Ο αρχιτέκτονας που βλέπεις παντού αλλά δεν τον αναγνωρίζεις πουθενά στη Θεσσαλονίκη

Δείτε 11 σπουδαία δικά του έργα στην πόλη

Μυρτώ Τούλα
ο-αρχιτέκτονας-που-βλέπεις-παντού-αλλ-1230717
Μυρτώ Τούλα

Εικόνες: Αστέρης Καρατζάς

Σε ιστορικούς δρόμους, γύρω από την βαβούρα και την κίνηση, πλάι σε άχαρες και πολυώροφες πολυκατοικίες, δίπλα σε κτίρια βαλκανικού μπρουταλισμού, υπάρχουν ακόμη μερικά αρχιτεκτονικά διαμάντια που θυμίζουν την ομορφιά που είχε κάποτε η Θεσσαλονίκη.

Κάποιες βίλες στην συνοικία των εξοχών, ένα σπουδαίο νοσοκομείο και ένα ιστορικό ορφανοτροφείο, κτίρια ορόσημα που κράτησαν μέχρι σήμερα την αίγλη της πάλαι ποτέ κοσμοπολίτισσας, σχεδιασμένα από έναν σπουδαίο αρχιτέκτονα που τον βλέπουμε παντού μα δεν τον ανάγνωρίζουμε πουθενά.

Ο λόγος για τον Ξενοφώντα Παιονίδη, ήταν ένας από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες, κατά το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, που επηρέασαν την αρχιτεκτονική της πόλης της Θεσσαλονίκης.

Γεννήθηκε το 1863 στη Φούρκα της Χαλκιδικής, αλλά η οικογένειά του καταγόταν από την Έδεσσα. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πολυτεχνείο του Μονάχου. Εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1892 όπου συνεργάστηκε σχεδόν αποκλειστικά με την ελληνική κοινότητα της πόλης.

Διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης, επί της δημαρχίας του Οσμάν Σαΐτ Ιμπραήμ Χακή Βέη και του Κωνσταντίνου Αγγελάκη και για ένα διάστημα διηύθυνε την τεχνική υπηρεσία του δήμου. Εξελέγη γερουσιαστής Χαλκιδικής, στις 21 Απριλίου 1929, με το Κόμμα Φιλελευθέρων για θητεία 6 ετών. Διετέλεσε έφορος των σχολείων της Θεσσαλονίκης και του Παπαφείου Ορφανοτροφείου και υπήρξε μέλος του Γυμναστικού Συλλόγου «Ο Ηρακλής».

Στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα μετέβαινε συχνά στην Λίμνη των Γιαννιτσών, όπου σχεδίαζε τα φυλάκια, τις οχυρώσεις και τις διαβάσεις των Βουλγάρων ανταρτών. Τα σχέδια αυτά, μέσω του ελληνικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη, διανέμονταν στους αρχηγούς των ελληνικών στρατιωτικών ομάδων στην Μακεδονία.

Για τη δράση του τιμήθηκε με το παράσημο Γ΄ Τάξης. Πέθανε από καρδιακή προσβολή το Μάιο του 1933 στη Μονή Αγίας Αναστασίας. Ο τάφος του σώζεται στο νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας στη Θεσσαλονίκη.

Η δραστηριότητά του επεκτάθηκε και σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας. Με σχέδιά του χτίστηκαν το ημιγυμνάσιο Πολυγύρου, τα δημοτικά σχολεια της Επανωμής, του Σοχού, της Όσσας, των Βασιλικών, της Ορμύλιας,της Νικήτης, του Παρθενώνα, των Βραστών, της Κασσανδρείας, της Συκιάς κ. α., η εκκλησιαστική σχολή της Μονής Αγίας Αναστασίας, η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου στη Βέροια και τα διοικητήρια των Σερρών και του Μοναστηρίου.

Τέλος είχε κάνει τα σχέδια για το νέο Συνοδικό Μέγαρο της μονής Ιβήρων στο Άγιο Όρος, το έργο όμως δεν ολοκληρώθηκε εξαιτίας του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Ακόμη σχεδίασε το 1911 το Παρθεναγωγείο Κοζάνης. (σημερινό Δημοτικό Σχολείο Χαρίσιος Μούκας) με την πρωταρχική ονομασία “Εκπαιδευτήρια Θηλέων”, όπως αναγράφει επικρεμάμενη επί της κυρίας εισόδου μαρμάρινη επιγραφή.

Στην Θεσσαλονίκη

Σχολή Τυφλών

Χτίστηκε το 1907 για τους κληρονόμους του Αχμέτ Εφέντη (Χασάν Ταχσίν, Ομάρ Φεβζή, Γιακούπ Νετζήπ και την μητέρα τους Νετζιμπέ) από τον μεγάλο Έλληνα αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη. Το 1924 αγοράστηκε από τον αυτοεξόριστο Αλβανό Χασάν Πρίστινα (Χασάν Μπέη).

Ο Αλβανός πολιτικός που είχε διατελέσει και πρωθυπουργός της χώρας του για πέντε ημέρες, δολοφονήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1933, από πολιτικούς του αντιπάλους. Το 1939, ο Ομέρ Πρίστινα, μοναδικός πια κληρονόμος της οικογένειας εγκαθίσταται στα Τίρανα και μετά τον θάνατό του το 1941.

Το 1946, περιέρχεται στην διαχείριση του Ελληνικού Δημοσίου εκτός από το 1/3 (το μερίδιο του Χασάν Μπέη που ήταν υποθηκευμένο στην Τράπεζα της Ανατολής). Χρησιμοποιήθηκε ως Εκπαιδευτήρια Κωνσταντινίδη (1910-1935) και ως βρεφοκομείο από το Ίδρυμα Άγιος Στυλιανός (1936-1941) και στον Β Παγκόσμιο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς.

Η οικία πέρασε στα χέρια της Σχολής Τυφλών το 1948 και παραμένει μέχρι και σήμερα παρά τους κινδύνους που αντιμετώπισε το 2011 κυρίως.

Σε αυτό το κτίριο, ο κ. Παιονίδης προσαρμόζει Νεομπαρόκ και Ροκοκό στοιχεία στον Νεοκλασικισμό. Η οικία είναι διώροφη με ημιυπόγειο με όψη συμμετρική ως προς τον κάθετο άξονά της. Χαρακτηρίζεται από συμμετρία στις όψεις του, και ελευθερία στην σύνθεση των κατόψεων και το μεγαλύτερο μορφολογικό ενδιαφέρον του συγκεντρώνεται στην κύρια όψη που διακοσμείται από ψευδοπαραστάδες, αετώματα με διακοσμητικά κλειδιά, φυτικές διακοσμήσεις στα ανώφλια των ανοιγμάτων και διακοσμητικές οριζόντιες ταινίες. Υπάρχει έντονη παρουσία διακοσμητικών στοιχείων με πιο έντονο το ημιτελές αέτωμα, χαρακτηριστικό του κινήματος του Νεομπαρόκ. Στο εσωτερικό του κτιρίου δεν έχουν διασωθεί στοιχεία (οροφές, πατώματα, γύψινα διακοσμητικά) καθώς καταστράφηκαν από φωτιά το 1947.

Βίλα Μορντώχ

Χτίστηκε το 1905 σε σχέδια του Ξενοφώντα Παιονίδη, για λογαριασμό του Σεϊφουλάχ Πασά. Η ημερομηνία κατασκευής επιβεβαιώνεται από την υπογραφή σε αραβική γραφή, του Τούρκου καλλιτέχνη των τοιχογραφιών της βίλας, Νουρεντίν.  Το 1923 πουλήθηκε στους αδερφούς Σαλώμ και στη συνέχεια πέρασε στην ιδιοκτησία του Σαμουήλ Μορντώχ – στον οποίο οφείλει το όνομά της.

Κατοικήθηκε από την οικογένεια Μορντώχ μέχρι το 1940.Το 1940 το κτίριο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και χρησιμοποιήθηκε για την στέγαση της ΓΚΕΣΤΑΠΟ. Μετά το τέλος του πολέμου, δεν επιστράφηκε στην χήρα Μορντώχ, αλλά συνέχισε να χρησιμοποιείται από το ελληνικό κράτος ως αστυνομικό τμήμα και ελληνική βασιλική αεροπορία.

Η ιδιοκτήτρια έδωσε δικαστική μάχη για να κερδίσει πίσω το ακίνητό της. Αφού απέκτησε την κυριότητα, το πούλησε στο ΙΚΑ, το 1952. Χρησιμοποιήθηκε ως πολυϊατρείο μέχρι το 1972. Στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε για κάποιο χρονικό διάστημα. Αργότερα, από τον Δεκέμβριο του 1986 μέχρι πρόσφατα, λειτούργησε ως Δημοτική Πινακοθήκη της Θεσσαλονίκης (ιδρύθηκε το 1966 και πρόσφατα μεταφέρθηκε στην Κάζα Μπιάνκα).

Από τις αρχές του 2013 στεγάζει τις υπηρεσίες του Ε’ διαμερίσματος Θεσσαλονίκης και του Οργανισμού Ρυθμιστικού Θεσσαλονίκης.

Είναι δείγμα εκλεκτικισμού. Η οικία είναι διώροφη, με ημιυπόγειο και σοφίτα. Στην νοτιοανατολική πλευρά θα βρούμε τον πύργο (κουμπέ), που καταλήγει σε κρεμμυδοειδή τρούλο και υποδηλώνει έτσι το μουσουλμανικό θρήσκευμα του ιδιοκτήτη.

Συνδυάζει στοιχεία νεοκλασικά, αναγεννησιακά, baroque και art nouveau, με έντονη διαφοροποίηση στις όψεις, γεγονός που προσθέτει στον πλουραλισμό του κτιρίου. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το εσωτερικό του κτιρίου, με ξυλόγλυπτες και ζωγραφικές διακοσμήσεις, που φανερώνουν την οικονομική ευρωστία του αρχικού ιδιοκτήτη. Ο περιβάλλων χώρος, ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον σημερινό, γεμάτος δέντρα και κήπους και έφτανε μέχρι την θάλασσα.

Η κύρια είσοδος του οικήματος, είναι αυτή στην όψη της Βασιλίσσης Όλγας, με την επιβλητική σκάλα. Στο αέτωμα πάνω από την είσοδο, συναντάμε την επιγραφή “Ο Αλλάχ μαζί σου”.

Οικία Χατζηλαζάρου-Σιάγα

Χτίστηκε το 1890, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη, για να στεγάσει την οικογένεια του Περικλή Χατζηλαζάρου, εύπορου Έλληνα τραπεζίτη με βρετανική (ή αμερικάνικη) υπηκοότητα. Παντρεμένος με Αμερικανίδα, διετέλεσε υποπρόξενος των ΗΠΑ στην Ελλάδα από το 1870 έως και το 1908. Την σκυτάλη πήρε ο γιος του Κλέων αναλαμβάνοντας θέση πρόξενου.

Το 1917, με την εγκατάσταση της κυβέρνησης Βενιζέλου στην Θεσσαλονίκη ο Κλέωνας και η οικογένεια του αναχωρούν για την Γαλλία και μετέπειτα την Ιταλία, λόγω των φιλοβασιλικών τους αισθημάτων. Το 1918 επιστρέφουν και ξαναφεύγουν οριστικά πλεον το 1921 για την Αθήνα. Το σπίτι αγοράζει η οικογένεια Σιάγα, στην κατοχή της οποίας παραμένει μέχρι και σήμερα. Χαρακτηρίστηκε διατηρητέο το 1983.

Το κτίριο ακολουθεί τον ρυθμό του Νεοκλασικισμού. Είναι διώροφο με σοφίτα και ημιυπόγειο. Έχει 2 εισόδους (επί της Συνδίκα και επί της Β.Όλγας) που τονίζονται με προστώα στηριζόμενα σε κολώνες κορινθιακού ρυθμού. Οι εξώστες πάνω από τις εισόδους είναι διακοσμημένοι με πήλινα κολωνάκια (μπαλούστρα) βαμμένα λευκά για να μοιάζουν μαρμάρινα (χαρακτηριστικό στοιχείο της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα).

Η κουπαστή η οποία επικάθονταν στην μπαλούστρα συνήθως ήταν φτιαγμένη από μεταλλικές λάμες επάνω στις οποίες τοποθετούσαν σειρές από τούβλα. Λόγω της φθοράς, μπορούμε να διακρίνουμε χρωματισμούς πλίνθων στην κουπαστή. Σε παλιές φωτογραφίες παρατηρούμε οτι ο εξώστης της όψης επι της Β. Όλγας δεν έφερε σκέπαστρο και κολώνες (οι οποίες εξάλλου είναι διαφορετικές από αυτές του ισογείου) οπότε θεωρούμε την κατασκευή μεταγενέστερη.

Εκτός των μεγάλων εξωστών πάνω από τις 2 εισόδους παρατηρούμε και μπαλκόνια σε κάθε άνοιγμα του 2ου ορόφου, με μεταλλικά, σκαλιστά κάγκελα και φουρούσια. Οι πορτοσιές των ανοιγμάτων έχουν σαφή αναφορά σε πύλες αρχαιοελληνικών ναών. Το οίκημα είναι απόλυτα συμμετρικό στις όψεις τόσο στον οριζόντιο όσο και στον κάθετο άξονα.

Στο εσωτερικό συναντάμε ξύλινα γεωμετρικά ταβάνια, τζάκια, ξυλόγλυπτα θυρόφυλλα με περίτεχνα πόμολα. Παλαιότερα ο κήπος του οικήματος ήταν μεγαλύτερος, μειώθηκε ωστόσο με την διάνοιξη του δρόμου και την προσθήκη του βοηθητικού οικήματος στην βόρεια πλευρά.

Βίλα Τζεμποργά – Σαλέμ

Η έπαυλη χτίστηκε από τον σημαντικότερο αρχιτέκτονα της ορθόδοξης κοινότητας της πόλης, τον Ξενοφώντα Παιονίδη, το 1878, κατά παραγγελία του πλούσιου εβραίου εμπόρου γαλλικής υπηκοότητας, Τζεμποργά. Το 1886 αγοράζεται από την Άννα, κόρη του Ζορζ Έβελμαν ή Όλμαν, ελβετικής υπηκοότητας.

Το 1894 αγοράζεται από τον πιο γνωστό δικηγόρο της πόλης και εξέχον μέλος της Εβραϊκής Κοινότητας, δικηγόρο, Εμμανουέλ Ραφαήλ Σαλέμ. Η οικογένεια Σαλέμ ανήκει στο μεγάλο κύμα των εβραίων εξόριστων από την Ισπανία και τις καθολικές χώρες που κατά δεκάδες χιλιάδες συρρέουν στην Θεσσαλονίκη, τους λεγόμενους Σεφαραδίτες. Στις αρχές του αιώνα μισθώνεται από την Ιταλική κυβέρνηση, η οποία το αγοράζει το 1924, από τον πλέον κάτοικο Παρισιού, Ε. Σαλέμ.

Η έπαυλη αναπτύσσεται σε 3 ορόφους στο κέντρο ενός ανθόκηπου που έχει μετατραπεί σήμερα σε ζούγκλα και θεωρείται χαρακτηριστικό παράδειγμα του νεομπαρόκ εκλεκτικισμού που κυριαρχεί τότε στην πόλη. Από το 1915 και για πολλά χρόνια στεγάζεται εκεί το Ιταλικό Προξενείο της πόλης. Μετά το σεισμό του 1978 εγκαταλείπεται παρόλο που το κτίριο δεν παρουσιάζει στατικές βλάβες.

Το προξενείο μεταφέρεται στο κτιριακό συγκρότήμα των ιταλικών Monopoli di Stato και του Ιταλικού Ινστιτούτου που κατασκευάζεται μετά την κατεδάφιση της Βίλας Ιντας επί της οδού Φλέμινγκ (πρώην Οδός Μιζραχή) με Όλγας. Το 1984 πραγματοποιούνται μερικές εργασίες συντήρησης και έκτοτε παραμένει σε εγκατάλειψη.

Το υπέροχο διατηρητέο έγινε poster promotion για την τρίτη σεζόν της διάσημης σειράς American Horror story. Θα μπορούσε να ήταν μια “διαφήμιση” για την πόλη, μια τουριστική περιήγηση στα αρχοντικά φαντάσματα της πόλης (και είναι πολλά). Τελικά δεν ήταν όμως. Στα info του πόστερ το ”στοιχειωμένο” αρχοντικό υποτίθεται ότι βρισκόταν στη Νέα Ορλεάνη (εκεί διαδραματιζόταν η σεζόν της σειράς, εκεί αναφέρθηκε ότι βρίσκεται).

Τον Μάιο του 2019, η ιστορία της πώλησης της ιστορικής έπαυλης είχε επιτέλους ευτυχή κατάληξη. Στην δημοπρασία που διενεργήθηκε τότε ενδιαφέρον εκδήλωσε το Ίδρυμα Ωνάση που πλειοδότησε με 2,2 εκ. ευρώ και η βίλα πέρασε τελικά στα χέρια Θεσσαλονικιών επιχειρηματιών με προσφορά που έφτασε σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες μας τα 2,9 εκ. ευρώ. Οι νέοι ιδιοκτήτες, επιφανείς επιχειρηματίες της πόλης, θα αναλάβουν την συντήρηση της και τη μετατροπή της σύμφωνα με πληροφορίες της parallaxi σε boutique hotel. Ακόμη δεν υπάρχει κάποια εξέλιξη και το κτίριο βρίσκεται σε τραγική κατάσταση.

Φιλόπτωχος αδελφότητα ανδρών

Μετά την πυρκαγιά του 1917, η ΦΑΑΘ αγόρασε το γωνιακό αυτό οικόπεδο απέναντι από την Αγία Σοφία και διαγώνια από το Κόκκινο Σπίτι και ανέθεσε τον σχεδιασμό του κτιρίου της στον Ξ. Παιονίδη. Ο αρχιτέκτονας δημιούργησε άλλο ένα κτίριο σε νεοκλασικό ρυθμό. Από το 1922 και μέχρι και σήμερα εκεί στεγάζεται η Φιλόπτωχος Αδελφότητα Ανδρών Θεσσαλονίκης. Το κτίριο βομβαρδίστηκε στον ‘Β Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά επισκευάστηκε. Το 1948 επεκτάθηκε καθ’ ύψος με την προσθήκη δύο επιπλέον ορόφων με σκοπό να στεγάσει οικοτροφεία. Χαρακτηρίστηκε διατηρητέο το 1983. 

Το κτίριο ανήκει στο κίνημα του νεοκλασικισμού και ακολουθεί τριμερή οργάνωση της όψης με κεντρικό τμήμα και συμμετρική διάταξη εκατέρωθεν. Παρατηρούμε ρυθμική επανάληψη των ανοιγμάτων και απουσία σχεδόν διακοσμητικών στοιχείων με εξαίρεση τα ανάγλυφα διακοσμητικά κάτω από τα ανοίγματα και τις κάθετες, ελαφρώς προεξέχουσες διακοσμητικές ταινίες.

Αγιορείτικη εστία 

Το κτίριο στο νούμερο 109 της Εγνατίας κατασκευάστηκε το 1909 από την οικογένεια Ι. Νεδέλκου και μαζί με το Γυμνάσιο απέναντι, στο νούμερο 132 αποτελούν τα τελευταία δείγµατα κτισµάτων του περασµένου και των αρχών του αιώνα που διασώζονται µέχρι σήµερα στην περιοχή της Καμάρας. Όπως προκύπτει από τον τίτλο ιδιοκτησίας, η Αναστασία Νεδέλκου-Σερέφα αγόρασε το 1907 το αντίστοιχο οικόπεδο, στην τότε ονομαζόμενη περιοχή Ισχακέ Καμάρα, στην Ελληνική συνοικία της Παναγούδας και επί της οδού Εγνατίας (στον αριθμό 338 σύμφωνα με την αρίθμηση της εποχής), όπου έχτισε διώροφο κτίσµα µε µαγαζιά στο ισόγειο και κατοικία στον όροφο.

Ο σχεδιασμός του κτιρίου ανατίθεται στον γνωστό αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη (Παπάφειο, η Βίλα Μορδώχ, Σχολή Τυφλών, πρώην Ιταλικό Προξενείο) Η σύζευξη νεοκλασικισμού και οθωμανικού μπαρόκ με έντονες επιρροές από την Art Nouveau, αλλά και εκλεκτικιστικές τάσεις στις μορφές και στα διακοσμητικά μοτίβα της πρόσοψης, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής της οικίας Νεδέλκου.

Στην πρόσοψη του κτιρίου, κατά την περίοδο χρήσης του, λειτουργούσαν τρία καταστήματα: καρβουνιάρικο, φαρμακείο και επιπλοποιείο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόσοψη του κτιρίου µε την έντονη διακοσµητική διάθεση και τις ανάγλυφες παραστάσεις, στοιχεία χαρακτηριστικά των πρώτων δεκαετιών του αιώνα, περίοδο κατά την οποία κατασκευάστηκαν στη Θεσσαλονίκη πολλά κτίσµατα µε παρόµοια διακόσµηση. Μάστοροι από ειδικές συντεχνίες (κοσµηµατογράφοι) δούλευαν στο σοβά τις ανάγλυφες παραστάσεις, τέχνη που έχει εκλείψει από χρόνια.

Στην πρόσοψη κυριαρχεί επίσης η προεξοχή προς τον δρόµο του κεντρικού δωµατίου του ορόφου, η οποία καταλήγει σε µπαρόκ καµπυλόµορφο αέτωµα. Ανθέµια, ρόδακες, φυτικά θέµατα, άγγελοι και κεφαλές από κόρες προσδίδουν στο έργο στοιχεία ροµαντισµού, που συνδυάζονται µε τα θέµατα και την µορφή των σιδερένιων στοιχείων (εξώστες, αυλόθυρα), τα οποία είναι επηρεασµένα από την Art Nouveau.

Δυο είσοδοι πλαισιώνουν τα τρία µεγάλα ανοίγµατα των καταστηµάτων και οδηγούν η µεν δυτική στους πίσω χώρους των καταστηµάτων, η δε ανατολική σε εσωτερική αυλή. Από την αυλή -η οποία ήταν γεµάτη µε δένδρα- γινόταν η είσοδος στην κατοικία µε δυο εσωτερικά κλιµακοστάσια, καθώς και η επικοινωνία µε τα καταστήµατα. Στο κτίσµα συνυπάρχουν στοιχεία από το µπαρόκ, τον νεοκλασσικισµό και την ώριµη αναγέννηση.

Στοά Πελοσώφ

Χτίστηκε το 1924 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη, στα δύο συνεχόμενα οικόπεδα της πυρίκαυστης ζώνης 16/2 και 16/3. Ιδιοκτήτες ήταν οι Αβραάμ Πελοσώφ, Χαΐμ Ισαάκ Ρούσσο και Αλμπέρτος Αμαρίλιο, συνέταιροι στο εμπόριο αποικιακών και ξυλείας.

Ο σχεδιασμός της και η αρχική της χρήση ήταν αυτή της εμπορικής στοάς. Για κάποια χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως στοά, Το 1927 στεγάστηκε στο κτίριο η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Το 1941 το κτίριο βομβαρδίστηκε και υπέστη ζημιές. Μετά τον πόλεμο επιδιορθώθηκε, στέγασε για κάποιο διάστημα τα Ινδικά στρατεύματα και το 1951 επαναλειτούργησε σαν ταχυδρομείο, μέχρι το 1978 οπότε και υπέστη ζημιές από τον μεγάλο σεισμό.

Παρέμεινε άδειο, με εξαίρεση κάποια καταστήματα στο ισόγειο, μέχρι το 2014 οπότε και ενοικιάστηκε από γνωστή πολυεθνική εταιρεία ένδυσης, ανακαινίστηκε και απέκτησε και πάλι ζωή. Ενώ αυτή την στιγμή στο ισόγειο υπάρχει το statment cafe-bar Πελοσώφ.

Αποτελείται από ισόγειο και δύο ορόφους. Ως αντιπροσωπευτικό κτίσμα εμπορικής στοάς, χαρακτηρίζεται από περίκεντρη οργάνωση γύρω από αίθριο που στεγάζεται με υαλωτή δίρριχτη στέγη. Περιμετρικά του αίθριου, οργανώνονται οι χώροι γραφείων και καταστημάτων της στοάς.

Οι εσωτερικοί εξώστες/διάδρομοι είναι φωτεινοί και με θέα στο εσωτερικό της στοάς. Ένα ακόμη ιδιαίτερο στοιχείο που διατηρείται είναι ο ανεμοφράκτης που προστέθηκε στο τελείωμα της στοάς εισόδου. Το κτίριο λειτουργεί ως ενιαίο σύνολο με το διπλανό του, καθώς συνδέονται και εσωτερικά. Η όψη του είναι πλούσια διακοσμημένη, με μπαρόκ μενταγιόν, άνθη και φυτικά στοιχεία και ανήκει στον όψιμο νεοκλασικισμό.

Τα πλαίσια των παραθύρων διαφοροποιούνται ανά όροφο, ακριβώς για να τονίσουν την διαφορά του ορόφου. Ορατός είναι ο διαχωρισμός σε βάση-κορμό-στέψη που παρατηρείται στα περισσότερα νεοκλασικά κτίρια. Ο άξονας της εισόδου υπερτονίζεται με ελαφρά προβολή του. Το μαρμάρινο πορτίκο και ο φεγγίτης του ανωφλιού, εξασφαλίζουν ακόμα μεγαλύτερη προβολή στην κύρια είσοδο.

Στο κλειδί πάνω από την πόρτα βλέπουμε ακόμα τα αρχικά του ιδιοκτήτη A P, Avram Pelosov. Εκπληκτική υπήρξε η στέψη του κτιρίου της οποίας όμως μικρό μέρος διασώζεται σήμερα, αφού το πιο περίτεχνο κομμάτι χάθηκε στον σεισμό του 1978. Στο σημείο που δεν κατέρρευσε με τον σεισμό, ήταν ορατή η ημερομηνία κατασκευής του κτιρίου, δυστυχώς όμως δεν έγινε σωστή αποκατάσταση και άλλη μια λεπτομέρεια χάθηκε για πάντα.

Μέγαρο Καζέ

Χτίστηκε το 1924, όπως μαρτυρά η επιγραφή στο αέτωμα και ανήκε στον Γ. Καζέ. Η οικογένεια Καζέ ήταν μια από τις πιο δραστήριες εβραϊκές οικογένειες της πόλης, με τον Ιωάννη Καζέ να έχει υπάρξει Πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας και τον Ιακώβ Καζέ να κινεί τα νήματα στο εμπόριο της πόλης. Δεν γνωρίζουμε αν το κτίριο αποτέλεσε κατοικία ή κτίριο γραφείων, ωστόσο η επιγραφή Κεντρική Στοά που βλέπουμε πάνω από την κεντρική είσοδο, μας “σπρώχνει” ελαφρά προς την δεύτερη περίπτωση. Τα σχέδια ανήκουν στους Αναστάσιο Ζαχαριάδη και Ξενοφών Παιονίδη. Στην σχεδόν εκατονταετή ιστορία του άλλαξε πολλούς ιδιοκτήτες. Μέχρι το 2014 φιλοξενούσε τμήματα της Σχολής Θεάτρου του Α.Π.Θ.

Στην αρχική του μορφή αποτελείται από ισόγειο και δύο ορόφους. Υπάρχει πλήρης συμμετρία στις όψεις και στα ανοίγματα και το κεντρικό τμήμα της κύριας όψης προβάλει ελαφρά, καταλήγει σε τριγωνικό αέτωμα και φέρει ανάγλυφη φυτική διακόσμηση.

Οι κάθετες ζώνες υπογραμμίζονται με ψευδοπαραστάδες που φέρουν οριζόντιες ραβδώσεις. Στο ισόγειο διαμορφώνονται έξι μαγαζιά με μεσοπάτωμα. Σε καθένα από τους δύο πρώτους ορόφους διαμορφώνονται εννιά γραφεία και ειδικότερα πέντε μονόχωρα, δυο δίχωρα και τρίχωρα. Σε καθένα από τους επόμενους ορόφους διαμορφώνονται τέσσερα διαμερίσματα.

Στις εκλεκτικιστικές όψεις του κτιρίου με κυρίαρχα τα νεοκλασικά στοιχεία, διαφοροποιούνται οι δυο όροφοι των γραφείων από αυτούς των κατοικιών στις επιμέρους λεπτομέρειες, διατηρώντας τις βασικές γεωμετρικές χαράξεις. Στο εσωτερικό, οι χώροι οργανώνονται περιμετρικά γύρω από το υαλοσκεπές αίθριο το οποίο χαρίζει φυσικό φως στον χώρο. Πάνω από την κεντρική είσοδο παρατηρούμε ημικυκλικό φεγγίτη που επίσης συμβάλλει στον φωτισμό του χώρου.

Από το αρχικό σχέδιο υλοποιήθηκαν οι δυο πρώτοι όροφοι των γραφείων, ενώ οι άλλοι δύο όροφοι που υφίστανται, αποτελούν σύγχρονη προσθήκη.

Οικία Μανώλη Αναγνωστάκη

Η οικεία που είναι γνωστή ως το σπίτι του ποιητή και στο οποίο ο Αναγνωστάκης πέρασε τα 17 πρώτα χρόνια της ζωής του βρίσκεται στην οδό Μητροπολίτου Γενναδίου 18. Εκεί μετακόμισαν οι γονείς του το 1925 όταν ήταν βρέφος ακόμα το και έζησαν εώς το 1941 όπως μαρτυρεί και η μαρμάρινη επιγραφή έξω από το κτήριο. Αναγράφεται πως εκεί γεννήθηκε αν και γεννήθηκε σε ένα σπίτι στην οδό Βενιζέλου και βρέφος ακόμα βρέθηκε στο νέο κτήριο όπως έλεγε ο ίδιος.

Λέγεται, πως ο Ξενοφών Παιονίδης το έχει σχεδιάσει. είναι ένα τριώροφο κτίριο με ημιυπόγειο με πολλά ανοίγματα. Μόνο στη μία όψη υπάρχουν 12 παράθυρα. Ενδιαφέρον προκαλούν οι επιστέψεις των παραθύρων που ενώ στον πρώτο όροφο ακολουθούν το ρεύμα του νεοκλασικισμού, στους άλλους δύο ορόφους είναι απόλυτα λιτές και διακριτικές. Το σπίτι είναι «έδρα» του του Ηρακλή Αυτόνομη Θύρα 10, ενώ παλαιότερα στέγαζε το Σύνδεσμο Φιλάθλων της ίδιας ομάδας. Το 2019, το σπίτι του σπουδαίου ποιητή βανδαλίστηκε από ακροδεξιούς.

Παπάφειο Ορφανοτροφείο 

Ιδρυτής του ορφανοτροφείου υπήρξε ο Ιωάννης Παπάφης, γιος εμπόρου από την Σμύρνη και εύπορος φιλάνθρωπος. Παρά την αρχική του πρόθεση να χτίσει ένα γηροκομείο, τελικά κατέληξε στην κατασκευή ενός ορφανοτροφείου.

Στις 10 Οκτωβρίου 1884, με χειρόγραφη και ενυπόγραφη επιστολή εξουσιοδοτούσε τους γενικούς κληρονόμους του ό,τι είχε προορίσει για την ανέγερση του γηροκομείου να χορηγηθεί για την ανέγερση ορφανοτροφείου. Χρειάστηκαν 9 χρόνια με διαφωνίες, διαβουλεύσεις και αποφάσεις μέχρι να ξεκαθαρισθεί το Παπάφειο κληροδότημα και να προχωρήσει η αγορά του οικοπέδου, έκτασης 53.880 τετραγωνικών πήχεων τον Αύγουστο του 1893.

Με την καθοδήγηση του Μητροπολίτη, οι Εφορείες συνέχιζαν τις ενέργειες για το κτίσιμο του κτηρίου. Έτσι στις 5 Μαρτίου 1894 έγινε η κατακύρωση του διαγωνισμού για το πρώτο τμήμα των εργασιών που περιλάμβαναν και την τοιχοποιία του πρώτου πατώματος.

Λίγες μέρες αργότερα, την Κυριακή 12 Μαρτίου 1895, έγινε από το μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αθανάσιο η κατάθεση του θεμελίου λίθου του Ορφανοτροφείου που επονομάσθηκε “Ο Μελιτεύς” σύμφωνα με τη θέληση του ιδρυτού. Οι Θεσσαλονικείς όμως εκδηλώνοντας την ευγνωμοσύνη τους προς το πρόσωπό του το ονόμασαν και Παπάφειο. Δύο ονομασίες που εναλλάσσονται μέχρι και σήμερα στην καθημερινή χρήση.

Ωστόσο, και ενώ η κατασκευή είχε φθάσει ήδη στον 1ο όροφο, ο Τούρκος Γενικός Διοικητής διέταξε την διακοπή των εργασιών και την μετακίνηση του ιδρύματος σε άλλο οικόπεδο. Οι Εφορείες ζήτησαν την παρέμβαση του Πατριαρχείου για την έκδοση φιρμανιού που θα επέτρεπε την αποπεράτωση του κτιρίου. Τελικά μετά από πολλά προβλήματα το κτίριο παραδόθηκε το 1903.

Λειτούργησε σαν Ορφανοτροφείο μέχρι το 1912 οπότε και επιτάχθηκε για να χρησιμοποιηθεί ως νοσοκομείο. Το 1914 επιτάχθηκε για δεύτερη φορά και χρησιμοποιήθηκε σαν στρατώνας. Τον Απρίλιο του 1916 οι βρετανικές στρατιωτικές αρχές ζήτησαν να μισθώσουν το κτίριο του Παπαφείου. Οι διαπραγματεύσεις για το μίσθωμα ήταν σκληρές και οι Βρετανοί  κατέβαλαν ένα μεγάλο μέρος του μισθώματος υπό τη μορφή δωρεάς προς τα ορφανά.

Οι τρόφιμοι παρέμειναν στη μονή της Αγίας Αναστασίας ως το Σεπτέμβριο του 1915. Μετά δίμηνη προσωρινή εγκατάσταση στο Θεαγένειο Νοσοκομείο, μεταφέρθηκαν στο “εν τη συνοικία Αγίας Τριάδος κατάστημα του Διδασκαλείου Αρρένων” όπου και έμειναν ως τον Απρίλιο του 1916. Στη συνέχεια, ως κοιτώνες μισθώθηκαν τα ακίνητα Καραγιάννη και Νακοπούλου, στην περιοχή Καραγάτσια (ενορία Αναλήψεως), και ως σχολείο και εργαστήρια η οικία των κληρονόμων Νικολάου Χατζηλαζάρου στην ίδια περιοχή.

Στο τελευταίο αυτό σπίτι ανεγέρθηκαν παραπήγματα για τη λειτουργία του ξυλουργείου. Οι συνεχείς μετακινήσεις και οι ένεκα του πολέμου διατροφικές δυσχέρειες δημιούργησαν υγειονομικά προβλήματα στους τροφίμους. Τα ορφανά εγκαταστάθηκαν και πάλι στο κτίριο του Παπαφείου το Μάιο του 1919. Οι ζημιές στο κτίριο ήταν πολλές και οι Βρετανοί δε συνέβαλαν οικονομικά στην πλήρη αποκατάσταση τους. Το κύριο πρόβλημα ήταν το οικονομικό, αφού πλέον τα τακτικά έσοδα δεν κάλυπταν ούτε το ένα τρίτο των δαπανών.

Η διοίκηση του Ορφανοτροφείου προσπάθησε έπειτα να εκμισθώσει τμήμα του κτιρίου στο Υπουργείο Παιδείας, για να χρησιμοποιηθεί ως διδασκαλείο, συμμετείχε μάλιστα και σε σχετική δημοπρασία, αλλά ατυχώς η προτεινόμενη πτέρυγα επιτάχθηκε για να εγκατασταθεί στρατιωτικό νοσοκομείο. Το κτίριο του Παπαφείου έμεινε ανεπίτακτο μόνο στο διάστημα Ιουνίου 1922 – Απριλίου 1923, οπότε και επιτάχθηκε ξανά από τις στρατιωτικές υγειονομικές αρχές, και το Ορφανοτροφείο περιορίσθηκε σε μία πτέρυγα του ισογείου ως τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου.

Μόνο τότε, έπειτα από πολύ καιρό, το Ορφανοτροφείο εγκαταστάθηκε κανονικά στο οίκημα του. Οι τρόφιμοι αυξήθηκαν στους 130 (από τους οποίους οι 70 μάθαιναν ξυλουργική και οι 41 ραπτική). Οι δωρεές των αγοραστών ακινήτων του β’ τομέα ενίσχυσαν τα οικονομικά του, ταυτόχρονα με την αύξηση της δημοτικής επιχορήγησης.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 το Ορφανοτροφείο βαδίζει σταδιακά σε ένα δρόμο που κανείς πριν από λίγα χρόνια δε θα φανταζόταν. Επί μία τριετία δεν εισάγονται νέοι τρόφιμοι στο Ίδρυμα για λόγους οικονομιών. Τα ορφανά είναι μόλις 70 στα 1935, και οι μικρές τάξεις του δημοτικού σχολείου δε λειτουργούν.

Το προσωπικό περιορίζεται, και τα εργαστήρια εκμισθώνονται σε τρίτους. Παρόλες τις περικοπές, το κληροδότημα καλύπτει μόλις τις μισές δαπάνες και το υπόλοιπο συμπληρώνεται από το Δήμο. Το 1936 η διοίκηση αλλάζει και η νέα διοίκηση πετυχαίνει να λάβει κρατική επιχορήγηση. Το ίδρυμα αποκαλείται πλέον Εθνικό Παπάφειο Ορφανοτροφείο Μελιτεύς.

Στις 15.10.1936 το Δημοτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης παθαίνει σοβαρές ζημίες από πυρκαγιά, και οι ασθενείς φιλοξενούνται για ένα χρόνο σε πτέρυγα του Παπαφείου. Οι τρόφιμοι του τελευταίου φτάνουν τους 180. Διαθέτουν πλέον λουτήρες με ζεστό νερό και, χάρη στη δωρεά της οικογένειας Μοσκώφ, ένα ραδιόφωνο που ίσως αλλάζει το κλίμα του Ορφανοτροφείου.

Τα δύο τελευταία προπολεμικά χρόνια ο αριθμός των τροφίμων ξεπερνά τους 250. Η κρατική παρέμβαση γίνεται ολοένα και πιο έντονη.Από το 1939 δημιουργείται στο Ορφανοτροφείο παράρτημα των σχολών “Ευκλείδης”. Με την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το κτίριο του Παπαφείου επιτάχθηκε από τις στρατιωτικές υγειονομικές αρχές.

Αρχιτεκτονική του κτιρίου

Σχεδιάστηκε από τον Έλληνα αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη.

Το κτίριο του Παπαφείου Ορφανοτροφείου διαρθρώνεται σε τρία επίπεδα: ισόγειο και δύο ορόφους. Η κάτοψη διαμορφώνεται σε σχήμα Ε, όπου δίνονται συμβολικές προεκτάσεις σύνδεσης με το όραμα της Ελεύθερης Ελλάδας, ενώ δεν λείπουν βέβαια επιδράσεις από παρόμοια τυπολογία κτιρίων της Ευρώπης.

Η κάτοψη ακολουθεί αυστηρό κάνναβο και άξονες συμμετρίας, οι οποίοι απαντούνται και στην οργάνωση των όψεων, όπου βρίσκει εφαρμογή το τρίπτυχο: βάση-κορμός-στέψη.

Το στατικό σύστημα, σύμφωνα με ανάλογες κατασκευές κτιρίων της ίδιας εποχής και του ίδιου αρχιτέκτονα, αφού εκτενέστερη μελέτη σε αυτή την πρώτη φάση της μελέτης ήταν αδύνατη, εικάζεται οτι είναι αυτό της φέρουσας τοιχοποιίας με θεμελίωση που εδράζεται πάνω σε κάνναβο από διασταυρωμένα σενάζ.

Η φέρουσα τοιχοποιία φέρει σιδηροδοκούς μορφής διπλού Τ σε τακτά διαστήματα και με άξονες που διαφέρουν στις πτέρυγες. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται καμαρόκτιστη κατασκευή από τούβλο και συνδετικό υλικό και πάνω τους εδράζεται κεραμικό ή μαρμάρινο δάπεδο.

Η κατασκευή διαφέρει στο κεντρικό τμήμα του κτιρίου  (όπου και ο άξονας συμμετρίας) όπου εμφανίζεται φατνωματική κατασκευή.

  • Στο ισόγειο τοποθετούνται: τραπεζαρία, εντευκτήριο, χώρος αναψυχής, εργαστήριο ραφείου και αποθήκες ιματισμού, κοιτώνες υπηρετικού προσωπικού
  • Στον α΄ όροφο: αίθουσες διδασκαλίας, γραφεία διδακτικού προσωπικού. Στον α΄ όροφο, το γραφείο του διευθυντή έχει μετατραπεί σε μουσείο-μνήμη προς το βασιλιά Γεώργιο τον Α΄ που πέθανε εκεί.
  • Στο β΄ όροφο βρίσκονται οι κοιτώνες των παιδιών και στο κέντρο η αίθουσα των τελετών.

Στο ισόγειο, όπου αναπτύσσονται οι χώροι έντονης καταπόνησης τα δάπεδα αποτελούνται αποκλειστικά από γαρμπιλομωσαϊκό, ενώ στους ορόφους απαντώνται και μαρμάρινα δάπεδα με διακοσμητικά μοτίβα κυρίως στους χώρους κύριας κυκλοφορίας.

Χαρακτηριστική είναι η οργάνωση των όψεων σε τρεις οριζόντιες ζώνες ακολουθώντας τη βασική αρχή του κλασικισμού: βάση, κορμός, επίστεψη. Η διαίρεση αυτή επιτυγχάνεται με τις συνεχείς σειρές των ανοιγμάτων, τις οριζόντιες διακοσμητικές ταινίες καθώς και το γείσο επίστεψης του κτιρίου.

Στην πρόσοψη, το κεντρικό τμήμα προεξέχει ελαφρά με τη δημιουργία πρόπυλου, που οδηγεί στη μνημειώδη είσοδο του ιδρύματος, μέσω της τριπλής μαρμάρινης σκάλας.

Τα δύο άκρα της πρόσοψης προεξέχουν επίσης, οργάνωση που εφαρμόζεται και σε άλλα δημόσια κτίρια της εποχής (Γ΄ Σώμα Στρατού, Νοσοκομείο Αγ. Δημήτριος…).

Η επί μέρους μορφολογική επένδυση των όψεων θυμίζει αναγεννησιακά πρότυπα.

Τα ανοίγματα είναι δύο τύπων: ορθογώνια και τοξωτά ημικυκλικά. Φέρουν δε κουφώματα διπλά ανοιγόμενα με φεγγίτη, χωρίς παντζουρόφυλλα. Ο τύπος των κουφωμάτων ομαδοποιείται είτε κατά ζώνες όσον αφορά τους ορόφους, είτε κατά τμήματα όσον αφορά τις ¨κεραίες¨ του κτιρίου. Συνέπεια στα ορθογώνια ανοίγματα απαντάται στο ισόγειο όπου και εμφανίζονται προστατευτικά σιδερένια κιγκλιδώματα με διακοσμητικά μοτίβα. Τετράγωνα ανοίγματα εμφανίζονται αποκλειστικά στους φεγγίτες της υπερυψωμένης αίθουσας τελετών, στο β΄ όροφο.

Εκεί έχει κατασκευαστεί και ο ένας από τους δύο εξώστες του κτιρίου, ως επίστεψη του πρόπυλου της κυρίας εισόδου και φέρει μαρμάρινο κιγκλίδωμα. Ο δεύτερος εξώστης, συναντάται στο ύψος του πλατύσκαλου του κύριου κλιμακοστάσιου, στην πλευρά της εσωτερικής πλατείας που διαμορφώνει το κτίριο, με κιγκλίδωμα σιδερένιο με έντονη διακόσμηση.

Στο εσωτερικό, ενδιαφέρον παρουσιάζει η οργάνωση του χώρου της εισόδου που φαίνεται να προεκτείνεται στο χώρο του κλιμακοστασίου μέσα από τις δύο κιονοστοιχίες που αποτελούν επανάληψη της κιονοστοιχίας του πρόπυλου. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην αίθουσα των τελετών του β΄ ορόφου, όπου εντυπωσιάζει το ύψος που καλύπτει δύο ορόφους.

Ειδικά η κύρια είσοδος στο κτίριο, μέσω του α΄ ορόφου, εξασφαλίζεται μέσω των τριών επάλληλων ανοιγμάτων με τα διπλά ανοιγόμενα πορτόφυλλα με τους ημικυκλικούς φεγγίτες. Οι πόρτες είναι ξύλινες ταμπλαδωτές με ανάγλυφα μοτίβα στους ταμπλάδες και ανοιγόμενα παράθυρα πάνω από αυτούς με προστατευτικά σιδερένια κιγκλιδώματα.

Ίδιου τύπου είναι και η δευτερεύουσα είσοδος που οδηγεί -σε συνέχεια της κύριας εισόδου- στο πίσω μέρος του κτιρίου, στην εσωτερική αυλή, μόνο που αυτή είναι απλά, διπλή ανοιγόμενη με ορθογώνιο φεγγίτη.

Οι υπόλοιπες προσβάσεις στο κτίριο στο επίπεδο του ισογείου, όπως και αυτή που βρίσκεται στο τμήμα κάτω από τη μνημειώδη σκάλα της κυρίας εισόδου, εξασφαλίζονται μέσω κοινών ταμπλαδωτών φύλλων μονών ή διπλών ανοιγόμενων.

Διπλά ανοιγόμενα ταμπλαδωτά φύλλα με φεγγίτες χρησιμοποιούνται στο εσωτερικό του κτιρίου με μόνη διαφοροποίηση στα πετάσματα που απομονώνουν τις πτέρυγες στον α΄ και β΄ όροφο όπου οι φεγγίτες φέρουν διακόσμηση.

Η πρόσβαση στους ορόφους εξασφαλίζεται είτε με το κυρίως κλιμακοστάσιο στο χώρο της κυρίας εισόδου, είτε με τα βοηθητικά κλιμακοστάσια στο πέρας των δύο πτερύγων. Αυτά είναι μαρμάρινα και φέρουν κιγκλιδώματα σιδερένια με διακόσμηση.

Η στέγαση του κτιρίου πραγματοποιείται με την εγκιβωτισμένη δίριχτη στέγη που ¨τρέχει¨ κατά μήκος των πτερύγων ενώ διακόπτεται στο κεντρικό υπερυψωμένο τμήμα του κτιρίου καθώς και στις ¨αρθρώσεις¨ και τις απολήξεις τους. Εκεί διαμορφώνεται τετράριχτη εγκιβωτισμένη κεραμοσκεπή.

Ξενοδοχείο Αύγουστος 

Χτίστηκε το 1923 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη και εντάσσεται στο σύνολο των ξενοδοχείων που χτίστηκαν στην Θεσσαλονίκη την δεκαετία του ’20. Αρχικά οικία Αχμέτ Σατλή (μέχρι το 1926) και στην συνέχεια ξενοδοχείο Γ κατηγορίας μαζί με το Ορεστιάς-Καστοριά. Βρίσκεται στην συμβολή των οδών Σβορώνου και Πτολεμαίων και χτίστηκε σε μια περιοχή που φιλοξενούσε χάνια και πανδοχεία εκείνη την εποχή. Λειτουργεί από τον 1926 συνεχόμενα ως ξενοδοχείο και κατά καιρούς φιλοξένησε διάσημους ενοίκους όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Έχει χαρακτηριστεί έργο τέχνης με ΦΕΚ του 1986

Αρχιτεκτονικά στοιχεία

Αποτελείται από ισόγειο και δύο ορόφους με όψεις, που χαρακτηρίζονται από τις εκλεκτικιστικές τάσεις της εποχής, ενταγμένες στις γενικές αρχές οργάνωσης ενός νεοκλασικού έργου. Έχει εντυπωσιακή και πλούσια ανάγλυφη διακόσμηση στις ποδιές και τα πρέκια των παραθύρων, ανάγλυφες ζώνες, που ορίζουν τα ύψη των ορόφων και συμπαγές στηθαίο με κυκλικό στέμμα στην απότμηση της γωνίας (ΥΠΠΟ).

Πηγές: YΠΕΧΩΔΕ/ΥΠΠΟ/thessarchitecture/ Bιβλίο: Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών Β. Κολώνας

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα