψηφιδωτά, να φανεί όλη η ομορφιά του χώρου. Ξέρετε, είναι και θέμα κόστους. Ο καθαρισμός της τοιχοποιίας από τα γκράφιτι είναι πολυδάπανος και γίνεται από ειδικές υπηρεσίες. Δεν είναι ένας απλός τοίχος που τον βάφεις από πάνω. Ξοδεύουμε ένα πολύ μεγάλο ποσό κάθε χρόνο να καθαρίζουμε γκράφιτι, ενώ αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν να δίνονται σε άλλες βελτιώσεις. Όταν τα χρήματά μας τα κρατάμε γιατί κάποιοι θέλουν να παίζουν και να διασκεδάζουν λερώνοντας, κόβονται από αλλού. Είναι πολύ εγωιστική και αντικοινωνική κίνηση».

Ωαστόσο

Η ιστορία του Γαλερίου και των θαυμαστών μνημείων που μας κληροδότησε

Ο Γαλέριος (260-311 μ.Χ.) γεννήθηκε σε μία φτωχή, κτηνοτροφική οικογένεια ιλλυρικής καταγωγής. Στα νιάτα του δούλευε ως βοσκός, πριν ενταχθεί στο ρωμαϊκό στρατό και φτάσει στα ανώτατα αξιώματα. Ο Διοκλητιανός τον υιοθέτησε και τον όρισε Καίσαρα την 1η Μαρτίου του 293 μ.Χ., αναθέτοντάς του την υπεράσπιση των ανατολικών συνόρων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Λίγο αργότερα παντρεύτηκε την κόρη του Διοκλητιανού, Γαλερία Ουαλερία.

Όταν ο Διοκλητιανός παραιτήθηκε στις 1 Μαΐου του 305 μ.Χ., ο Γαλέριος ανακηρύχθηκε Αύγουστος στη Νικομήδεια και κυβέρνησε έως το 311 μ.Χ. Μετά τη νίκη του εναντίον των Περσών και του βασιλιά Ναρσή στην Αρμενία το 298 μ.Χ., επέστρεψε στη Βαλκανική και έκανε τη Θεσσαλονίκη έδρα του (299 μ.Χ.).

Οι περισσότεροι ιστορικοί πιστεύουν ότι έζησε στη Θεσσαλονίκη σε δύο περιόδους: 299-303 και 308-311 μ.Χ. Αυτό αποδεικνύεται από τη λειτουργία του αυτοκρατορικού νομισματοκοπείου της πόλης και τα σημαντικά μνημεία της ίδιας περιόδου που σώζονται στην πόλη.

Κατά την περίοδο που η Θεσσαλονίκη ήταν αυτοκρατορική έδρα, εξελίχθηκε σε σημαντικό πολιτικό και καλλιτεχνικό κέντρο, με άνθηση στην αρχιτεκτονική και τις διακοσμητικές τέχνες.

Ο Γαλέριος πέθανε από σοβαρή ασθένεια το 311 μ.Χ. και τάφηκε στη γενέτειρά του, τη Romuliana (σημερινό Gamzigrad, Σερβία), που πήρε το όνομά της από τη μητέρα του, Romula. Οι ανασκαφές εκεί αποκάλυψαν ένα μικρό τειχισμένο ανάκτορο και τα μαυσωλεία του ίδιου και της μητέρας του στον κοντινό λόφο Magura.

Λίγο πριν πεθάνει, στις 30 Απριλίου του 311 μ.Χ., εξέδωσε το διάταγμα της ανεξιθρησκίας, με το οποίο επέτρεψε την ελεύθερη άσκηση της χριστιανικής πίστης. Το διάταγμα αυτό θεωρείται προάγγελος της πλήρους νομιμοποίησης του Χριστιανισμού από τον Μέγα Κωνσταντίνο με το Διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ.

Πολύτιμο θυμητάρι της παρουσίας και της επιρροής του στην πόλη είναι ακόμα και σήμερα το Γαλεριανό Συγκρότημα, κομμάτια του οποίου δεσπόζουν ακόμη στο δημόσιο χώρο της Θεσσαλονίκης. Κατασκευασμένο σύμφωνα με τις αρχές σχεδιασμού που χαρακτηρίζουν αυτοκρατορικές πόλεις της Τετραρχίας, αποτελείται από το ανάκτορο, την αψίδα-θριαμβικό τόξο (Καμάρα), τη Ροτόντα και τον Ιππόδρομο. Ήταν το αυτοδύναμο κέντρο της αυτοκρατορικής εξουσίας που συγκέντρωνε τις διοικητικές, πολιτικές και θρησκευτικές αρμοδιότητες του αυτοκράτορα.  Είναι αυτό που καθόρισε και τον πολεοδομικό ιστό της σύγχρονης πόλης στο κέντρο.

Το Γαλεριανό Συγκρότημα περιελάμβανε:

  • Την Καμάρα (Αψίδα του Γαλερίου): Κτίστηκε μεταξύ των ετών 298 και 305 μ.Χ., σε ανάμνηση της εκστρατείας και της νίκης του Γαλέριου κατά των Περσών. Το οικοδόμημα αποτελούνταν από οκτώ πεσσούς, διατεταγμένους ανά τέσσερις σε δύο παράλληλες σειρές, με τρία τοξωτά ανοίγματα ανάμεσά τους. Από τους πεσσούς σήμερα σώζονται μόνο τρεις. Την Καμάρα, που ήταν σκεπασμένη με θόλο, διέσχιζε η σημαντική οδική αρτηρία, η ρωμαϊκή Decumanus maximus, η Μέση Οδός ή Λεωφόρος (σημερινή Εγνατία) όπως την έλεγαν οι Βυζαντινοί – κατάλοιπά της έχουν βρεθεί κάτω από το οδόστρωμα της Εγνατίας, στην οδό Βενιζέλου, στα έργα κατασκευής του μετρό.

  • Τον Ιππόδρομο: Ήταν κτισμένος νότια της κύριας λεωφόρου της πόλης που περνούσε κάτω από την Αψίδα, μεταξύ του τείχους της πόλης και του ανατολικού ορίου του ανακτόρου. Η χωροθέτηση αυτή επέτρεπε στον αυτοκράτορα να εισέρχεται, διαμέσου των οικοδομημάτων του ανακτόρου, στο αυτοκρατορικό θεωρείο (κάθισμα), που βρίσκονταν στο δυτικό σκέλος του Ιππόδρομου μεταξύ της «Αψιδωτής αίθουσας» και της Βασιλικής. Το οικοδόμημα όπως προκύπτει από την αρχαιολογική έρευνα, είχε μήκος περίπου 450μ. και πλάτος 95μ. Στο βόρειο τμήμα του που ήταν καμπύλο, σχηματίζονταν δώδεκα χώροι που πλαισίωναν την κεντρική είσοδο και χρησίμευαν για τη στάθμευση και εκκίνηση των αρμάτων (ιππάφεση). Μία ακόμη είσοδος για τους θεατές των αγώνων υπήρχε στη σφενδόνη, δηλαδή στο νότιο κυκλικό τμήμα του οικοδομήματος, το οποίο οριοθετείται νότια της σημερινής οδού Μητροπόλεως. Η κατασκευή του Ιππόδρομου ανέρχεται στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα, ενώ σύμφωνα με τις γραπτές πηγές συνέχισε να λειτουργεί τουλάχιστον μέχρι τον 7ο μ.Χ. αιώνα. Οικοδομικά κατάλοιπα του Ιππόδρομου διατηρούνται σήμερα στα υπόγεια και στους ακάλυπτους χώρους των όμορων περιοχών. Σήμερα ο Ιππόδρομος βρίσκεται στο μεγαλύτερο μέρος του κάτω από τις πολυκατοικίες της Δημ. Γούναρη και της Ιπποδρομίου μέχρι την αυλή της εκκλησίας της Νέας Παναγίας στο τέλος της Δημητρίου Γούναρη. Τμήματά του υπάρχουν ακόμη στα υπόγειά των πολυκατοικιών.
  • Τη Ροτόντα: Το βορειότερο κτίριο του συγκροτήματος που κατά την τετραρχική περίοδο ήταν ναός αφιερωμένος στην αρχαία θρησκεία. Η μετατροπή του σε χριστιανικό ναό, αφιερωμένο στους Ασώματους ή Αρχαγγέλους και τα εξαιρετικής ποιότητας ψηφιδωτά ανάγονται στην παλαιοχριστιανική περίοδο (4ος-6ος αιώνας μ.Χ.). Οι μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις που έγιναν στο μνημείο κατά την περίοδο αυτή επιβάρυναν τη στατική του επάρκεια, ενώ οι σεισμοί του 7ου αιώνα μ.Χ. κατέστρεψαν την αψίδα του ιερού και το υπερκείμενο τμήμα του θόλου.
  • Τα οικοδομήματα του αρχαιολογικού χώρου της πλατείας Ναυαρίνου (Βασιλική, κεντρική κτιριακή ενότητα, διώροφο κτίριο, λουτρά, Οκτάγωνο).

Η Βασιλική αποτελούσε ένα από τα πιο μεγαλοπρεπή κτίρια, που λειτουργούσε ως χώρος υποδοχής και ακροάσεων. Τα ερείπια του κτιρίου αυτού είναι ορατά στο νοτιοανατολικό τμήμα του αρχαιολογικού χώρου της πλατείας  Ναυαρίνου. Το οικοδόμημα ήταν στραμμένο προς νότο και εξωτερικά είχε αρχικά τη μορφή Βασιλικής, ορθογώνιας δηλαδή αίθουσας με αψίδα στη βόρεια πλευρά. Εσωτερικά χωριζόταν σε δύο χώρους που επικοινωνούσαν μεταξύ τους: έναν ορθογώνιο προθάλαμο και μία μεγάλη αίθουσα, η οποία στη νότια πλευρά έφερε δύο κόγχες, ενώ προς βορρά κατέληγε στην υπερυψωμένη αψίδα. Οι δύο χώροι έφεραν πλούσιο διάκοσμο ο οποίος σήμερα σώζεται αποσπασματικά. Σε μεταγενέστερη οικοδομική φάση, πιθανόν τον 6ο αιώνα, νότια του προθαλάμου προστέθηκε μία ακόμη αίθουσα (Α), οι διαστάσεις της οποίας δεν είναι γνωστές, καθώς μεγάλο τμήμα της είναι θαμμένο κάτω από το οδόστρωμα της οδού Α. Σβώλου. Η κάτοψη της ήταν ορθογώνια με ημικυκλική αψίδα στη νότια πλευρά και προθάλαμο με ψηφιδωτό δάπεδο στη βόρεια. Οι εξωτερικές διαστάσεις του κτιρίου ήταν 24×67μ., το ύψος του περίπου 30μ. και καλυπτόταν με στέγη. Εσωτερικά η Βασιλική ήταν μονόκλιτη και οι τοίχοι της ήταν επενδεδυμένοι με μάρμαρα. Το δάπεδο της αψίδας, με εξαίρεση το βόρειο τμήμα της που ήταν στρωμένο με μαρμάρινες πλάκες, έφερε ψηφιδωτό το οποίο διατηρείται μέχρι σήμερα.

Το ανάκτορο ήταν το σημαντικότερο μέρος του συγκροτήματος, χτίστηκε στις παρυφές της πόλης, δίπλα στο ανατολικό τείχος, και έφτανε μέχρι τη θάλασσα (οδός Μητροπόλεως), ενώ στο δυτικό του όριο έφτανε έως την οδό Απελλού. Τοποθετημένο δυτικά της Βασιλικής αποτελείται από ένα κτίσμα 30Χ40 μ. με 11 χώρους. Εκατέρωθεν ενός μακρύ διαδρόμου ήταν τα λουτρά και το Οκτάγωνο.

Το Οκτάγωνο κτίσθηκε δυτικά των λουτρών και η κύρια είσοδός του είναι στραμμένη προς τη θάλασσα. Η ανασκαφή του μνημειακού αυτού οικοδομήματος ξεκίνησε το 1950, και συνεχίσθηκε σταδιακά μέχρι το 1981 φέρνοντας στο φως το κτίσμα που βλέπουμε σήμερα, και νοτιότερα τμήμα περιστυλίου, το οποίο δεν είναι ορατό λόγω της ανέγερσης των σύγχρονων οικοδομών. Το κτίριο αποτελείται από μία οκταγωνική αίθουσα και έναν μνημειώδη προθάλαμο με δύο ημικυκλικές κόγχες στις στενές πλευρές. Ο προθάλαμος επικοινωνούσε, διαμέσου ανοίγματος που υπήρχε στη νότια τοιχοποιία, με ένα μεγάλο περίστυλο αίθριο πλάτους 47μ. και μήκους 88μ.. Η όψη του ανοίγματος διαμορφωνόταν με τριπλό τόξο (τρίβηλο) και δύο κίονες οι οποίοι διασώζονται κάτω από τα θεμέλια της οικοδομής επί της οδού Ισαύρων 3. Στο βόρειο άκρο της ανατολικής στοάς υπήρχε πεταλόμορφη κόγχη πλαισιωμένη με πεσσούς που υποβάσταζαν μαρμάρινο τόξο, γνωστό με το συμβατικό όνομα «Το μικρό τόξο του Γαλέριου», που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης. Το Οκτάγωνο, κατά τη διάρκεια της κατασκευής του αλλά και κατά τη μακρόχρονη λειτουργία του, υπέστη πολλές επιδιορθώσεις και μετασκευές. Το κτίριο πιθανόν σχεδιάσθηκε ως κανονικό οκτάγωνο με ορθογώνιο εξωτερικά προθάλαμο. Σύμφωνα με την επικρατέστερη ιστορική έρευνα προορίζονταν ως αίθουσα ακροάσεων ή αίθουσα θρόνου των ανακτόρων, ενώ αργότερα λειτούργησε και ως χριστιανικός ναός. Η καταστροφή του Οκτάγωνου τοποθετείται τον 7ο αιώνα μ.Χ., εποχή που η Θεσσαλονίκη συγκλονίστηκε από ισχυρούς σεισμούς.

Τα Λουτρά υπέστησαν πολλές μετασκευές που αφορούν στην αλλαγή χρήσης των επιμέρους χώρων τους. Η κάτοψη των αιθουσών, όπως σώζεται σήμερα, ανήκει στην τελευταία οικοδομική φάση του κτιρίου. Η είσοδος των λουτρών βρισκόταν στον βασικό άξονα που συνέδεε τη νότια είσοδο του συγκροτήματος με την κεντρική κτιριακή ενότητα. Ένας τετράγωνος προθάλαμος με ψηφιδωτό δάπεδο οδηγούσε σε μία μεγάλη ορθογώνια αίθουσα υποδοχής διακοσμημένη με έγχρωμα μάρμαρα στους τοίχους και στο δάπεδο. Στο βόρειο τοίχο της υπήρχαν αβαθείς κόγχες ενώ στο ανατολικό άκρο υπήρχε δεξαμενή κρύου νερού, η οποία μετέπειτα καταργήθηκε και στο κέντρο της κατασκευάσθηκε διακοσμητική ημικυκλική κρήνη. Δύο θύρες στο νότιο τοίχο της αίθουσας οδηγούσαν σε δύο ακόμη χώρους: έναν οκταγωνικό με εξαγωνικό λουτήρα χλιαρού νερού και έναν ορθογώνιο με αψίδα στη δυτική πλευρά, στο κέντρο της οποίας πιθανόν θα υπήρχε μαρμάρινος νιπτήρας για την παραγωγή ατμού. Αργότερα, η αψίδα μετασκευάσθηκε σε λουτήρα. Oι αίθουσες με τους λουτήρες θερμού νερού πρέπει να καταλάμβαναν το νότιο τμήμα του κτιρίου, το οποίο συνεχίζεται κάτω από τις οικοδομές της πλατείας Ναυαρίνου.

Όσον αφορά τις ανασκαφές στην περιοχή, οι πρώτες σχετικές εργασίές στην περιοχή της σημερινής πλατείας Ναυαρίνου, όπου βρίσκεται ο επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος του ανακτόρου, ξεκίνησαν το 1950 υπό την επίβλεψη του Εφόρου Αρχαιοτήτων Χ. Μακαρόνα, ο οποίος αποκάλυψε ένα από κυριότερα κτίσματα του συγκροτήματος, το Οκτάγωνο, και συνεχίσθηκαν το 1962, όταν ο Δήμος Θεσσαλονίκης αποφάσισε τη διαμόρφωση του χώρου, και την κατεδάφιση των προσφυγικών οικίσκων που υπήρχαν εκεί.

Η έρευνα ολοκληρώθηκε σταδιακά τη δεκαετία του ’60 αποκαλύπτοντας τα ερείπια σημαντικών οικοδομημάτων. Την ίδια χρονική περίοδο, με τη διάνοιξη της οδού Δ. Γούναρη, ήρθε στο φως ένα ακόμη σημαντικό κτίσμα των ανακτόρων η «Αψιδωτή αίθουσα». Η αποκατάσταση και η ανάδειξη των ερειπίων των Ανακτόρων του Γαλερίου ολοκληρώθηκε σε τρεις χρονικές περιόδους: 1993-2000, 2002-2006, 2011-2014).

Το 2008 ο αρχαιολογικός χώρος της πλατείας Ναυαρίνου βραβεύθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Europa Nostra για την εξαιρετική και υποδειγματική αποκατάσταση και συντήρηση των ερειπίων, καθώς και για το σύνολο των επεμβάσεων που μετέτρεψαν έναν εγκαταλελειμμένο χώρο σε άρτια οργανωμένο και με εκπαιδευτικό χαρακτήρα, πόλο έλξης στην καρδιά της σύγχρονης πόλης.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα