Πλατεία Ελευθερίας-Αγίας Σοφίας: Βίοι παράλληλοι δύο «ταλαίπωρων» έργων που μπαίνουν σε θέση εκκίνησης
Μετά από χρόνια παλινωδιών, δύο σημαντικές αναπλάσεις που ξεκίνησαν επί Γιάννη Μπουτάρη φαίνεται πως παίρνουν το δρόμο τους στη Θεσσαλονίκη
Θετικές εξελίξεις προέκυψαν τις τελευταίες μέρες για δύο αναπλάσεις στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, οι οποίες δρομολογούνται εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία συναντώντας συνεχώς προσκόμματα: τις αναπλάσεις στην πλατεία Ελευθερίας και στην οδό Αγίας Σοφίας, από την Τσιμισκή και προς τη θάλασσα.
Οι δύο παρεμβάσεις μοιάζουν να έχουν βίο παράλληλο. Αρχικά, επειδή και οι δύο βρίσκονται στη γραμμή εκκίνησης, μετά από χρόνια παλινωδιών. Δεύτερον, επειδή αναμένεται και οι δύο να μεταμορφώσουν δύο από τα πιο αναγνωρίσιμα σημεία της πόλης. Και φυσικά, επειδή συνδέονται και οι δύο με τον εκλιπόντα πρώην δήμαρχο Γιάννη Μπουτάρη αλλά και τις επόμενες διοικήσεις.
Από τόπος εμπορίου σε τόπο (δια)μαρτυρίας
Η Πλατεία Ελευθερίας έχει μια ιστορία γεμάτη μεταμορφώσεις και ιστορικά γεγονότα. Στο παρελθόν, στη θέση της υπήρχε το θαλάσσιο τείχος που περιέβαλλε την πόλη. Σύμφωνα με αρχαιολογικές ενδείξεις, στην περιοχή υπήρχε μία εκκλησιαστική σκάλα, καθώς και ένας βυζαντινός πύργος που έλεγχε την είσοδο του λιμανιού. Αργότερα, κατά την οθωμανική περίοδο, δέσποζε το φρούριο του Βαρδάρη, γνωστό ως Τοπ Χανέ.
Μέχρι το 1870, όταν ξεκίνησε η κατεδάφιση της θαλάσσιας οχύρωσης στο πλαίσιο των εκσυγχρονιστικών προσπαθειών του Σουλτάνου, η θάλασσα έφτανε ως τη μέση της σημερινής πλατείας. Το θαλάσσιο τείχος, που ξεκινούσε από το Λευκό Πύργο, ακολουθούσε τις σημερινές οδούς Κορομηλά και Καλαποθάκη και κατέληγε στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το «Ζύθος» στα Λαδάδικα. Εκεί βρισκόταν και η είσοδος του βυζαντινού λιμανιού, η οποία είχε κατασκευαστεί από τον Μέγα Κωνσταντίνο.
Μετά το 1870, η περιοχή διαμορφώθηκε ώστε να εξυπηρετήσει την αυξημένη ναυτιλιακή κίνηση, ανοίγοντας το δρόμο για τη δημιουργία του σύγχρονου λιμανιού της πόλης. Έγιναν επιχωματώσεις, δημιουργήθηκαν νέα οικόπεδα, και διανοίχθηκε η σημερινή οδός Βενιζέλου (τότε Σαμπρή Πασά). Αρχικά, η πλατεία ονομάστηκε «Αποβάθρας», στη συνέχεια «Ολύμπου» και γρήγορα εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο κοσμοπολίτικα σημεία της Θεσσαλονίκης. Εκεί βρισκόταν το εστιατόριο «Όλυμπος» και το ξενοδοχείο «Όλυμπος Παλάς», ενώ στη γύρω περιοχή λειτουργούσαν πολυτελή ξενοδοχεία, καφεζαχαροπλαστεία και λέσχες όπως το “Cercle de Salonique”.
