Θεσσαλονίκη

Έτσι θα μεταμορφωθεί η πλατεία που γνώρισε όλα τα πρόσωπα της Θεσσαλονίκης

Από το χτες, στο σήμερα και το αύριο - Το σημείο των μεγάλων αντιθέσεων που αναζητά (ξανά) νέα ταυτότητα

Ραφαήλ Γκαϊδατζής
έτσι-θα-μεταμορφωθεί-η-πλατεία-που-γνώ-1408031
Ραφαήλ Γκαϊδατζής

Σημείο αναφοράς μετακινήσεων, κοινωνικής ζωής, εμπορίου αλλά και ιστορικών γεγονότων.

Ένας από τους πιο εμβληματικούς κόμβους της πόλης.

Άλλαξες πολλές φορές «πρόσωπα» και ονόματα και σε κάθε γωνιά της στρώματα μνήμης που αποτυπώνουν την εξέλιξη της Θεσσαλονίκης από την ύστερη οθωμανική περίοδο έως και σήμερα.

Η Πλατεία Δημοκρατίας, γνωστή σε όλους τους Θεσσαλονικείς, ως Βαρδάρης, μετράει αντίστροφα για να μπει στη νέα εποχή, ευελπιστώντας να αφήσει πίσω την εγκατάλειψη και απαξίωση που γνώρισε τις τελευταίες δεκαετίες.

Τον Αύγουστο το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) άναψε το «πράσινο φως» στον δήμο Θεσσαλονίκης αναφορικά με τις αναπλάσεις δύο ιστορικών πλατειών, Δημοκρατίας και Διοικητηρίου.

Σε ό,τι αφορά την πλατεία Δημοκρατίας μάλιστα οι παρατηρήσεις ήταν ελάχιστες και χωρίς ιδιαίτερη βαρύτητα.

Ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Στέλιος Αγγελούδης, στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου στις 2/12 αναφέρθηκε στην πορεία επτά εμβληματικών έργων, μεταξύ των οποίων είναι και η ανάπλαση της πλατείας Δημοκρατίας.

Ο κ. Αγγελούδης υπενθύμισε πως για πρώτη φορά εγκρίθηκαν μελέτες από το ΚΑΣ και πως τα έργα αυτά «πήραν το δρόμο τους ώστε να υπάρξει δημοπράτηση στους πρώτους μήνες του 2026».

Σε ανάρτησή του ο κ. Πρόδρομος Νικηφορίδης, ο αντιδήμαρχος Τεχνικών Έργων, Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Κινητικότητας, δίνει μια «γεύση» της… νέας πλατείας Δημοκρατίας, αναφέροντας σχετικά:

«Μία ανανεωμένη πλατεία Δημοκρατίας βρίσκεται στα άμεσα σχέδια του Δήμου. Η εγκατάλειψη και απαξίωση των τελευταίων δεκαετιών δεν είχε προηγούμενο. Η πλατεία – ταυτότητα της Θεσσαλονίκης, το σημείο μηδέν, το Βαρδάρη των ποιητών και συγγραφέων δεν υπήρχε για τους προηγούμενους Δημάρχους. Πλατεία Δημοκρατίας, οδός Ειρήνης, οδός Μοσκώφ επανέρχονται στο προσκήνιο και διεκδικούν ένα πρωταγωνιστικό ρόλο!

Βάζουμε τέλος στην εγκατάλειψη και την περιθωριοποίηση της περιοχής. Ήταν προεκλογική υπόσχεση και θα γίνει πράξη. Μία εξαιρετική μελέτη που προχωρά ολοταχώς! Προσωπικά οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Δήμαρχο μας για την υιοθέτηση της πρότασης προεκλογικά και ένα μεγάλο ευχαριστώ και στους αρχιτέκτονες και άλλες ειδικότητες της ομάδας μελέτης.

Τέλος, ένα μεγάλο ευχαριστώ στη ΜΑΘ ΑΕ και στην ΕΦΑΠΟΘ για την αρμονική συνεργασία! Σύντομα θα γίνει παρουσίαση της μελέτης στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής του Δήμου Θεσσαλονίκης στην οδό Αγγελάκη 13».

Ένα σημείο, πολλά ονόματα

Μεϊντάν Γιακίκ Μοναστήρ, Ιωάννη Μεταξά, Βαρδαρίου, Αλεξάνδρου Σβώλου, Δημοκρατίας.

Παρότι η επίσημη ονομασία της είναι «Πλατεία Δημοκρατίας», το όνομα «Βαρδάρης» εξακολουθεί να κυριαρχεί στη λαϊκή χρήση και όχι άδικα, αφού είναι άρρηκτα δεμένο με την ταυτότητα της περιοχής.

Το όνομα πρόκειται για παραφθορά του ούγγρικου «Bar Daria» που σημαίνει «Μεγάλο Ποτάμι».

Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς είχε φυλακίσει στα Γιαννιτσά, δίπλα στον Αξιό ποταμό Ούγγρους αιχμαλώτους, οι οποίοι αποκαλούσαν έτσι τη φυλακή τους.

Η πλατεία υπήρξε ζωντανό και πολυσύχναστο σημείο σε όλες τις περιόδους της ιστορίας της. Από τη ρωμαϊκή εποχή, όπου βρισκόταν η Χρυσή Πύλη της πόλης, μέχρι την Οθωμανική περίοδο και τον Μεσοπόλεμο, αποτέλεσε κόμβο εμπορίου και ψυχαγωγίας. Φιλοξενούσε χάνια, χώρους διασκέδασης αλλά και πολλούς οίκους ανοχής, συχνά με βίαια επεισόδια. Στη γωνία Μοσκώφ και Πλατείας Δημοκρατίας στεγαζόταν το κτίριο της πρώην Εθνικής Ασφάλειας, όπου κρατήθηκαν και βασανίστηκαν πολιτικοί κρατούμενοι από τον εμφύλιο έως τη δικτατορία.

Ξετυλίγοντας το κουβάρι

Τα ευρήματα δείχνουν ότι η περιοχή γνώρισε έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια, όπως αποδεικνύουν οι πολλοί τάφοι που αποκαλύφθηκαν σε ανασκαφές κατά την κατασκευή πολυκατοικιών και του Μετρό Θεσσαλονίκης. Η χρήση της περιοχής συνεχίστηκε και στους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους, ενώ παράλληλα αναπτύσσονταν οικιστικές και εμπορικές δραστηριότητες γύρω από τη Χρυσή Πύλη, τη Ληταία Πύλη και το Τσερέμπουλον, το βυζαντινό λιμάνι που βρισκόταν στη σημερινή περιοχή των Δικαστηρίων και των Λαδάδικων.

Στη σημερινή Πλατεία Δημοκρατίας στο Βαρδάρη, δέσποζε από τον 1ο – 2ο αιώνα μ.Χ και έως το 1874, η Χρυσή Πύλη της Θεσσαλονίκης.

Θριαμβική, αψιδωτή, αποτελούσε την κεντρική πύλη των τειχών της Θεσσαλονίκης στα ρωμαϊκά, βυζαντινά και οθωμανικά χρόνια.

Στα λατινικά ονομαζόταν Porta Aurea (χρυσή πύλη), ενώ κατά την οθωμανική περίοδο έγινε γνωστή ως Πύλη του Βαρδαρίου ή Πύλη του Αξιού από τον ομώνυμο ποταμό στην τοποθεσία του οποίου οδηγούσε.

Χρυσή, Λητιαία, Κασσανδρεωτική και Νέα Χρυσή ήταν οι τέσσερις μεγαλύτερες πύλες από το πλήθος που διέθετε η πόλη κατά μήκος των τειχών της.

Η Χρυσή ήταν η κεντρικότερη και με τη μεγαλύτερη χρήση. Αυτοκράτορες, αξιωματούχοι, επίσημοι περνούσαν από εκεί, όπως ακριβώς συνέβαινε και στην Κωνσταντινούπολη με την αντίστοιχη Χρυσή Πύλη που υπήρχε εκεί.

Αποτελούσε το «σημείο μηδέν» του κύριου δρόμου της πόλης του Decumanus Maximus. Προχωρώντας περνούσε κάτω από την αψίδα του Γαλερίου και έφτανε μέχρι την Κασσανδρεωτική πύλη.

Κοντά στην Χρυσή Πύλη βρισκόταν και το παλαιοχριστιανικό Οκτάγωνο, ο μνημειώδης οκταγωνικός ναός της Θεσσαλονίκης.

Έως το 1880 η τοποθεσία της αρχαίας Χρυσής Πύλης ήταν αταυτοποίητη, όμως αναγνωρίστηκε από τον Μιχαήλ Χατζηιωάννου πως η πύλη του Βαρδάρη επρόκειτο για την Χρυσή Πύλη.

Σημείο εορτασμού και διασκέδασης για αιώνες

Η Χρυσή Πύλη ήταν το σημείο στο οποίο η πόλη γιόρταζε τα «Δημήτρια» προς τιμήν του προστάτη της πόλης.

Μια μεγάλη εμποροπανήγυρη αιώνων, με το χώρο να μετατρέπεται σε σημείο συνάντησης για όλη την πόλη που διασκέδαζε και ψυχαγωγούνταν από μίμους και γελωτοποιούς της εποχής, από θεατρικές παραστάσεις αρχαιοελληνικού δράματος, αλλά και διαλέξεις φιλοσόφων και λόγιων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Νύχτα στο Βαρδάρη

Αλλά και σημείο τραγωδιών

Στην Ελληνική Πατρολογία υπάρχει ο προσδιορισμός της πύλης ως ο τόπος εκτέλεσης του Νέστορα, συντρόφου του Αγίου Δημητρίου, από τους Ρωμαίους.

Ο Ιωάννης Καμινιάτης στο χρονικό του για την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακήνους το 904, σημειώνει ότι οι κάτοικοι στην προσπάθεια να ξεφύγουν εγκλωβίστηκαν στην πύλη με τους πολιορκητές να τους εκτελούν μαζικά.

Αναφορά υπάρχει και από τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης κατά την Νορμανδική άλωση όπου οι τοξότες ήταν στην πύλη στοχεύοντας το στρατόπεδο των πολιορκητών εκτός των τειχών.

Στην Πύλη Αξιού (Χρυσή Πύλη) κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 οι Οθωμανοί σκότωσαν Έλληνες κατοίκους κατά τις σφαγές που έγιναν σε πολλές περιοχές της πόλης (όπως τη Ροτόντα, το Καπάνι κ.α.).

Πώς έμοιαζε η Πύλη

Κατά τις αρχές του 19ου αιώνα ακολούθησαν διάφορες σύντομες περιγραφές όπως αυτή του Βρετανού Έντμουντ Ληκ (Edmund Leake) το 1806 ο οποίος ανέφερε πως η πύλη ήταν διακοσμημένη με κεφαλή ταύρου, κάτι που δεν συναντάται στις υπόλοιπες περιγραφές. Γνωστή είναι η αναπαράσταση του Εσπρί-Μαρί Κουζινερύ (Esprit-Marie Cousinéry) στην οποία δείχνει την πύλη μαζί με τα κτήρια του τελωνείου στην είσοδο της πόλης, και περιγράφει πως πριν την αψίδα υπήρχε προτείχισμα από το οποίο γινόταν η είσοδος στην πόλη, και περνούσε κάτω από την αψίδα η οποία βρισκόταν σε πολύ κοντινή απόσταση.

Αναπαράσταση της Χρυσής Πύλης του Esprit Marie Cousinery, Γάλλου προξένου στη Θεσσαλονίκη

Η αναλυτικότερη περιγραφή για την Χρυσή Πύλη καταγράφεται από τον Γάλλο αρχαιολόγο Λεόν Εζέ και τον αρχιτέκτονα Ονορέ Ντωμέ που είχαν βρεθεί στη Θεσσαλονίκη το 1861, κατέγραψαν τα όσα είδαν και τα δημοσίευσαν στο Mission archéologique de Macédoine το 1876.

Η πύλη είναι κατασκευασμένη με λίθους διαφορετικών διαστάσεων, και οι μεγάλοι λίθοι διαχωρίζονται από άλλους μικροτέρων διαστάσεων, και ο τρόπος κατασκευής της είναι ψευδοισοδομικός.

Στις αναπαραστάσεις αποτυπώνεται η Χρυσή Πύλη μαζί με δύο ανάγλυφα ιππέων (που παρέπεμπαν στους Διόσκουρους η λατρεία των οποίων ήταν διαδεδομένη στη Θεσσαλονίκη), αλλά και ο τρόπος με τον οποίο ήταν διακοσμημένη η αψίδα με ρόδακες και ανθέμια.

Μετέπειτα εκτιμήσεις που έγιναν βάσει της αναπαράστασης των ιππέων, είναι πως η πύλη είναι ακόμα παλαιότερη και σε αυτή αναπαριστώνται οι Μάρκος Αντώνιος και Οκταβιανός Αύγουστος καθώς θεωρούνταν σωτήρες της πόλης μετά την μάχη των Φιλίππων έναντι του Βρούτου και Κάσσιου, και σε περιγραφές του 19ου αιώνα αναφέρεται και ως Αυγουστιαία πύλη.

Άλλο χαρακτηριστικό της που σημειώθηκε ήταν η ύπαρξη της λατινικής επιγραφής VIO, η οποία είναι άγνωστο αν αποτελούσε τμήμα ευρύτερης επιγραφής που δεν διασωζόταν ή ήταν μόνη της.

Honore Daumet αρχιτέκτονας, μέλος της γαλλικής αρχαιολογικής αποστολής-στην Θεσσαλονίκη, περίπου 1864

Οι πολιτάρχες και ο Απόστολος Παύλος

Στην δεξιά εσωτερική πλευρά της Πύλης υπήρχε επιγραφή στην οποία αναφέρονται τα ονόματα έξι πολιταρχών, οι οποίοι ήταν τοπικοί άρχοντες της πόλης.

Η δημιουργία της επιγραφής θεωρείται ταυτόχρονη με αυτήν την Πύλης, μιας και δύο εκ των ονομάτων των πολιταρχών είναι ρωμαϊκά.

Ωστόσο, η επιγραφή αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική και για το γεγονός ότι επιβεβαιώνει το ταξίδι του Απόστολου Παύλου στη Θεσσαλονίκη, όπως καταγράφεται στις πράξεις των Αποστόλων.

Η επιγραφή, που διασώθηκε αρχικά από τον ιεραπόστολο Πήτερ Κρόσμπι (Peter Crosby), και παραδόθηκε στον Βρετανό πρόξενο Τζον Ε. Μπλαντ (John E. Blunt) το 1874 μετά την κατεδάφιση της πύλης, στάλθηκε στο Λονδίνο και κατέληξε στο Βρετανικό Μουσείο το 1877 όπου εκτίθεται έκτοτε.

Το περιεχόμενο της επιγραφής

Των πολιταρχών Σωσιπάτρου της Κλεοπάτρας και του Λουκίου Ποντίου Σεκούνδου, Ποπλίου Φλαβίου Σαβείνου, Δημητρίου του Φαύστου, Δημητρίου του Νικοπόλεως, Ζωΐλου του Παρμενίωνος και του Μενίσκου, Γαΐου Αγιλληΐου Ποτείτου, Ταύρου της Αμμίας και του Ρήγλου, ταμία της πόλεως, Ταύρου της Αμμίας και του Ρήγλου, γυμνασιάρχη

Το τέλος της Πύλης και η νέα… χρήση της

Η πύλη κατεδαφίστηκε το 1874 καθώς από το 1868 είχε διαπλατυνθεί η κύρια οδός της πόλης στην οποία οδηγούσε και η είσοδος της πύλης ήταν μικρότερου μήκους και δημιουργούσε στενότητα.

Τα ερείπια της χρησιμοποιήθηκαν ως πρώτες ύλες για την κατασκευή κτισμάτων στο λιμάνι της πόλης.

Ναοί και άλλα κτίρια

Στην περιοχή της σημερινής Πλατείας Δημοκρατίας ανεγέρθηκαν στην πρωτοχριστιανική και βυζαντινή περίοδο σημαντικοί ναοί, όπως το παλαιοχριστιανικό Οκτάγωνο και άλλοι ναοί που αποκαλύφθηκαν σε ανασκαφές, επιβεβαιώνοντας τον θρησκευτικό και εμπορικό χαρακτήρα της περιοχής. Πηγές μνημονεύουν επίσης τον ναό του Αγίου Νικολάου και τον τόπο του μαρτυρίου των Αγίων Αγαθόποδου και Θεοδούλου. Ο ναός της Αγίας Κυριακής μετατράπηκε επί οθωμανικής περιόδου σε Μπουρμαλί Τζαμί, ενώ μετά το 1912 λειτούργησε ξανά ως εκκλησία πριν καταστραφεί στη φωτιά του 1917. Στη θέση του ανεγέρθηκε το ξενοδοχείο Βιέννη, που χρησιμοποιήθηκε από την Κομαντατούρ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αργότερα για λίγο από τον ΕΛΑΣ, πριν ανακαινιστεί το 1997.

Μετά την πυρκαγιά του 1917

Η καταστροφική πυρκαγιά του 1917 έδωσε την ευκαιρία στον Γάλλο αρχιτέκτονα Ερνέστ Εμπράρ να ανασχεδιάσει τη Θεσσαλονίκη. Στο σχέδιό του προβλέπονταν μεγάλες, σύγχρονες πλατείες.

Η περιοχή του Βαρδάρη απέκτησε ιδιαίτερη σημασία ως δυτική πύλη της νέας πόλης και μετατράπηκε βαθμιαία σε κεντρική πλατεία.

