Parallax View

Το «δε θα φύγω απ’ το νησί», μετατράπηκε στο «δε θα πάω στο νησί»

Αυτός ο φυσικός νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, η τουριστικοποίηση και η ασυδοσία άλλαξαν τον τρόπο που βλέπουμε το καλοκαίρι στην Ελλάδα

Χάρης Δημαράς
το-δε-θα-φύγω-απ-το-νησί-μετατράπηκ-341606
Χάρης Δημαράς

Αγαπώ όσο τίποτα το ελληνικό καλοκαίρι, τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου και αναγνωρίζω πως τίποτα δεν συγκρίνεται με το να βρίσκεσαι σε ένα νησί, ειδικά τους θερινούς μήνες.

Έλκω ένα μέρος της καταγωγής μου άλλωστε από νησί των Δωδεκανήσων, οπότε η επαφή με το νησιωτικό στοιχείο ήταν έντονη από νεαρή ηλικία.

Έχω εικόνες ακόμη και από τη δεκαετία του ΄80 ή κυρίως του ΄90 για τις διακοπές σε νησί και μάλιστα από πολλούς φίλους θεωρούμην προνομιούχος που πήγαινα τόσο καιρό εκτός πόλης και μάλιστα σε ένα μέρος με θάλασσα, τουρισμό και ξεγνοιασιά.

Φυσικά και τότε υπήρχε ανάπτυξη στον τουρισμό και μάλιστα στα Δωδεκάνησα ήταν γεμάτα κυρίως από Γερμανούς, Άγγλους και Σκανδιναβούς.

Ωραίες εικόνες, αλλά και ένα μικρό σοκ όταν άρχισε να κυκλοφορώ μετά τις 9 το βράδυ.

Οι εικόνες νεαροί πιωμένοι τουρίστες να κάνουν εμετό στο δρόμο, ή να προσπαθούν να ξεριζώσουν δέντρο έχουν μείνει στην συνείδησή μου και πάντοτε αντιδρώ από τότε όταν μου λένε ότι οι Έλληνες είναι κάφροι ενώ οι ξένοι πολιτισμένοι. Έχει να κάνει περισσότερο από το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται ο καθένας, παρά… από το DNA του κάθε λαού.

Αυτό που με εκνεύριζε όμως περισσότερο δεν ήταν οι ξένοι τουρίστες. Αυτοί έβρισκαν και έκαναν. Είχαν προφανώς την αίσθηση ότι σε αυτή τη χώρα μπορούν να κάνουν τα πάντα ατιμώρητα, ότι είχαν έρθει σε ένα παράδεισο που μπορούσαν να βγάλουν όλα τα «απωθημένα» τους και να ξεσπάσουν από την πιο πειθαρχημένη τους ζωή στο Βορρά.

Περισσότερο με εκνεύριζε η αντιμετώπιση ορισμένων Ελλήνων. Αυτών που είχαν καταστήματα εστίασης ή μπιτς μπαρ. Ακόμη θυμάμαι, όταν πήγα με την παρέα μου 19 ετών να κάτσουμε σε ένα τραπέζι ταβέρνας να προσπαθεί ο ιδιοκτήτης να μας βάλει σε ένα άλλο πιο μέσα και στο τέλος να μας λέει «δεν χρειαζόμαστε τους Έλληνες, μια χαρά τα βγάζουμε πέρα με τους ξένους».

Σε ένα μπαρ στα Εξάρχεια αν δεν παρενέβαινε ένας ντόπιος δε θα μπαίναμε, γιατί που να μπεις 5 αγόρια σε τουριστικό μπαρ. 5 αγγλάκια όμως ίσως έμπαιναν πιο εύκολα, πολύ απλά γιατί θα άφηναν περισσότερα λεφτά σε ένα μισάωρο και θα έφευγαν.

Φίλος του αδερφού μου ένα βράδυ μου εξηγούσε και την «ανθρωπογεωγραφία» των μπαρ στο νησί, επειδή δούλευε ως πορτιέρης. «Έλληνες και Ιταλοί δεν μπαίνουν. Φύρα είναι. Δεν πίνουν πολύ, κάνουν καμάκι και προκαλούν εντάσεις. Άσε τους άλλους να έρθουν να πιουν και να φύγουν».

Το γκρικ καμάκι βέβαια πολλές φορές ξέφευγε από τα όρια, όταν το «θήραμα» ήταν κοπελίτσες που από ένα σημείο και μετά δεν ήξεραν ούτε καν θυμούνταν τι έκαναν.

Κάτι δεν μου άρεσε σε όλο αυτό. Αυτή η νοοτροπία του να έρθει ο «κουτόφραγκος» να μας τα αφήσει και να φύγει με κάνα έλκος στο στομάχι πίνοντας απροσδιορίστου ποιότητας αλκοόλ. Ούτε φυσικά η νοοτροπία των ξένων ότι θα πάμε με τα λεφτά μας και θα κάνουμε ό,τι γουστάρουμε στους «υπανάπτυκτους».

Μεγαλώνοντας κι αφού πήρα μια καλή γεύση των μειονεκτημάτων της συγκεκριμένης μορφής τουρισμού, κατάλαβα φυσικά ότι δεν είναι παντού έτσι. Υπάρχουν νησιά και ντόπιοι που σέβονται τον επισκέπτη, τα οποία διατηρούν το χαρακτήρα και την ομορφιά τους.

Η ανακάλυψη αυτή όμως δεν έγινε μόνο από μένα, αλλά και από μερικές χιλιάδες ακόμη. Που έσπευδαν να ταξιδέψουν εκεί και να… κολλήσουν λίγο πολύ σαν μικρόβιο τη νοοτροπία που περιέγραψα νωρίτερα.

Αν δηλαδή τη δεκαετία του ΄90 και του 2000 τα Κουφονήσια ήταν ο αγνός και παρθένος προορισμός όπου πραγματικά γαλήνευες, αν η Μήλος, η Πάρος, η Μύκονος, η Σαντορίνη ήταν ακόμη «προσβάσιμοι» τον Αύγουστο, όλα αυτά άλλαξαν άρδην τις δύο τελευταίες δεκαετίες.

Τα νησιά δεν έχασαν την ομορφιά τους, ούτε τα νερά έπαψαν να είναι μαγικά. Απλά αλλοιώθηκε σε ένα βαθμό ο χαρακτήρας τους.

Δυσκόλεψε επίσης πολύ η δυνατότητα του να πας σε ένα νησί. Έγινε προνόμιο από δικαίωμα, μόνο για όσους μπορούν οικονομικά, διότι αυτός ο καταραμένος φυσικός νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, γιγάντωσε την τουριστικοποίηση του τόπου, πολλοί βρήκαν ευκαιρία να «κονομήσουν« ανεβάζοντας βέβαια το ΑΕΠ της χώρας από τουρισμό και κατεβάζοντας αντίστοιχα τους δείκτες από τις γεωργικές καλλιέργειες.

Έκαναν δηλαδή τον τουρισμό βιομηχανία, χωρίς όμως κανόνες και τους τουρίστες πρόβατα. Να θυμίσω τις περσινές εικόνες της Σαντορίδης με τα κρουαζιερόπλοια;

Μπορεί κάποιος να μη βρίσκει απαραίτητα κάτι πολύ σοβαρά μεμπτό σε αυτό. Ο καθένας έχει δικαίωμα να απασχοληθεί με ό,τι θέλει και φυσικά να έχει όποια γνώμη θέλει.

Ωστόσο, το αποτέλεσμα δημιουργεί συγκεκριμένα δεδομένα: Η άνοδος των τιμών παντού, η διαμονή σε όλα τα νησιά πια που έχει πάει σε δυσθεώρητα ύψη, τα εισιτήρια επίσης στο… Θεό και οι διακοπές σε νησί να μοιάζει με ακατόρθωτο όνειρο για μια μέση οικογένεια (βάλτε τα όλα επί 4 άτομα).

Οπότε «κάτσε στα αυγά σου», πήγαινε σε κοντινά μπάνια και δώστε καλύτερα σε ένα ταξιδάκι στο εξωτερικό το χειμώνα. Δεν είναι λίγοι που πια το προτιμούν και το ακολουθούν, πια.

Φίλος που αγαπά τα ταξίδια μου έλεγε πρόσφατα ότι ένα ταξίδι στην Ανδαλουσία καλά προγραμματισμένο δεν κόστιζε περισσότερο από ένα ταξίδι σε νησί των Κυκλάδων.

Και γλιτώνεις σε ένα μεγάλο βαθμό των ταλαιπωρία των μετακινήσεων (αλήθεια από πολλές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας πώς θα πας Κυκλάδες και Δωδεκάνησα σε λιγότερο από 24 ώρες αν επιλέξεις ακτοπλοϊκή μετακίνηση που σε πολλές περιπτώσεις είναι και υποχρεωτική;),αλλά και το αίσθημα ότι σε έχουν για μ@λ@κα αφού για όλα αυτά μερικά χρόνια πριν έδινες τα μισά λεφτά, με τα μισή ταλαιπωρία.

Δεν μιλάμε για το τι θα συναντήσεις εκεί. Ουρές παντού, σε μπιτς μπαρ και ταβέρνες με τιμές που σε κάνουν να μείνεις χωρίς μαλλιά.

Τι κοροϊδία τρώνε πιτσιρίκια που πηγαίνουν σε νησιά των Κυκλάδων, με υπερχρεώσεις στα μπαρ σε παραλίες και σε χωριά.

Υπάρχουν -ελάχιστα ακόμη- παρθένα νησιά ακόμη στην Ελλάδα, αλλά δεν είμαι και πολύ αισιόδοξος ότι θα κρατήσουν αναλλοίωτο το χαρακτήρα τους.

Όσο για τη Χαλκιδική; Το αφήνω, για άλλη φορά.

Φυσικά όλα αυτά δε σημαίνουν πως δεν αγαπάμε τις διακοπές στα ελληνικά νησιά. Το αντίθετο. Τις αγαπάμε, αλλά δεν τις παντρευόμαστε, πια, όπως έλεγε και ένα άσμα. Τις αγαπάμε από μακριά και νοερά Τις αφήνουμε ως μεγαλόψυχοι για τους ξένους τουρίστες κυρίως. Δεν ξεχνώ κι εκείνη τη φράση στα τέλη του ΄90. «Δεν σας έχουμε ανάγκη, μας φτάνουν οι ξένοι τουρίστες».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα