Δέκα χρόνια χωρίς το Νίκο
Ένα αφιέρωμα στον άνθρωπο που δεν ξεχάσαμε ούτε μια μέρα.
Επιμέλεια: Γιώργος Τούλας
Το πέρασμα των χρόνων από μια απώλεια, λένε πως απαλύνει τη θλίψη. Στη δική του περίπτωση το κενό μοιάζει να ναι το ίδιο μεγάλο και το τραύμα το ίδιο βαθύ. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε χρόνο αυτή τη μέρα οι φίλοι του μαζεύονταν στο Μοδιάνο και τραγουδούσαν σαν να ήταν και κείνος μαζί τους. Το φετινό μάζεμα θα γίνει μετά την πανδημία.
Λίγες μέρες πριν ένιωσα την ανάγκη, καθώς πλησίαζε η επέτειος να πάρω ένα τη τηλέφωνο τη γυναίκα του και παντοτινό αφανή ήρωα της ζωής του, τη Βαρβάρα. Μου είπε μια ατάκα απόδειξη του μεγαλείου της ψυχής της που με συγκίνησε πολύ. ‘‘Λίγες μέρες μετά το θάνατο του, πήγαινα συχνά στα μνήματα, είδα ότι ένα κορίτσι είχε αφήσει ένα σημείωμα δεμένο σε ένα λουλούδι, σε μια άκρη του μνήματος. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως ο Νίκος δεν ανήκει σε μας. Ανήκει σε όλους εσάς που τον αγαπήσατε”.
Σήμερα θυμόμαστε τον Παπάζη, τον Πουσπούλ, το Νικόλα της Θεσσαλονίκης. Έφυγε ακριβώς πριν δέκα χρόνια.
Μια σπάνια αφήγηση του Νίκου για τη ζωή του στην ΕΡΤ.
-Η Θεσσαλονίκη για μένα είναι ένα γνώριμο τοπίο. Το πιο γνώριμο. Αισθάνομαι ότι βοήθησα στη δενδροφύτευση όλων των δένδρων που υπάρχουν στους δρόμους, ότι βοήθησα στο να στρωθούν οι πλάκες, οι άσφαλτοι.
-Η Θεσσαλονίκη που πρωτοείδα ήταν ένα υπέροχο μέρος. Ένιωθα τρισευτυχισμένος που γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ. Είναι το σπίτι μου. Είμαι πολύ δεμένος με το σπίτι μου. Νομίζω πως δεν ήθελα ποτέ να ξεκολλήσω από εδώ. Στα παιδικά μου χρόνια υπήρχαν ελάχιστα λεωφορεία και τραμ. Από μία διαβολεμένη περιέργεια, έπαιρνα από πίσω τα λεωφορεία και πήγαινα μέχρι το τέρμα τους. Πολλές φορές, μάλιστα, έφτανα στο τέρμα και δεν ήξερα καν που βρισκόμουν και έβαζα τα κλάματα. Με περιμαζεύανε οι εισπράκτορες και οι οδηγοί και με έστελναν με το επόμενο από εκεί που ξεκίνησα. Έτσι μ’ αυτό τον τρόπο είχα γνωρίσει όλη την πόλη.
-Η μαμά μου έζησε δύο πολέμους και δύο προσφυγιές με το σκληρότερο τρόπο. Κατάγεται από την Βιθυνία. Η μητέρα της με 3 μικρά κορίτσια στην αγκαλιά, περπατώντας νύχτα και κρυβόμενη τη μέρα έφτασε μέχρι το Αϊβαλί. Από εκεί πέρασε με πλοίο στη Μυτιλήνη και κατόπιν με ένα καΐκι ήρθαν στη Θεσσαλονίκη. Εκεί συναντήθηκε με την οικογένεια του πατέρα μου γιατί ήταν από τον ίδιο τόπο. Επειδή το τραγούδι ανοίγει την ψυχή της. Η ψυχή της έχει τόσο πόνο, που τελικά κυριαρχεί. Δεν την έχω ακούσει να τελειώνει ένα τραγούδι. Πάντα καταρρέει στο κλάμα. Ακόμα και όταν πρόκειται για χαρούμενα τραγούδια. Νομίζω ότι από αυτήν πήρα πολύ σοβαρά μαθήματα στη ζωή μου. Διδάχτηκα πως πρέπει να υπάρχει αυτή η ισορροπία ανάμεσα στη τεχνική και το τραγούδισμα. Και βέβαια το μεγάλο μάθημα που μου δίδαξε από την πρώτη στιγμή είναι πως δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από την στεναχώρια. Όλα παλεύονται, αλλά η στεναχώρια δεν παλεύεται.
Το δημοτικό μου σχολείο ήταν το 57ο, ένα παλιό κτίριο. Νομίζω πως είχε κατασκευαστεί από Γάλλο σχεδιαστή με μία τεράστια εσωτερική αυλή, ωραίες αίθουσες.
-Η πρώτη μου κυρία ήταν η κα. Αμαλία, την οποία ερωτεύτηκα. Μέσα από τον έρωτα μου γι’ αυτήν αγάπησα την μάθηση. Αργότερα είχα έναν πολύ καλό δάσκαλο τον κ. Μπάκα. Ήταν ένα εκπληκτικό σχολείο, ένιωθα τρομερή ασφάλεια και οι δάσκαλοι ενέπνεαν αυτή την ασφάλεια, οι οποίοι ήταν αφοσιωμένοι σ’ αυτό που έκαναν. Ήταν πολύ ευτυχισμένα χρόνια.
-Ο πατέρας μου ήταν ήρωας του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Αυτό το πράγμα με στιγμάτισε τόσο πολύ που 16 ετών πήγα με τα πόδια να δω τα μέρη που πολέμησε. Είχε κρυοπαγήματα τρίτου βαθμού, όμως, δεν πήγε ποτέ να το εξαργυρώσει αυτό το πράγμα. Ήταν ένα πολύ στοργικός πατέρας. Πάλεψε για την οικογένεια του σε χρόνια πολύ δύσκολα. Είχε ένα κρεοπωλείο. Όμως σε καιρό που το κρέας δεν καταναλωνόταν και ήταν πολύ μικρό το περιθώριο κέρδους. Δεν έκανε τίποτα άλλο, πάλευε σε όλη τη ζωή του για να τα καταφέρει. Από τον πατέρα μου πήρα το μάθημα της αυτοθυσίας, αυτός μου το δίδαξε πρώτος και με τον καλύτερο τρόπο.
-Η οικογένεια μας ήταν πολύ χαρούμενη. Ήμασταν 4 αδέρφια, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Εγώ ήμουν ο μικρότερος. Θυμάμαι ατελείωτα βράδια του χειμώνα να παίζουμε θέατρο, να τραγουδάμε όλοι μαζί. Ο αδερφός μου σκάλιζε λίγο το μπουζούκι. Εγώ καβάλα πάνω στους ώμους του έπαιζα κρουστό πάνω στο καπάκι του μπουζουκιού. Φυσικά τα αποκορυφώματα ήταν οι ονομαστικές εορτές, όπου μαζεύονταν φίλοι και συγγενείς, και χωρίς να έχουμε ούτε καν ραδιόφωνο, κάναμε ένα ολόκληρο γλέντι, τραγουδώντας εμείς οι ίδιοι. Εκεί πρωτομαγεύτηκα με το τι ακτινοβολία εκπέμπει το τραγούδι στη ψυχή του ανθρώπου που το ακούει. Και αυτό βάλθηκα να διαιωνίσω έκτοτε. Έτσι έγινα τραγουδιστής.
-Η γειτονιά μου είναι τα παλιά Λεμονάδικα. Ήταν η κεντρική αγορά των εσπεριδοειδών. Ήταν ο χώρος που στάθμευαν τα κάρα. Ήταν μία πολύ συμπαγής γειτονιά. Η μάνα του κάθε παιδιού, αισθανόταν όλα τα υπόλοιπα παιδιά, σαν δικά της.
Στα Λεμονάδικα τα χρόνια που μεγάλωνα υπήρχαν χιλιάδες καφάσια και υπήρχε μία ολόκληρη φυλή παιδιών του εμφυλίου, που τους αποκαλούσαν τσακάλια. Αυτοί όταν στοίβαζαν τα καφάσια, έφτιαχνα φωλίτσες και ζούσαν εκεί χειμώνα – καλοκαίρι. Αυτοί ήταν και οι πρώτοι μου φίλοι, οι πρώτοι άνθρωποι που δίδαξαν πράγματα. Ένας από αυτούς, ο Νίκος με έμαθε να περπατώ με τα χέρια σε ηλικία 4-5 ετών. Ήταν το σοβαρότερο μάθημα που έχω πάρει στη ζωή μου, να βασίζομαι τόσο πολύ στα χέρια μου.
-Στο ισόγειο του σπιτιού μου, στην Αμβροσίου 6 ζούσε μία περίεργη οικογένεια. Η κα. Σοφία και ο σύζυγος της. Αυτός ήταν Γερμανός στρατιώτης, υπηρέτησε εδώ ως γιατρός και βοήθησε πολύ όλη την γειτονιά. Στην απελευθέρωση αποφάσισε να μείνει εδώ, να μην γυρίσει στη Γερμανία. Το εκπληκτικό ήταν πως δεν τον πείραξε κανείς γιατί όλοι γνώριζαν την δράση του μέσα στην κατοχή. Εγώ τους γνώρισα πολύ καλά γιατί πήγαινα κάθε μέρα και τους ζητούσα να μπω στον κήπο να παίξω. Μου άρεσε πολύ να βλέπω τα χόρτα να μεγαλώνουν, τα ήξερα, θαρρείς και είχαν ονόματα. Τα έβλεπα μέρα με τη μέρα πως εξελίσσονταν. Θυμάμαι που ξάπλωνα και τα παρακολουθούσα από κοντά σαν μυρμήγκι. Αυτός με έβλεπε να μεγαλώνω και είχε πάντοτε ένα στοργικό βλέμμα, κοιτώντας με από το παράθυρο και είχα την βαθιά αίσθηση πως ενέκρινε όλη μου την δραστηριότητα, που ήταν πολύ ενθαρρυντικό. Ένας πολύ ευγενικός κύριος, λιγομίλητος, που στη ζωή του έκανε μόνο καλό.
-Γύρω στην ηλικία των 12 μετακομίσαμε στην Άνω Πόλη, όπου ο πατέρας μου διατηρούσε το κρεοπωλείο του. Μπροστά το τείχος του Τριγωνίου υπάρχει ένα τμήμα του τείχους, που κατεβαίνει προς το νότο, που είναι κομμένο απότομα. Αυτό το αποκαλούσαμε η άκρη του κόσμου γιατί αν πήγαινες και καθόσουν εκεί πάνω, μπροστά στα πόδια σου απλωνόταν η άβυσσος και στο βάθος του ορίζοντα όλη η πόλη και ο κόλπος. Πήγαινα λοιπόν εκεί τα βράδια, καθόμουν μόνος και τραγουδούσα με την ψυχή μου. Δεν με άκουγε βέβαια κανένας, αλλά εγώ τραγουδούσα για όλη την πόλη.
-Η πόλη μου έδωσε πολλά ερεθίσματα, αλλά το κυριότερο είναι η έμπνευση. Ως εκ τούτου η πόλη είναι που με διαμόρφωσε, με στοιχεία δικά της ανασυνθέτω πράγματα σε ήχους και στιχάκια. Με προίκισε με πράγματα που δεν υποπτεύομαι και της είμαι ευγνώμων.
-Στο τραγούδι μπήκα μέσα από τα γυμνασιακά σχήματα που φτιάχναμε στις τελευταίες τάξεις. Εκεί παίζανε ηλεκτρική μουσική, που φτιάχτηκε το καιρό των γεγονότων της Γάζας, όταν ξεκινούσε ο πόλεμος στο Βιετνάμ. Και στη πραγματικότητα ήταν μία κραυγή διαμαρτυρίας όλης αυτής της νεολαίας, του δυτικού κόσμου, που αφορούσε το Ψυχρό Πόλεμο, ζούσαν μία φρίκη, μία μούχλα απαίσια. Και το περιβάλλον στη Θεσσαλονίκη ήταν οι παρακρατικές και παραθρησκευτικές οργανώσεις, που δεν το αντέχαμε τα παιδιά που μεγαλώναμε εκείνο τον καιρό. Ήταν και τα χρόνια της άσκησης μου στη μουσική και υπάρχουν στοιχεία από αυτές τις μουσικές εκείνου του καιρού, που τα αγαπώ πάρα πολύ και τα έχω βάλει να συνυπάρξουν με πράγματα ετερόκλητα αργότερα. Το χαράτσι είναι κάτι τέτοιο γιατί τα ετερόκλητα μας συνιστούν. Δεν ντρέπομαι γι’ αυτό που ήμουν στο παρελθόν γιατί στη πραγματικότητα η μουσική παιδεία προέρχεται από τα γλέντια στο σπίτι και εκείνη η μουσική δεν έχει κανένα φόβο από επιμιξίες γιατί τα γονίδια της είναι πολύ ισχυρά.
-Όλα τα παιδιά της Θεσσαλονίκης είχαμε μεγάλη με την θάλασσα. Ήταν πεντακάθαρη, κάναμε μπάνιο μπροστά στον Λευκό Πύργο, ψαρεύαμε τηγανιές ολόκληρες και πηγαίναμε στο σπίτι. Έτρωγε όλη η οικογένεια. Η προκυμαία ήταν γεμάτη βάρκες. Πέρασε μία μεγάλη περίοδος, ο κόσμος μολύνθηκε αβάσταχτα, τόσο που έπαψε να κάνει βόλτα στη παραλία. Εγώ επανάκαμψα στην αγάπη μου για την θάλασσα πριν από περίπου μία δεκαετία και ξανά μπήκα στην αγκαλιά της. Ξαφνικά όλα τα πράγματα παίρνουν σχήμα μπροστά σου και ζωντανεύει η ιστορία τους. Εγώ έγραψα και ένα τραγούδι, «Τα σύνεργα» γιατί για πρώτη φορά μετά την μεγάλη παύση, έβλεπα όλες τις παλιές μου γειτονιές, χωρίς την ασχήμια. Από μακριά όλα φαντάζουν, όπως τα είχες στο μυαλό σου παιδί.
-Πολιτισμός ίσον θόρυβος. Η κίνηση και ο θόρυβος στο κέντρο έχουν γίνει αφόρητα. Τα σημάδια που ήξερα στην πόλη από μικρός υπάρχουν βεβαίως, αλλά έχουν λιγοστέψει και είναι τα κύρια σημάδια προσανατολισμού μου μέσα στη πόλη. Τα τείχη είναι ακλόνητο σημείο αναφοράς. Δεν καταλαβαίνεις τι συνέχεια των τειχών είναι εύκολο, όμως, να προσανατολιστείς σε σχέση με τους πύργους τουλάχιστον. Το άλλο σημείο προσανατολισμού είναι οι εκκλησίες. Η Θεσσαλονίκη έχει πάρα πολλές εκκλησίες, όντας μία κατεξοχήν βυζαντινή πόλη. Μάλιστα όταν ήμασταν μικρά, ο προσανατολισμός γινόταν με βάση τις εκκλησίες, π.χ «που μένει ο Λευτέρης . Μένει στην Παναγία Δέξια». Η πόλη ήταν χωρισμένη σε ενορίες. Δεν λέγαμε σταυροδρόμια οδών. Λέγαμε την περιοχή της εκκλησίας και έτσι προσανατολιζόσουν.
-Είμαι ένα προσφυγόπουλο. Ξέρεις για ένα προσφυγόπουλο, δεν υπάρχει δρόμος προς τα πίσω, μόνο προς τα μπρος. Δεν έχεις χωράφια να κληρονομήσεις, ούτε μαγαζιά έτοιμα, ούτε τίποτα. Έτσι ξεκινώντας τη ζωή μου έμαθα να χρησιμοποιώ και τα πόδια μου και τα χέρια μου και το μυαλό μου. Έτσι όταν χρειαστήκαμε studio, που δεν υπήρχε στη Θεσσαλονίκη όταν άρχισα να γράφω τραγούδια, δεν αναρωτήθηκα που υπάρχει studio να πάω αλλά είπα να φτιάξουμε ένα. Έτσι εμβάθυνα σε αυτή τη διαδικασία. Ένας φίλος έβαλε τα γέλια γιατί είχε παλιώσει το πορτοφόλι μου και έτσι πως το κοίταξα σαν κουρέλι, είπα τι κρίμα χάλασε, πρέπει να φτιάξω ένα καινούργιο. Μικρός έφτιαχνα ενισχυτές για τις κιθάρες, για τα συγκροτήματα, και ραδιοφωνικούς σταθμούς στα χρόνια της παρανομίας.
-Το τραγούδι σαν καλλιτεχνικό μόρφωμα προέρχεται από την ποίηση. Δεν διάβασα πάρα πολύ ποίηση στη ζωή μου, αλλά όποτε διάβασα συγκινήθηκα πάρα πολύ βαθιά. Γράφω τραγούδια – στιχάκια με απόλυτη συνείδηση ότι πρόκειται για κάτι που προέρχεται από την ποίηση. Όταν γράφω ένα στιχάκι και την μουσική του συγχρόνως, έχω μέσα μου ένα σύστημα κανόνων που καθορίζει το αποτέλεσμα. Πότε δεν θα τραγουδήσω μία λέξη παροξύτονα. Έχω επίσης μεγάλο σεβασμό στο πως εκφέρονται οι λέξεις. Το ω δεν πρόκειται να το εκφέρω σαν ο. Ή δεν πρόκειται να οξύνω την μελωδία σε ένα σημείο της λέξης που παίρνει βαρεία. Αυτός είναι και ο μεγάλος μου ο καημός με την κατάργηση του πολυτονικού. Καταργήθηκε η μουσική της γλώσσας και τους ακούς να τραγουδούν όπως θέλουν.
-Οι δικές μου μουσικές σπουδές δεν ήταν εγκύκλιες, ήταν μέσα από μια συλλογική προσπάθεια 5-6 παιδιών, που έδειχναν ο ένας στον άλλον ότι ήξερε και έτσι προχωρούσαμε όλοι μαζί. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος που εφαρμόζω και τώρα. Δεν ξέρω άλλο τρόπο. Οι μουσικοί που παίζουν στην ορχήστρα είναι και η παρέα μου. Μαζί αλωνίζουμε όλη την Ελλάδα κάθε καλοκαίρι, μαζί κάνουμε δοκιμές τα τραγούδια. Ο νεότερος μουσικός της ομάδας είναι στη σύνθεση της 5 χρόνια και ο παλαιότερος 20 χρόνια. Πρόκειται για μόνιμες σχέσεις. Είναι ο μόνος τρόπος που ξέρω να δουλεύω με τη μουσική, δεν θα πήγαινα ποτέ να προγραμματίσω ένα υπολογιστή με διάφορες γραμμές για να ακούσω πως ακούγεται. Καλώ την παρέα μου και τα παίζουμε.
https://www.youtube.com/watch?v=f34tc13kWiQ&t=296s&fbclid=IwAR0dE7o4-PMt9l_kmZ8SpHGfaWU9TZ3ffMW31_crTtDKbfmJVe1TP9viUVo
Το κείμενο αυτό του Γιώργου Τούλα είναι γραμμένο εν θερμώ λίγη ώρα μετά την είδηση του χαμού του Νίκου.
Κάποια στιγμή άρχισαν να χωρίζουν ένα χώρο μέσα στη ΜΕΝΤ. Παραξενευτήκαμε. Τι θα γίνει εδώ ρωτούσαμε έναν μαλλιά με ένα φουλάρι που ξημεροβραδιαζότανε απέξω όσο γινόταν οι εργασίες. Το Αγροτικόν, μας έλεγε κουλαριστός. Θα φτιάχνουμε δισκάκια…
Η Έφη Σταμούλη αποχαιρέτησε το Νίκο στην parallaxi τη μέρα του χαμού του.
Καλό ταξίδι Νίκο. Τώρα «πήρες το βαρκάκι σου, κι ό,τι καιρό κι αν κάνει» ανοίχτηκες για πολύ πιο μακρινές θάλασσες απ’ το Καραμπουρνού της νιότης μας.
Η Τζένη Βελένη θυμάται πως γράφτηκαν οι Στιγμές
Καθίσαμε στον κήπο, εκείνος αγκαλιά με τη Μπιάνκα, τη γάτα μου, ο μεγάλος μου γιος να τρέχει να φέρει ποτήρια για τσίπουρο, ο μικρός να έχει χαζέψει που έβλεπε το είδωλο μπροστά του.
Και το άκουσμα του ντέμο σφραγίστηκε, πριν καν γίνει η εγγραφή στο στούντιο, με κάμποσα τσιπουράκια και χαρούμενα σχόλια κι ενθουσιασμό από μέρους μου
Ένα podcast του Άκη Σακισλόγλου για μια συνέντευξη με το Νίκο, τα Χριστούγεννα του 2005 στο στούντιο Αγροτικόν.
PODCAST: Μια ξεχασμένη συνέντευξη του Νίκου Παπάζογλου που γεννήθηκε σαν σήμερα
Ένας φίλος του Νίκου που θέλησε να κρατήσει την ανωνυμία του μας έγραψε για την αγάπη του για τη θάλασσα.
Όταν με το καλό τελείωνε ο αγώνας, έβγαινε αυτή στο ντόκο και με αληθινή αγωνία την ρωτούσε για το πώς ήταν ο αγώνας, τι τερμάτισε αυτή, ποιος κέρδισε και όλα τα υπόλοιπα που ακούς μεταξύ ιστιοπλόων που πέρασαν μια ακόμα μέρα στη θάλασσα!
Ο Γιάννης Τσολακίδης τρία χρόνια μετά το θάνατο έγραφε εδώ
Η ΜΕΝΤ τον έκλαψε. Όλη η Τούμπα τον έκλαψε. Κι ακόμη κλαιν πολλοί καθώς το μνημόσυνό του πέφτει πάντα μες στο Πάσχα και το όλο κλίμα φορτίζει παραπάνω το θυμικό μας, τη συγκίνηση… «Γεια σου Παπάζη» του ‘λεγα, όταν έφτανα στο κατώφλι του γραφείου που είχε απέναντι από το studio στην Επταλόφου. «Γεια σου καρντάση, πέρνα μέσα, έχω και μια ρακή!!!» απαντούσε με χαμόγελο κι έπιανε με χέρια… ανθρακωρύχου, απ’ τις δουλειές που έκανε- εκπληκτικός χειρώναξ- τη φιάλη.
O Κωστής Ζαφειράκης τον επισκέφτηκε στην Τούμπα για μια από τις διαφορετικές κουβέντες που έκανε
Εγώ το χρειάζομαι το μαντήλι, όταν τραγουδάω. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της εκστρατείας μου. Μ’ αυτό σκουπίζω τον ιδρώτα μου, κρατάει τον λαιμό σε μια σταθερή θερμοκρασία. Θα μου πεις γιατί δεν το αλλάζεις; Και το επιχείρησα κάποια στιγμή, απαντώντας σ’ αυτούς που έλεγαν «αμάν πια αυτός με τον μαντήλι» αλλά ξαναγύρισα σ’ αυτό. Είναι το κόσμημά μου. Τίποτα παραπάνω.
Ο Βασίλης Παπαδόπουλος για την ομάδα των φίλων που κρατάνε τη μνήμη του στο ζωντανή
«Εμείς που τον ζήσαμε λίγο παραπάνω, λέμε ότι ο Νίκος δεν έχει «φύγει» και κάπου εδώ γύρω μας γυρίζει. Είναι πολύ σημαντικό που έγινε η ομάδα, δεν υπήρχε τίποτα. Δε το λέω για να περηφανευτώ. Μου λέει η αδερφή του «μ’ αυτό που έκανες ξαφνικά είναι σαν να ζει ο Νικόλας».
Μια ομάδα στο Facebook όπου η ψυχή του Νικόλα ακόμα τραγουδά
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