«Οι πολεοδόμοι μετά την πυρκαγιά, ονειρεύτηκαν μια αυστηρά γεωμετρική πλατεία. Μακρόστενη με ελλειψοειδείς απολήξεις. Το Βαρδάρι αφέθηκε στην τύχη. Ένα πολύβουο πέρασμα, τόπος φτιαγμένος από σκληρά υλικά, άσφαλτο, μπετόν, τζάμι και αδιαφορία. Η λέξη πλατεία υπονοεί τη στάση. Εδώ και χρόνια  τίποτα δεν ενισχύει τη στάση εκεί. Αδύνατο να πας βόλτα. Η μόνη χρονική στιγμή που προξενούσε ενδιαφέρον ήταν λίγο πριν το χάραμα, όταν φτάναν από τις συνοικίες οι εργάτες που κινούνται στις βιομηχανικές περιοχές.Τότε το Βαρδάρι γινόταν χώρος ανθρώπινος, αποκτούσε κλίμακα, καθώς έβλεπες φωτισμένα μόνο τα ισόγεια, ενώ οι άθλιοι όγκοι των πολυκατοικιών έμεναν κρυμμένοι στο σκοτάδι», είχε πει η αείμνηστη Αλέκα Γερόλυμπου, αρχιτέκτων πολεοδόμος, αναπληρώτρια καθηγήτρια στην Αρχιτεκτονική. Οι αλλαγές στην περιοχή μετέτρεψαν την πλατεία σε ένα παράξενο φουτουριστικό τοπίο με γιγαντιαία κτίρια, απίστευτα υψηλές τιμές αγοράς ανά τετραγωνικό, εξορίζοντας τους παραδοσιακούς θαμώνες της καθώς και κάθε ελπίδα διατήρησης της φυσιογνωμίας που κατά καιρούς είχε.

Η αλλοίωση του χαρακτήρα της

Οι αναπλάσεις ιστορικών περιοχών γίνονται συνήθως βάσει σχεδίου. Στην περίπτωση του Βαρδάρη, καμία αρμόδια υπηρεσία δεν ανακήρυξε την περιοχή διατηρητέα.

Η αλλοίωση του χαρακτήρα της ξεκίνησε από την αυθαίρετη πρωτοβουλία των εργολάβων, που άρχισαν να αντικαθιστούν τα παλιά κτίσματα με νέες πολυώροφες κατασκευές.

Φωτογραφία από το Αρχείο Λυκίδη (εκδ. Ιανός). Το μοναδικό και τελευταίο παλιό κτίσμα της περιοχής που διασώζονταν μέχρι πριν λίγα χρόνια και στέγαζε το “Φλακ Μπαρ”.

Κατεδαφίσεις

Οι πρώτες πολυκατοικίες της πόλης, μαζί με τις παράγκες των αγορών, άρχισαν να γκρεμίζονται. Στη θέση τους εμφανίζονταν κάθε χρόνο καινούργια κτίρια. Χώροι γραφείων στην πλειοψηφία τους, φτιαγμένοι από υλικά εντελώς ακατάλληλα για τις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής, που στο μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, λούζεται στον ήλιο. Κυρίως κτίρια αφιλόξενα, ανόμοια μεταξύ τους, που ερημώνουν τις νυχτερινές ώρες.  Παράλληλα εξορίζονται τα παραδοσιακά φτηνά φαγάδικα, οι υπαίθριες αγορές, ενώ τα κλασικά λαϊκά σινεμά της περιοχής γκρεμίζονται.

Ανάμεσά τους το Πάνθεον αλλά και το Ίλιον, που το πήρε ο δρόμος στην διάνοιξη της Λαγκαδά. Άλλη μεγάλη αλλαγή στο ρυμοτομικό της Πλατείας έγινε κατά την εφαρμογή του σχεδίου της διάνοιξης νέας εισόδου της πόλης, που ξεκίνησε με τη μεταφορά ολόκληρου του κτιρίου του παλιού σταθμού.

Φωτογραφία της Πλατείας στην δεκαετία του 60, από το αρχείο Λυκίδη (εκδ. Ιανός).

Οι σχεδιασμοί

Οι διανοίξεις οδών, οι απομακρύνσεις παραδοσιακών εμπορικών βιοτεχνιών, αλλά και υπαίθριων αγορών, αλλάζουν σταδιακά την περιοχή. Περιτριγυρισμένος από τείχη, ο Βαρδάρης αποτέλεσε για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της πόλης τον τόπο συνάντησης φυλών και καθημερινών συνηθειών. Αγορές, στέκια, τόποι ερωτικής συνεύρεσης, αλλά και σημεία θρησκευτικής λατρείας, ήταν εδώ. Ήταν ακόμα το σύνορό της με τον κόσμο της υπαίθρου.

Η πρώτη μεγάλη αλλαγή της πλατείας ήρθε μετά την μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε την πόλη το ’17. Τα σχέδια ήθελαν εκεί τη δημιουργία μιας σύγχρονης πλατείας. Με το νέο πολεοδομικό σχέδιο, και αφού δεν υλοποιούνται οι σκέψεις που ήθελαν την πλατεία ένα είδος Πικαντίλι της Θεσσαλονίκης, με την εγκατάσταση του κεντρικού σιδηροδρομικού και τροχιοδρομικού σταθμού, διαμορφώνεται μια άχαρη πλατειά, που δεν απασχόλησε ποτέ κανένα φωτογράφο.

1954, πρωτοσέλιδο εφημερίδας. Το τραμ μας τελείωσε.

Η αμαρτωλή ιστορία της περιοχής

Ο Γιώργος Τσιτιρίδης τον Φεβρουάριο του 2015 είχε παρουσιάσει αναλυτικά την… αμαρτωλή πλευρά του Βαρδαρίου.

Υπάρχουν πολλές περιοχές στην Ελλάδα που φημίζονται για τους οίκους ανοχής και τα αμαρτωλά στέκι τους. Μια όμως από αυτές αν και σχετικά άγνωστη στους περισσότερους ήταν για πολλά χρόνια η μεγαλύτερη πορνοσύναξη της Ευρώπης, όπως χαρακτηριστικά την ονόμαζε ο Ηλίας Πετρόπουλος και είναι αυτή που πιθανότατα εδραίωσε την φήμη της Θεσσαλονίκης ως την πιο ερωτική πόλη της Ελλάδος. Ας πάμε να γνωρίσουμε την περιβόητη Μπάρα, το σημερινό Βαρδάρι.

Σκίτσο του Ηλία Πετρόπουλου

Στην σημερινή πλατεία Βαρδαρίου, στο σημείο μηδέν από όπου ξεκινάει η μέτρηση των χιλιομετρικών αποστάσεων και μπαίνουμε προς την πόλη κάποτε δέσποζε η Χρυσή πύλη, η είσοδος της Θεσσαλονίκης από τα Δυτικά, η πύλη ελέγχου που προστάτευε τους κατοίκους από επιδρομές, επιδημίες, ανεπιθύμητους επισκέπτες και περιόριζε τα κακοποιά στοιχεία, τα αμαρτωλά στέκια και οτιδήποτε δεν της ταίριαζε να περάσει εντός. Η εκτός των τειχών περιοχή ήταν γεμάτη από αλευρόμυλους, αγροικίες, φτωχογειτονιές, χάνια στα οποία ξαπόσταιναν οι ταξιδιώτες με τα εμπορεύματα που φέρνανε, χαμαιτυπεία, τεκέδες, καφέ αμάν και καφέ σαντάν στα οποία μπορούσες να ακούσεις καταπληκτικούς αμανέδες να καπνίσεις ναργιλέ και να θαυμάσεις δεξιοτεχνικούς χορούς της κοιλιάς. Ο Γιώργος Ιωάννου στο πεζογράφημα του «Η πλατεία του Αγίου Βαρδαρίου» μας δίνει μια εικόνα της περιοχής:

«Προτού γκρεμίσουν τα τείχη, η πλατεία Βαρδαρίου δεν ήταν σχηματισμένη. Τα τείχη, κατεβαίνοντας προς το λιμάνι, έκοβαν το χώρο στη μέση σχεδόν. Η επικοινωνία με την έξω από τα τείχη πόλη γινόταν από μια μεγάλη διπλή πορτάρα που από τα χρόνια τα βυζαντινά ονομαζόταν «Χρυσή Πύλη» και που ήταν κάτι το ανάλογο με την επίσημη Πύλη της τότε πρωτεύουσας».

Η χρυσή πύλη κατεδαφίστηκε το 1874 από τον Μιδατ πασά για να μην εμποδίζεται η κυκλοφορία της Εγνατίας του είχε διαπλατυνθεί το 1868. Ευτυχώς διασώθηκε το βόρειο τείχος και ο Πύργος του Τοπ Χανέ στα σημερινά δικαστήρια.

Σε μικρή απόσταση από την Πύλη, ανάμεσα στον σταθμό των τρένων και το λιμάνι έστησαν οι πόρνες την δική τους πολιτεία και άνοιξαν τα δικά τους σπίτια για να εξυπηρετούν τον διερχόμενο κόσμο και ειδικά τους πελάτες που διανυκτέρευαν στα χάνια και αναζητούσαν τα πρώτα βράδια τους λίγη διασκέδαση.

Η συνοικία Μπάρα όπως ήταν γνωστή, ήταν στο τετράγωνο που ορίζεται από τις οδούς Μοναστηρίου, Λαγκαδά, Αφροδίτης Βάκχου, Οδυσσέως, Ταντάλου Προμηθέως, που οι Τούρκοι ονόμαζαν dudulak (δρόμος της ηδονής).

Η ονομασία Μπάρα, σύμφωνα με τον Γιώργο Ιωάννου, ετυμολογικά αναφέρεται στα νερά από τον βούρκο που σχηματιζόταν σε διάφορα σημεία της περιοχής. Κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, Μπάρα ονομάζανε ένα κοίλωμα με λιμνάζοντα ύδατα, το οποίο κάποτε σκεπάστηκε, επιχωματώθηκε και επάνω εκεί άρχισαν να χτίζονται σπίτια μικρά, ευτελούς κατασκευής. Στην περιοχή παρέμειναν αρκετές εστίες με στεκούμενα νερά, ρυάκια και μικρές γέφυρες για να περνάει ο κόσμος από την μια πλευρά στην άλλη, όπως φαίνεται από φωτογραφίες εκείνης της εποχής. Η λέξη μπάρα λοιπόν από λέξη περιγραφική άρχισε να έχει σημασία τοπωνύμιου και έχασε με τον καιρό την κυριολεκτική της σημασία. Τα σπίτια που χρησίμευαν ως οίκοι ανοχής, ήταν συνήθως μονώροφα με μια κουζίνα και ένα δωμάτιο που ήταν και ο χώρος εργασίας και το υπνοδωμάτιο. Σπάνια υπήρχε ένα δεύτερο δωμάτιο δίπλα στο άλλο η σε ένα δεύτερο πάτωμα. Οι περισσότερες κοπέλες έμεναν εκεί, στον ίδιο χώρο όπου και εργάζονταν. Η είσοδος ήταν μια στενή πρόσοψη καλυμμένη από μια πόρτα της οποίας το πάνω κομμάτι ήταν παράθυρο. Αυτό βοηθούσε τις πόρνες τα κρύα βράδια του χειμώνα με την πολλή υγρασία και τον αέρα να στέκονται πίσω από αυτό (κάτι σαν βιτρίνα) και να καλούν τους πελάτες τους μέσα. Το καλοκαίρι στέκονταν στο κατώφλι του σπιτιού και περίμεναν συνήθως όρθιες ή σε χαμηλά καθίσματα. Αφού είχαν συμφωνήσει τι θα κάνουν και ποια θα είναι η τιμή έμπαιναν μέσα με τον πελάτη, τραβούσαν την κουρτίνα του παραθύρου η κλείνανε την πόρτα και αυτό σήμαινε ότι η πόρνη αυτού του σπιτιού είναι απασχολημένη. Στο δωματιάκι εκτός από το κρεβάτι σπάνια θα υπήρχε μια καρέκλα ή ένα μικρό τραπεζάκι και το μαγκάλι το οποίο κρατούσε ζεστό το χώρο. Στην περιοχή, εκτός από τους οίκους υπήρχαν και σπίτια με οικογένειες οι οποίες τοποθετούσαν μια επιγραφή στην πόρτα που έλεγε «Προσοχή οικογένεια» και κανείς δεν πλησίαζε εκεί και δεν ενοχλούσε.

Οι πόρνες της Μπάρας σε αντίθεση με άλλα πορνεία της πόλης ήταν μοναχικές, δούλευε μία σε κάθε σπίτι. Εκεί συναντούσες κορίτσια κάθε ηλικίας και καταγωγής, όπως από Ιταλία, Σουηδία, Γαλλία και Σερβία. Πολύ καλή φήμη είχαν οι Βολιώτισσες, οι Σμυρνιές και οι Εβραίες. Πολλά κορίτσια που ήρθαν πρόσφυγες με την οικογένεια ή και μόνες κατέληξαν από ανάγκη στους δρόμους της Μπάρας. Θεωρούνταν, σε σχέση με άλλες περιοχές, γυναίκες «χαμηλής ποιότητας», με πελάτες επαρχιώτες και κυρίως στρατιώτες και ταξιδευτές που δεν έδιναν σημασία στην ομορφιά και στις λεπτομέρειες της εμφάνισης. Σ’ αυτά τα σπίτια μετά την συνουσία δεν πλένονταν ούτε η πόρνη ούτε ο πελάτης και τα στρώμα δεν το ξέστρωναν ποτέ κατά την διάρκεια της ημέρας. Σχεδόν καθημερινά στην Μπάρα έβλεπες διαπληκτισμούς κοριτσιών με τους αγαπητικούς και τους νταβατζίδες, διάφορα αλισβερίσια περίεργων και σκοτεινών ανθρώπων που δρούσαν σε όλη την περιοχή σαν συμμορίες.

Από τις θρυλικές μορφές της Μπάρας ήταν ο Άλκης Πετσάς, ο επονομαζόμενος και «Βασιλιάς της Μπάρας». Το στέκι του ήταν ένα χασισοποτείο στην οδό Αφροδίτης απέναντι από το μπορντέλο της Μαντάμ Ερασμίας. Το 1932 έφθασαν στην Μπάρα δύο νταήδες από την Αθήνα, Σμυρνιοί στην καταγωγή. Ήταν δύο αδέρφια οι Αυγουλάδες. Σύντομα ο υπόκοσμος της πόλης χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα: στους «Κωνσταντινοπολίτες» του Άλκη Πετσά και στους «Σμυρνιούς» των Αυγουλάδων. Ένα βράδυ το πρωτοπαλίκαρο του Άλκη Πέτσα, ο Κέρκυρας, πυροβόλησε και τραυμάτισε τον μεγάλο αδελφό Αυγουλά. Αυτός ορκίστηκε εκδίκηση. Οι Αυγουλάδες παρακολουθούσαν τις κινήσεις του Άλκη για να βρουν ευκαιρία να τον χτυπήσουν. Οι Αυγουλάδες, προφασιζόμενοι ότι ήθελαν να του μιλήσουν, τον πυροβόλησαν πολλές φορές με δύο πιστόλια και μετά άρχισαν να τον μαχαιρώνουν. Ζούσε ακόμη όταν τον πήγαν στο νοσοκομείο. Είχε φάει επτά σφαίρες και 11 μαχαιριές. Στην κηδεία του, που έγινε την επόμενη μέρα, παραβρέθηκαν όλοι οι νταήδες της Σαλονίκης και οι πόρνες της περιοχής που συνόδευαν το φέρετρο ενώ όλα τα «σπίτια» και όλες οι χαρτοπαικτικές λέσχες της Μπάρας παρέμειναν την ίδια μέρα κλειστά ως ένδειξη πένθους. O Κέρκυρας αν και καταδικασμένος για φόνο δεν έκανε φυλακή μιας και ήταν ταγματασφαλίτης, το μάτι και το αυτή της αστυνομίας. Διατηρούσε με το γιό του Γιώργο μαγαζί από το οποίο και πέρασαν όλοι οι γνωστοί ρεμπέτες Μπάτης, Τσιτσάνης, Βαμβακάρης, Παπαϊωάννου. Ένα πρωινό βρέθηκαν δολοφονημένοι έξω από το μαγαζί τους για ξεκαθάρισμα υπόπτων συναλλαγών.

Μεγάλες δόξες η Μπάρα γνώρισε από το 1912 ως το 1918, στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, όταν η Στρατιά της Ανατολής, που αριθμούσε 300.000 άνδρες, αποβιβάστηκε στην Θεσσαλονίκη. Σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή πόλη δεν είχαν συγκεντρωθεί έως τότε τόσες πολλές και διαφορετικές φυλές μαζί με τους Εβραίους, Έλληνες, Τούρκους που είχε ήδη η πόλη. Η Θεσσαλονίκη έζησε μεγάλες στιγμές την περίοδο εκείνη. Η συνοικία της Μπάρας είχε πάνω από 2000 με 3000 πόρνες, έτοιμες να εξυπηρετήσουν τον στρατό για τον οποίο ήταν το αγαπημένο στέκι, κάτι σαν την Τρούμπα στον Πειραιά. Όταν τελείωσε ο πόλεμος έμειναν λιγότερες από 1000 μέχρι την δεύτερη εποχή ακμής της περιοχής, στα 1940 -1949. Τότε γέμισαν ξανά τα σπίτια με φαντάρους, αγρότες, ταγματασφαλίτες και μαυραγορίτες και κάθε λογής κόσμο που περνούσε από την πόλη. Στη δεκαετία του 60, το πρόσωπο της περιοχής αλλάζει για να εξελιχθεί στον Βαρδάρη, με μοντέρνες πολυκατοικίες, ξενοδοχεία, λαϊκά σινεμά, βιοτεχνίες, αγορά ρούχων, υπεραστικά λεωφορεία του ΚΤΕΛ, καμπαρέ και μπαρ, παραμένοντας σημείο αναφοράςστην πόλη. Υμνήθηκε σε πολλά ποιήματα και μυθιστορήματα από τον Ιωάννου, τον Χριστιανόπουλο, τον Κοροβίνη, τον Γρηγοριάδη και πολλούς άλλους συγγραφείς μελετητές και λογοτέχνες. Η ολοκληρωτική παρακμή της περιοχής ξεκινά με την καινούργια χιλιετία.

Η διαδρομή ενός αγάλματος

Στη μία πλευρά της πλατείας Δημοκρατίας βρίσκεται ένα μαρμάρινο άγαλμα έφιππου αξιωματικού του στρατού, που είναι τοποθετημένο σε ένα ιδιαίτερα υψηλό βάθρο. Πλησιάζοντας ο περαστικός θα διαπιστώσει πως είναι ο ανδριάντας του Αρχιστράτηγου του Ελληνικού Στρατού κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, και μετέπειτα βασιλιά της Ελλάδας, Κωνσταντίνου.

Ένα άγαλμα που δεν ήταν εξ’ αρχής εκεί. Την ιστορία του την είχε καταγράψει ο Κείμης Κρυωνάς μέσα από την parallaxi το 2012.

Στην πραγματικότητα το συγκεκριμένο άγαλμα έχει μετακινηθεί συνολικά τρείς φορές, μέχρι να καταλήξει στη σημερινή του θέση. Ανατρέχοντας σε παλιές καρτ-ποστάλ της Θεσσαλονίκης, θα διαπιστώσει κανείς πως το άγαλμα είχε αρχικά τοποθετηθεί τη δεκαετία ’30 στο πάρκο της ΧΑΝΘ και συγκεκριμένα στο διάδρομο που παλαιότερα ήταν τα αναψυκτήρια πίσω από το Θέατρο Κήπου, και σχεδόν δίπλα στο σημερινό συντριβάνι. Εκείνη την εποχή, το άγαλμα του βασιλιά Κωνσταντίνου κινούσε το ενδιαφέρον των επισκεπτών της περιοχής για τη λήψη φωτογραφικών ενθυμίων, απόδειξη ότι και γύρω από το άγαλμα συγκεντρωνόντουσαν πλανόδιοι φωτογράφοι.

Στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 ο Δήμος Θεσσαλονίκης αποφασίζει τη μετακίνηση του αγάλματος, και τη μετεγκατάσταση του για δεύτερη φορά στην τότε πλατεία Βαρδαρίου (σήμερα Δημοκρατίας), η οποία ήταν διαμορφωμένη σε μια μακρόστενη πλατεία στο μέσον της οποίας θα τοποθετηθεί το άγαλμα. Με την πάροδο του χρόνου η νέα αυτή πλατεία δεν διευκόλυνε την ολοένα και αυξανόμενη κυκλοφορία των αυτοκινήτων, και έτσι θα γίνει νέα διαμόρφωσή της με τη διάνοιξη των δύο ρευμάτων κυκλοφορίας της οδού Εγνατία, όπως είναι και σήμερα.

Το άγαλμα για τρίτη και τελευταία φορά θα μετακινηθεί στα τέλη της δεκαετίας του 60 από το μέσον της πρώην μεγάλης πλατείας, στη νησίδα που βρίσκεται η σημερινή του θέση. Κατά σύμπτωση, οι τρείς μετεγκαταστάσεις του αγάλματος εναρμονίζονται με τις τρείς μετονομασίες της πλατείας Δημοκρατίας που είναι η τρίτη κατά σειρά, από πλατεία Βαρδαρίου που ήταν η πρώτη, σε πλατεία Μεταξά ως τη σημερινή της ονομασία.

*Φωτογραφίες: Vangelis Kavala, Lino Ventura/Άγνωστη Θεσσαλονίκη

Το σημείο «μηδέν»

Μια πλατεία που αποτελούσε την είσοδο της πόλης, είχε μετατραπεί εξαιτίας των έργων του μετρό σε ένα απέραντο, διαρκές και σκοτεινό εργοτάξιο. Με εγκατεστημένα μονίμως κοντέινερ και λαμαρίνες για πάρα πολλά χρόνια, απομάκρυνε κάθε εμπορική δραστηριότητα, ερημώνοντας τα παλιά καταστήματα με τα στρατιωτικά είδη εκατέρωθεν της Μοναστηρίου, αλλά και τα ιστορικά μανάβικα της πλατείας πλην ενός, και μετέτρεψε την πλατεία Δημοκρατίας και γενικότερα τον Βαρδάρη σε έναν τόπο που όλοι απλά προσπερνούσαν.

Με την απομάκρυνση των λαμαρινών του μετρό πριν λίγα χρόνια, ήρθε πάλι στην επιφάνεια, ενώ μαζί με την πλατεία αποκαλύφθηκε και το «σημείο μηδέν» της Θεσσαλονίκης, άγνωστο σε πολλούς.

Πρόκειται για την μαρμάρινη πλάκα με τον αριθμό “0”, που κρυβόταν πίσω από τα διαχωριστικά εδώ και χρόνια.

Η πλάκα αυτή ορίζει το συγκεκριμένο σημείο του Βαρδάρη σαν Αρχή Χιλιομέτρησης Εθνικού Οδικού Δικτύου, το σημείο από το οποίο μετριούνται οι χιλιομετρικές αποστάσεις της Θεσσαλονίκης με τις άλλες πόλεις και αποτελεί το επίσημο «κέντρο» της.

Γενικότερα, με τον όρο «χιλιόμετρο μηδέν» χαρακτηρίζεται ειδικό τοπογραφικό σημείο κυρίως μεγάλων πόλεων από το οποίο αρχίζει η αρίθμηση της μέτρησης των χιλιομετρικών αποστάσεων με άλλες πόλεις. Συνηθέστερα ως τέτοιο σημείο λαμβάνεται η κεντρικότερη πλατεία της πόλης. Σε πολλές πόλεις (κυρίως πρωτεύουσες) το σημείο αυτό επιδεικνύεται με έμφαση είτε με συγκεκριμένο ορόσημο, ενδεικτική πινακίδα, είτε με εδάφιο σχέδιο ή με ανέγερση ιδιαίτερης κατασκευής ή ακόμα και με τοποθέτηση ανδριάντα ή με κάποιο ιστορικό σημείο (π.χ. ανάκτορα, πύργος, γέφυρα, ή ακόμα και οικία). Στην Ελλάδα δεν ακολουθείται παρόμοια τακτική ιδιαίτερης επίδειξης του “χιλιομέτρου μηδέν”, πλην όμως θεωρητικά λαμβάνεται υπόψη για μεν τις ηπειρωτικές πόλεις μία κεντρική πλατεία. Στην Αθήνα είναι στον προαύλιο χώρο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και στη Θεσσαλονίκη η πλατεία Δημοκρατίας.

Στη λογοτεχνία

«Η πλατεία παρέμεινε το σύνορο της πόλης. Χώριζε το άστυ από τα δυτικά προόστια των προσφύγων, τους μικροαστούς από τη φτηνή εργατική δύναμη», λέει ο κ. Ευάγγελος Χεκίμογλου, διδάκτωρ της οικονομίας του χώρου στο Α.Π.Θ. Για πολλές δεκαετίες η περιοχή διατήρησε έντονο χρώμα εξαιτίας των συνηθειών και των τύπων που συναθροίζονταν στα στέκια της. Εικόνες της περιγράφουν δεκάδες ποιητές και λογοτέχνες.

Η Νίνα Κοκαλίδου-Ναχμία περιγράφει το καφενείο του Mαλίκ Μπέη που διανυκτέρευε και τη γειτονιά της Μπάρας, έξω από τα τείχη, με τους κακόφημους δρόμους. Αγαπημένο θέμα και του Ηλία Πετρόπουλου. Μέχρι το ’80, τα στέκια του έρωτα στην περιοχή διατηρήθηκαν ανέπαφα. Το μπαρ με τις βιτρίνες που κάθονταν γυναίκες, τα λαϊκά σινεμά που περιγράφει ο Ιωάννου, το ψωνιστήρι που αναφέρει ο Κοροβίνης στο Κανάλ Νταμούρ.

Η πλατεία Βαρδαρίου μέσα από τα μάτια του Πέτρου Μαρτινίδη

Το 2018 η parallaxi είχε φιλοξενήσει το κείμενο του Πέτρου Μαρτινίδη επίκουρου καθηγητή Αρχιτεκτονικής Α.Π.Θ. συγγραφέα άρθρων και βιβλίων για τις αρχιτεκτονικές θεωρίες, την παραλογοτεχνία και τα κόμικς.

Σε αυτό ανέφερε:

Διανοιγμένη στη θέση της δυτικής πύλης της πόλης, παρέμεινε είσοδος ανατολίτικων συνηθειών (σε αντιστάθμισμα, δυτικά πρότυπα σαν το πρώτο «βουλεβάρτο» έμπαιναν από την ανατολική πύλη). Σχεδιασμένη με συμμετρικά συγκλίνουσες σε αυτήν δρόμους, κατά τους τύπους μιας δυτικής πολεοδομίας, παρουσίαζε μια πολύχρωμη αναστάτωση ανατολίτικου παζαριού.

Ήταν η πιτσιρικαρία που κρεμόταν στους πίσω προφυλακτήρες των τραμ όταν αυτά, εν ορυμαγδώ και μεγαλοπρεπεία, κατέφθαναν στην πλατεία.

Ήταν οι τρεις κινηματογράφοι (το υψιπετές Πάνθεον, το ανάμετρο Ίλιον και το ευθαρσές Λαϊκόν) με ζωγραφισμένες αφίσες, δύσοσμο εσωτερικό και πρόγραμμα δύο ταινιών – περιπέτειας παράδεισο για κοπανατζήδες μαθητές.

Ήταν ορισμένοι δρόμοι με υπαινικτικά ονόματα (όπως οδός Σαπφούς, Αφροδίτης ή Δαναΐδων) και ανάλογους εξοπλισμούς – ασωτίας παράδεισο για αδειούχους φαντάρους.

Ήταν οι λούστροι με τα κασελάκια τους, μερικοί καφενέδες στη σκιά των λίγων δέντρων κι ένας πάγκος για την εμπορία μεταχειρισμένων βιβλίων.

Και ήταν, κυρίως, μια ημιστεγασμένη αγορά με μικρομάγαζα, μυρωδιές μπαχαρικών, μεγάλες πρασινωπές γυάλες με βδέλλες για ιαματικές αφαιμάξεις κι αδέσποτα σκυλιά μπροστά στα κρεοπωλεία, να μαθητεύουν στην τέχνη του χασάπη, παρατηρώντας με προσήλωση τον τεμαχισμό των κρεάτων.

Στη δεκαετία του ’80 η πλατεία ευπρεπίστηκε (το τραμ είχε ξηλώθει πρώτο, η αγορά ακολούθησε, τα αδέσποτα σκυλιά αραίωσαν τις διελεύσεις τους, οι αδέσποτο ι μαθητές τις δικές τους, η ασωτία έγινε τηλεοπτική). Τέλη του ’90, πλέον, έχει σημαδευτεί από μεταμοντέρνες υαλοκατασκευές -κτίρια γραφείων και καφετέριες, όλο βόρειοευρωπαϊκό ύφος, και ένα νότιο ήλιο να την πυρπολεί ανελέητος, τα καλοκαίρια.

Την τελευταία δεκαετία, χαμένος πίσω από τις λαμαρίνες του Μετρό, με ερημιά και αδιαφορία, δεν κατάφερε ποτέ να ξαναγίνει η καρδιά της πόλης. Από τα λαϊκά σινεμά απέμειναν μονάχα το Λαϊκόν που παίζει πορνό, τα μαγαζιά με τα στρατιωτικά ρούχα και τα σακ-βουαγιάζ παρακμάζουν, τα μανάβικα διανυκτερεύουν μεν, όμως δεν έχουν την παλιά τους αίγλη. Κανείς δεν σταματά πια στο Βαρδάρη, όλοι τον προσπερνούν βιαστικά. Ας ελπίσουμε, μετά από τρία χρόνια που το μετρό θα φτάσει ως εκεί η πλατεία να ζωντανέψει ξανά.

Το 1962, όταν γιορτάστηκαν τα πενήντα χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης στήθηκε στο κέντρο της Πλατείας η φωταγωγημένη αψίδα. (Αρχείο Λυκίδη, εκδ. Ιανός)

Η Πλατεία Δημοκρατίας, ο Βαρδάρης, η Μπάρα… τόποι που κουβαλούν μνήμες, ιστορίες και μυστικά αιώνων.

Από την αρχαία Χρυσή Πύλη έως το σύγχρονο σημείο μηδέν, η πλατεία υπήρξε πάντα καρδιά της Θεσσαλονίκης, άλλοτε λαμπερή, άλλοτε σκοτεινή, πάντα ζωντανή μέσα από τις ζωές όσων περνούσαν από εκεί.

Με τις αναπλάσεις και τα έργα που θα ξεκινήσουν, η ιστορία της θα συναντήσει τη σύγχρονη πόλη και υπόσχεται να ξαναγίνει τόπος συνάντησης, εμπορίου, πολιτισμού και καθημερινής ζωής.

Ένα σημείο όπου οι μνήμες του παρελθόντος συναντούν τις προσδοκίες για το μέλλον.

Η Πλατεία Δημοκρατίας δεν είναι απλώς ένας χώρος.

Είναι η ίδια η ψυχή της πόλης, έτοιμη να ξαναπάρει ζωή.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα