Ο Μιχαήλ Τοσίτσας και ο δρόμος με το όνομα του
Δρόμοι της πόλης που περπατάμε, που γνωρίζουμε αλλά αγνοούμε από ποιους επιφανείς πήραν το όνομα τους.
Δρόμοι της πόλης που περπατάμε, που γνωρίζουμε αλλά αγνοούμε από ποιους επιφανείς πήραν το όνομα τους.
Επόμενη στάση η οδός Τοσίτσα.
Ποιος ήταν ο Μιχαήλ Τοσίτσας
Ο Μιχαήλ Τοσίτσας ή Τοσίτζας γεννήθηκε στο Μέτσοβο στις 3 Ιανουαρίου 1787.
Πατέρας του ήταν ο Αναστάσης, γουναράς στη Θεσσαλονίκη. Ο μικρός Μιχαήλ έμεινε ως τα δέκα του χρόνια στο Μέτσοβο και εκεί έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Μετά τον πήρε ο πατέρας του κοντά στην Θεσσαλονίκη, όπου εκεί συνέχισε το σχολείο μέχρι που έγινε δεκατεσσάρων ετών και το 1806 αναλαμβάνει μαζί με τα αδέλφια του το κατάστημα επεξεργασίας γουναρικών του πατέρα του.
Ο Μιχαήλ έμαθε την τέχνη και γύρισε μαζί με τον πατέρα του στο Μέτσοβο. Εκεί ο πατέρας του του ανάθεσε το μαγαζί του. Ο Μιχάλης ανέπτυξε εμπορικό δαιμόνιο και οι δουλειές πήγαιναν τόσο καλά, που έβαλε και τα αδέρφια του (τρία αγόρια και ένα κορίτσι) στην τέχνη. Έστειλε τα αδέλφια του στην Αίγυπτο και παράλληλα ίδρυσε υποκαταστήματα σε Αλεξάνδρεια Λιβόρνο και Μάλτα, αναθέτοντας τη διεύθυνση στα αδέρφια του Θεόδωρο, Κωνσταντίνο και Νικόλαο.
Η αδυναμία του αδελφού του Κωνσταντίνου να αντεπεξέλθει στις αυξημένες ανάγκες τού υποκαταστήματος στο Λιβόρνο, υποχρέωσαν το Μιχαήλ να καλέσει τον ανιψιό του Νικόλαο, γιο τής αδερφής του Στάμως Στουρνάρη, να αναλάβει τη διεύθυνση. Τέλος, και ο ίδιος αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη και να εγκατασταθεί στην Αλεξάνδρεια.
Το 1818 ο Μιχαήλ Τοσίτσας παντρεύτηκε την Ελένη και δύο χρόνια μετά τον γάμο τους, το 1820, μετέβησαν στην Αλεξάνδρεια τής Αιγύπτου όπου και εγκαταστάθηκαν. Πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι η βαμβακοκαλλιέργεια μπορούσε να αποτελέσει μεγάλη πηγή πλούτου. Έτσι ασχολήθηκε μ’ αυτήν.
Ο Μιχαήλ Τοσίτσας γνωρίστηκε εκεί με τον αντιβασιλέα Μεχμέτ Αλή, ο οποίος αμέσως τον εμπιστεύθηκε και τον διόρισε διευθυντή όλης τής κτηματικής του περιουσίας. Πολύ γρήγορα η εκτίμηση τού αντιβασιλέα στο πρόσωπο τού Τοσίτσα αυξήθηκε τόσο ώστε τον διόρισε προσωπικό του σύμβουλο, επικεφαλής τής πρώτης κρατικής Τράπεζας, τής Ποταμοπλοϊκής Εταιρείας τού Νείλου και διαχειριστή των κτημάτων του. Ο Τοσίτσας ασχολήθηκε με τη βαμβακοκαλλιέργεια και εξελίχθηκε σε έναν από τους ισχυρότερους γαιοκτήμονες τής Αιγύπτου. Οι Έλληνες που ζούσαν και εργάζονταν εκεί τον σέβονταν και απολάμβαναν την προστασία του. Οι επιχειρήσεις τής οικογένειας Τοσίτσα επεκτάθηκαν σε ολόκληρο τον μεσογειακό χώρο. Έτσι ο εμπορικός οίκος «Τοσίτσα» εξελίχτηκε σε κολοσσιαία επιχείρηση και ο ίδιος έγινε ένας από τους σημαντικότερους οικονομικούς παράγοντες τής Αιγύπτου. Επιπλέον, οι στενές φιλικές, αλλά και οικονομικές σχέσεις με το χεδίβη Μεχμέτ Αλή, διεύρυνε την οικονομική και την κοινωνική του εμβέλεια. Το «Μέγαρο Τοσίτσα» στην Αλεξάνδρεια αποτελούσε την έδρα των επιχειρήσεών του. Ήταν ένα νεοκλασικό μεγαλοπρεπέστατο κτήριο στο κεντρικότερο σημείο τής πόλεως, που όμως κατεδαφίστηκε το 1930. Σε πηγές αναφέρεται ότι ο Τοσίτσας «πήγαινε στο γραφείο του ντυμένος άψογα, φορώντας πάντα το κοντό του φέσι, κολλαριστό πουκάμισο με τις μύτες τού γιακά γυρισμένες προς τα έξω. Στον προθάλαμο τού γραφείου του βρίσκονταν δύο γιγαντόσωμοι Αλβανοί φρουροί, ντυμένοι με χρυσοκέντητες στολές, μακριές βράκες και ένα ασημοστολισμένο σπαθί να κρέμεται από τη μέση τους.
Ο Τοσίτσας δεν ήρθε σε επαφή με τη Φιλική Εταιρεία ούτε εκδήλωσε εμπράκτως τη συμπάθειά του στο ξέσπασμα τής Επανάστασης. Λόγω αυτής τής στάσης του ενισχύθηκε η εμπιστοσύνη τού Μεχμέτ Αλή προς αυτόν, όμως επικρίθηκε έντονα από τους ιστορικούς τής περιόδου και όχι μόνο.
Ο επιχειρηματίας Χρήστος Μπουτάτος αναφέρει σε ένα άρθρο του για τον ευεργέτη ότι το 1821, λίγο μετά την έκρηξη τής ελληνικής επανάστασης, έφτασε στην Αλεξάνδρεια ο Αντώνιος Πελοπίδας, απεσταλμένος τής Φιλικής Εταιρείας, με σκοπό να δολοφονήσει τον Τοσίτσα. Ο Τσακάλωφ θεωρούσε ασυγχώρητο, στις κρίσιμες για τον αγώνα στιγμές, ένας Έλληνας να είναι συνεργάτης τού Μεχμέτ Αλή, ο οποίος υποστήριζε τους Τούρκους. Ο Πελοπίδας ζήτησε ακρόαση από τον Τοσίτσα αποφασισμένος να τον δολοφονήσει με ένα μαχαίρι που έκρυβε πάνω του. Ο Τοσίτσας τον δέχτηκε και τότε ο Πελοπίδας δοκίμασε μια πολύ μεγάλη έκπληξη. Άκουσε τον Τοσίτσα να του μιλά για τον σκοπό τού ερχομού του στην Αίγυπτο, την οργάνωση και την προστασία των Ελλήνων τής Αιγύπτου. Του εξήγησε πως ο Μεχμέτ Αλή δεν είναι εχθρός τής επανάστασης. Απεναντίας, ήθελε την επιτυχία της, γιατί έτσι η Πύλη θα τον άφηνε ήσυχο να επιβληθεί απόλυτα στην Αίγυπτο.
Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν πείραξε καθόλου το ελληνικό σχολείο τής Αιγύπτου, αλλά αντιθέτως έδειξε ιδιαίτερη εύνοια, παρέχοντας προνόμια που δεν είχαν άλλοι άποικοι εκεί. Ο απεσταλμένος τής Φιλικής Εταιρείας τα έχασε, σηκώθηκε όρθιος, τράβηξε από το κόκκινο ζωνάρι του το μαχαίρι και είπε δακρυσμένος «Αφέντη, αυτό εδώ το μαχαίρι μού το έδωσαν για να σε σκοτώσω». Ο Τοσίτσας ψύχραιμος του απάντησε «Αδερφέ μου, πράξε ό,τι σου προστάζει η συνείδηση σου». Ο Πελοπίδας πέταξε το μαχαίρι επάνω στο τραπέζι και έφυγε. Ο Τοσίτσας σιωπηλός το πήρε και το τοποθέτησε στο συρτάρι του.
Τα πράγματα για τον Τοσίτσα έγιναν πολύ δύσκολα όταν το 1824 ο Μεχμέτ Αλή αποφάσισε να βοηθήσει τον Σουλτάνο στην καταστολή τής ελληνικής επανάστασης, στέλνοντας τον Ιμπραήμ πασά με στρατό στην Πελοπόννησο. Τότε ο Τοσίτσας βρέθηκε μπροστά σε ένα δίλημμα: να χαλάσει τις σχέσεις του με τον χεδίβη υποστηρίζοντας την ελευθερία τής πατρίδας του ή να μη βάλει σε κίνδυνο την ασφάλεια των Ελλήνων τής Αιγύπτου, στους οποίους θα ξεσπούσε ο θυμός τού Μεχμέτ Αλή. Επέλεξε να μη διαταράξει τις σχέσεις του με τον χεδίβη τής Αιγύπτου, αλλά παράλληλα να προσπαθήσει με την περιουσία του να βοηθήσει στην απελευθέρωση των Ελλήνων αιχμαλώτων και σε ό,τι άλλο μπορούσε. Έτσι διέθεσε χρήματα για την εξαγορά Ελλήνων αιχμαλώτων, καθώς και για αποστολή πολλών «των εν νεανική ηλικία όντων…» αιχμαλώτων για σπουδές στην Ευρώπη, φροντίζοντας επιπλέον για την μετέπειτα αποκατάστασή τους.
Για τη στάση του αυτή επικρίθηκε έντονα από τους ιστορικούς τής περιόδου Ιωάννη Φιλήμονα και Νικόλαο Σπηλιάδη. Όμως δεν είναι απόλυτα αληθές αυτό. Βοήθησε κρυφά, όσο μπορούσε, εξαγοράζοντας τους χιλιάδες δούλους που έστελνε ο Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο. Αντίθετα, οι Αναστάσιος Γούδας και Κωνσταντίνος Κοντογόνης τον υπερασπίστηκαν, ερμηνεύοντας τη συγκεκριμένη στάση του ως προϊόν «δεινοτάτης αμηχανίας» ανθρώπου που προτίμησε μια νομιμόφρονα πολιτική απέναντι στον Μεχμέτ Αλή.
Μετά τη δημιουργία τού ελληνικού κράτους ο Μιχαήλ Τοσίτσας υπήρξε ο πρώτος Γενικός Πρόξενος τής Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια από το 1835 έως το 1853. Συνέβαλε στην ίδρυση τής ελληνικής κοινότητας και, μαζί με τα αδέλφια του, τη βοήθησε να αποκτήσει σημαντικές εκπαιδευτικές και εκκλησιαστικές υποδομές. Έκτισε ένα παρθεναγωγείο, ένα αλληλοδιδακτικό και ένα ελληνικό σχολείο [Τοσιτσαία Σχολή] στην Αλεξάνδρεια, το κόστος των οποίων ξεπέρασε τα 120.000 τάλιρα. Άφησε ακόμα τα αναγκαία κεφάλαια για τη συντήρησή τους και την πρόσληψη διδακτικού προσωπικού. Αγόρασε αντί 80.000 ταλίρων οικόπεδο για την ανέγερση τού μεγαλοπρεπούς ναού τής Ευαγγελίστριας στην Αλεξάνδρεια και συμμετείχε οικονομικά στην κατασκευή του. Ανακαίνισε το ελληνικό νοσοκομείο, το οποίο είχε οικοδομηθεί νωρίτερα με δωρεά τού αδερφού του Θεόδωρου. Για τις ανάγκες τής ελληνικής κοινότητας τής Αλεξάνδρειας αγόρασε έκταση για τη δημιουργία ελληνικού νεκροταφείου. Τα ποσά που διέθεσε ο Τοσίτσας για κοινωφελή έργα υπέρ τής ελληνικής κοινότητας στην Αλεξάνδρεια ξεπέρασαν το 1.000.000 δραχμές, ποσό εξαιρετικά σημαντικό για την εποχή.
Στη γενέτειρά του, το Μέτσοβο, έστελνε κάθε χρόνο, όσο ζούσε, σημαντικά χρηματικά ποσά για την ανακούφιση των φτωχών. Μάλιστα κατέθεσε στην Εθνική Τράπεζα πάνω από 100.000 δραχμές για να πληρώνονται από τους τόκους δύο δάσκαλοι για να διδάσκουν τα νέα παιδιά.
Ο Μιχαήλ και η Ελένη Τοσίτσα δεν απέκτησαν παιδιά. Ο Μιχαήλ είχε μεγάλη αγάπη στον ανιψιό του Νικόλαο Στουρνάρη, τον ευεργέτη, ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα για να ασχοληθεί με αναπτυξιακά έργα, αλλά πέθανε αιφνιδίως σε ηλικία 46 ετών τον Οκτώβριο τού 1852, πριν προλάβει να υλοποιήσει τα μεγάλα σχέδιά του. Ο Μιχαήλ Τοσίτσας συγκλονίστηκε από τον θάνατό του, έπαθε εγκεφαλικό και περιέπεσε σε βαθύτατη κατάθλιψη. Με βαρύτατα κλονισμένη την υγεία του, το 1854 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου και πέθανε το 1856, αφήνοντας διαχειρίστρια τής μεγάλης περιουσίας του τη σύζυγό του Ελένη. Στη διαθήκη του άφησε μεγάλα ποσά για την αρωγή των φτωχών, καθώς και για την ενίσχυση νοσοκομειακών, εκκλησιαστικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Στη Θεσσαλονίκη, που ακόμα τελούσε υπό τον τουρκικό ζυγό, κληροδότησε ένα μεγάλο ποσό για το ελληνικό σχολείο τής . Στην Αθήνα άφησε 10.000 τάλιρα για τον εξωραϊσμό των δρόμων και των πλατειών στο κέντρο τής πόλεως που ορίζονταν από τις οδούς Σταδίου, Αιόλου, και Ερμού και 100.000 γαλλικά φράγκα για το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Σημαντικά ποσά προσέφερε με τη διαθήκη του στο Πανεπιστήμιο, το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, το Οφθαλμιατρείο, τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία (Αρσάκειο), αλλά και για νοσοκομεία και άλλα εκπαιδευτικά ή φιλανθρωπικά ιδρύματα. Στην κηδεία του χοροστάτησε ο Αρχιεπίσκοπος τής Ελλάδας και παρέστησαν όλοι οι βουλευτές, οι πρέσβεις και χιλιάδες κόσμος.
Το μνημείο του είναι ένα από τα μεγαλύτερα τής Ελλάδας και είναι ακριβώς δίπλα στην εκκλησία τού Αγίου Λαζάρου στο Α΄ Νεκροταφείο στην Αθήνα. Είναι έργο των Τηνίων γλυπτών Γεώργιου και Λάζαρου Φυτάλη. Ο αδριάντας τού ευεργέτη είναι σε φυσικό μέγεθος και βρίσκεται τοποθετημένος σε ψηλή βάση. Το κάτω τμήμα τής βάσης κοσμείται από ένα αρχαιοπρεπές ανάγλυφο το οποίο απεικονίζει 4 γυναικείες μορφές προσωποποιήσεις των πόλεων Αθήνας, Αλεξάνδρειας, Μετσόβου και ίσως Θεσσαλονίκης, οι οποίες θρηνούν γύρω από την τεφροδόχο. Τα δύο άκρα τής σύνθεσης απολήγουν σε δύο αγάλματα όμοια με τη Σφίγγα τής Αιγύπτου.
Η ιστορία της οδού Τοσίτσα ξεκινάει το 1928, όταν το συγκρότημα του Μπιτ Μπαζάρ παραχωρήθηκε στους πρόσφυγες, από τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό Προσφύγων Θεσσαλονίκης. Ο Βενιζέλος εγκαινίασε την οδό με τα διώροφα κτίρια. Η ονομασία Μπιτ Μπαζάρ δηλαδή «Αγορά της Ψείρας» αποδόθηκε λόγω των παλιών ρούχων γεμάτα με ψείρες που πουλούσαν στα μαγαζιά.
Εννιά δεκαετίες τώρα στην οδό Τοσίτσα, λειτουργεί η μοναδική αγορά σταθερών παλαιοπωλείων στη πόλη, η οποία βέβαια παρακμάζει. Πολλά είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι καταστηματάρχες της περιοχής στο σήμερα. Ειδικά μετά το lockdown τα πράγματα είναι πολύ ζόρικα για τους ανθρώπους που βιοπορίζονται από εκεί. Οι λαμπρές στιγμές της τότε εποχής αποτελούν ανάμνηση και όπως όλα δείχνουν δεν πρόκειται να επιστρέψουν. Όπως χαρακτηριστικά μας περιγράφουν άνθρωποι της περιοχής, στα παλαιοπωλεία της Τοσίτσα, οι επιχειρηματίες δεν προλάβαιναν να πιούν ούτε τον καφέ τους.
Η οδός σήμερα είναι γνωστή στους νέους για τα νυχτερινά μαγαζιά που βρίσκονται στην περίκλειστη πλατεία η οποία έχει έξι στοές με εξόδους στις οδούς Τοσίτσα και Ολύμπου. Η Τοσίτσα είναι από αυτούς τους δρόμους που μεταμορφώνονται ανάλογα με τις ανάγκες σου, κάθε μέρα αλλάζει.
Με πληροφορίες από history.arsakeio.gr / Παναγιώτα Αν. Ατσαβέ
Διαβάστε επίσης:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