Βοούν οι Κασσάνδρες! Η Κασσάνδρα ακούει;
Η πρώτη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό και αντιπροσωπεύει αυτό που νιώθω εδώ και χρόνια όταν σκέφτομαι την Κασσάνδρα, είναι «πένθος» - Γράφει η Γιάννα Τσόκου
Λέξεις: Γιάννα Τσόκου
Όταν μου ζητήθηκε να γράψω ένα κείμενο για την Κασσάνδρα και την κατάσταση που επικρατεί στα δικά μου μέρη, δηλαδή στο νοτιοανατολικό κομμάτι της χερσονήσου της Χαλκιδικής – αυτό που οι ντόπιοι αποκαλούν Μύκονο ή νησιά – μου ήρθε στο μυαλό ο τίτλος αυτού του κειμένου: «Βοούν οι Κασσάνδρες! Η Κασσάνδρα ακούει;». Αλλά και ερωτήματα όπως: «Είναι ο υπερτουρισμός ο Δούρειος Ίππος που άλωσε τα πάντα και για πάντα στην πανέμορφη χερσόνησο;»
Η πρώτη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό και αντιπροσωπεύει αυτό που νιώθω εδώ και χρόνια όταν σκέφτομαι την Κασσάνδρα, είναι «πένθος». Πένθος για έναν τόπο που επιμένει να καταστρέφεται χωρίς να μπορεί να κάνει πίσω, ακόμη κι αν οι άνθρωποί του και αυτοί που τον πονάν, θέλουν να σταματήσουν την καταστροφή, αλλά δεν ξέρουν πώς.
Τον τόπο τον αγαπάμε πολύ. Κοντά του μάθαμε τι είναι φύση, λατρέψαμε τη θάλασσα, τα γραφικά χωριά που δεν υπάρχουν πιά, τα δάση, τις απίστευτες παραλίες και κυρίως την ησυχία που επιτρέπει στους ήχους της φύσης να σε γαληνεύουν. Γνωρίσαμε τους ανθρώπους της και πορευτήκαμε μαζί τους. Μεγαλώσαμε στη αγκαλιά της Κασσάνδρας και μεγαλώσαμε εδώ τα παιδιά μας.
Κάλλιστα μπορούν να γυρίσουν κάποιοι ντόπιοι και να σου πουν: «Ό,τι και να κάνετε εσείς θα είστε ξένοι, οι Θεσσαλονικείς, οι Βεροιώτες, οι από όπου ήρθατε τέλος πάντων. Κι αν δεν σας αρέσει, να φύγετε. Αρκετά καταστρέψατε κι εσείς. Στην πραγματικότητα δεν σας χρειαζόμαστε πιά. Υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια. Πουλήστε και πάτε στο καλό.»
Όντως συμβάλαμε στην καταστροφή της Χαλκιδικής και της Κασσάνδρας, διότι μεταφέραμε την πόλη στη φύση της Χαλκιδικής, την μετατρέψαμε σε αστικό τοπίο. Η Κασσάνδρα μετατράπηκε σε αυτό που ήξερε και ονειρεύτηκε η πλειονότητα των Θεσσαλονικέων, ένα δεύτερο Πανόραμα δίπλα στη θάλασσα. Δυστυχώς, συχνά κακοχτισμένο, έργο πρωτίστως των εργολάβων που πλούτισαν χτίζοντας οικισμούς δίπατους, βίλες ρουστίκ, παρακάμπτοντας συνήθως τους αρχιτέκτονες. Και γκαζόν, πολύ γκαζόν λες και ήταν ντροπή το ταπεινό χώμα με τα ξερικά φυτά του τόπου. Τί να πω, για παράδειγμα, για τον παλιό ελαιώνα που εν μια νυκτί ξηλώθηκε από τον εργολάβο για να γίνουν «λουξ» βίλες μοντέρνες, και στη θέση της ελιάς φυτεύτηκαν φοίνικες και ξαφνικά ξεφύτρωσε άπειρο γκαζόν, λες και είμαστε στην Αγγλία κι όχι στη μεσογειακή Χαλκδική. Και πισίνες, πολλές πισίνες, γιατί η θάλασσα έχει πέτρες και φύκια και πού να κατεβαίνουν ως εκεί οι τουρίστες. Όλα ερήμην της λειψυδρίας που τώρα εκδικείται τον αλόγιστο «υπερτουρισμό», όπως φαίνεται από τις μαρτυρίες τουριστών και κατοίκων.
Στην Κασσάνδρα η μεγάλη ζημιά ξεκίνησε κυρίως στα χρόνια της Χούντας, με άπειρες παρανομίες. Πολυώροφα ξενοδοχεία σηκώθηκαν, όπως το «Παλλήνη» στη δεκαετία του ΄70, δείγμα αρχιτεκτονικής που αδιαφορεί για το φυσικό τοπίο και θέλει να επιβληθεί σ’ αυτό. Οικισμοί σαν δίπατες πολυκατοικίες πάνω στο κύμα, μικρότερα και μεγαλύτερα ξενοδοχεία. Και βέβαια όλα φέρουν την επίφαση της πολυτέλειας, κάνουν επίδειξη πλούτου, αγνοώντας την τοπική αρχιτεκτονική παράδοση.
Ποιος θα φανταζόταν μια τέτοια εξέλιξη όταν τον δρόμο για τον τουρισμό στην Κασσάνδρα τον άνοιξε το 1962 ένα ξεχωριστό δείγμα σύγχρονης αρχιτεκτονικής; Ένα ξενοδοχείο που σεβάστηκε το περιβάλλον και σε καλούσε να κάνεις το ίδιο. Το «Ξενία» του Παλιουριού, του σπουδαίου Άρη Κωνσταντινίδη, τράβηξε το ενδιαφέρον των ευπόρων αστών, κυρίως της Θεσσαλονίκης. Τότε άρχισαν να αγοράζονται τα πρώτα κτήματα, κυρίως αυτά που ήταν κοντά στην θάλασσα, η προίκα δηλαδή των ντόπιων κοριτσιών, γιατί στα αγόρια έδιναν τα καλά κτήματα στο βουνό. Τόπος φτωχός ήταν η Κασσάνδρα, κι οι άνθρωποί της μέχρι τότε ζούσαν κυρίως από τη φύση της.
Ο εύκολος πλουτισμός σάρωσε την Κασσάνδρα χωρίς να βρει αντιστάσεις από τους κατοίκους, οι οποίοι στην πλειονότητά τους δεν είχαν την παιδεία και τα εργαλεία που θα τους βοηθούσαν να προστατέψουν τον τόπο τους. Κομμάτι και η Χαλκιδική μιας Ελλάδας που αποδείχθηκε απαίδευτη, χωρίς όραμα, και ανίκανη να διαχειριστεί τον φυσικό πλούτο που της χαρίστηκε.
Η Κασσάνδρα είχε την τύχη του «Ξενία». Η χώρα γύρισε την πλάτη στην ποιότητα, αγνόησε την ιστορία και την τοπική παράδοση, τις άφησε πίσω. Και αυτές ρημάξανε, τις σκέπασε η σκόνη του ακόρεστου τουρισμού, της περίφημης «ανάπτυξης». Ό,τι σώθηκε φυλάσσεται τώρα ως κόρη οφθαλμού, όπως η Άθυτος και ο Παρθενώνας στη Σιθωνία.
Αύγουστος 2025.