Πρόσωπα

Γιώργος Αυγερόπουλος: «Οι δημοσιογράφοι πρέπει να αντιστέκονται με περισσότερα Όχι από Ναι»

Ο διακεκριμένος κινηματογραφιστής και δημοσιογράφος απαντά στις ερωτήσεις της Parallaxi για το μέλλον της δημοσιογραφίας

Χάρης Δημαράς
γιώργος-αυγερόπουλος-οι-δημοσιογρά-1417560
Χάρης Δημαράς

Ο Γιώργος Αυγερόπουλος είναι μια ξεχωριστή περίπτωση δημοσιογράφου, μοναδική για τα ελληνικά δεδομένα.

Έχει καταφέρει να διακριθεί δεκάδες φορές διεθνώς για τα ντοκιμαντέρ του έχει ταξιδέψει σε εκατοντάδες χώρες, με ρεπορτάζ και έρευνες που συζητήθηκαν και είχαν μεγάλη απόχηση.

Η αρχή έγινε με τον «Εξάντα» που προβαλλόταν από τον ALPHA και από την ΕΡΤ, στη συνέχεια, όμως, μετά το κλείσιμο του δημοσίου καναλιού από την κυβέρνηση Σαμαρά, ακολούθησε πιο αυτόνομη δημοσιογραφική πορεία, με το ντοκιμαντέρ «Το Χαμένο Σήμα της Δημοκρατίας» και δύο χρόνια αργότερα την «Agora», που έτυχε διθυραμβικής υποδοχής και απήχησης.

Το ντοκιμαντέρ ΠΑΡΟΝΤΕΣ με θέμα την πανδημία επίσης συνοδεύτηκε από θετικές κριτικές.

Η κινηματογραφική του δραστηριότητα δεν σταματά εδώ, καθώς σε λίγες μέρες και πιο συγκεκριμένα στις 15 Ιανουαρίου αρχίζει να προβάλλεται στους κινηματογράφους η τελευταία του ταινία – ντοκιμαντέρ με τίτλο Mankind’s Folly ( Η Ύβρις της Ανθρωπότητας).

Ο Γιώργος Αυγερόπουλος προέρχεται από τη δημοσιογραφία, η οποία αποτελεί γι’ αυτόν ένα από τα βασικά εργαλεία της δουλειάς του.

«Είναι ένα από τα πολλά μέσα που χρησιμοποιώ για να δημιουργήσω μια ταινία με αρχή, μέση και τέλος, με χαρακτήρες, εντάσεις και συναισθηματικό αντίκτυπο. Από αυτή τη σκοπιά απαντώ στις ερωτήσεις που ακολουθούν: από τη θέση ενός ανθρώπου που εργάστηκε για αρκετά χρόνια στην πρώτη γραμμή της δημοσιογραφίας και στη συνέχεια εξελίχθηκε, αναζητώντας μεγαλύτερη ελευθερία και άλλες μορφές αφήγησης και έκφρασης μέσα από το ντοκιμαντέρ», διευκρινίζει.

Και χαιρόμαστε που δέχθηκε να απαντήσει στα ερωτήματα που θέτουμε για την κρίση στη δημοσιογραφία και το μέλλον της.

Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το μεγαλύτερο πρόβλημα της δημοσιογραφίας σήμερα;

«Πιστεύω ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η έλλειψη χρόνου και ως εκ τούτου εμβάθυνσης. Η καλή δημοσιογραφία, χρειάζεται έρευνα για να γίνει, που με την σειρά της απαιτεί χρόνο και κοστίζει. Το κόστος αυτό δεν είναι καθόλου ελκυστικό σήμερα για τα mainstream media, που προτιμούν να επενδύσουν σε προϊόντα τα οποία θα τους φέρουν ευκολότερα «σίγουρη» τηλεθέαση, επισκεψιμότητα, απήχηση και «engagement».

Προϊόντα των οποίων το περιεχόμενο είναι ανώδυνο και καλύτερα ελεγχόμενο, σε σύγκριση με μια σοβαρή δημοσιογραφική δουλειά που ίσως να ερχόταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα ή με τα πιστεύω του εκάστοτε ιδιοκτήτη ή της εκάστοτε κυβέρνησης.

Όταν λοιπόν ο χρόνος, οι πόροι και η ανεξαρτησία συρρικνώνονται, τότε αναπόφευκτα περιορίζεται και η δυνατότητα ουσιαστικής κριτικής και ελέγχου της εξουσίας. Επομένως το πεδίο γίνεται όλο και πιο δύσκολο ειδικά σε μια μικρή αγορά όπως η ελληνική, όπου τα κυρίαρχα μέσα είναι συγκεντρωμένα στα χέρια λίγων.

Αυτός όμως ακριβώς είναι και ο λόγος ίδρυσης και ύπαρξης ανεξάρτητων δημοσιογραφικών ομάδων που κάνουν εξαιρετικά σοβαρή δουλειά και βραβεύονται στο εξωτερικό. Αυτούς οφείλουμε να υποστηρίξουμε όλοι. Διότι γνωρίζουμε πολύ καλά, ότι δημοσιογραφία σημαίνει έλεγχος της εξουσίας και των ισχυρών, δεν σημαίνει «συναγελάζομαι μαζί τους».

Οφείλει ένας δημοσιογράφος να παίρνει θέση για ένα γεγονός; Αν ναι, υπάρχουν εξαιρέσεις, δηλαδή περιπτώσεις που δε θα έπρεπε να το κάνει;

«Η ιδέα ότι ο δημοσιογράφος μπορεί ή οφείλει να είναι απολύτως «ουδέτερος» είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας μύθος. Κάθε επιλογή —τι θα καλυφθεί, ποια πηγή θα μιλήσει, ποια εικόνα θα χρησιμοποιηθεί, ποιο στοιχείο θα τονιστεί— συνιστά ήδη μια μορφή θέσης.

Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι αν παίρνει θέση, αλλά πώς και με ποια ευθύνη.

Αυτό που θεωρώ κρίσιμο είναι η εντιμότητα απέναντι στα γεγονότα και στο κοινό. Η θέση δεν πρέπει ποτέ να προηγείται της έρευνας ούτε να καθοδηγεί τα δεδομένα.

Αντίθετα, οφείλει να προκύπτει από την τεκμηρίωση και να στηρίζεται σε στοιχεία. Εκεί βρίσκεται η διαφορά ανάμεσα στη δημοσιογραφία και στην προπαγάνδα.

Στo ντοκιμαντέρ αυτό είναι ακόμα πιο έντονο.

Όπως έλεγε ο Jean-Luc Godard, «ακόμα και ο τρόπος που θα φωτίσεις υποδηλώνει θέση». Η οπτική του δημιουργού απέναντι στο ίδιο του το θέμα είναι πάντα συνυφασμένη μέσα στην ταινία. Και εδώ όμως ο δημιουργός οφείλει να αφήνει χώρο στην πραγματικότητα να ξεδιπλωθεί, αναδεικνύοντας όσο μπορεί καλύτερα όλους τους τόνους του γκρι γιατί η πραγματική ζωή δεν είναι σχεδόν ποτέ άσπρο – μαύρο».

Γιώργος Αυγερόπουλος

Η γραμμή του μέσου ενημέρωσης στο οποίο εργάζεται ένας δημοσιογράφος σε ποιο βαθμό πρέπει να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο σκέπτεται;

«Κανένα μέσο ενημέρωσης δεν είναι ουδέτερο και κανένας δημοσιογράφος δεν εργάζεται σε «κενό».

Υπάρχει πάντα ένα θεσμικό, πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο παράγεται η ενημέρωση. Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν υπάρχει «γραμμή», αλλά αν αυτή λειτουργεί ως φίλτρο που παραμορφώνει την πραγματικότητα.

Κατά τη γνώμη μου, η γραμμή ενός μέσου δεν θα έπρεπε να καθορίζει τον τρόπο σκέψης ενός δημοσιογράφου, αλλά μόνο το γενικό πεδίο μέσα στο οποίο κινείται.

Όταν η γραμμή αρχίζει να υποδεικνύει τι επιτρέπεται να ειπωθεί και τι όχι, τότε δεν μιλάμε πια για ενημέρωση αλλά για περιορισμό της σκέψης. Εκεί ακριβώς αρχίζει η λογοκρισία, – ή ακόμα χειρότερα η αυτολογοκρισία – και ως εκ τούτου, η απώλεια της αξιοπιστίας.

Για μένα οι δημοσιογράφοι δεν είναι βιομηχανικοί εργάτες κοπής και συσκευασίας ειδήσεων. Είναι επαγγελματίες που χειρίζονται ένα κοφτερό εργαλείο, ένα μαχαίρι με το οποίο μπορείς να κόψεις ψωμί αλλά και να σκοτώσεις άνθρωπο. Έχουν δύναμη και ως εκ τούτου τεράστια προσωπική ευθύνη, και θα πρέπει να αντιστέκονται λέγοντας περισσότερα «Όχι» από «Ναι» όταν το περιβάλλον τους γίνεται ασφυκτικό.

Ξέρω… Δεν είναι διόλου εύκολο και δεν γίνεται χωρίς ρίσκο.

Προσωπικά, το ανέλαβα με όλη μου την καρδιά όχι μία αλλά δύο φορές, το 2000 όταν παραιτήθηκα από το μέσο όπου εργαζόμουν και στράφηκα στο ντοκιμαντέρ για περισσότερη ελευθερία, και το 2013 όταν αποφάσισα να δραστηριοποιηθώ κυρίως στην διεθνή αγορά.

Και στις δύο αυτές κομβικές στιγμές υπήρξαν περιπτώσεις που δυσκολευτήκαμε να πληρώσουμε το νοίκι του σπιτιού. Αυτή όμως ήταν η επιλογή μου.

Αν δεν την είχα κάνει, θα ζούσα μια ζωή δυστυχισμένος».

Γιατί η κοινή γνώμη δεν έχει πια την καλύτερη άποψη για το λειτούργημα του δημοσιογράφου;

«Η δυσπιστία της κοινής γνώμης απέναντι στη δημοσιογραφία δεν προέκυψε τυχαία ούτε από τη μια μέρα στην άλλη. Είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς φθοράς, που συνδέεται με τον τρόπο λειτουργίας ολόκληρου του συστήματος ενημέρωσης και όχι αποκλειστικά με τα πρόσωπα που εργάζονται σε αυτό.

Όταν άρχισα να εργάζομαι ως τζούνιορ ρεπόρτερ στα τέλη της δεκαετίας του 80, δεν ήταν «παράδεισος».

Όμως έλεγες «δημοσιογράφος» και τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι σε αντιμετώπιζαν ως ένα σύμμαχο απέναντι στην εξουσία και την αδικία.

Όταν γίνονταν διαδηλώσεις ή συγκρούσεις τις καλύπταμε όντας ανάμεσα στον κόσμο.

Όλα αυτά άρχισαν να αλλάζουν περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 90. Ο κόσμος μας έδιωχνε, το σύνθημα «Αλήτες, Ρουφιάνοι, Δημοσιογράφοι» άρχισε να κυριαρχεί και εμείς για να προστατευτούμε πηγαίναμε πίσω από τα ΜΑΤ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο μου κακοφάνηκε η πρώτη φορά. Όμως με τα χεράκια μας βγάλαμε τα ματάκια μας.

Ο βασικός λόγος είναι η σύγχυση ρόλων.

Δημοσιογράφοι που υποτίθεται ότι δουλειά τους είναι να ελέγχουν την εξουσία, γίνονται βασιλικότεροι του βασιλέως εμφανιζόμενοι ούτε λίγο ούτε πολύ ως κυβερνητικοί εκπρόσωποι κατακεραυνώνοντας όσους τολμήσουν να ασκήσουν κριτική.

Συναγελάζονται, γλεντούν και φωτογραφίζονται με πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες, αισθανόμενοι και εκείνοι ισχυροί επειδή βρίσκονται κοντά στην εξουσία. Μα πως μπορείς να «ελέγξεις» κάποιον με τον οποίο πέρασες το Σαββατοκύριακο φιλοξενούμενος στο πολυτελέστατο εξοχικό του;

Πιστεύω πως αυτό το χωρίς προσχήματα εξόφθαλμο τάγκο δημοσιογράφων και μέσων με πολιτικά και οικονομικά κέντρα, έχει εδραιώσει την αίσθηση της αναξιοπιστίας στην κοινή γνώμη. Και όταν η εμπιστοσύνη χαθεί, δύσκολα ανακτάται.

Παρά όλα αυτά, θεωρώ σημαντικό να τονιστεί ότι δεν είναι όλοι οι δημοσιογράφοι, κακοί, διαπλεκόμενοι, ή και γω δεν ξέρω τι άλλο.

Όπως δεν είναι κακοί όλοι σωρηδόν οι ταξιτζήδες, οι γιατροί, κτλ… Υπάρχουν δημοσιογράφοι που επιμένουν στη σοβαρή έρευνα, στη διασταύρωση και στην ευθύνη απέναντι στο κοινό, δημοσιογράφοι με Δ κεφαλαίο που προσπαθούν όσο μπορούν να αποκαταστήσουν τις συνθήκες μέσα στις οποίες η δημοσιογραφία μπορεί να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας».

Γιώργος Αυγερόπουλος Αλάσκα

Πώς προφυλάσσεται ένας δημοσιογράφος από τα fake news;

«Η προστασία από τα fake news δεν είναι ζήτημα τεχνικών εργαλείων ή «κόλπων», αλλά κυρίως μεθοδολογίας και στάσης απέναντι στην πληροφορία. Τα fake news ευδοκιμούν εκεί όπου η βιασύνη, η επιβεβαίωση προκαταλήψεων και η πίεση της επικαιρότητας υπερισχύουν της έρευνας.

Κατά τη γνώμη μου, το βασικό αντίδοτο είναι η συστηματική επαλήθευση. Διασταύρωση πληροφοριών από πολλαπλές και διαφορετικές πηγές, σαφής διάκριση μεταξύ γεγονότων και ερμηνείας, καθώς και επιμονή στην πρωτογενή πληροφορία. Όσο πιο μακριά βρίσκεται κανείς από την πηγή, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος αλλοίωσης.

Εξίσου σημαντικός είναι ο χρόνος. Τα fake news εκμεταλλεύονται την ανάγκη για άμεση δημοσίευση. Όταν δεν υπάρχει χρόνος για έλεγχο, το λάθος γίνεται σχεδόν αναπόφευκτο.

Ένα ακόμη κρίσιμο στοιχείο είναι η αυτογνωσία. Ο δημοσιογράφος οφείλει να αναγνωρίζει τις δικές του προκαταλήψεις και να είναι σε διαρκή επαγρύπνηση απέναντι στην επιθυμία να επιβεβαιώσει μια ήδη σχηματισμένη άποψη. Τα fake news συχνά δεν επιβάλλονται απ’ έξω, αλλά γίνονται αποδεκτά επειδή «ταιριάζουν» με αυτό που θέλουμε να πιστέψουμε».

Πώς βλέπετε τη σχέση των Social Media και της Τεχνητής Νοημοσύνης με τη Δημοσιογραφία;

«Τα social media και η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι από μόνα τους ούτε απειλή ούτε σωτηρία για τη δημοσιογραφία. Είναι εργαλεία, και το ζήτημα είναι πάντα ποιος τα ελέγχει, με ποιον σκοπό και μέσα σε ποιο αξιακό πλαίσιο χρησιμοποιούνται.

Τα social media άλλαξαν ριζικά τον τρόπο με τον οποίο διακινείται η πληροφορία. Δημοκρατικοποίησαν την πρόσβαση στον δημόσιο λόγο, αλλά ταυτόχρονα αποδόμησαν την αξιοπιστία. Σήμερα, η τεκμηριωμένη δημοσιογραφική έρευνα συνυπάρχει —και συχνά ανταγωνίζεται— με την αυθαίρετη άποψη, τη φήμη ή την εσκεμμένη παραπληροφόρηση. Βρίσκεται στο στόχαστρο μισθωμένων τρολς με υπόγεια συντονισμένες επιθέσεις αποδόμησης.

Από την άλλη, η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμη σε τεχνικό επίπεδο π.χ στην ανάλυση δεδομένων ή στη διαχείριση μεγάλου όγκου πληροφορίας, αλλά εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους όταν χρησιμοποιείται για την αυτοματοποιημένη παραγωγή «ειδήσεων» ή εικόνων χωρίς ανθρώπινο έλεγχο. Γιατί η δημοσιογραφία δεν είναι απλώς διακίνηση πληροφορίας, αλλά πράξη κατανόησης, κρίσης και ευθύνης. Κανένας αλγόριθμος δεν μπορεί να την αντικαταστήσει».

Έχετε μετανιώσει για κάποιο χειρισμό σας σε ένα δημοσιογραφικό θέμα και αν ναι τι ήταν αυτό που είχατε κάνει λάθος και δε θα επαναλαμβάνατε;

«Αν κάτι έχω καταλάβει με τα χρόνια, είναι ότι τα λάθη δεν βρίσκονται έξω από τη διαδρομή μας, αλλά αποτελούν τη διαδρομή. Δεν τα αντιμετωπίζω ως αποτυχίες που πρέπει να διαγραφούν, αλλά ως εμπειρίες που σε διαμορφώνουν — αρκεί να είσαι διατεθειμένος να τις αναγνωρίσεις και να μάθεις από αυτές.

Με αυτή την έννοια, δεν αντιλαμβάνομαι τη δουλειά μου ως μια ακολουθία σωστών και λανθασμένων χειρισμών, αλλά ως μια πορεία συνεχούς μάθησης και επανατοποθέτησης.

Για παράδειγμα όταν κοιτάω πίσω και ξαναβλέπω σήμερα παλιές μου ταινίες, σχεδόν πάντα θα υπάρξουν στιγμές που θα σκεφτώ «αυτό το σημείο θα μπορούσα να το είχα χειριστεί διαφορετικά, θα μπορούσα να το είχα γράψει διαφορετικά ή θα μπορούσα να το είχα μοντάρει διαφορετικά δημιουργώντας μια καλύτερη σκηνή.

Το σημαντικό λοιπόν είναι να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου καθώς και με το κοινό. Τα λάθη μας είναι πολύτιμα. Φάροι που μας δείχνουν την σωστή διαδρομή».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα