Άρης Χατζηστεφάνου: «Ζούμε τη μεγαλύτερη κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας στην ανθρώπινη ιστορία»
Ο διακεκριμένος ερευνητικός δημοσιογράφος μιλά στην Parallaxi για την κρίση στη δημοσιογραφία και την τεχνητή νοημοσύνη
Πάντα θαύμαζα τον τρόπο με τον οποίο ο Άρης Χατζηστεφάνου έκανε δημοσιογραφία.
Εμπεριστατωμένη έρευνα, τεκμηριωμένα στοιχεία, μαχητικότητα, πάντα σε περιμένει μια έκπληξη και κάτι καινούργιο διαβάζοντας ή ακούγοντάς τον.
Μέσω του Infowar μαθαίνεις πράγματα που δύσκολα μπορείς να βρεις αλλού, όμως η σπουδαία του δουλειά επισφραγίστηκε στις συνεργασίες του με το BBC και τον Guardian.
Εκεί που πάντως έκανε πάταγο ήταν με τα ντοκιμαντέρ του.
Debtocracy για την κρίση χρέους, Catastroika για τις ιδιωτικοποιήσεις, το Φασισμός ΑΕ, ένα ντοκιμαντέρ που αποτελεί ντοκουμέντο για τον τρόπο με τον οποίο οι οικονομικές ελίτ του ΄20 και του ΄30 υποστήριξαν τα φασιστικά καθεστώτα και ακόμη δύο την τελευταία δεκαετία, το This is Not A Coup και το Make the Economy Scream.
Είναι και συγγραφέας βιβλίων, το τελευταίο του με τίτλο Προπαγάνδα και Παραπληροφόρηση στο ίντερνετ ήδη έχει μεγάλη απήχηση.
Ο Άρης Χατζηστεφάνου είναι ο σημερινός προσκεκλημένος μας στη στήλη για τη Δημοσιογραφία και από τις απαντήσεις του καταλαβαίνει κανείς γιατί έχει τόσο μεγάλο πιστό κοινό που τον ακολουθεί.
Ποιο είναι κατά τη γνώμη σου το μεγαλύτερο πρόβλημα της δημοσιογραφίας σήμερα;
«Για τουλάχιστον δυο δεκαετίες τα ΜΜΕ σε όλο τον κόσμο ανέθεσαν την επικοινωνία με τους αναγνώστες και τους ακροατές τους στις μεγάλες πλατφόρμες του διαδικτύου. Τα κείμενά μας υπήρχαν μόνο αν εμφανίζονταν στην Google, το Facebook, το X κτλ..
Η σχέση αυτή ήταν πάντα λεόντειος καθώς οι πλατφόρμες αποκόμιζαν το μεγαλύτερο τμήμα των εσόδων αλλά τουλάχιστον επέτρεπε στα μέσα να προωθούν τη δουλειά τους.
Σήμερα ζούμε τον λεγόμενο «θάνατο του λινκ», οι πλατφόρμες όλο και συχνότερα παρουσιάζουν στους επισκέπτες τους μια σύνοψη της δημοσιογραφικής παραγωγής μέσω ΑΙ, την οποία κυριολεκτικά κλέβουν από τους δημιουργούς της χωρίς συχνά καμία αναφορά στην πηγή.
Αυτό σημαίνει ότι εκμηδενίζονται τα κέρδη που ανέμεναν τα ΜΜΕ από διαφημίσεις, χορηγίες ή συνδρομές που λάμβαναν από τους αναγνώστες τους.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας στην ανθρώπινη ιστορία η οποία θα υποβαθμίσει σε τρομακτικό βαθμό την ποιότητα του περιεχομένου καθώς χιλιάδες μικρά μέσα θα οδηγηθούν στην αφάνεια.
Για να μην παρεξηγηθώ, ήμουν και παραμένω υπέρ της ελεύθερης και δωρεάν διάδοσης κάθε πληροφορίας – ακόμη και με όρους πειρατείας – πάντα όμως προς όφελος των πολλών. Αντίθετα σήμερα βιώνουμε την κλοπή περιεχομένου από τους ισχυρούς».
Οφείλει ένας δημοσιογράφος να παίρνει θέση για ένα γεγονός; Αν ναι, υπάρχουν εξαιρέσεις, δηλαδή περιπτώσεις που δε θα έπρεπε να το κάνει;
«Η πραγματικότητα είναι αντικειμενική αλλά η μεταφορά της περιέχει πάντα υποκειμενικά στοιχεία. Ο δημοσιογράφος θα πάρει θέση ακόμη και αν δεν το θέλει. Ο τρόπος που θα συντάξει τον τίτλο του κειμένου του, η φωτογραφία που θα επιλέξει για να το συνοδεύσει, ή ακόμη και η χρονική στιγμή που θα το δημοσιεύσει αποκαλύπτουν την προσωπική του θεώρηση των πραγμάτων.
Η ποιότητα της δουλειάς του δεν κρίνεται από μια (ανύπαρκτη) έννοια αντικειμενικότητας αλλά από τον σεβασμό στα πραγματικά δεδομένα και κυρίως από το αν βρίσκεται στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Προσωπικά αποφάσισα να γίνω δημοσιογράφος βλέποντας την ταινία Αποστολή στη Νικαράγουα (όσοι την έχουν δει θα καταλάβουν) αλλά ενηλικιώθηκα δημοσιογραφικά με τη φράση του μεγάλου ερευνητή δημοσιογράφου Ρόμπερτ Φισκ: «Είμαστε δίκαιοι και αντικειμενικοί στο πλευρό αυτών που υποφέρουν».

Η γραμμή του μέσου ενημέρωσης στο οποίο εργάζεται ένας δημοσιογράφος σε ποιο βαθμό πρέπει να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο σκέπτεται;
«Θεωρητικά δεν θα έπρεπε καθόλου. Πρακτικά θα συμβεί, άλλοτε συνειδητά και πολλές φορές ασυνείδητα. Παλαιότερα οι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα ήξεραν ότι υπάρχει μια κόκκινη γραμμή την οποία δεν μπορούσαν να περάσουν (δεν έγραφες για τα καράβια ή τις κατασκευαστικές του αφεντικού σου). Σταδιακά η κόκκινη γραμμή μετατοπιζόταν αναγκάζοντας τον δημοσιογράφο να αυτολογοκρίνεται και να συντονίζεται με τη σκέψη του ιδιοκτήτη.
Το δικό μου στοίχημα, όταν εργαζόμουν σε μεγάλα, κυρίαρχα ΜΜΕ, ήταν να διατηρήσω τον τρόπο σκέψης μου, προσαρμόζοντας τη μορφή (αλλά όχι το περιεχόμενο) όσων ήθελα να πω στα χαρακτηριστικά του Μέσου. Ήταν ένας ανταρτοπόλεμος για τον οποίο είχα πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου το κείμενο του Μπέρτολτ Μπρεχτ: Πέντε δυσκολίες για αν γράψει κανείς την αλήθεια.
Μετά την πρώτη δεκαετία του 2000, αυτό έγινε πρακτικά αδύνατο σε πολλά ελληνικά ΜΜΕ. Στο εξωτερικό υπήρχαν περιπτώσεις όπου δημοσιογράφοι ασκούσαν κριτική ακόμη και στα αφεντικά τους (πολύ σπάνιο αλλά συνέβαινε έστω και σαν εξαίρεση). Στην Ελλάδα έπρεπε συχνά να μετατραπείς σε πρακτικογράφο των ισχυρών. Και εκεί χώρισαν οι δρόμοι μας. Παρόλα αυτά έχω ακόμη τεράστια εκτίμηση σε συναδέλφους που συνεχίζουν να δίνουν τη μάχη, μέσα από κυρίαρχα ΜΜΕ σε ένα τόσο εχθρικό περιβάλλον».
Γιατί η κοινή γνώμη δεν έχει πια την καλύτερη άποψη για το λειτούργημα του δημοσιογράφου;
«Γιατί η κοινή γνώμη είναι υγιής και αντιλαμβάνεται πολύ περισσότερο από όσο πιστεύουμε την προπαγάνδα και την παραπληροφόρηση που της σερβίρουν. Το ότι αφήνουν μια τηλεόραση ανοιχτή να παίζει στο βάθος δεν σημαίνει ότι ελέγχονται από αυτή. Το καταλαβαίνουμε σε μεγάλα γεγονότα όπως πχ το δημοψήφισμα στην Ελλάδα, ή γενοκτονία στη Γάζα ή ακόμη και η εκλογή του Μαμντάνι στη δημαρχεία της Νέας Υόρκης.
Όσο μεγαλύτερη και πιο χυδαία ήταν η επιχείρηση προπαγάνδας τόσο μεγαλύτερη ήταν η αντίδραση του κόσμου και εν τέλει η απαξίωση των μέσων που προωθούσαν αυτή την προπαγάνδα».
Πώς προφυλάσσεται ένας δημοσιογράφος από τα fake news;
«Θεωρητικά δεν κινδυνεύει από fake news αν ακολουθεί τους βασικούς κανόνες ελέγχου και διασταύρωσης των πληροφοριών. Ακόμη και στην εποχή των deep fake είναι καλά προφυλαγμένος αν κάνει καλά τη δουλειά του και έχει μια στοιχειώδη εξοικείωση με τις νέες τεχνολογίες.
Παρεμπιπτόντως θέλω να τονίσω ότι τα fake news δεν είναι η βασικότερη απειλή ούτε για τους δημοσιογράφους ούτε για το κοινό τους.
Όπως εξηγώ και στο βιβλίο μου, από τα μέσα της περασμένης δεκαετίας στήθηκε μια ολόκληρη βιομηχανία που απέδιδε όλα τα δεινά της εποχής μας στην παραπληροφόρηση. Με αυτό τον τρόπο ήθελε να συγκαλύψει τα πραγματικά αίτια των κρίσεων για τις οποίες συνήθως ευθύνονται η ανισότητα που δημιουργεί το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα και η τρομακτική φτωχοποίηση μεγάλου τμήματος του παγκόσμιου πληθυσμού. Σε αυτές τις συνθήκες η εμμονή στα fake news ήταν και αυτή μια μορφή… fake news».

Πώς βλέπεις τη σχέση των Social Media και της Τεχνητής Νοημοσύνης με τη Δημοσιογραφία;
«Είναι εξαιρετικά εργαλεία για έναν δημοσιογράφο που του επιτρέπουν να εμβαθύνει στη δουλειά του και να φτάσει σε ένα ευρύτερο ακρωτήριο αν ξέρει να τα χρησιμοποιεί. Παρά τα όσα λέγονται έχουμε τις συνθήκες για να προσφέρουμε και να λαμβάνουμε την καλύτερη ενημέρωση που μπορούσε ποτέ να επιτευχθεί.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι το ιδιοκτησιακό καθεστώς των social media αλλά και των εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης και κυρίως των Μεγάλων Γλισσικών Μοντέλων όπως το ChatGPT. Όταν σε εννέα στις δέκα ερωτήσεις που θέτουμε στο ίντερνετ μας απαντά μια εταιρεία (η Google) και όταν οι μεγαλύτερες πλατφόρμες έχουν την έδρα τους σε μια χώρα (τις ΗΠΑ) προκύπτει ένας πρωτοφανής έλεγχος της πληροφορίας.
Συνήθως θεωρούμε ότι αυτό είναι ένα πρόβλημα που αφορά μόνο τους καταναλωτές περιεχομένου, δηλαδή τους αναγνώστες μας, αλλά στην πραγματικότητα καθορίζει και τη δουλειά των δημοσιογράφων».
Έχεις μετανιώσει για κάποιο χειρισμό σου σε ένα δημοσιογραφικό θέμα και αν ναι τι ήταν αυτό που είχες κάνει λάθος και δε θα επαναλάμβανες;
«Είναι τόσα πολλά τα λάθη που κάνει ένας δημοσιογράφος ώστε δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Γενικότερα θα έλεγα ότι πολλές φορές αποξένωσα αναγνώστες ή ακροατές με τον τρόπο που εξέφραζα κάποιες θέσεις.
Θα μπορούσα δηλαδή να έχω θίξει τα ίδια ζητήματα, όσο ριζοσπαστικά ή εκτός του κυρίαρχου πλαισίου και αν βρίσκονταν, σεβόμενος τις ιδιαιτερότητες ή ακόμη και τις ανησυχίες και τους φόβους του ακροατηρίου.
Επίσης όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο συνειδητοποιούσα πόσο σημαντικό είναι να αναγνωρίζεις άμεσα τα λάθη σου, να τα ανακοινώνεις και να τα διορθώνεις. Μόνο έτσι χτίζεις σχέσεις εμπιστοσύνης με το κοινό σου».






