Eπισκέφθηκα μία πόλη σκοτεινή και συνάμα ιστορική πλάι στον Βιστούλα
Μπήκαμε μέσα στο μουσείο του Banksy και το Άουσβιτς
Είναι κάποιες πόλεις σε όλο τον κόσμο που φαίνεται πως η ιστορία τους έχει πονέσει και πληγώσει. Η ατμόσφαιρα είναι βαριά και κάποια σημεία έχουν παραδοθεί στον χρόνο, πολλά κτίρια κακοσυντηρημένα, άλλα θυμίζουν την αίγλη που κάποτε πέρασε σαν κοσμοπολίτικος αέρας.
Σε μία μακροσκελή λίστα των προορισμών που θα ήθελα να επισκεφθώ σε όλο τον κόσμο, άνηκε και η Κρακοβία, κυρίως για να πάω στο Άουσβιτς, στο μέρος που η ανθρωπότητα ντράπηκε. Βρήκαμε λοιπόν φθηνά αεροπορικά εισιτήρια και φθηνό airbnb και πετάξαμε για 4 ημέρες εκεί.
Φτάσαμε μεσάνυχτα και η Κρακοβία φαινόταν σαν να είχε σταματήσει στο χρόνο. Στην παλιά πόλη, οι λάμψεις από τους προβολείς των μεσαιωνικών κτιρίων θρόιζαν πάνω στο χιόνι, και οι σκιές που σχηματίζονταν στους στενούς δρόμους δημιουργούσαν μια αίσθηση εξωπραγματικής ηρεμίας. Το σκηνικό βγαλμένο από ταινία εποχής από το κεντρικό πάρκο μέχρι τα στενά σοκάκια και τις παλιές φθαρμένες πολυκατοικίες που η υγρασία τους έχει ξεθωριάσει το χρώμα.
Βαδίσαμε προς την παλιά πόλη αφού διασχίσαμε το καταπράσινο πάρκο της που μέσα του κρύβει θησαυρούς όπως το γοητευτικό μουσείο σύγχρονης τέχνης. Βρεθήκαμε στην Κεντρική Πλατεία (Rynek Główny) την μεγαλύτερη μεσαιωνική στην Ευρώπη, που χρονολογείται από τον 13ο αιώνα.
Το βράδυ, όταν οι άνθρωποι μαζεύονται στα σπίτια τους και η πόλη παραδίδεται στη σιωπή, είναι ίσως πιο μαγική. Το μεγαλοπρεπές Sukiennice, στέκεται περήφανο σαν ένας σιωπηλός φρουρός του παρελθόντος, η σπουδαία γοτθική εκκλησία της Αγίας Μαρίας (Kościół Mariacki) που δεσπόζει στην πλατεία, ενώ ο επιβλητικός Πύργος του Ράιμπο την “κοιτά” αντίκρι.
Γύρω-γύρω από την πλατεία χωμένα σε στοές μικρά μπαρ και κλαμπ με ουρές από φοιτητές που δίνουν την νότα της φρεσκάδας στην απόλυτη ησυχία. Και ενώ το κρύο αγκαλιάζει κάθε σπιθαμή του σώματος μας, τα παλιά, πέτρινα κτίρια μοιάζουν να μιλούν με μια γλώσσα που δεν την καταλαβαίνουμε πλήρως, αλλά την αισθανόμαστε μέσα από κάθε γωνιά και κάθε πινελιά του κέντρου. Απολαύσαμε μία ζεστή πίτσα από το Pizzatopia, η ζύμη της οποίας ανοιγότανε μπροστά μας.
Την επόμενη ημέρα, φτάσαμε στο κάστρο της Wawel, ένα από τα ομορφότερα που έχουν συναντήσει τα μάτια μου. Στέκει ως το πιο ισχυρό σύμβολο της πόλης μέχρι σήμερα, με την επιβλητική του παρουσία να αφηγείται ιστορίες αιώνων. Εδώ, στο λόφο του Βάβελ, το παρελθόν αναστενάζει και το παρόν ψιθυρίζει, ενσωματώνοντας τις αναμνήσεις ενός βασιλικού θρόνου που έχει περάσει μέσα από πολέμους, θριάμβους και καταστροφές. Η θέα από την κορυφή είναι αναμφίβολα από τις πιο συγκλονιστικές στην Κρακοβία — η πόλη απλώνεται μπροστά σου σαν μια ζωντανή εικόνα, ενώ το ποτάμι Βιστούλα κυλάει αργά, αντικατοπτρίζοντας τις γκρίζες, συννεφιασμένες μέρες που τόσο συχνά αγκαλιάζουν την πόλη.
Μείναμε στο κάστρο για αρκετή ώρα, περπατήσαμε εντός του και χαζεύαμε την κάθε λεπτομέρεια. Ύστερα, την ώρα που έπεφτε ο ήλιος γύρω στις 4 το μεσημέρι, περατζάδα στον Βίστουλα, πλάι στον θρυλικό δράκο (γλυπτό) που εικάζεται πως ζούσε μέσα στο πάρκο. Τα χρώματα του ουρανού πορφυρά καθρεφτίζονταν στο ποτάμι, από την μία πλευρά η παλιά πόλη και από την άλλη σύγχρονα κτίρια και συναγωγές. Διαρκείς συγκρίσεις του τότε και του σήμερα ξεδιπλώνονταν μπροστά μας.
Επόμενη στάση, το μουσείο του Banksy. Στο ισόγειο δεσπόζουν κλασικά του έργα, όπως η τουαλέτα του σπιτιού του με τους αρουραίους, οι αστυνομικοί που φιλιούνται με πάθος, το ζευγάρι που αγκαλιάζεται και κοιτά τα κινητά του, το κορίτσι με το χούλα χουπ. Η έκθεση του μουσείου καλύπτει μια μεγάλη γκάμα έργων, από τις πιο διάσημες και αμφιλεγόμενες τοιχογραφίες του Banksy, όπως το “Girl with a Balloon” και το “Rage, the Flower Thrower”, μέχρι τα λιγότερο γνωστά έργα που εμφανίστηκαν σε δρόμους και τοίχους διάφορων πόλεων ανά τον κόσμο.
Όσο όμως ανέβαινες τους ορόφους και ενώ σε κάθε γωνιά και σε κάθε αίθουσα ξεδιπλωνόταν η ιστορία ενός ανθρώπου που αφήνει την τέχνη του στο αποτύπωμα της κοινωνίας, τα έργα του αφορούσαν γεγονότα που συγκλόνισαν την ανθρωπότητα. Προσφυγικό, ο πόλεμος της Ουκρανίας, η Γάζα. Έργα που ο ίδιος ο Banksy ζωγράφισε σε ναυάγια, σε ερείπια, σε μία ζωή που έχει σταματήσει. Ξεχώρισα ένα διαδραστικό υπνοδωμάτιο ενός ξενοδοχείου από την έκθεση του “worst view”.
Εκεί μία παλιά τηλεόραση ρίχνει χιόνια, ενώ απέναντι της πάνω σε ένα βεραμάν στρωμένο κρεβάτι, παίζουν μαξιλαροπόλεμο ένας στρατιώτης στα χακί και ένας παλαιστίνιος με καλυμμένο το πρόσωπο από το Keffiyeh. Λίγο πιο δίπλα, πορτοκαλί σωσίβια, σε μία βουλιαγμένη φουσκωτή βάρκα και τρία προσφυγόπουλα που στέκονται σε έναν τοίχο που γράφει “We are all in the same boat” ενώ απέναντι τους μέσα στην θάλασσα ένα καράβι γεμάτο οργισμένους φασίστες πάει να τους ρίξει μολότοφ. Φτάσαμε στο σέξιον του πολέμου της Ουκρανίας, εκεί όπου ο Banksy βρέθηκε στις αρχές και ζωγράφισε στα συντρίμμια των βομβαρδισμένων κτιρίων την ζωή που υπήρχε πριν, ένα κορίτσι που ακροβατεί πάνω σε τούβλα με φόντο γκρεμισμένες πολυκατοικίες.
Τελευταία στάση του μουσείου, το μίνι ντοκιμαντέρ της Γάζας και τα έργα του εκεί. Σπαραγμός.
Επόμενη στάση το παραδοσιακό εστιατόριο Pierogarnia, για την κλασική σούπα γκούλας μέσα σε ψωμιά και τα ντάμπλινγκς με τυρί και κρέας. Όνειρο! Επιστρέφοντας στην παλιά πόλη και αφού πλέον είχε βραδιάσει, το μάτι μας έπεσε σε ένα τζαζ μπαρ “The Artist”. Μικρό με σκούρους πράσινους τοίχους και πίνακες σαν να ήταν του Πικάσο. Ένας μπάρμαν δημιουργεί τα δικά του cocktail με φλόγες και καπνούς, ενώ ένας ηλικιωμένος μουσικός παίζει βιολοντσέλο και φλάουτο. Παλιό μπαρ που θυμίζει εκείνα που βλέπουμε στη Νέα Υόρκη. Τρομερή ατμόσφαιρα σε μία πόλη που στην εκπνοή της νύχτας βουλιάζει και πάλι στην σιωπή και τα περισσότερα μαγαζιά κλείνουν στις 23:00 το βράδυ.
Την προτελευταία ημέρα, επισκεφθήκαμε την εβραϊκή συνοικία, η οποία εμένα προσωπικά, με γοήτευσε ακόμη πιο πολύ από την παλιά πόλη. Ιδρύθηκε τον 14ο αιώνα και, αρχικά, υπήρξε μια αυτόνομη πόλη, για αιώνες, η συνοικία αυτή αποτέλεσε το πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο των Εβραίων της Κρακοβίας και της Πολωνίας, με τη ζωή να κυλά γύρω από συναγωγές, σχολεία, εστιατόρια, καφενεία και καταστήματα.
Με την είσοδο των Ναζί στην Κρακοβία το 1939, η εβραϊκή κοινότητα υπήρξε θύμα φοβερών διωγμών και καταστροφών. Οι Εβραίοι της Κρακοβίας εκτοπίστηκαν στο γκέτο της πόλης, και οι περισσότερες από τις συναγωγές και τα ιστορικά κτίρια της συνοικίας καταστράφηκαν ή εγκαταλείφθηκαν. Σήμερα, πολλές από τις συναγωγές ξαναλειτουργούν, ενώ τα εστιατόρια γεμίζουν με αρώματα τα πλακόστρωτα της πόλης.
Επισκεφθήκαμε την ιστορική Συναγωγή του Remuh, στην αυλή της βρίσκεται και το Εβραϊκό Κοιμητήριο του Remuh, που χρονολογείται από τον 16ο αιώνα και είναι γεμάτο από σπαράγματα του παρελθόντος- και τρυπώσαμε στην Corpus Christi Basillica, μία εκκλησία η οποία έχει εντός της θεαματικές τοιχογραφίες, πίνακες και πραγματικά πολύ χρυσό.
Σε κάθε γωνιά της εβραϊκής συνοικίας βρήκαμε τρομερά μίνιμαλ καφέ και μπαρ. Στην κεντρική πλατεία Plac Nowy, το Σάββατο το πρωί διοργανώνεται παζάρι με ρούχα, για thrifting ή second hand, σε πολύ χαμηλές τιμές, με όχι και τόσο ευγενικούς πολίτες βέβαια. Εκεί φάγαμε και τα καλύτερα Zapiekanka, τα ανοιχτά καρβέλια, με τυριά και γεμίσεις της επιλογής σου. Ίσως και το πιο πολυφωτογραφημένο φαγητό της Πολωνίας.
Αφού σκοτείνιασε, βαδίσαμε προς το μουσείο του Σίντλερ, ένα από τα πιο σημαντικά μουσεία στην πόλη, αφιερωμένο στην ιστορία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και, ιδιαίτερα, στη ζωή του Οσκαρ Σίντλερ, του Γερμανού επιχειρηματία που έσωσε εκατοντάδες Εβραίους από τον θάνατο κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Το μουσείο στεγάζεται στο κτίριο του πρώην εργοστασίου Emalia, το οποίο ανήκε στον Σίντλερ και αποτελεί έναν από τους πιο εμβληματικούς τόπους της πόλης σε σχέση με την εβραϊκή ιστορία και την τραγωδία του Ολοκαυτώματος.
Η έκθεση καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, που σχετίζονται με την εβραϊκή ζωή στην πόλη πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου, τις συνθήκες του ναζιστικού καθεστώτος στην Πολωνία, και την αντίσταση και τους θρησκευτικούς και πολιτισμικούς δεσμούς των Εβραίων. Εκτός από την προσωπική ιστορία του Οσκαρ Σίντλερ, το μουσείο εστιάζει στην πόλη της Κρακοβίας, το οποίο υπήρξε η έδρα του Γκέτο Κρακοβίας και το σημείο εκκίνησης για τη μαζική απέλαση Εβραίων στα στρατόπεδα εξόντωσης. Εικόνες από απαγχονισμούς, προσωπικές μαρτυρίες, εισιτήρια δίχως επιστροφή, σχολικές τάξεις, και τελευταίο σέξιον του μουσείου, ένα δάπεδο που σου δίνει την αίσθηση όσο βαδίζεις επάνω του πως πατάς πάνω σε πτώματα.
Την επόμενη ημέρα ξυπνήσαμε χαράματα για να επισκεφθούμε το Άουσβιτς – Μπίρκεναου. Όταν φτάσαμε εκεί και αφού η ομίχλη σκέπαζε το μέγεθος του στρατοπέδου, σταθήκαμε κάτω από την κλασική περιγραφή “Arbeit macht frei ” που βρίσκεται έξω από όλα τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πριν 79 χρόνια, εκατομμύρια άνθρωποι περνούσαν αυτή την πύλη ελπίζοντας σε μία καλύτερη ζωή, αφού είχαν στοιβαχθεί σε τρένα για ζώα και είχαν προβεί σε ταξίδι ημερών. Μόλις έφταναν εκεί, η μπάντα του στρατοπέδου, έπαιζε κλασική γερμανική μουσική. Ύστερα, οι υπεύθυνοι προχωρούσαν σε διαλογή, άνδρες σε καλή υγειονομική κατάσταση για να μπορέσουν να δουλέψουν στα εξαναγκαστικά έργα, γυναίκες και παιδιά. Πολλές φορές οι γυναίκες δεν προλάβαιναν καν να μπουν στο στρατόπεδο, της έκαιγαν ζωντανές (υπάρχει σχετική εικόνα μέσα στο στρατόπεδο), ενώ όσοι ήταν ανήμποροι ή άρρωστοι, εκτελούνταν κατευθείαν. Επίσης, λίγο αργότερα, οι γυναίκες και τα παιδιά, πηγαίνανε για ντουζ, στον θάλαμο αερίων, στον οποίο και εξοντωνόντουσαν και έπειτα καιγόντουσαν στο κρεματόριο. Το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα εκεί, το πιο σκοτεινό μέρος που επισκέφθηκα ποτέ στην ζωή μου.
Ο ξεναγός μας, μας είπε πως οι SS ανάγκασαν τους κατοίκους των γύρω σπιτιών από το Άουσβιτς να εγκαταλείψουν την περιοχή και τότε, οι φυλακισμένοι γκρέμιζαν τα σπίτια τους και έπαιρναν τα οικοδομικά υλικά για να δημιουργήσουν το στρατόπεδο. Το στρατόπεδο, ήταν χωρισμένο σε μπλόκα, αυτά τα μπλόκα σήμερα έχουν μετατραπεί σε εκθεσιακούς χώρους, εντός τους θα δεις εκατομμύρια παπούτσια, βαλίτσες, εικόνες των φυλακισμένων που σε κοιτούν στα μάτια όση ώρα περπατάς, εικόνες από υποσιτισμένα παιδιά που έχουν εξαφανιστεί τα γενετικά τους όργανα, εκατομμύρια γυαλιά και κατσαρολικά μα το πιο σοκαριστικό είναι οι 7 τόνοι μαλλιών, στην αίθουσα την οποία δεν μπορείς να βγάλεις φωτογραφία, όμως η τρίχα σου ξεριζώνεται από το θέρμα. Επίσης, υπάρχει ένα μεγάλο δοχείο από την στάχτη των ανθρώπων, που γύρω του στους τοίχους αναγράφονται αποφθέγματα από τους φυλακισμένους. Όσο επισκέπτεσαι τα μπλόκα, πλάι στα συρματοπλέγματα με το ηλεκτρικό ρεύμα η καρδιά σου βυθίζεται σε έναν βάλτο φρίκης, ζωντανεύουν ήχοι από τα ξύλινα τσόκαρα των ανθρώπων που θανατώθηκαν εκεί, ακούς τις σφαίρες από τις εκτελέσεις, τις κραυγές από τους θαλάμους αερίων.
Στα υπόγεια των τελευταίων μπλόκων, επισκέπτεσαι τα κελιά απομόνωσης, και τα κρυφά χειρουργεία εκεί όπου οι ναζί, προχωρούσαν σε παράνομα πειράματα πάνω στα σώματα των υποσιτισμένων διασωθέντων. Απέχθεια για το πόσα εγκλήματα μπορεί να κάνει το ανθρώπινο είδος. Εκεί όλοι σιωπήσαμε, πολλές φορές απέναντι στην φρίκη κοιτάξαμε το πάτωμα. Το πρωί οι κρατούμενοι, έτρωγαν μία φρυγανιά ψωμί και μαρμελάδα, ενώ πολλές φορές δεν προλάβαιναν καν να πάνε τουαλέτα.
Στο Μπίρκεναου, το τοπίο τελείως διαφορετικό, από την μία πλευρά γυναίκες, από την άλλη άντρες, σε ξύλινα σπιτάκια με μικρά ξύλινα κρεβάτια καθημερινά εκτελούσαν εξαναγκαστικά έργα. Δύο τουαλέτες και δύο κουζίνες για εκατομμύρια ανθρώπους. Οι οποίοι εργαζόταν και ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες. Εκεί, βλέπουμε και τα βομβαρδισμένα από τον κόκκινο στρατό κτίρια. Οι επιζώντες δύο χρόνια μετά επέστρεψαν όμως, για να χτίσουν το μνημείο και τελικά να μην ξεχάσουμε ποτέ.
7 ώρες γεμάτες συναισθήματα, φρίκης, απώλειας, απόγνωσης. Ένα ταξίδι που αξίζει να κάνει κανείς, μόνο γι’ αυτό.
Η Κρακοβία, σου δίνει την εντύπωση μίας ταλαιπωρημένης Ευρωπαϊκής πόλης που θυμίζει Βαλκάνια, γεμάτη θλίψη. Μουντή και κάπως παρατημένη, σαν να μην ξεπερνά ποτέ την ιστορία της.