Θεσσαλονίκη

Έφυγε η κορυφαία Θεσσαλονικιά Πολεοδόμος Αλέκα Γερόλυμπου

Έφυγε σε ηλικία 80 ετών μετά από περιπέτειες της υγείας της μια γυναίκα που η Θεσσαλονίκη της χρωστά πολλά

Γιώργος Τούλας
έφυγε-η-κορυφαία-θεσσαλονικιά-πολεοδ-1273467
Γιώργος Τούλας

Μια από τις σπουδαιότερες μορφές της πολεοδομίας στην Ελλάδα, μια γυναίκα που η Θεσσαλονίκη της χρωστά ένα τεράστιο φόρο τιμής, για όσα έπραξε επί δεκαετίες για την αρχιτεκτονική και πολεοδομική Ιστορία της, δεν είναι πια μαζί μας.

Η Αλέκα Καραδήμου Γερόλυμπου έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 80 χρόνων, μετά από περιπετειες της  υγείας της, που την ταλαιπώρησαν τα τελευταία τρία χρόνια. Ο αποχαιρετισμός θα γίνει την Πέμπτη 13.00 στην αίθουσα τελετών Μπίλης

Η Αλεξάνδρα Καραδήμου Γερόλυμπου ήταν Ομότιμη Καθηγήτρια Πολεοδομίας του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου διδάσκε από 1976. Έναντι στεφάνων, η ίδια ευγενώς ζήτησε να αποσταλούν δωρεές στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, στο οποίο δώρησε μεγάλο μέρος του αρχείου της στο λογαριασμό GR7801101460000014661800780.

Σπούδασε Αρχιτεκτονική στην Θεσσαλονίκη (1969) όπου υποστήριξε και την Διδακτορική Διατριβή της (1985) και Πολεοδομία στο Παρίσι (Institut d’Urbanisme de l’Université de Paris, 1972), όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια σε αρχιτεκτονικά γραφεία.

Δίδαξε Αστικό Σχεδιασμό και Ιστορία της Πολεοδομίας στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ, στο Τμήμα Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης του ΑΠΘ, καθώς και στα μεταπτυχιακά προγράμματα Αρχιτεκτονικής Τοπίου και Συντήρησης και Αποκατάστασης Μνημείων και Συνόλων.

Τα βασικά ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζονται στην μελέτη της πολεοδομικής εξέλιξης και των αστικών μετασχηματισμών των πόλεων της Ανατολικής Μεσογείου (Eλλάδα, Βαλκάνια και Οθωμανική Αυτοκρατορία) καθώς και σε νεώτερα ζητήματα όπως η ελληνική ανοικοδόμηση μετά από τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο.

Συγχρόνως ασχολήθηκε και με ευρύτερα θέματα της ευρωπαϊκής πολεοδομίας, όπως ο σχεδιασμός των πόλεων στον μεσαίωνα, η πολεοδομία στις αποικιακές πόλεις, η εξέλιξη των περιοχών της αγοράς, οι πλατείες κλπ. Έχει δημοσιεύσει πάνω από 100 μελέτες στην ελληνική, αγγλική και γαλλική γλώσσα και διδάξει σε πανεπιστήμια στην Αγγλία, Γαλλία, Ολλανδία, ΗΠΑ, κ.λ.π.

Παράλληλα δραστηριοποιήθηκε και συμμετείχε συστηματικά σε δραστηριότητες φορέων της πόλης, υποστηρίζοντας διεκδικήσεις πολιτών για την ελεύθερη συλλογική έκφραση σε θέματα της πόλης και την διαφύλαξη και ανάδειξη του δημόσιου χώρου και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.

H Αλέκα υπήρξε ένας από τους πιο γοητευτικούς ανθρώπους που γνώρισα στη ζωή μου και τους πιο αληθινά μορφωμένους και παθιασμένους με τη Θεσσαλονίκη. Της χρωστάω, της χρωστάμε τη φλόγα για το σεβασμό και τη μελέτη της Θεσσαλονίκης. Χάρη σε κείνη όχι μόνο διασώθηκε η μνήμη της πόλης αλλά και έγινε κατανοητό σε όλους εμάς με εύληπτο τρόπο ποια είναι η πολεοδομική και αρχιτεκτονική Ιστορία της και οι μετασχηματισμοί της.

Η Αλέκα Καραδήμου Γερόλυμπου είναι ένα σπουδαίο κεφάλαιο στη νεότερη ιστορία αυτής της πόλης. Ο λόγος της, ένας λόγος εύληπτος, στρωτός, ευθύς, αναλαμβάνει να μας συστήσει για άλλη μια φορά γοητευτικά μνημεία, διαδρομές, σημεία που εξελίχθηκαν στο χρόνο, που βάναυσα κακοποιήθηκαν, σχέδια που έμειναν σε συρτάρια, ευκαιρίες που ποτέ δεν εκμεταλλευτήκαμε. Χαμένα στοιχήματα. Τα βιβλία της που κυκλοφορούν στην πλειοψηφία τους στις εκδόσεις University Studio Press είναι αληθινά σπαράγματα μνήμης, γνώσης και αγάπης για τη Θεσσαλονίκη.

Είχα τη χαρά και την τύχη να με τιμήσει με τη φιλία της και να μοιραστεί μαζί μου κουβέντες που θα θυμάμαι για πάντα αλλά και να ανταποκριθεί στα καλέσματα να γράψει για την parallaxi κείμενα που αποτελούν για μας θησαυρούς.

Το 2017 όταν ετοιμάζαμε το πολυθέαμα Έγινε η Σπίθα Πυρκαγιά είχα την τύχη να περάσω προχθές ένα ολόκληρο απόγευμα με τον άνθρωπο που μελέτησε την Πυρκαγιά του 17 όσο κανένας άλλος, αφιέρωσε 30 χρόνια από τη ζωή της στο να δει σε όλο της το εύρος τι συνέβη τότε και τι ακολούθησε μετά. Την Αλέκα Γερόλυμπου. Ξέρεις μου είπε, η πόλη κάηκε 28 φορές σε δυο αιώνες. Και κάθε φορά αναγεννιόταν. Η σημασία του σχεδίου της Θεσσαλονίκης μετά το 1917 βρίσκεται κυρίως στο ότι εισηγείται μια ανανεωμένη μορφή για την νεοελληνική πόλη λέει η σπουδαία πολεοδόμος. Και έχει δίκιο.

Στα πενήντα χρόνια από την 21η Απριλίου του 1967 της είχα ζητήσει να θυμηθεί για μας όσα βίωσε στη Χούντα.

Πέμπτη 20 Απριλίου 1967, ετοιμάζομαι για το μάθημα της Παρασκευής, τελευταίο πριν από το Πάσχα. Δεν είμαι ευτυχής, δεν συνεννοούμαι καλά με τον διδάσκοντα και δεν θέλω να πάω στο Πολυτεχνείο. Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα μου τηλεφωνεί η φίλη μου η Νίνα. Ήταν έξω με παρέα και επιστρέφει με τα πόδια στο σπίτι της στο κέντρο. Πολλή φασαρία στους δρόμους από στρατιωτικά JMC. Τι να συμβαίνει άραγε; Λες να ήρθε αυτό που τόσον καιρό φοβόμασταν;

Από τα πολλά που άλλαξαν, μια ανάμνηση πάντοτε μου έρχεται στο μυαλό όταν μιλούμε για την χούντα. Με την επιστροφή στα μαθήματα μετά από την Δευτέρα του Θωμά, η οικειότητα με τους χώρους των σπουδών μας έχει εξαφανιστεί. Πριν, μπορούσες να μπαίνεις μέσα στα φωτισμένα κτίρια όποια ώρα της μέρας ή της νύχτας, από ορθάνοιχτες πόρτες και παράθυρα, και να δουλεύεις μόνος ή με παρέα, σωπαίνοντας, μιλώντας, τραγουδώντας… Όπως στο σπίτι σου. Τώρα τα φώτα σβήνουν, τα παράθυρα του ισογείου κλειδώθηκαν, οι πόρτες έχουν κλείσει και μια μόνον είναι ανοιχτή, η κεντρική. Οι χώροι έχουν γεμίσει θυρωρούς  γνωστούς και άγνωστους , που στέκουν αμίλητοι σε κάθε γωνία, πέρασμα, ασανσέρ. Στο κάποτε  θορυβώδες κυλικείο με τις έντονες συζητήσεις, επικρατεί σιγή.

Λιγοστοί φοι τητές παίρνουν βιαστικά τα σάντουιτς από τους τρεις αναπήρους πολέμου διαχειριστές του και απομακρύνονται. Μάταια αυτοί αγωνίζονται να ανοίξουν  κουβέντα. Αλλά το σημαντικότερο ζήτημα είναι ότι ο χώρος δεν είναι οικείος, δεν βοηθάει τις συναντήσεις, τις συνεργασίες, την συναδελφικότητα. Στην τάξη πολλά σχεδιαστήρια είναι άδεια και θα μείνουν έτσι. Οι συμφοιτητές μας έχουν εξαφανιστεί. Κρύβονται; Συνελήφθησαν; Τους έστειλαν στα νησιά; Η έγνοια και ο φόβος για την τύχη τους μας γεμίζουν αγωνία. Κυρίως όταν θυμόμαστε ότι ο συμφοιτητής μας και μόλις διορισμένος από την χούντα πρόεδρος της τάξης, χασκογελούσε δείχνοντάς μας ένα περίστροφο κάτω από το σακάκι του.

Σπουδαία η μαρτυρία της και οι μνήμες της και για το Μάη του 68.

Κάποτε τη ρωτήσαμε τι θα έκανε αν έβγαινε δήμαρχος της πόλης για μια μέρα:

Για να απαντήσω, πρέπει να υπερβώ την αναφορά στον χρόνο -μια μέρα- και μάλλον να φανταστώ ότι έχω ένα μαγικό ραβδί που μου επιτρέπει μια άμεση και ριζική παρέμβαση. Η πόλη μας μοιάζει μ’ ένα όμορφο αντικείμενο που έχει χάσει το σχήμα, την λάμψη και την γοητεία του, καθώς πάνω του έχουν επικαθήσει πολύχρονη αφροντισιά, βρωμιά και παραμορφωτικές επεμβάσεις, από κτίσματα, αυτοκίνητα και σκουπίδια.

Θα ήθελα, λοιπόν, με κάποιον μαγικό τρόπο να εξαφανίσω όλη αυτήν την συσσωρευμένη κρούστα. Φαντάζομαι μια γιγαντιαία ηλεκτρική σκούπα να κατεβαίνει από τον ουρανό και να ρουφάει: -όλη την υπερβάλλουσα δόμηση (έτσι ώστε ξαφνικά το φως να πλημμυρίσει όλα τα σπίτια) -τα θρασύτατα διπλοπαρκαρισμένα με “αλάρμ” αυτοκίνητα, αλλά και όλα όσα σταθμεύουν παράνομα (έτσι ώστε να ανοίξει ο δημόσιος χώρος) -το σήμα κατατεθέν του αστικού μας πολιτισμού, τους κάδους των σκουπιδιών, που άδειοι ή ξέχειλοι, “στολίζουν” τους δρόμους, τις πλατείες και τα πεζοδρόμιά μας και προσβάλλουν την υγεία και την αισθητική μας.

Αυτό που θα είχε νόημα κατά τη γνώμη μου, είναι να σταματούσαν όλοι οι κοινωνικοί περιορισμοί για μία μέρα.  Δηλαδή όχι ώρες κοινής ησυχίας, όχι φανάρια, όχι συγκεκριμένοι χώροι για παρκάρισμα, όχι τα σκουπίδια στον κάδο, όχι αρίθμηση στις ουρές αναμονής, όχι συγκεκριμένο ωράριο σε συγκοινωνίες, τράπεζες, μαγαζιά. Το επόμενο 24ωρο θα εκτιμούσαμε όλοι τους κοινωνικούς περιορισμούς που στην πραγματικότητα μας απελευθερώνουν από την υποκειμενική τρέλα που ο καθένας θέλει να ασκήσει.

Το 1996 μιλήσαμε για πρώτη φορά μαζί. Την κάλεσα για ένα θέμα που έκανα για το περιοδικό Close Up για το Βαρδάρη και τις αλλαγές του.

Με την υπέροχη διστακτική σιγανή φωνή της μου είχε πει:

«Οι πολεοδόμοι μετά την πυρκαγιά, ονειρεύτηκαν μια αυστηρά γεωμετρική πλατεία. Μακρόστενη με ελλειψοειδείς απολήξεις. Το Βαρδάρι αφέθηκε στην τύχη. Ένα πολύβουο πέρασμα, τόπος φτιαγμένος από σκληρά υλικά, άσφαλτο, μπετόν, τζάμι και αδιαφορία. Η λέξη πλατεία υπονοεί τη στάση. Εδώ και χρόνια  τίποτα δεν ενισχύει τη στάση εκεί. Αδύνατο να πας βόλτα. Η μόνη χρονική στιγμή που προξενούσε ενδιαφέρον ήταν λίγο πριν το χάραμα, όταν φτάναν από τις συνοικίες οι εργάτες που κινούνται στις βιομηχανικές περιοχές.Τότε το Βαρδάρι γινόταν χώρος ανθρώπινος, αποκτούσε κλίμακα, καθώς έβλεπες φωτισμένα μόνο τα ισόγεια, ενώ οι άθλιοι όγκοι των πολυκατοικιών έμεναν κρυμμένοι στο σκοτάδι».

Ήταν η αρχή ενός γοητευτικού ταξιδιού που ολοκληρώθηκε ένα απόγευμα στη Laika πριν δυο χρόνια και περιλάμβανει στιγμές που θα θυμάμαι για πάντα, στις δράσεις μας, στα γραφεία μας, στη Βουρβουρού, στο τηλέφωνο. Αληθινά μαθήματα ζωής. Θα τη θυμάμαι πάντα με αγάπη και σεβασμό.

Ακολουθεί η διήγηση της ζωής της, όπως μου την έκανε στην εκπομπή του 958 Ξενοδοχείο, στις 13 Οκτωβρίου 2015.

Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, στα ανατολικά, στην περιοχή που τότε λεγόταν Αλλατίνη ή Ντεπό. Η περιοχή πήρε το όνομά της από την πιο προβεβλημένη οικογένεια της πόλης. Τώρα αυτά τα ονόματα χάθηκαν, πολύ λίγοι πια τα θυμούνται. Μήπως θα έπρεπε να επαναφέρουμε μερικά ονόματα; Κρίμα είναι. Οι αναμνήσεις μας…

Αν έφτιαχνα έναν προσωπικό χάρτη της πόλης, θα περιείχε: τη Βασιλίσσης Όλγας ως τη θάλασσα, απ’ το Ντεπό μέχρι το Λευκό Πύργο, το χώρο του πανεπιστημίου και το κέντρο.

Όποτε έχω αναφέρει τη Βασιλίσσης Όλγας, πολύς κόσμος με ρωτάει με ζήλια: «Θυμάστε τους πύργους και τις υπέροχες βίλες;». Θυμάμαι αρκετές, στις οποίες κατοικούσαν μάλιστα και φίλοι της οικογένειας: οικία Σιάγα, οικία Μιχαηλίδη, του Γεωργιάδη, της ναυτικής διοίκησης, της σχολής Σχοινά, το σχολείο μου, τον Κοραή… και τη βίλα Γκατένιο, που τη νοίκιασε η οικογένεια του πατέρα μου μετά την πυρκαγιά του ‘17, οπότε έφυγαν από το κέντρο γιατί κάηκε το σπίτι τους. Αυτή η βίλα Γκατένιο βρισκόταν απέναντι απ’ το Έ Διαμέρισμα, την περίφημη οικία του Σεϊφουλάχ Πασά.

Η γενική ανάμνηση είναι οι έρημοι και ρημαγμένοι κήποι. Αυτό θυμάμαι κυρίως. Και παντού, μα παντού, λάσπες και λιμνάζοντα νερά μέσα στα οποία καθρεφτίζονταν τα ταλαιπωρημένα κτίρια. Η ανάμνησή μου είναι μια εικόνα παρακμής, που μου θύμιζε πάρα πολύ το «Παραμύθι Χωρίς Όνομα». Κρίμα… αυτές οι βίλες τελικά είχαν μία πολύ σύντομη ζωή, αν σκεφτούμε ότι χτίστηκαν περίπου το 1900 και άνθησαν μέχρι το 1940. Μετά καταστροφή…

Απ’ τη μεριά της θάλασσας, έβρισκες έναν κόσμο ταπεινό και ολιγαρκή, θα ‘λεγα. Μικρά καρνάγια, παγοποιεία —δεν ξέρω γιατί έπρεπε να ‘ναι μπροστά στη θάλασσα—, ψαράδες, μανάβηδες με καρότσια, μικροεπαγγελματίες, αυγουλούδες, γιαουρτζήδες γυρνούσαν με ένα ταψί. Και ψαροταβέρνες με τραπέζια κάτω απ’ τις τζιτζιφιές. Και διάφοροι περίεργοι τύποι που κάποτε δούλευαν και κάποτε κάθονταν ακίνητοι στον ήλιο μπροστά σε προσφυγικά καταλύματα.

Στο δρόμο για το Πολυτεχνείο —άλλο μέρος του χάρτη μου—, δεκαετία του ‘60, περνούσα μέσα απ’ την έκθεση και μετά τσαλαβουτούσα ξανά μες στη λάσπη στην Αγία Φωτεινή, τον προσφυγικό οικισμό. Ως το λαιμό βουτούσαμε! Αλίμονο αν περνούσε κάνα αυτοκίνητο. Τη νύχτα βέβαια περνούσαν πρόβατα.

Στο κέντρο, η πιο γοητευτική ανάμνηση είναι τα πέντε σινεμά τα καλοκαιρινά στην πλατεία Αριστοτέλους, που όταν τελείωναν όλα μαζί γύρω στις 12:00, έβγαινε κόσμος μπόλικος στην πλατεία. Συναντούσες γνωστούς, φωνές, κακό… Πάρτι, μια ξαφνική γιορτί γινόταν… ή μια αναπάντεχη διαδήλωση!

[…]

Ποια πράγματα έπαιξαν ρόλο τελικά σε μένα για να αγαπήσω την πόλη, εκτός του ότι ήταν η πόλη της οικογένειάς μου; Καταρχήν, η σχέση της με τη θάλασσα. Νομίζω ότι καμία πόλη στον κόσμο δεν έχει αυτήν την τόσο έντονη σχέση με τη θάλασσα. Θυμάμαι μια πολύ ωραία φράση που έλεγε ο Πεντζίκης: «Θεσσαλονίκη, καμπυλωμένη σαν τόξο γύρω απ’ τη μητρική θάλασσα». Έτσι ακριβώς είναι. Έχει ένα τεράστιο άνοιγμα γύρω απ’ το οποίο αναπτύσσεται.

Το άλλο στοιχείο που με γοήτευε πάντα ήταν η μακρά ιστορία της. Τελικά, η Θεσσαλονίκη ήταν μία πόλη τεσσάρων αυτοκρατοριών: της μακεδονικής, της ρωμαϊκής, της βυζαντινής και της οθωμανικής. Και όλα αυτά σταδιακά τα ανακαλύπτουμε.

Και το τρίτο στοιχείο είναι η ιδιάζουσα ευρωπαϊκότητά της, παράλληλα μ’ αποχρώσεις μια ανατολίτικης ρίζας. Και δεν είναι μόνο οι γειτονιές και τα κτίσματα που ενσωματώνουν αυτά τα χαρακτηριστικά. Είναι κι οι άνθρωποι. Κάτι που δεν συμβαίνει κάτι στο νότο: Οι περισσότεροι από μας εδώ είναι μια ανάμιξη από όλον εκείνο τον κόσμο που γεννήθηκε στο μακεδονικό και βαλκανικό χώρο και ανέπτυξε σχέσεις κυρίως με την κεντρική Ευρώπη, και με τον κόσμο που ήρθε από την Ανατολή: Μικρασιάτες, Κωνσταντινουπολίτες, Σμυρνιοί, Καππαδόκες κτλ. Και φυσικά, δεν ξεχνάμε και την επί τέσσερις αιώνες ισχυρότατη παρουσία της ισραηλιτικής κοινότητας, καθώς και τη μεγάλη ομάδα των ντονμέδων, των εξισλαμισμένων Εβραίων, που ήταν μια ελίτ.

Θυμάμαι ότι όταν πρωτοπηγαίναμε σε συνέδρια στη δεκαετία του ‘80, πολλοί συνάδελφοι Αθηναίοι μάς ρωτούσαν μέσω ποιων «καναλιών» αθηναϊκών απέκτησαν οι Θεσσαλονικείς τις αναφορές και τις προσβάσεις στον ευρωπαϊκό χώρο. Μέναμε άναυδοι και απαντούσαμε: «Μα δεν πέρασαν ποτέ απ’ την Αθήνα». Η σειρά τους να μείνουν κατάπληκτοι. Αλλά η Θεσσαλονίκη είχε πράγματι το δικό της δίκτυο, και σ’ αυτό συνέβαλαν πολλοί παράγοντες από παλιά, όπως ο περίφημος ορθόδοξος Βαλκάνιος έμπορος, που τόσο καλά τον έχουν περιγράψει ο Απόστολος Βακαλόπουλος και ο Traian Stoianovich, η εβραϊκή κοινότητα, το λιμάνι, το εμπόριο κτλ. Η ευρωπαϊκότητα είναι ακριβώς αυτή η ανάμιξη.

[…]

Πώς και γιατί ασχολήθηκα με τα θέματα που ασχολήθηκα; Χάρη σε μερικά τυχαία γεγονότα, βρέθηκα στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων ως βοηθός το 1976. Είχα μόλις γυρίσει από τη Γαλλία, όπου βρισκόμουνα από το 1970. Εκεί δούλεψα έξι χρόνια σε αρχιτεκτονικά γραφεία, όπου κάναμε πραγματικά πολεοδομικά ή αρχιτεκτονικά θέματα. Η εμπειρία αυτή διαμόρφωσε αποφασιστικά την οπτική μου, γιατί εστίασα το ενδιαφέρον μου στην εφαρμογή των σχεδίων στην πραγματικότητα. Κια μάλιστα, τα πρώτα χρόνια που ήμουν στο πολυτεχνείο ήλπιζα να ξαναγυρίσω στην πράξη, στο γραφείο. Αλλά δεν τα κατάφερα λόγω των συγκυριών.

Έμεινα τελικά στο πολυτεχνείο και τελικά ασχολήθηκα με τη διδασκαλία και την έρευνα. Να πω την αλήθεια, μου άρεσε υπερβολικά, και η διδασκαλία και η έρευνα. Ένιωσα πολύ τυχερή που μπόρεσα να κάνω αυτήν τη δουλειά. Όμως, για να μπορέσω να μείνω στο πολυτεχνείο, έπρεπε να κάνω διατριβή. Πολλή δουλειά εις βάρος της οικογένειας. Είχα και δύο παιδιά. Τουλάχιστον, έπρεπε να βρω ένα θέμα συναρπαστικό, για να αντέξω τέσσερα τουλάχιστον χρόνια σκληρής δουλειάς. Στη Γαλλία δεν υπήρχε και μεγάλη εμπειρία από διατριβές στο πολυτεχνείο τότε.