Το 1908, η πλατεία έγινε το επίκεντρο της Επανάστασης των Νεοτούρκων. Μετά την ανακήρυξη του συντάγματος, ένοπλες ομάδες διαφορετικών εθνοτήτων –Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, μουσουλμάνοι και Εβραίοι– συγκεντρώθηκαν εκεί και πανηγύρισαν τη νέα εποχή που, υποτίθεται, θα έφερνε ισότητα μεταξύ των λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από τότε, η πλατεία πήρε το όνομα Πλατεία Ελευθερίας.
Λιγότερο από μια δεκαετία αργότερα, η καταστροφική πυρκαγιά του 1917 εξαφάνισε σχεδόν όλα τα κτίρια γύρω από την πλατεία, εκτός από το Μέγαρο Στάιν, που δεσπόζει και σήμερα με τη χαρακτηριστική του πράσινη σφαίρα στην κορυφή. Μεταγενέστερα, ο Γάλλος αρχιτέκτονας Ερνέστ Εμπράρ σχεδίασε την ανέγερση ενός μεγάλου κτιρίου που θα στέγαζε ταχυδρομείο, τηλεγραφείο και τηλεφωνείο, αλλά το έργο δεν ολοκληρώθηκε.
Το 1942, η πλατεία έγινε τόπος μαρτυρίου για τον εβραϊκό πληθυσμό της πόλης. Στις 11 Ιουλίου, ημέρα γνωστή και ως Μαύρο Σάββατο, οι γερμανικές κατοχικές δυνάμεις συγκέντρωσαν εκεί χιλιάδες Εβραίους άνδρες, τους βασάνισαν και τους έστειλαν σε καταναγκαστικά έργα, πριν ακολουθήσει η μαζική αποστολή των εβραϊκών κοινοτήτων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Σήμερα, στο νότιο άκρο της πλατείας βρίσκεται το Μνημείο Ολοκαυτώματος, αφιερωμένο στους σχεδόν 50.000 Εβραίους της Θεσσαλονίκης που εξοντώθηκαν από τους Ναζί. Το μνημείο, σχεδιασμένο από τους αδελφούς Glid, αρχικά τοποθετήθηκε σε άλλο σημείο της πόλης το 1997, αλλά μεταφέρθηκε στην Πλατεία Ελευθερίας το 2006.
Παρότι η πλατεία είναι χαρακτηρισμένος χώρος πρασίνου από το 1963, για χρόνια χρησιμοποιούνταν ως υπαίθριο πάρκινγκ.
Οι προσδοκίες για έναν πολύτιμο δημόσιο χώρο μνήμης
Το 2012, επί δημαρχίας Γιάννη Μπουτάρη, δρομολογήθηκε αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για την κατάργηση του πάρκινγκ και την ανάπλαση της πλατείας. Μεταξύ άλλων, στόχοι του διαγωνισμού ήταν η απόδοση δημόσιου χώρου στους πολίτες, η επαγγελματική-εμπορική τόνωση της περιοχής, η ενίσχυση του πρασίνου και του φωτισμού και κυρίως η ανάδειξη του μεγάλου ιστορικού βάρους και μνήμης της περιοχής.
Ανάμεσα στα στοιχεία της νικητήριας αρχιτεκτονικής πρότασης, από τους αρχιτέκτονες Θεμιστοκλή Χατζηγιαννόπουλο και Κωνσταντίνο Χαραλαμπίδη, περιλαμβάνεται ένα ηλιακό ρολόι, μια δημόσια υπαίθρια οθόνη, η ανάδειξη του θαμμένου βυζαντινού τείχους, επιδαπέδια φωτιστικά και πράσινο. Ο ενιαίος χαρακτήρας της πλατείας θα διατηρηθεί και αυτή θα μετατραπεί σε «πράσινο» πάρκο με φυλλοβόλα και αειθαλή δέντρα, γκαζόν και αγριολούλουδα.
Τα γεγονότα που σημάδεψαν την πλατεία θα επισημαίνονται μέσω της τετράπλευρης στήλης, ύψους 20 μέτρων. Η κορυφή της θα λειτουργεί ως «επιλεκτικό ηλιακό ρολόι» επιτρέποντας στις ακτίνες του ηλίου να στοχεύουν αποκλειστικά και με απόλυτη ακρίβεια (μέρας και ώρας) σημεία-μνημεία των ιστορικών γεγονότων (κίνημα Νεότουρκων, πυρκαγιά 1917, μνημείο ολοκαυτώματος) στο δάπεδο της πλατείας.
Σύμφωνα με τους μελετητές, «η εγκατάσταση είναι μια δημόσια υπαίθρια οθόνη – ένα εργαλείο επισήμανσης της ιστορίας σε χρόνο παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα». Οι τέσσερις πλευρές της στήλης (1,5 μέτρου η κάθε μία) ως πίνακες ανακοινώσεων θα παρέχουν διαρκώς πληροφορίες ιστορικές της πόλης, αλλά και τρέχουσες από την τοπική και την παγκόσμια ειδησεογραφία. Ενδοδαπέδια φωτιστικά σώματα τύπου “walk over” θα ακολουθούν με ακρίβεια τις αρχικές χαράξεις των δρόμων και των κτιρίων. Με την αλλαγή του δαπέδου η πλατεία αναζητεί τη σχέση της με τη θάλασσα. Ίδιο υλικό (κυβόλιθοι) απλώνεται από τη Μητροπόλεως ως τη θάλασσα και στους περιμετρικούς δρόμους αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο πεζοδρόμησης. Προβλέπεται μία ενιαία δαπεδόστρωση από το μέτωπο των κτηρίων στα ανατολικά μέχρι τα δυτικά και από το βόρειο μέτωπο μέχρι τη θάλασσα.
Η πλατεία αναπτύσσεται με ενιαία δαπεδόστρωση από το μέτωπο των κτιρίων στο ανατολικά μέχρι τα δυτικά και από το βόρειο μέτωπο μέχρι τη Λεωφόρο Νίκης. Το υλικό της δαπεδόστρωσης προβλέπεται να αποτελείται από φυσικούς λίθους συγκεκριμένης γεωμετρίας που αναφέρεται στα σχετικά σχέδια. Η δαπεδόστρωση αραιώνει καθώς συγκλίνει προς το κέντρο, αφήνοντας περιοχές της πλατείας με πράσινη εδαφοκάλυψη αλλά σε κάθε περίπτωση βατές. Στα διάκενα μεταξύ των λίθινων επιφανειών του δαπέδου γίνεται σπορά και για την εδαφοκάλυψη επιλέγονται μείγματα σπόρων, αναλόγως με το σημείο που τοποθετούνται, ανθεκτικών τόσο στη σκιά όσο και στις υψηλές θερμοκρασίες».
Η ανάπλαση κόλλησε σε μελέτες και σε ενστάσεις
Έπρεπε να φτάσουμε στο τέλος της δεύτερης θητείας Μπουτάρη το 2019, μετά από απαραίτητες γραφειοκρατικές διαδικασίες και ενστάσεις, ώστε να γίνει διοικητική αποβολή του πάρκινγκ και να γίνει η κατακύρωση του έργου σε εργολάβο. Τελικά, όμως, ο εργολάβος χρεοκόπησε και εγκατέλειψε το έργο.
Παράλληλα, ο επόμενος δήμαρχος, Κωνσταντίνος Ζέρβας, ανέσυρε την πρόταση για παράλληλη δημιουργία υπόγειου πάρκινγκ κάτω από την Πλατεία Ελευθερίας. Για αυτό, αντί να προχωρήσει το έργο με τον επόμενο ανάδοχο, το ακύρωσε προσωρινά, ώστε να διερευνηθεί αν και πώς μπορεί να φτιαχτεί χώρος στάθμευσης.

Κατά τη διάρκεια της θητείας Ζέρβα, μοναδική εξέλιξη ήταν η παραγγελία μίας μελέτης για την οικονομική και τεχνική βιωσιμότητα του πάρκινγκ. Τελικά, μην έχοντας προκύψει κάποια εξέλιξη και δεχόμενος πλέον σφοδρή κριτική για την ολιγωρία του, ο κ. Ζέρβας υποσχέθηκε στο προεκλογικό του πρόγραμμα το 2023 την έναρξη της ανάπλασης, εφόσον επανεκλεγει.
Με την εκλογή της διοίκησης Αγγελούδη, το θέμα της ανάπλασης μπήκε σε πρώτη προτεραιότητα από τις αρχές του 2024 και η ιδέα του υπόγειου πάρκινγκ εγκαταλείφθηκε οριστικά. Με εξασφάλιση χρηματοδότησης από το Πράσινο Ταμείο, τον Απρίλιο προκηρύχθηκε διαγωνισμός, από τον οποίο προέκυψε ανάδοχος το περασμένο φθινόπωρο. Όμως, όπως είναι σύνηθες στα δημόσια έργα, ακολούθησαν δικαστικές ενστάσεις από υποψήφιους αναδόχους και η έναρξη των έργων «πάγωσε» για ακόμα μία φορά.
Έπρεπε να περάσουν περίπου πέντε μήνες προκειμένου του Διοικητικό Εφετείο να απορρίψει τις ενστάσεις και να ανοίξει ο δρόμος για την κατακύρωση του έργου στον αρχικό ανάδοχο. Απομένει η έγκριση της σύμβασης από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ώστε να υπογραφεί η σύμβαση και να ξεκινήσουν τα έργα, με αναμενόμενο χρόνο έναρξης το καλοκαίρι.
Ένας δρόμος γεμάτος τοπόσημα
Η δεύτερη δρομολογούμενη ανάπλαση αφορά την Αγίας Σοφίας, νοτίως της Τσιμισκή. Εδώ μπορεί κανείς να βρει κάποια από τα χαρακτηριστικότερα τοπόσημα της πόλης.
Τσιμισκή με Αγίας Σοφίας, συνανταμε το κτίριο του παλιού ξενοδοχείου Αστόρια. Κατασκευάστηκε το 1929, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Τζώνη, και ήταν ιδιοκτησία των αδελφών Γκοβεδάρου και του Μαυροβίτη, οι οποίοι ήταν εβραϊκής καταγωγής. Αρχικά προοριζόταν για μέγαρο κατοικιών, όπως ήταν η τάση της εποχής. Ωστόσο, σύντομα μετατράπηκε σε ξενοδοχείο, το ιστορικό Αστόρια, ένα από τα πολυτελέστερα της Θεσσαλονίκης, αφού ήταν από τα ελάχιστα ξενοδοχεία της εποχής που διέθετε μπάνιο σε ορισμένα δωμάτια.
Στους επισκέπτες του συγκαταλεγόταν και ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ, ο οποίος διέμενε εκεί πριν από την εξαφάνιση και τη δολοφονία του τον Μάιο του 1948. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, το κτίριο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και χρησιμοποιήθηκε ως έδρα του Τμήματος Στρατιωτικής Διαχείρισης της Στρατιωτικής Διοίκησης. Επίσης, από εδώ έγινε η διαφυγή του Νίκου Ζαχαριάδη, Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ, ο οποίος τον Σεπτέμβριο του 1947 κατάφερε να διαφύγει από εκεί προς το βουνό, παρά τη στενή παρακολούθηση από την αστυνομία.
Το κτίριο χαρακτηρίστηκε διατηρητέο το 1983. Σε μεταγενέστερα χρόνια, φιλοξένησε και το θρυλικό σοκολατοπωλείο-καφέ Φλόκα, που αποτέλεσε ένα από τα πιο γνωστά σημεία συνάντησης της Θεσσαλονίκης.
Κατεβαίνοντας πιο κάτω προς τη θάλασσα, συναντάμε το μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Κατασκευάστηκε βάσει σχεδίων του Ερνστ Τσίλλερ, τα οποία τροποποιήθηκαν από τον Ξενοφώντα Παιονίδη, και ολοκληρώθηκε το 1914. Πρόκειται για μια τρουλαία βασιλική, την πρώτη εκκλησία με τρούλο που ανεγέρθηκε στη Θεσσαλονίκη μετά από πολλούς αιώνες.
Οι τοιχογραφίες του ναού δημιουργήθηκαν από τον Νίκο Κεσσανλή, ωστόσο υπέστησαν σοβαρές ζημιές από τον σεισμό του 1978. Στη δεκαετία του 1980, ο ναός αγιογραφήθηκε εκ νέου.
Στον Ερνστ Τσίλλερ ανήκουν τα σχέδια και του διπλανού νεοκλασικού κτιρίου, που σήμερα στεγάζει το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα. Πριν την Απελευθέρωση, το κτίριο στέγαζε αρχικά το παλιό Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη. Το 1979 ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το Σωματείο «Οι φίλοι του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα» (ΝΠΙΔ), το οποίο και υπήρξε ο αρχικός φορέας του μουσείου. Με τη σημερινή του μορφή, το μουσείο εγκαινιάστηκε τελικά στις 27 Οκτωβρίου 1982 από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Ελλάδας, Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Μια ανάπλαση που υλοποιείται κομμάτι-κομμάτι
Το 2011, το Υπουργείο Περιβάλλοντος προκήρυξε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για την ανάπλαση του άξονα Αχειροποίητου-Αγίας Σοφίας, με τη διοίκηση του τότε δημάρχου Γιάννη Μπουτάρη να υποστηρίζει την πρωτοβουλία, στο πλαίσιο μιας πιο «πεζοκεντρικής» φιλοσοφίας για τη Θεσσαλονίκη. Από τις 52 προτάσεις που κατατέθηκαν, επιλέχθηκε εκείνη του αρχιτεκτονικού γραφείου «Αντώνης Νουκάκης και Συνεργάτες», το οποίο κέρδισε το χρηματικό έπαθλο των 42.867€.
Το 2013, ο τότε Αντιδήμαρχος Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού, Ανδρέας Κουράκης, υπέγραψε σύμβαση με το γραφείο για τη μελέτη ανάπλασης, κόστους περίπου 197.000€.
Ωστόσο, η διαδικασία μέχρι την οριστική έγκριση δεν ήταν απλή. Παράλληλα με τον διαγωνισμό, ο Δήμος προχώρησε το 2011 σε πιλοτική πεζοδρόμηση της Αγίας Σοφίας, λαμβάνοντας σχετική άδεια από την Τροχαία. Η προσωρινή αυτή ρύθμιση παρατάθηκε πέντε φορές έως το 2013, προκαλώντας ανάμεικτες αντιδράσεις: κάποιοι υποστήριξαν τη νέα μορφή του δρόμου, ενώ άλλοι, κυρίως επαγγελματίες που φοβούνταν απώλεια πελατών, εξέφρασαν ανησυχίες για τα θέματα κυκλοφορίας και στάθμευσης. Επιπλέον, η έλλειψη συντονισμού στη διαχείριση των απορριμμάτων και τις φορτοεκφορτώσεις δημιουργούσε συνεχώς προβλήματα.
Το 2013, η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας αρνήθηκε να εγκρίνει νέα παράταση της πιλοτικής πεζοδρόμησης, επικαλούμενη την απουσία σχετικής μελέτης από τον Δήμο. Ο Ανδρέας Κουράκης αντέδρασε δηλώνοντας πως η απόφαση ανήκει αποκλειστικά στο Δημοτικό Συμβούλιο, ενώ ο Μπουτάρης επέμεινε ότι η πεζοδρόμηση θα προχωρούσε «πάση θυσία» – και τελικά, αυτό συνέβη.
Η οριστική διαμόρφωση του πεζοδρόμου ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 2015, μετατρέποντάς τον σε σημαντικό χώρο περιπάτου και κοινωνικής δραστηριότητας. Η αλλαγή αυτή είχε οικονομικό αντίκτυπο, αυξάνοντας τις αξίες ακινήτων και προσελκύοντας νέες επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στον τομέα της εστίασης.
Στη δεύτερη θητεία του Μπουτάρη, ξεκίνησε και η δεύτερη φάση της πεζοδρόμησης, από την Τσιμισκή μέχρι τη θάλασσα. Το 2017, πραγματοποιήθηκε ένας μονοήμερος πιλοτικός αποκλεισμός των αυτοκινήτων, ενώ στα τέλη του 2018 το Δημοτικό Συμβούλιο ενέκρινε την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου για να προχωρήσει το έργο. Ωστόσο, η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης υπέβαλε ένσταση, υποστηρίζοντας ότι η πεζοδρόμηση θα δυσχέραινε την πρόσβαση στον ναό για την τέλεση μυστηρίων. Η ένσταση απορρίφθηκε και, λίγο πριν τη λήξη της θητείας του, ο Μπουτάρης υπέγραψε σύμβαση με ανάδοχο για την έναρξη των εργασιών.
Όταν ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Ζέρβας, η νέα διοίκηση αποφάσισε να διαλύσει τη σύμβαση και να αποζημιώσει τον εργολάβο, θεωρώντας πως η προηγούμενη δημοτική αρχή είχε δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα. Ο αντιδήμαρχος Τεχνικών Έργων, Εφραίμ Κυριζίδης, εξήγησε ότι, λόγω της έλλειψης μετρό και των κυκλοφοριακών συνθηκών, δεν ήταν δυνατό να καταργηθεί η μοναδική μεγάλη καθοδική οδός προς τη θάλασσα. Έτσι, η δεύτερη φάση της πεζοδρόμησης δεν προχώρησε.
Με τον ερχομό της διοίκησης Αγγελούδη, οι διαδικασίες επανεκκινήθηκαν ξανά. Τον περασμένο Οκτώβριο επιβεβαιώθηκε και επίσημα η εξασφάλιση χρηματοδότησης από το Πράσινο Ταμείο για το έργο. Ο προϋπολογισμός του έργου ανέρχεται στα 4 εκ. ευρώ.
Η τελευταία εξέλιξη ήρθε την Παρασκευή, με την ανάρτηση στο Εθνικό Σύστημα Ηλεκτρονικών Δημοσίων Συμβάσεων «Προμηθέας» της προκήρυξης του διαγωνισμού. Καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή προτάσεων από υποψήφιους αναδόχους είναι η 7η Απριλίου.
Το πρώτο τμήμα, από την οδό Τσιμισκή έως την οδό Μητροπόλεως, θα αναπλαστεί ως εμπορικός πεζόδρομος, αποτελώντας συνέχεια του ήδη διαμορφωμένου τμήματος από την οδό Μακένζυ Κινγκ έως την Τσιμισκή. Στο δεύτερο τμήμα, από την οδό Μητροπόλεως έως τη Λεωφόρο Νίκης, θα αναπτυχθεί μία νέα πλατεία, σε άμεση επαφή με τη θάλασσα.
Μένει να φανεί αν ο διαγωνισμός θα κυλήσει ομαλά μετά τον Απρίλιο ή αν θα πέσει και αυτός θύμα ενστάσεων από υποψήφιους αναδόχους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί νέα καθυστέρηση.