Ένα αριστούργημα του Στράους αναβιώνει στη Βαυαρική Κρατική Όπερα
Ο Γιώργος Μαρκογιαννόπουλος γράφει για τη σπάνια όπερα «Die Liebe der Danae» που παρουσίασε η Κρατική Βαυαρική Όπερα
Λέξεις: Γιώργος Μαρκογιαννόπουλος
Τη σχετικά σπάνια όπερα του Ρίχαρντ Στράους «Die Liebe der Danae» (Η αγάπη της Δανάης) παρουσίασε, στις 19/7/2025, η Κρατική Βαυαρική Όπερα στο πλαίσιο εορτασμού των 150 χρόνων διεξαγωγής του θερινού Φεστιβάλ Όπερας, που λαμβάνει χώρα ετησίως στο Μόναχο, και το οποίο είχαμε τη χαρά φέτος να παρακολουθήσουμε.
Το αρκετά άγνωστο αυτό λυρικό αριστούργημα συντέθηκε από τον Γερμανό γίγαντα του ρομαντισμού κατά τα χαλεπά χρόνια 1937-1940, σε λιμπρέτο τού Αυστριακού συγγραφέα Γιόζεφ Γκρέγκορ, αντλώντας κωμικά στοιχεία και θέματα από την Ελληνική μυθολογία, και ειδικά από τον μύθο του περίφημου βασιλιά της Φρυγίας Μίδα. Την ιδιωτική πρεμιέρα τού έργου από τη Φιλαρμονική της Βιέννης -ενώπιον του Στράους και ενός κλειστού κοινού- διηύθυνε ο Κλέμενς Κράους το καλοκαίρι τού 1944 στο Σάλτσμπουργκ, αφήνοντας τον ίδιο τον συνθέτη έντονα συγκινημένο. Το τελευταίο ανέβασμα τού έργου, το 1988, από τη Βαυαρική Κρατική Όπερα διηύθυνε ο μεγάλος Βόλφγκανγκ Σαβάλλις, ενώ στη φετινή παραγωγή η μουσική διεύθυνση ανατέθηκε στον πολύπειρο Γερμανό αρχιμουσικό Σεμπάστιαν Βάιγκλε και την ιδιαίτερη σκηνοθεσία υπέγραψε ο Γερμανός σκηνοθέτης όπερας Κλάους Γκουτ.
Η σκηνική έναρξη του έργου βρήκε τη Διδώ σε ρόλο φωτομοντέλου, να απαθανατίζεται από ρεπόρτερ, εντός ενός συγκροτήματος γραφείων, από αυτά που εδρεύουν σε κεντρικό ουρανοξύστη του Μανχάταν, όπως μαρτυρούσε από την τζαμαρία το τσιμεντένιο, φανερά νεοϋρκέζικο, τοπίο. Για την αποτύπωση της εικονικής αυτής θέας επιστρατεύτηκαν -αντί παραθύρων- τέσσερις ευέλικτες γιγαντοοθόνες, που αποτέλεσαν κατ’ ουσίαν ένα εναλλασσόμενο φόντο, το οποίο συχνά εμπλουτιζόταν από καιρικά φαινόμενα ή εφέ, όπως φλεγόμενα αεροπλάνα! Οι χορωδοί, που ήταν ενδεδυμένοι ως υπάλληλοι με τα τυπικά, άχαρα κοστούμια γραφείου, έκαναν ξαφνικά μία ομαδική επίθεση «αγάπης» στο αφεντικό τους, του οποίου η κατακόκκινη γυαλιστερή γραβάτα, το ριγέ σταυρωτό σακάκι και κυρίως η πορτοκαλί πλούσια κόμη έφερναν έντονα στον νου τη φυσιογνωμία τού νυν πλανητάρχη… Τα πρωτότυπα κοστούμια της Ursula Kudrna έδωσαν την αναγκαία λάμψη στον κατά τα άλλα πεζό και γκρίζο χώρο των γραφείων, κυρίως με τη φανταχτερή αμφίεση του Μίδα, αποτελούμενη από ένα χρυσοποίκιλτο κοστούμι και ένα ολόχρυσο ημίψηλο, επιτυχώς προσδίδοντας μέγεθος, πλάτος και κύρος στον κεντρικό και επιβλητικό αυτόν χαρακτήρα τού έργου. Ανάλογα χρυσαφικά εντοπίστηκαν και στο κομψό ένδυμα της Δανάης, σε αντιδιαστολή με την κατάμαυρη μυστηριώδη φορεσιά τού ομοίως επιβλητικού θεού Ζευς. Η ανατροπή των σκηνικών επήλθε στη δεύτερη πράξη, κατά την οποία τα γραφεία, σαν κτυπημένα από τρομοκρατική ενέργεια (11η Σεπτεμβρίου 2001), είχαν ερημωθεί, τα καταστραμμένα ηλεκτρολογικά επικρέμονταν από την οροφή, ενώ πρόχειροι καταυλισμοί, σκηνώματα και καμίνια είχαν στηθεί εντός τού παλιού εργασιακού χώρου. Οι δραματικοί φωτισμοί του Alessandro Carletti επέτειναν αυτή την αγωνιώδη κατάσταση έως ότου έγινε ένα μικρο θαύμα: οι γιγαντοοθόνες πρόβαλαν, υπό τη συμφωνική ορχηστρική υπόκρουση τού φινάλε, ένα σπάνιο βίντεο από τον Ρίχαρντ Στράους να περπατάει στον κήπο του, να επιμελείται την παρτιτούρα της όπερας και να χαμογελάει στην κάμερα! Μία δίχως άλλο συγκινητική για κάθε μουσικόφιλο στιγμή που, παράλληλα με την ύστατη ορχηστρική έκσταση, άφησε τις πιο έντονες και ωραίες εντυπώσεις, σαν μια φευγαλέα συνομιλία με τον συνθέτη!
Στο μουσικό και φωνητικό σκέλος λίγα πράγματα μπορούν να ειπωθούν διότι ήταν αληθινά αρτιότατο: ο άνετος χειρισμός της φωνής μαζί με τον διαρκώς υφέρποντα λυρισμό επιβεβαίωσαν την επιλογή στο πρόσωπο της Σουηδής λυρικής υψιφώνου Malin Byström ως την πλέον κατάλληλη και πειστική Δανάη. Υπέροχη υπήρξε και η πλοκή των γυναικείων φωνών από τη Σέμελη της Sarah Dufresne, την Ευρώπη της Evgeniya Sotnikova, την Αλκμήνη της Emily Sierra και τη Λήδα της Avery Amereau, δημιουργώντας ένα παραδείσιο κουαρτέτο φωνών με αγγελικά πιάνι, αλλά και ποιοτικά απροβλημάτιστα ανεβάσματα στην υψηλή περιοχή. Απολύτως ικανοποιητική υπήρξε η εμφάνιση τού Βρετανού βαρύτονου Christopher Maltman που ευχαρίστησε στους διαλόγους με τον Μίδα και τη Δανάη, προσδίδοντας βάθος, βάρος και καθαρή άρθρωση σε μία ερμηνεία εξίσου εντυπωσιακή και στο θεατρικό κομμάτι, με γλαφυρή κίνηση επί σκηνής και έξοχης αλληλεπίδρασης με τα εκεί συμβαίνοντα. Ωραία υπήρξαν τα γεμίσματα από τον Ταϊβανέζο τενόρο Ya-Chung Huang που ανέπτυξε εκφραστικότατα ντουέτα, μεταξύ άλλων, με τον εκπληκτικό Πολυδεύκη τού εκ Μονάχου ορμώμενου Vincent Wolfsteiner, ο οποίος εξέπληξε με την ωριμότητα και τη συνέπεια τού υποβλητικού τραγουδιού του. Άνευ, όμως, αμφιβολίας, την παράσταση έκλεψε ο ανεπανάληπτος Αυστριακός τενόρος Andreas Schager, τον οποίο παρακολουθήσαμε σε τρεις διαφορετικούς ρόλους, σε τρεις διαφορετικές παραστάσεις, και μείναμε από όλες ενθουσιασμένοι. Στην προκειμένη πρώτη, δεν θα μπορούσε να αγνοήσει κανείς το ασύλληπτης ρώμης φωνητικό του εκτόπισμα: η βαγκνέρειας ποιότητας και αντοχής φωνή του αποδείχθηκε απολύτως ιδανική για έναν ρόλο τόσο απαιτητικό όπως αυτόν τού Μίδα, ρόλο στον οποίον πραγματικά έλαμψε. Το χελντεντενορίστικης ισχύος τραγούδι του υπερκέρασε αυτό των υπολοίπων και σκέπασε, ως υπερήρωας, την αίθουσα της Βαυαρικής Κρατικής Όπερας, η οποία, δίχως άλλο, σείστηκε από την έκταση και την προβολή της φωνής του. Μία, συνολικά, παραγωγή όπου όλα ήσαν στη θέση τους, λειτούργησαν με τη σωστή διανομή των ρόλων και έτσι άφησαν τις πιο θετικές εντυπώσεις στο μουσικόφιλο κοινό τού Μονάχου, που δικαίως αποθέωσε, με τη λήξη της παράστασης, όλους τους συντελεστές!
*Ο Γιώργος Μαρκογιαννόπουλος είναι κριτικός μουσικής και μέλος ΕΕΘΜΚ