Είχα διαβάσει αναφορές σε γάλλους ιστορικούς κάπως περαστικά για το θέμα της πυρκαγιάς του 1917 και της ανοικοδόμησης έπειτα. Προσέξτε: τη λέμε ανοικοδόμηση, αλλά το σημαντικό είναι ότι έγινε ανασχεδιασμός ολόκληρου του ιστορικού κέντρου, δηλαδή πλήρης αλλαγή του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου και της ιδιοκτησίας της γης: νέες χαράξεις, νέες αξίες της γης. Φαίνεται ότι κάτι σημαντικό είχε συμβεί και ότι δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί με τη ρουτίνα μέχρι τότε. Ο επανασχεδιασμός σήμαινε ότι ήταν αδύνατο και ασύμφορο να προσαρμοστεί η υπάρχουσα κατάσταση στα νέα δεδομένα.

Αν προσθέσετε την ιστορική περίοδο, 1912-1922, με τόσους πολέμους μέσα και φασαρίες… Ήταν πραγματική κοσμογονία για την πόλη και τη χώρα, και θετικά και αρνητικά. Ως τότε, κανείς δεν είχε συνδέσει την ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης με το εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα του Βενιζελισμού ούτε είχε τραβήξει την προσοχή η παρουσία του Αλέξανδρου Παπαναστασίου στο Υπουργείο, σε ένα τεχνικό υπουργείο. Αυτός ήταν κοινωνιολόγος και πολιτικός επιστήμονας. Τι δουλειά είχε στο ΥΠΕΧΩΔΕ της εποχής; Και τέλος, δεν είχε προσεχθεί η χρήση στη Θεσσαλονίκη της ολοκαίνουργιας πολεοδομίας του 20ου αιώνα, που ήταν μια καινούργια θεωρία και πρακτική, την οποία γνώριζε και υποστήριζε πολύ καλά ο Ερνέστ Εμπράρ, που βρέθηκε τυχαία στη Θεσσαλονίκη.

Τελικά, το θέμα μου για τη διατριβή κάλυπτε το ενδιαφέρον και την αντίληψη που είχα για την πολεοδομία. Το θέμα ήταν συναρπαστικό. Το κυνηγητό των στοιχείων ήταν σαν να ζούσα μια περιπέτεια. Έχω άπειρες ιστορίες, αλλά μόνο αυτό θα πω, ότι σταμάτησα να διαβάζω αστυνομικά, γιατί διασκέδαζα πολύ περισσότερο λύνοντας μυστήρια για το θέμα μου!

[…]

Μου λένε συνήθως ότι η Θεσσαλονίκη που μελέτησα χάθηκε στο πέρασμα του χρόνου, έμειναν μόνο απομεινάρια της. Με ρωτάνε: «Αναζητάτε την ευθύνη των αρχιτεκτόνων και της επιστημονικής κοινότητας για αυτήν τη δραματική αλλαγή;». Η Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου ήταν μια πόλη με τα προβλήματα και τις συγκρούσεις της. Δεν ήταν εξιδανικευμένη ουτοπία. Υπήρχε τρομαχτική φτώχεια, αρρώστιες, ανθυγιεινό περιβάλλον, συγκρούσεις ταξικές… Υπήρχαν τρομερές τρώγλες μέσα στο ιστορικό κέντρο και γύρω από αυτό. Υπήρχε μισαλλοδοξία, πολλά δυσάρεστα πράγματα.

Έχετε όλοι δει ταινίες για τη Σμύρνη, που την παρουσιάζουν σαν χαρωπή πόλη, που όλοι γελούσαν, αγαπιόντουσαν… με γλυκούλικες μουσικές από πίσω. Πού και πότε υπήρξαν αυτά; Ας διαβάσει κανείς το «Στου Χατζηφράγκου» του Κοσμά Πολίτη και θα δει τι προβλήματα υπήρχανε.

Απ’ την άλλη, όποιος θεωρεί ότι η Θεσσαλονίκη μπορούσε να μείνει απαράλλακτη, κάνει λάθος. Δεν γινόταν. Μιλάμε για ευθύνη της επιστημονικής κοινότητας. Εγώ προτιμώ τη λέξη «ρόλος». Ο ρόλος των μηχανικών και των επιστημόνων ποιος είναι, σε μια χώρα όπου η γνώση των ειδικών θεωρείται ενοχλητική ή διακοσμητική και όλα αποφασίζονται από τα πολιτικά επιτελεία; Την έκφραση «η κυβέρνηση θα δώσει όροφο» την έχουμε ακούσει όλοι κατά κόρον. Ξέρουμε τι σημαίνει αυτό πολεοδομικά; Σημαίνει πύκνωση της κατοίκησης, νέες χρήσεις, πολλά καινούργια παιδιά, ανάγκες σε σχολεία, για πάρκινγκ. Είναι αποφάσεις που δεν αφέθηκαν ποτέ στους ειδικούς αλλά πάρθηκαν κατευθείαν από την κυβέρνηση.

Η μεσοπολεμική Θεσσαλονίκη ακυρώθηκε επίσης μετά τον Εμφύλιο από τους ψηλούς συντελεστές δόμησης που έδωσε η πολιτεία με διατάγματα, χωρίς μελέτες. Χάρη σε αυτούς, λειτούργησε η αντιπαροχή. Είχε ψωμί για όλους. Η Θεσσαλονίκη ακυρώθηκε και από τον Ψυχρό Πόλεμο και την πλήρη αποκοπή από τα βαλκανικά κράτη. Αν και κοντά στα σύνορα, βρέθηκε με μια κλειστή ενδοχώρα πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, με νεκρές ζώνες, απαγορεύσεις ταξιδιών και σχέσεων.

Οι αρχιτέκτονες αντέδρασαν αλλά ουδείς τούς άκουσε. Από το 1960 ως το 1967, γίνονταν σχεδόν κάθε χρόνο συνέδρια των αρχιτεκτόνων και συζητιόταν αυτά. Υπήρχαν οξύτατες αντιδράσεις, εξίσου από αριστερούς και δεξιούς, γιατί ως τεχνικοί καταλάβαιναν ότι όλο αυτό θα έβγαινε κάπως εναντίον μας. Ο κόσμος, όμως, καλοδέχτηκε την πολυκατοικία και την αντιπαροχή, ίσως από λαχτάρα για μια καλύτερη ζωή, για ζέστη από το καλοριφέρ, για μπανιο. Δεν μπορούμε να το γνωρίσουμε αυτό το αίσθημα.

[…]

Συχνά με ρωτάνε σε τι βοηθάει η μελέτη του παρελθόντος και τι προσπαθώ να περάσω με τη δουλειά μου στο πολυτεχνείο. Εγώ επιστρέφω το ερώτημα: Τι ζητάμε από την πανεπιστημιακή σπουδή; Θα ‘λεγα, αρχικά μια γενική γνώση με αναφορές στο ειδικό αντικείμενο αλλά με ένα ευρύ υπόβαθρο, που θα φτιάξει έναν ενγνει μορφωμένο πολίτη. Όμως, συγχρόνως θέλουμε και μία ειδική γνώση εργαλειακή που θα του δώσει τα απαραίτητα εφόδια για την άσκηση του επαγγέλματος. Και τέλος, την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, που βοηθάει στο να προχωρήσει η επιστήμη, η κοινωνία και ο άνθρωπος που τα διαθέτει.

Άρα, το ερώτημα γιατί χρειάζεται η ιστορία στους αρχιτέκτονες και τους πολεοδόμους, να απαντήσω αρχικά ότι εμείς δουλεύουμε στο πλαίσιο της πόλης. Η ιστορία παράγεται στην πόλη αλλά συγχρόνως η ίδια η πόλη είναι προϊόν της ιστορίας. Η αναφορά, λοιπόν, στην ιστορία του χώρου και των μετασχηματισμών του συνδέεται με τη σπουδή του αρχιτέκτονα και του πολεοδόμου. Μια μελέτη, πριν αποτελέσει εργαλείο αλλαγής του χώρου, είναι ένα μέσο ανάλυσης, που βοηθάει στο να δούμε τις δυνατότητες και την εξέλιξη και τα στοιχεία που είναι ισχυρά στην περιοχή μας, για να αντιληφθούμε την πραγματικότητα.

Άρα, η πόλη πρέπει πρώτα να αναλυθεί όπως ένα αρχείο, όχι για να ξαναγράψουμε την ιστορία της αλλά για να δούμε την προέλευση και τη φύση αυτού που θέλουμε να αλλάξουμε, ώστε να μην προκαλέσουμε ανεπιθύμητες ρήξεις.

[…]

Με ρωτάνε συχνά τι ζηλεύω στις άλλες πόλεις που επισκέπτομαι; Επίσης, αν μπορούσα να επαναφέρω μία γειτονιά της πόλης, ποια θα ήταν αυτή. Δεν μου αρέσουν καθόλου οι αυτούσιες επαναφορές, σαν θεματικά πάρκα. Εγώ ζηλεύω τις πόλεις όπου αναγνωρίζεις γειτονιές και σύνολα που επιβιώνουν ενώ σέβονται την ιστορία τους και συγχρόνως εξελίσσονται και ενσωματώνουν στοιχεία της σύγχρονης εποχής. Μ’ αρέσει να επισκέπτομαι τη μεσαιωνική γειτονιά στο Παρίσι ή το Μιλάνο του 19ου αιώνα ή την περιοχή του 18ου αιώνα στη Νάντη. Επίσης, με εντυπωσιάζουν αποκαταστάσεις περιοχών με σύγχρονες χρήσεις και νέα κτίσματα στους κενούς χώρους. Παράδειγμα: η αγορά Temple Bar στο Δουβλίνο, η γέφυρα των Τεχνών στο Παρίσι και το πολύ ωραίο αντίγραφό της στη Highline στη Νέα Υόρκη, την αποβιομηχάνιση της κοιλάδας του Ρουρ στη Γερμανία κ.α., που εμείς τα έχουμε ονομάζει «αντι-Λαδάδικα».

[…]

Εδώ δεν ξέρω αν θα ήθελα μία αυτούσια γειτονιά αλλά σίγουρα θα ήθελα μία μελέτη ανάδειξης της παλιάς αγοράς της Θεσσαλονίκης. Τη θεωρώ το πιο χαρακτηριστικό σημείο της πόλης, το μοναδικό για πολλούς αιώνες κέντρο της πόλης, όπου συναντιόταν όλο αυτό το πολύχρωμο μωσαϊκό. Η περιοχή που λέω είναι από την Αγία Σοφία μέχρη τη Σαλαμίνος. Και στα κτίρια και στις χαράξεις φαίνονται οι συγκλίσεις και η όσμωση ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Επίσης, φαίνεται οι εντυπωσιακές αλληλεπιθέσεις δρόμων και χαράξεων από την πρώτη περίοδο γέννησης της Θεσσαλονίκης: στα ευρήματα της πλατείας ΔΙοικητηρίου, της πλατείας Αρχαίας Αγοράς και στο μετρό Βενιζέλου. Αυτό θα πρέπει οπωσδήποτε να αξιοποιηθεί.

[…]

Σήμερα ποιος είναι ο ρόλος του πολεοδόμου; Αυτός που ήταν πάντα από τότε που εφαρμόστηκε η σύγχρονη πολεοδομία, δηλαδή από το 1900 κ.ε. Ο πολεοδόμος είναι ένας οραματιστής με στόχους τους βέλτιστους υλοποιήσιμους. Ένας διαιτητής ανάμεσα σε ισχυρούς παράγοντες, φορείς, πολίτες κτλ.

Η σύγχρονη πολεοδομία, αν και συνέδεσε τη γέννησή της με τα δίκτυα (μετρό, τρένα, ύδρευση, ενέργεια, αποχέτευση), δεν έμεινε μόνο σε παρεμβάσεις τεχνικού χαρακτήρα. Συνέδεσε το ιδιωτικό με το δημόσιο, για να υπηρετείται η έννοια του γενικού συμφέροντος και της δημόσιας ωφέλειας. Εντάχθηκε ουσιαστικά σε αυτό που λέμε κράτος πρόνοιας. Προώθησε το δικαίωμα στην κατοικία για τους λιγότερο προνομιούχους κατοίκους, τη λειτουργία καλά εξοπλισμένων γειτονιών με πράσινο, την ελεύθερη προσπέλαση στους δημόσιους χώρους και στα δημόσια μέσα συγκοινωνίας. Έκανε μια διαδικασία αναδιανεμητική.

Σήμερα βιώνουμε νέα φαινόμενα χωρικής οργάνωσης της πόλης, που συνδέονται με τη γενικευμένη διεύρυνση και την κυριαρχία της οικονομίας της αγοράς. Οι αγορές σήμερα αναδιατάσσουν τη σχέση της πολεοδομίας με την πολιτεία. Βλέπουμε υποχώρηση του κράτους πρόνοιας και αντικατάσταση βασικών λειτουργιών του από την αγορά. Τίθενται έτσι σε δοκιμασία ευαίσθητες ισορροπίες. Αμφισβητείται το δικαίωμα στην πόλη για όσους δεν έχουν καλή θέση στην αγορά. Πολλαπλασιάζονται θύλακες φτώχεια κι αποκλεισμών. Τίθεται σε δοκιμασία η οικολογική ισορροπία και η βιωσιμότητα. . Η οργάνωση της πόλης δεν μπορεί να είναι αντικείμενο μάρκετινγκ. Η αειφορία υπερβαίνει τις οικονομικές λογικές. Και, μπορώ να πω, η επιδίωξη της κοινωνικής συνοχής προϋποθέτει κοινωνικές πολιτικές και παρεμβάσεις.

Σε συνθήκες επικράτησης των κανόνων της αγοράς, η πολεοδομία μπορεί να συμβάλει θετικά μόνο εφόσον πλαισιώνεται από ισχυρή πολιτική βούληση, που θα συντονίσει παράλληλες προσπάθειες στον τομέα της κατοικίας, της απασχόλησης, της παιδείας, των κοινωνικών ελευθεριών, και θα αμφισβητήσει παράλληλα τα ισχύοντα μοντέλα της απεριόριστης κατανάλωσης, της εξάντλησης των φυσικών πόρων και της συνεχούς εμπορευματοποίησης των ελεύθερων χώρων, που βλέπουμε σήμερα.

Κλείνω με μια μελαγχολική διαπίστωση: Προς το παρόν η πολεοδομία έχει ηττηθεί… Με αυτό θα σας καληνυχτίσω.

Μπορείτε να ακούσετε την εκπομπή με την αφήγησή της εδώ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα