Γιατί θέλεις μισό μηνιάτικο για κάποιες συναυλίες στην Ελλάδα;
Διοργανωτές συναυλιών αναλύουν στην Parallaxi τις διεθνείς παραγωγές που έρχονται στη χώρα μας, τις τιμές των εισιτήριων και τη δυναμική του ελληνικού κοινού
Κάποτε, έφτανε να βάλεις δύο τρία χαρτζιλίκια στην άκρη για να μπορέσεις να δεις και να ακούσεις τον αγαπημένο σου καλλιτέχνη από κοντά. Σήμερα, οι τιμές στα εισιτήρια των συναυλιών αυξάνονται κατακόρυφα – κι όμως οι φανς συνεχίζουν να πληρώνουν.
Τα εισιτήρια των συναυλιών Ελλήνων καλλιτεχνών, από τον Πάνο Βλάχο, τον Bloody Hawk και τη Μαρίνα Σάττι για τις νεότερες γενιές, μέχρι την Ελεονώρα Ζουγανέλη, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τον Γιώργο Νταλάρα, παρά το γεγονός ότι έχουν ακριβύνει σημαντικά σε σύγκριση με τις προηγούμενες δεκαετίες, παραμένουν σε λογικά και προσιτά πλαίσια, με τις τιμές τους να κυμαίνονται συνήθως από 15 μέχρι 30 ευρώ.
Μεγάλος ντόρος γίνεται πάντα όταν έρχονται στη χώρα μας μεγάλοι καλλιτέχνες της ξένης μουσικής σκηνής που δεν έχουμε συχνά την ευκαιρία να δούμε και να ακούσουμε από κοντά. Και ακόμη μεγαλύτερος ντόρος γίνεται όταν αντικρίζουμε τις τιμές των εισιτηρίων, που πλέον μπορεί να αγγίζουν μέχρι και τριψήφια νούμερα.
Ένα σχετικά πρόσφατο και τρανταχτό παράδειγμα είναι η συναυλία των Coldplay πέρσι το καλοκαίρι, του θρυλικού pop συγκροτήματος που μάγεψε το πλήθος στο ΟΑΚΑ, με τα εισιτήρια που έφταναν τα 160 ευρώ στην αρένα, ενώ η μεταπώλησή τους κυμαινόταν από 300 έως και… 4.000 ευρώ.
Οι τιμές των εισιτηρίων σε συναυλίες τα τελευταία χρόνια έχουν φτάσει να ξεπερνούν έως και το 50%, κάνοντας τις συναυλίες διεθνών καλλιτεχνών από τη μία ένα «είδος πολυτελείας», το οποίο όμως το ελληνικό κοινό συνεχίζει να επιλέγει αδιάκοπα και χωρίς δεύτερη σκέψη, με τις αρένες και τα στάδια να γίνονται sold out σε χρόνο ντε-τε.
Η αύξηση των τιμών, ειδικά αναφορικά με καλλιτέχνες που έρχονται στα πλαίσια μεγάλων φεστιβάλ, δεν έχει συμβεί δίχως λόγο, μιας και η άφιξη διεθνών καλλιτεχνών στη χώρα και όλα τα έξοδα που αυτή συνεπάγεται, από το κόστος παραγωγής μέχρι την αμοιβή τους, διαμορφώνουν την τιμολογιακή πολιτική.

Μια ματιά στους μεγάλους καλλιτέχνες στα Φεστιβάλ της χώρας φέτος
Ενδεικτικά, μεγάλα φεστιβάλ στην πρωτεύουσα, έφεραν φέτος μεγάλους και θρυλικούς ξένους καλλιτέχνες, όπως The Prodigy, Fontains D.C., Kylie Minogue και Diana Ross από το Release Athens.
Στην ιστορία έμεινε η φετινή συναυλία των Green Day από το EJEKT Festival, καθώς και οι μοναδικές εμφανίσεις από τους The Kooks, Inhaler και Louis Tomlinson.
Ακόμη, το Rockwave Festival έφερε φέτος στην ελληνική σκηνή, μεταξύ άλλων τους King Diamond, Paradise Lost, Alice Cooper και W.A.S.P.
Και φυσικά, δεν γίνεται να ξεχάσουμε την ασύγκριτη Grace Jones που έφερε το Sani Festival στη σκηνή του Λόφου της Σάνης στη Χαλκιδική, καθώς και τις εμφανίσεις της βραβευμένης με Grammy, Gloria Gaynor αλλά και της μοναδικής Αμερικανίδας τραγουδίστριας και πιανίστριας, Norah Jones.
Τον Οκτώβριο ο μοναδικός Robbie Williams μάγεψε το ελληνικό κοινό στο Καλλιμάρμαρο, σε μία αξέχαστη συναυλία τρία χρόνια μετά την εμφάνισή του στη Μαλακάσα.

Μέχρι 400 ευρώ τα εισιτήρια – Ο «τιμοκατάλογος» των φεστιβάλ στην Ελλάδα
Οι τιμές για τις μεγάλες συναυλίες διεθνών παραγωγών μέσα από φεστιβάλ που έρχονται στην Ελλάδα, όπως είναι λογικό, δεν κυμαίνονται στο ίδιο εύρος με αυτές των εγχώριων καλλιτεχνών.
Για παράδειγμα, στους Green Day στο EJEKT Festival, τα εισιτήρια ξεκινούσαν από 80 ευρώ και έφταναν μέχρι και τα 230 ευρώ.
Στο Release Festival τα εισιτήρια, ανάλογα με τον καλλιτέχνη και το πακέτο των εισιτήριων, οι τιμές κυμαίνονταν περίπου από 45 μέχρι 68 ευρώ για GΑ και έφταναν περίπου από 145 μέχρι 250 ευρώ για VIP.
Για το Rockwave Festival οι γενικές τιμές κυμαίνονται στα 49,50 ευρώ, με αναβάθμιση σε VIP εισιτήριο στα 99 ευρώ. Υπήρχαν επίσης Golden Standing / VIP Standing εισιτήρια για 50 ευρώ την ημέρα, ή 85 ευρώ για 2ήμερο πακέτο.
Στο Sani Festival, τα εισιτήρια για την εμφάνιση της Grace Jones, ξεκινούσαν από 50 ευρώ για θέση σε μπαλκόνι, ενώ έφταναν μέχρι και τα 400 ευρώ για Platinum εισιτήριο.
Για τη συναυλία του Robbie Williams, η οποία έγινε στα πλαίσια της περιοδείας του, οι τιμές στα εισιτήρια κυμάνθηκαν από 85 ευρώ και έφτασαν μέχρι τα 180 ευρώ.

Γιατί μερικές συναυλίες είναι ακριβότερες από άλλες – Τι συμβαίνει με τις μεγάλες διεθνείς παραγωγές – Η σύγκριση με το εξωτερικό
Ο Σάββας Δομόσογλου, διοργανωτής συναυλιών στην Ελλάδα, εξηγεί πως στις τεράστιες διεθνείς παραγωγές που έρχονται στη χώρα, η εταιρεία παραγωγής δεν έχει κανέναν λόγο για τις τιμές των εισιτηρίων:
«Η «μαμά» εταιρεία του εξωτερικού στήνει την περιοδεία και οι ίδιες τιμολογιακές συνθήκες ισχύουν για όλες τις χώρες που θα περιοδεύσει ο καλλιτέχνης. Για παράδειγμα, τα εισιτήρια των Metallica, σχεδόν σε όλη την Ευρώπη έχουν πάνω κάτω την ίδια τιμολογιακή πολιτική, με μικρές αποκλίσεις που οφείλονται είτε στην φορολογία της κάθε χώρας, είτε στην χωρητικότητα του στάδιου/ αρένας που θα φιλοξενηθεί η συναυλία», εξηγεί ο ίδιος.
Όμως, τα πράγματα αλλάζουν στις τιμές των εισιτηρίων όταν έρχεται η ώρα της μεταπώλησης, όπως εξηγεί ο κ. Δομόσογλου.
«Πίσω από τις εταιρείες πώλησης των εισιτηρίων για μεγάλες παραγωγές, όπως είναι το Ticketmaster, υπάρχουν μεταπωλητές, πολλοί από τους οποίους έχουν άμεση σχέση με τη “μαμά” εταιρεία. “Εξαφανίζουν” έναν μεγάλο αριθμό εισιτηρίων από την αρχική πώληση και στη συνέχεια μεταπωλούν τα ίδια εισιτήρια, στη μαύρα αγορά με τις τριπλάσιες τιμές. Όταν υπάρχει μεγάλη ζήτηση και μικρότερη προσφορά, όπως είναι λογικό, ανεβαίνει η τιμή. Πολλοί άνθρωποι που θέλουν να αγοράσουν εισιτήρια για μεγάλες συναυλίες και δεν βρίσκουν από το αρχικό site, πέφτουν στην παγίδα της δευτερογενούς αγοράς χωρίς να το γνωρίζουν και τα αγοράζουν για υπέρογκα ποσά».
«Η Αθήνα είναι μία ευρωπαϊκή μουσική πόλη. Το συναυλιακό κοινό της είναι διεθνές», ξεκαθαρίζει ο κ. Δομόσογλου:
«Η Ελλάδα μπορεί να μην είναι Βαρκελώνη, Παρίσι ή Βερολίνο, αλλά φιλοξενεί μεγάλες ξένες παραγωγές. Τα μεγάλα φεστιβάλ δίνουν αυτή τη δυνατότητα έτσι ώστε οι καλλιτέχνες του εξωτερικού να φιλοξενηθούν κάτω από την “ομπρέλα” τους, μαζί με αξιόλογα support και opening acts. Το ίδιο συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς μέσα από τα φεστιβάλ είναι πιο εύκολο να διοργανωθούν τόσο μεγάλες συναυλίες και να λειτουργήσουν – από άποψη κοινού.
Υπάρχει κοινό στην Ελλάδα για να υποστηρίξει μεγάλες παραγωγές.
Αυτό που μπορεί να εμποδίζει είναι η γεωγραφική μας τοποθέτηση. Όμως, οι υποδομές στην Αθήνα υπάρχουν – φυσικά δεν είναι ίδιες με αυτές στο Παρίσι ή στο Βερολίνο. Η αγορά μας όμως δεν είναι μικρή – ειδικά το καλοκαίρι, μιλάμε για ένα διεθνές κοινό. Η Αθήνα έχει εδραιωθεί στον χάρτη με τις συναυλίες και κόσμος έρχεται στη χώρα μας από το εξωτερικό για να συνδυάσει τις διακοπές του με μία συναυλία σε ένα φεστιβάλ».
Από την πλευρά του, ο Νίκος Λώρης, διοργανωτής του Rockwave Festival, αναλύει στην Parallaxi τους λόγους για τους οποίους οι διεθνείς παραγωγές είναι ακριβότερες στη χώρα μας συγκριτικά με τις συναυλίες ντόπιων καλλιτεχνών, δίνοντας έμφαση στην «οικονομία της Ελλάδας – ή μάλλον τη διαφορά της από την υπόλοιπη Ευρώπη»:
«Η αμοιβή των καλλιτεχνών και το κόστος παραγωγής δεν προσαρμόζεται στα δεδομένα κάθε χώρας. Αυτό σημαίνει ότι το ίδιο κόστος βαρύνει το Έλληνα promoter με τον Γερμανό promoter για παράδειγμα. Αυτό λοιπόν καλείται να αποσβέσει προκειμένου να έχει κέρδος. Σε συνδυασμό με την ισχύουσα φορολογία, οι τιμές των εισιτηρίων υποχρεωτικά ανεβαίνουν, ενώ, παραδόξως, συχνά παραμένουν δυσανάλογα χαμηλές σε σχέση με το κόστος της παραγωγής τους. Αυτό δημιουργεί μία ψευδή εντύπωση και συναυλίες που δείχνουν πετυχημένες από πλευράς προσέλευσης, έχουν στην πραγματικότητα ελάχιστο ή και μηδενικό κέρδος».
«Η γεωγραφική θέση της χώρας ανεβάζει το κόστος καθώς βρίσκεται εκτός των βασικών Ευρωπαϊκών δρομολογίων», επισημαίνει ο ίδιος: «Αυτό σημαίνει ότι ένας καλλιτέχνης ή συγκρότημα για να εμφανιστεί στην Ελλάδα πρέπει είτε να κάνει μεγάλη παράκαμψη αν έρχεται οδικώς ή να μπει στη διαδικασία να πετάξει. Αυτό αυξάνει σημαντικά τα έξοδα τους, τα οποία μετακυλούνται στον διοργανωτή και τέλος, στο εισιτήριο».
«Ο παράδοξα υψηλός αριθμός διοργανωτών – ιδίως για το μέγεθος της Ελληνικής αγοράς – ανεβάζει δραματικά τις αμοιβές. Νέοι επαγγελματίες και ερασιτέχνες διοργανωτές εμφανίζονται διαρκώς και διεκδικούν ταυτόχρονα τους ίδιους καλλιτέχνες. Τα διεθνή πρακτορεία το έχουν αντιληφθεί αυτό και ξεκινούν μία άτυπη δημοπρασία όπου, καθώς ανταγωνίζεται ο ένας τον άλλον προσπαθώντας να “κλείσουν” τον καλλιτέχνη, κατορθώνουν τελικά να ανεβάσουν την αμοιβή του σε τέτοια επίπεδα που μόνο με ένα υψηλό εισιτήριο υπάρχει ελπίδα να αποσβέσουν», καταλήγει ο κ. Λώρης.

Ο ίδιος τονίζει ότι το κόστος των εισιτηρίων στην Ελλάδα συγκριτικά με άλλες χώρες του εξωτερικού, δεν διαφέρει:
«Το κόστος είναι περίπου το ίδιο, με κάποιες αποκλίσεις, αλλά τα εισιτήρια μας παραμένουν υποχρεωτικά φθηνότερα από την Ευρώπη και ακριβότερα από κάποιες Βαλκανικές χώρες. Το εισιτήριο στην Ελλάδα δεν μπορεί να αγγίξει ευρωπαϊκά επίπεδα γιατί ο μέσος Έλληνας ακροατής δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στην παρούσα οικονομική συνθήκη. Ταυτόχρονα, δεν μπορούμε να το ρίξουμε στα επίπεδα γειτονικών χωρών οι οποίες έχουν σαφώς μεγαλύτερες αγορές και παράλληλα εξυπηρετούν γεωγραφικά τα tours».
Αναφορικά με το αν οι μεγάλες συναυλίες των ξένων καλλιτεχνών έχουν απήχηση από το ελληνικό κοινό, ο κ. Λώρης σημειώνει ότι «αυτό είναι ένα ερώτημα που μένει να απαντηθεί από το ίδιο το κοινό»: «Σαφώς παρατηρείται μείωση του αριθμού των αγοραστών αλλά παράλληλα βλέπουμε μία ακραία αύξηση των προσφερόμενων συναυλιών. Παλαιότερα, ήταν αρκετά εύκολο να προβλέψεις την επιτυχία μίας συναυλίας. Τώρα είναι τόσοι οι παράγοντες που κανείς δεν ξέρει πια».
Τέλος, ο ίδιος υπογραμμίζει ότι στην Ελλάδα, εκτός από τις γιγαντιαίες pop παραγωγές, δεν λείπουν οι μεγάλες συναυλίες ξένων καλλιτεχνών: «Στο ροκ και το μέταλ στοιχείο, οι περισσότερες διεθνείς παραγωγές έρχονται τελικά. Το κατά πόσο είναι πραγματικά βιώσιμα αυτά τα live, είναι άλλο θέμα…».







