Parallax View

Λειψυδρία: Λάθος η διάγνωση, λάθος και η θεραπεία

Ο Γιάννης Μυλόπουλος γράφει για τα μέτρα και τα έργα που πρότεινε η κυβέρνηση πρόσφατα για την αντιμετώπιση του προβλήματος

Parallaxi
λειψυδρία-λάθος-η-διάγνωση-λάθος-και-η-1208626
Parallaxi

Λέξεις: Γιάννης Μυλόπουλος

Όσο πιο λάθος είναι η διαπίστωση των συνθηκών και η διάγνωση των αιτίων που προκάλεσαν ένα πρόβλημα, τόσο πιο αναποτελεσματική θα αποδειχθεί η θεραπεία που θα στηρίζεται σε αυτή τη διάγνωση.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει με τα μέτρα και τα έργα που πρότεινε η κυβέρνηση πρόσφατα για την αντιμετώπιση του προβλήματος της λειψυδρίας.

Η διάγνωση στην οποία στηρίζονται οι προτάσεις της κυβέρνησης, ότι δηλαδή για τη λειψυδρία στην Ελλάδα ευθύνονται οι συνθήκες ανομβρίας των τελευταίων χρόνων, είναι επιστημονικά λανθασμένη.

Η Ελλάδα δεν πλήττεται γενικώς και αορίστως από ανομβρία τα τελευταία χρόνια. Οι πρόσφατες πλημμύρες και οι καταστροφές στη δυτική, κυρίως, Ελλάδα το αποδεικνύουν περίτρανα.

Στην Ελλάδα το πρόβλημα με το νερό δεν οφείλεται σε ανομβρία, αλλά στα αρνητικά ισοζύγια που εμφανίζουν οι περισσότερες υδατικές περιφέρειες και οι περισσότερες λεκάνες απορροής.

Και όπως είναι γνωστό από τις επιστημονικές περιοχές της Τεχνικής Υδρολογίας και της Διαχείρισης των Υδατικών Πόρων, τα αρνητικά ισοζύγια προσφοράς και ζήτησης νερού δεν είναι πάντοτε ταυτόσημα με την ανομβρία.

Τις περισσότερες φορές οφείλονται στην υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας των υδατικών συστημάτων.

Ένα αρνητικό ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης νερού, δηλαδή, δεν παραπέμπει μονόδρομα και υποχρεωτικά σε μείωση των βροχοπτώσεων. Πολύ συχνά, μπορεί να οφείλεται σε αυξημένη ζήτηση. Σε ζήτηση νερού, δηλαδή, η οποία υπερβαίνει τα ανανεώσιμα υδατικά αποθέματα της συγκεκριμένης λεκάνης.

Ακριβώς όπως συμβαίνει με ένα αρνητικό λογιστικό ή με ένα αρνητικό ενεργειακό ισοζύγιο. Δεν ευθύνεται πάντα η μείωση της προσφοράς, αλλά πολύ συχνά ευθύνεται η αυξημένη ζήτηση. Ιδίως όταν αυτή ξεπερνά την ανανεωτική ικανότητα των αποθεμάτων.

Έτσι, παρά το γεγονός ότι παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο της εξελισσόμενης Κλιματικής Αλλαγής μια μικρή τάση μείωσης των βροχοπτώσεων σε σχέση με το παρελθόν, της τάξης του 10% – 20%, αυτή η μείωση είναι πολύ μικρή για να εξηγήσει τα πολύ μεγάλα ελλείμματα που εμφανίζουν οι ταμιευτήρες της ΕΥΔΑΠ στη δυτική Στερεά Ελλάδα και στην Ήπειρο.

Πολλώ δε μάλλον που αυτές οι συγκεκριμένες περιοχές στις οποίες βρίσκονται οι ταμιευτήρες του Μόρνου και του Εύηνου είναι από τις πιο προνομιούχες, όσον αφορά στα ύψη των βροχοπτώσεων και πάντως όχι από εκείνες που πλήττονται περισσότερο από μειωμένες βροχοπτώσεις.

Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η λειψυδρία που εμφανίζεται σε συγκεκριμένες περιοχές οφείλεται κατά κύριο λόγο στην άνευ ορίων αύξηση της ζήτησης του νερού και όχι αναγκαστικά σε μειωμένες βροχοπτώσεις. 

Κι όταν αναφερόμαστε σε αύξηση της ζήτησης του νερού, δεν εννοούμε ούτε μόνο αυτήν που οφείλεται στην αύξηση του πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα, ούτε μόνο εκείνη που οφείλεται στην κατακόρυφη αύξηση του τουρισμού στα νησιά και στις παράκτιες περιοχές.

Εννοούμε και την αύξηση της ζήτησης σε νερό εξ αιτίας της κακής συντήρησης των υδραυλικών έργων και των δικτύων στην ύδρευση και την άρδευση, καθώς και την αύξηση της κατανάλωσης του νερού που οφείλεται στον μη εκσυγχρονισμό των πεπαλαιωμένων αρδευτικών συστημάτων. Διαρροές δικτύων ύδρευσης και άρδευσης και απώλειες νερού σε σπάταλα αρδευτικά συστήματα, φτάνουν να ευθύνονται για απώλειες που μπορεί να φτάνουν και το 50% των αρχικών αποθεμάτων.

Αν, μάλιστα, ληφθεί υπόψη ότι στον αγροτικό τομέα καταναλώνεται στην Ελλάδα ετήσια το 85% του νερού που καταναλώνεται συνολικά στη χώρα, γίνεται αντιληπτό το μέγεθος της σπατάλης από τον μη εκσυγχρονισμό, τη μη ανανέωση και τη μη αντικατάσταση των πεπαλαιωμένων και σπάταλων δικτύων και συστημάτων άρδευσης.

Αν σε αυτό το πρόβλημα προσθέσει κανείς και εκείνο της μη χρηματοδότησης νέων εγγειοβελτιωτικών έργων πολλαπλού σκοπού για τη συγκράτηση, την εκταμίευση και την αποθήκευση του νερού, ιδίως σε διασυνοριακές λεκάνες, όπως των Σερρών και του Έβρου για παράδειγμα, έχει ολόκληρη την εικόνα του προβλήματος των ελλειμματικών ισοζυγίων στη χώρα μας.

Από την άλλη πλευρά, η προσεκτική εξέταση των μετρήσεων των βροχοπτώσεων τα τελευταία χρόνια δείχνει ότι η μεγαλύτερη επίπτωση της Κλιματικής Αλλαγής στο νερό στις λεκάνες απορροής δεν είναι η μείωση των βροχοπτώσεων, αλλά η αλλαγή της κατανομής του νερού στον χρόνο και τον χώρο.

Μια συνθήκη που δεν θα αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, αν δεν ληφθούν μέτρα και δεν σχεδιαστούν υδραυλικά έργα για την προσαρμογή της διαχείρισης του νερού στις νέες και δυσμενέστερες συνθήκες της Κλιματικής Αλλαγής.

Μια προσεκτική ματιά στα στοιχεία που κατά καιρούς δημοσιεύει η ΕΜΥ δείχνει ότι υπάρχει, πράγματι, μια μεσοσταθμική τάση μικρής μείωσης των βροχοπτώσεων τελευταία της τάξης του 10% – 20%, ανάλογα με την περιοχή. Αυτή όμως σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί το μεγάλο έλλειμμα νερού που εμφανίζουν οι ταμιευτήρες.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η κυβέρνηση, παρουσιάζοντας τα μέτρα, ανέφερε ως αιτία για τη λειψυδρία την πρόσφατη σχετικά ξηρή χρονιά του 2024. Παρέβλεψε, όμως, να σημειώσει ότι το 2020 – 2021 ήταν μια ιδιαίτερα υγρή χρονιά, με πλημμύρες και ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως ο Ιανός. Όπως, άλλωστε, ήταν και το 2023 με τον Daniel στη Θεσσαλία…

Η εναλλαγή περιόδων ξηρασίας με ιδιαίτερα υγρές περιόδους και όχι η ανομβρία, είναι η κύρια αιτία για την οποία δεν γεμίζουν όπως παλιά οι δεξαμενές και οι ταμιευτήρες του νερού.

Με δυο λόγια νερό πέφτει αλλά με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην εμπλουτίζονται οι υδροφορείς και οι ταμιευτήρες με τους ίδιους ρυθμούς που εμπλουτίζονταν άλλοτε.

Οι καταιγίδες και οι πλημμυρικές απορροές στις υγρές περιόδους που πλέον διαδέχονται τις παρατεταμένες περιόδους ξηρασίας δεν ευνοούν τη διήθηση του νερού στο έδαφος και συνεπώς και τον εμπλουτισμό των δεξαμενών και των ταμιευτήρων.

Οι εκτεταμένες δασικές πυρκαγιές τα καλοκαίρια επιπλέον, δυσχεραίνουν τη συγκράτηση του νερού στους υδροφορείς στις καμένες ανάντη περιοχές των λεκανών απορροής, ενισχύοντας τα πλημμυρικά φαινόμενα στα κατάντη.

Η διπλή αυτή διαπίστωση, της αύξησης της ζήτησης αφενός και της αλλαγής της κατανομής του νερού στον χρόνο και τον χώρο αφετέρου, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για νέα υδραυλικά έργα συγκράτησης, εκταμίευσης και αποθήκευσης του νερού, προσαρμοσμένα στις νέες συνθήκες της Κλιματικής Αλλαγής.

Η υποχρεωτική αναδάσωση των καμένων περιοχών, αντί της εγκατάστασης ανεμογεννητριών, όπως και τα έργα ορεινής υδρονομίας, αναβαθμοί δηλαδή και μικρά ή μεγαλύτερα φράγματα στα ορεινά για τη συγκράτηση των πλημμυρικών απορροών που είναι η νέα, πλέον, πραγματικότητα για τις βροχοπτώσεις, είναι τα αναγκαία έργα τόσο για τον εμπλουτισμό των υδροφορέων στα ορεινά, όσο όμως και για την αντιπλημμυρική προστασία των κατάντη περιοχών.

Αυτή η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται λόγω Κλιματικής Αλλαγής αφενός και λόγω αλλαγής του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας με το μη εκσυγχρονισμό των εγγειοβελτιωτικών έργων, αλλά και την αύξηση του τουρισμού που υπερβαίνει, συχνά, τη φέρουσα ικανότητα των λεκανών απορροής, δεν αντιμετωπίζεται μονοθεματικά, με έργα διαχείρισης της φυσικής προσφοράς του νερού, όπως είναι τα έργα που εξήγγειλε η κυβέρνηση.

Πρώτα γιατί οι εκτροπές επιπλέον ποταμών προκειμένου να ενισχυθεί το δίκτυο ύδρευσης της Αθήνας δεν απαντούν στις αιτίες του προβλήματος. 

Και δεύτερον γιατί η διαχείριση της φυσικής προσφοράς του νερού είναι αποδεδειγμένα μια σπάταλη και αναποτελεσματική μέθοδος για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας, καθώς οι διαθέσιμοι υδατικοί πόροι είναι πεπερασμένοι και εξαντλήσιμοι.

Και τέλος η επέκταση της αρμοδιότητας της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ σε αγροτικές και τουριστικές περιοχές δεν θα λύσει κανένα πρόβλημα, γιατί χρειάζεται ειδική τεχνογνωσία για τις αγροτικές χρήσεις και για τα σύγχρονα εγγειοβελτιωτικά έργα που δεν την διαθέτουν η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ, που ειδικεύονται στην ύδρευση και την αποχέτευση.

Και αφετέρου η επέκταση της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ σε αγροτικές και τουριστικές περιοχές δεν θα λύσει κανένα πρόβλημα, γιατί εκείνο που χρειάζεται είναι σημαντικές δημόσιες επενδύσεις σε υδραυλικά και σε εγγειοβελτιωτικά έργα, που δεν προγραμματίζονται καν. Αφού η μεγάλη ευκαιρία του Ταμείου Ανασυγκρότησης για να χρηματοδοτηθούν τα απαραίτητα υδραυλικά και εγγειοβελτιωτικά έργα στην περιφέρεια χάθηκε ανεπιστρεπτί.

Και αφού το μοντέλο της χρηματοδότησης των υδραυλικών έργων που επιλέχθηκε μετά τις πλημμύρες στη Θεσσαλία δίνει έμφαση σε ιδιωτικές και όχι σε δημόσιες επενδύσεις.

Είναι βέβαιο, συνεπώς, ότι οι νέες εκτροπές ποταμών που προτάθηκαν ως μέτρα για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας θα εξαντλήσουν τα τελευταία διαθέσιμα αποθέματα νερού στο βωμό του ίδιου σπάταλου και αναποτελεσματικού μοντέλου διαχείρισης των υδατικών πόρων που εξάντλησε τα αποθέματα μέχρι σήμερα.

Τι χρειάζεται να γίνει;

  1. Χρειάζονται υδραυλικά έργα πολλαπλού σκοπού για την προσαρμογή στις συνθήκες της Κλιματικής Αλλαγής. Χρειάζονται υδραυλικά έργα, δηλαδή, που θα αξιοποιήσουν το χαμένο νερό λόγω των νέων δυσμενών συνθηκών κατανομής του στον χρόνο και τον χώρο, καθώς και έργα που θα ενισχύσουν την εκταμίευση και την αποθήκευση του νερού στους υδροφορείς και τις δεξαμενές του νερού. Μέχρι και ο Έβρος έφτασε να αντιμετωπίζει το φάσμα της λειψυδρίας, καθώς δεν εκτελέστηκαν εγγειοβελτιωτικά και υδραυλικά έργα που θα συγκρατούσαν το νερό που αφήνουν να περάσει στη χώρα μας τα αντίστοιχα έργα που εκτελέστηκαν στη Βουλγαρία και την Τουρκία.
  2. Και επιπλέον χρειάζονται μέτρα και έργα στην κατεύθυνση της διαχείρισης της ζήτησης του νερού, προκειμένου να εξοικονομηθούν τα υδατικά αποθέματα που χάνονται λόγω διαρροών και λόγω απωλειών σε πεπαλαιωμένα υδραυλικά δίκτυα και βέβαια και σε σπάταλα αρδευτικά συστήματα.
  3. Τέλος, χρειάζονται έργα και μέτρα για την επαναφορά της τουριστικής ανάπτυξης εντός των δεδομένων της φέρουσας ικανότητας των λεκανών απορροής στα ελληνικά νησιά και στις παράκτιες περιοχές.

Όσο λάθος είναι η διάγνωση, ότι δεν έχουμε, δηλαδή, νερό επειδή μειώθηκαν οι βροχοπτώσεις, άλλο τόσο λάθος είναι η κατεύθυνση των μέτρων που παρουσιάστηκαν για τη λειψυδρία.

Αν δεν υπάρξει ένας βιώσιμος σχεδιασμός της διαχείρισης των υδατικών πόρων στην κατεύθυνση της προσαρμογής στις νέες συνθήκες της Κλιματικής Αλλαγής, καθώς και στην κατεύθυνση της διαχείρισης της ζήτησης του νερού, το πρόβλημα των αρνητικών ισοζυγίων στις λεκάνες απορροής και της λειψυδρίας στα μεγάλα αστικά κέντρα και στις τουριστικές περιοχές δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί.

Απλώς, τα μέτρα που προτάθηκαν θα εξαντλήσουν και τα τελευταία υδατικά αποθέματα της χώρας με λάθος έργα, στον βωμό μιας σπάταλης και μη βιώσιμης πολιτικής για το νερό.

*Ο Γιάννης Μυλόπουλος είναι Καθηγητής, πρώην Πρύτανης ΑΠΘ και Επικεφαλής της παράταξης ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ Κ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα