Το Οθωμανικό αποτύπωμα της πόλης

Η ιστορία της Θεσσαλονίκης ανά τα χρόνια συνδέθηκε αλληλένδετα με το Οθωμανικό στοιχείο, το οποίο άφησε ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα στην πολιτισμική ταυτότητά της.

Parallaxi
το-οθωμανικό-αποτύπωμα-της-πόλης-123746
Parallaxi

Η ιστορία της Θεσσαλονίκης ανά τα χρόνια συνδέθηκε αλληλένδετα με το Οθωμανικό στοιχείο, το οποίο άφησε ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα στην πολιτισμική ταυτότητά της. Στη διάρκεια πέντε περίπου αιώνων, η ιστορία, η κοινωνία, η αρχιτεκτονική της πόλης επηρεάστηκε ενεργά και βαθιά, διατηρώντας μέχρι σήμερα τα σημάδια της Οθωμανικής παρουσίας στους δρόμους της. Αυτά είναι τα κτίρια και τα μνημεία της πόλης που φανερώνουν αυτό το μοναδικό κομμάτι της ιστορίας της Θεσσαλονίκης.

Η οικία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ

Ο Μουσταφά Κεμάλ, ο επονομαζόμενος Ατατούρκ, δηλαδή «πατέρας των Τούρκων», γεννήθηκε το 1881 σε αυτό το σπίτι, το οποίο σήμερα αποτελεί μουσείο αφιερωμένο σε αυτόν. Η τότε διεύθυνση του σπιτιού ήταν Οδός Ισλαχανέ, στη συνοικία Κοτζά Κασίμ Πασά. Αυτό το ιστορικό κτίσμα βρίσκεται επί της σημερινής Οδού Αποστόλου Παύλου, στον αριθμό 17, εντός ενός ευρύτερου οικοδομικού συγκροτήματος το οποίο εμπερικλείει και το Γενικό Προξενείο της Τουρκικής Δημοκρατίας στη Θεσσαλονίκη του οποίου η διεύθυνση είναι Αγίου Δημητρίου 151. Εκείνη την εποχή που στην πόλη της Θεσσαλονίκης επικρατούσε η Οθωμανική αρχιτεκτονική, αυτό το σπίτι ήταν παρόμοιο με τα υπόλοιπα τουρκικά σπίτια που βρίσκονταν στον περιβάλλοντα χώρο. Το σπίτι χτίστηκε το 1870 από το Ίδρυμα του Ροδίτη Μιουντερίς Χατζή Μεχμέτ. Ο πατέρας του Ατατούρκ ο Αλί Ριζά Εφέντης νοίκιασε αυτό το σπίτι λίγα χρόνια πριν γεννηθεί ο Ατατούρκ. Η οικογένεια του Ατατούρκ έζησε σε αυτό το σπίτι μέχρι τον θάνατο του Αλί Ριζά Εφέντη το 1888. Αργότερα, μετά την ανακήρυξη της Δεύτερης Συνταγματικής Μοναρχίας, ο Ατατούρκ, στον οποίο εκείνη την εποχή ανατέθηκε να επιστρέψει και να υπηρετήσει στη Θεσσαλονίκη, έμεινε εδώ μαζί με την μητέρα του και την αδερφή του.

Στην δεκάτη επέτειο της Δημοκρατίας, ως δείγμα της Ελληνοτουρκικής φιλίας και εις ανάμνηση της Συνδιάσκεψης των Βαλκανίων, ο Δήμος της Θεσσαλονίκης πήρε την απόφαση να αναρτήσει μία μαρμάρινη πλάκα στην δεξιά γωνία της δίφυλλης εξωτερικής πόρτας του σπιτιού και να αναγράψει εκεί ότι ο Ατατούρκ γεννήθηκε σε αυτό το σπίτι. Το σπίτι αργότερα αγοράστηκε από τον Δήμο Θεσσαλονίκης για να δοθεί ως δώρο προς τον Ατατούρκ και το κλειδί του σπιτιού παραδόθηκε στο Γενικό Προξενείο της Τουρκικής Δημοκρατίας στην Θεσσαλονίκη στις 19 Φεβρουαρίου του 1937. Οι εργασίες αναστήλωσης του σπιτιού, που ξεκίνησαν το 1940, μπόρεσαν να ολοκληρωθούν το 1950 μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της Γερμανικής Κατοχής. Η Οικία του Ατατούρκ εγκαινιάστηκε κατά την 15η επέτειο του θανάτου του Ατατούρκ στις 10 Νοεμβρίου 1953. Η Οικία είναι από τότε επισκέψιμη για όλους, ενώ ανακαινίστηκε το 2013 με βάση την σύγχρονη μουσειακή αντίληψη. Οι Τούρκοι που επισκέπτονται σήμερα το εν λόγω μουσείο του δίνουν χαρακτήρα που θυμίζει εκείνον προσκυνήματος.

DSC01219

Το μεγαλύτερο μέρος της επίπλωσης είναι αυθεντικό. Χρειάστηκε να αντικατασταθούν κάποια έπιπλα που έλειπαν με άλλα, που πήραν από το Μαυσωλείο του Κεμάλ και από το Τοπ Καπί στην Κωνσταντινούπολη. Στους τοίχους οι επισκέπτες βλέπουν πολλές φωτογραφίες από διάφορες φάσεις της ζωής του αναμορφωτή των Τούρκων. Το κτίριο που το 1981 βάφτηκε και πάλι στο αρχικό ροζ χρώμα, αποτελείται από δύο ορόφους. Στον πρώτο όροφο βρίσκεται το σαλόνι για τους ξένους, το δωμάτιο της μητέρας του Κεμάλ, το καθημερινό και η κουζίνα. Ο δεύτερος όροφος περιλαμβάνει το δωμάτιο στο οποίο γεννήθηκε ο Κεμάλ, το 1881. Σε άλλο δωμάτιο εκτίθενται τα προσωπικά του αντικείμενα και στον τοίχο είναι κρεμασμένα έγγραφα από το σχολείο του. Φιλοξενούνται επίσης φωτογραφικά ντοκουμέντα, εικόνες, δημοσιεύματα, ιστορικά έγγραφα και βιβλία για τη ζωή και το έργο του Κεμάλ Ατατούρκ. Εκεί βρίσκεται και το άγαλμά του Κεμάλ, που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Μουράτ Ντασκίν, ενώ στην αυλή υπάρχει μια ροδιά που λέγεται ότι την φύτεψε ο πατέρας του Κεμάλ.

Αλκαζάρ 

Εικόνα: Ελένη Βράκα

Το Χαμζά Μπέη Τζαμί, που βρίσκεται μπροστά από το Παλιό Δημαρχείο και απέναντι από το έτερον ισλαμικό μνημείο, το Μπεζεστένι, χτίστηκε στα 1467 (επί του σουλτάνου Μουράτ Β’) από την κόρη του στρατιωτικού διοικητή Χαμζά Μπέη, Χαφσά Χατούν, με σκοπό την χρήση του ως Μετζίτ, δηλαδή μικρό συνοικιακό τέμενος χωρίς μιναρέ. Αυτή τη στιγμή θεωρείται το μεγαλύτερο σωζόμενο τζαμί που βρίσκεται σε ελληνικό έδαφος και εκτείνεται σε συνολική έκταση 1150 τ.μ. ενώ αποτελεί τον παλαιότερο σωζόμενο ισλαμικό χώρο λατρείας που χτίστηκε στη Θεσσαλονίκη. Επί τέσσερις αιώνες συγκέντρωνε πλήθος πιστών κάτω από τον μεγαλόπρεπο θόλο του στο πολυσύχναστο σταυροδρόμι δύο βυζαντινών δρόμων που ένωναν το λιμάνι με τη βορινή πύλη της περιτειχισμένης Θεσσαλονίκης. Το κτίριο έπαψε να λειτουργεί ως τζαμί στα 1923, οπότε και ολοκληρώθηκε η ανταλλαγή πληθυσμών. Κηρύχθηκε διατηρητέο τον Μάιο του 1926 στο πλαίσιο των ανταλλαγών περιουσιών της μουφτείας Θεσσαλονίκης. Το Χαμζά Μπέη Τζαμί είναι γνωστό στους περισσότερους Θεσσαλονικείς ως “Αλκαζάρ”, από τον ομώνυμο λαϊκό κινηματογράφο που στεγάστηκε για χρόνια στην περίστυλη αυλή του τεμένους από το 1928 έως την δεκαετία του 90. Το κτίριο μπορεί να διασώθηκε από μικρούς και μεγάλους σεισμούς, να γλίτωσε από πυρκαγιές με μεγαλύτερη εκείνην του 1917, αλλά έγινε αγνώριστο εσωτερικά και εξωτερικά στα νεώτερα χρόνια από τις ανεξέλεγκτες σύγχρονες επεμβάσεις. Σε εξέλιξη βρίσκεται η αποκατάστασή του με σκοπό να λειτουργήσει ως μουσείο.

Γενί Τζαμί

Το Γενί (Νέο) Τζαμί θεωρείται ως ένα από τα χαρακτηριστικά μνημεία της περιόδου της Τουρκοκρατίας στη Θεσσαλονίκη, κατάλοιπο του οθωμανικού παρελθόντος και δείγμα της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής της πόλης. Το Γενί Τζαμί αποτελούσε το λατρευτικό χώρο των Ντονμέδων, μιας ιδιότυπης θρησκευτικής ομάδας αποτελούμενης από εξισλαμισμένους Εβραίους. Είναι το τελευταίο τζαμί που χτίστηκε στη Θεσσαλονίκη και ξεχωρίζει για την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του, καθώς είναι ένα μίγμα ανατολίτικων, αναγεννησιακών, βυζαντινών, ισλαμικών και μπαρόκ στοιχείων με αρκετές νεοκλασσικές επιρροές. Χτίστηκε το 1904 σε σχέδια του περίφημου Ιταλού αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι. Μετά την ένωση της πόλης με την Ελλάδα, γκρεμίστηκε ο μιναρές και το τέμενος έπαυσε να λειτουργεί ως χώρος λατρείας. Το 1922 στέγασε προσωρινά πρόσφυγες, ενώ από το 1925 ως το 1962 στο κτίριο στεγαζόταν το Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης. Σήμερα λειτουργεί αποκλειστικά ως εκθεσιακός χώρος του Δήμου Θεσσαλονίκης και είναι γνωστό κυρίως με το όνομα Παλιό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Μπέη Χαμάμ ή Λουτρά παράδεισος

Τα «Λουτρά Παράδεισος» ή «Μπέη Χαμάμ» κτίστηκαν το 1444 από τον σουλτάνο Μουράτ Β’ (γνωστός και απλά ως Μπέης), όπως μας πληροφορεί μια αραβική κτητορική επιγραφή και είναι το πρώτο δημόσιο κτίριο που έκτισαν στην πόλη οι Οθωμανοί γκρεμίζοντας επτά παρακείμενες στο χώρο εκκλησίες. Βρίσκεται ακριβώς δίπλα από τον βυζαντινό Μεγαλοφόρο, την αγορά των βυζαντινών χρόνων και πατάει επάνω στην Via Reggia (ρωμαϊκή Εγνατία). Λειτουργούσε και για τους άνδρες αλλά και τις γυναίκες και διατηρεί μέχρι σήμερα όλα του τα στοιχεία. Το αντρικό λουτρό είναι μεγαλύτερο και πολυτελέστερο από το γυναικείο. Η είσοδος για το γυναικείο βρίσκεται στα βόρεια ενώ για το αντρικό στη νότια πλευρά. Μέσα στο οικοδόμημα υπάρχει και ένας μικρότερος ορθογώνιος χώρος, ο οποίος προοριζόταν για το ιδιαίτερο λουτρό του σουλτάνου και έχει ιδιαίτερο διάκοσμο. Όλες οι αίθουσες του Χαμάμ φωτίζονται με φυσικό φως μέσω οπών στην οροφή. Οι ζωγραφισμένοι τοίχοι, τα ψηφιδωτά, οι κεντητοί θόλοι, που ρίχνουν φως στο ημίφως των λουτρών φανερώνουν την αίγλη ενός χαμάμ, που στέκεται σε αυτήν την θέση σχεδόν έξι αιώνες, πριν ακόμα την Άλωση της Κων/πολης και λειτουργούσε μέχρι το 1968. Tο 1972 περιήλθε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και έκτοτε μετά τα έργα αποκατάστασης του κτιρίου, αποτελεί χώρο ανοικτό για το κοινό. Σήμερα είναι κλειστά λόγω εργασιών.

Μπεζεστένι

Το Μπεζεστένι (υφασματαγορά – Τουρκικά: bezesten – η λέξη προέρχεται από την αραβική λέξη μπεζ (bez) η οποία σημαίνει ρούχο – ύφασμα), είναι μια από τις παλιότερες εμπορικές στοές της πόλης, που διατηρεί τον παλιό της χαρακτήρα έστω και σε μικρότερη κλίμακα, καθώς σήμερα στεγάζει ακόμα μικρά μαγάζια κυρίως υφασματεμπόρων. Τα μπεζεστένια είναι κτίρια με συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία, θολοσκέπαστα με 4, 6, 8, μέχρι και 20 τρούλους. Χτίστηκαν κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα τον 15ο και 16ο αιώνα. Η χρήση τους ήταν είτε αυτή της υφασματαγοράς είτε της αγοραπωλησίας πολύτιμων ειδών. Το πιο χαρακτηριστικό Μπεζεστένι του πρώτου αιώνα της τουρκοκρατίας, όπου είναι φανερή και η τεχνική των βυζαντινών είναι αυτό που βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Εγνατία και Βενιζέλου, εκεί που χτυπούσε η εμπορική καρδιά της πόλης. Το Μπεζεστένι της Θεσσαλονίκης, είναι ένα Οθωμανικό μνημείο για το οποίο υπάρχουν δύο εκδοχές για τη χρονολογία κατασκευής του: Ο Μ. Cezar αποδίδει την ανέγερσή του στο σουλτάνο Μεχμέτ Β’ (1455-1459). Δίνει επίσης την πληροφορία ότι αποτελούσε ιδιοκτησία του κράτους και ότι αμέσως μετά την ανέγερσή του πέρασε στα βακουφικά κτίρια. Αντίθετα οι καθηγητές Α. Βακαλόπουλος και Β. Δημητριάδης τοποθετούν την ανέγερσή του στο τέλος του 15ου αιώνα, στα χρόνια του Βαγιαζίτ Β’(1481-1512). Είναι ένα από τα τρία μπεζεστένια που σώζονται σήμερα στην Ελλάδα (στις Σέρρες στεγάζει το Αρχαιολογικό, στη Λάρισα είναι μισογκρεμισμένο και αποτελεί ένα από μνημεία της πόλης).

Παζάρ Χαμάμ ή Γιαχουντί Χαμάμ

Το Παζάρ Χαμάμ («Λουτρό της Αγοράς») ή Γιαχουντί Χαμάμ («Λουτρό των Εβραίων») ονομάστηκε έτσι γιατί η περιοχή αυτή δίπλα στα παραθαλλάσια τείχη ήταν εβραϊκή συνοικία. Oικοδοµήθηκε ως αφιέρωµα τoυ Xαλίλ Aγά, αξιωµατούχου του χαρεµιού της Πύλης, ενώ έκτοτε έχει υποστεί αρκετές ζημιές. Το χαμάμ ήταν διπλό (χρησιμοποιούνταν και από άνδρες και από γυναίκες, σκανδαλώδες για την εποχή του) και ήταν σε χρήση ώς το 1912, ενώ στην πυρκαγιά του 1917 υπέστη σοβαρές ζημιές. Στα νεότερα χρόνια, από το 1948 και μετά, προστέθηκαν στην περιοχή, από την πλευρά της Β. Ηρακλείου, ανθοπωλεία (εξού και η ονομασία «Λουλουδάδικα»). Το λουτρό, έκτασης 750 περίπου τ.μ. διαιρείται σε δύο τμήματα, ένα για τους άνδρες και ένα για τις γυναίκες. Κάθε τμήμα αποτελείται από μία αίθουσα τετράγωνης κάτοψης, καλυμμένη με μεγάλο ημισφαιρικό τρούλο, και από ένα σύνολο μικρότερων διαμερισμάτων με τρουλίσκο. Στα δύο τμήματα διαμορφώνονταν οι τυπικοί χώροι των λουτρών (ψυχροί, χλιαροί και ζεστοί, καθώς και τα υπόκαυστα). Στο πίσω μέρος του κτηρίου υπήρχε η δεξαμενή του νερού, η εστία και ο χώρος των θερμαστών, οι οποίοι τροφοδοτούσαν τη φωτιά με ξύλα. Ολόκληρο το οικοδόμημα είναι κτισμένο από πέτρες και πλίνθους και μιμείται το βυζαντινό σύστημα δόμησης. Εσωτερικά το μνημείο είναι πλούσια διακοσμημένο. Οπές φωτισμού βρίσκουμε στις οροφές των τρούλων, ενώ επαναλαμβανόμενες ζώνες με φυτικά κοσμήματα πρέπει να υπήρχαν στις επιφάνειες των τοίχων. Ως διπλό λουτρό, έχει τη χαρακτηριστική οθωµανική αρχιτεκτονική µε τις βυζαντινές επιδράσεις στο σύστηµα κατασκευής και δόµησης, µε πλούσιο εσωτερικό διάκοσµο από σταλακτίτες και σταµπωτές διακοσµήσεις στο κονίαµα και µε ενδιαφέρουσες κατασκευαστικές λύσεις. Είναι θαµµένο περί τα δύο µέτρα στο έδαφος και είχε µέχρι πρόσφατα κλεισµένες τις κύριες όψεις του από προκτίσµατα τα οποία αποµακρύνθηκαν.

Πασά Χαμάμ ή Λουτρά «Φοίνιξ»

Ανάμεσα στις παλιές πολυκατοικίες της περιοχής των Αγίων Αποστολων ανακαλύπτεις το Πασά Χαμάμ (τουρκ.: Pasha Hamam). Πρόκειται για ένα παλαιό χαμάμ της Οθωμανικής περιόδου στη Θεσσαλονίκη. Βρίσκεται στη συμβολή των σημερινών οδών Πηνειού, Κάλβου και Π.Καρατζά, κοντά στο Ναό των Αγίων Αποστόλων. Κτίστηκε στη δεκαετία 1520-1530 από τον Τζεζερί-ζαντέ Κοτζά Κασίμ πασά, έναν από τους βεζύρηδες των σουλτάνων Βαγιαζίτ Β΄ και Σελίμ Α΄, που διορίστηκε διοικητής της Θεσσαλονίκης όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Σουλεϊμάν ο Α΄ ο Μεγαλοπρεπής. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, ο Κασίμ πασάς μετέτρεψε την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων σε τζαμί. Αρχικά επρόκειτο για απλό λουτρό με την κλασική αρχιτεκτονική διάταξη, ενώ αργότερα λειτούργησε ως διπλό (μετά τις αναγκαίες προσθήκες). Το νέο τμήμα προοριζόταν για τους άνδρες, ενώ το αρχικό για τις γυναίκες.

Το Πασά Χαμάμ ήταν περισσότερο γνωστό ως Λουτρά «Φοίνιξ», πέρασε στην ιδιοκτησία του δημοσίου το 1977 και είναι το τελευταίο που λειτουργούσε στη Θεσσαλονίκη μέχρι και το 1981, αλλά έκλεισε λόγω των εκτεταμένων ζημιών από το σεισμό του 1978, αφού τελικά κρίθηκε επικίνδυνο. Το χαμάμ έχει κηρυχτεί ιστορικό και διατηρητέο αλλά κινδύνευε σοβαρά με κατάρρευση μέχρι που η «Αττικό Μετρό ΑΕ» βοήθησε στη συντήρηση και αποκατάστασή του. Σήμερα χρησιμοποιείται ως χώρος για τη συντήρηση των ευρημάτων που έρχονται στο φως από τις ανασκαφές στο μετρό.

Γενί Χαμάμ ή «Αίγλη»

jon_5766

Εικάζεται ότι κτίστηκε το τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα από τον Χουσρέφ Κεντχουντά, κάτοχο ακινήτων στη Θεσσαλονίκη ο οποίος πιθανώς τελούσε χρέη Κεχαγιά (διαχειριστή) για τον Βεζύρη Σοκολού Μεχμέτ πασά. Λειτούργησε ως διπλό λουτρό με ξεχωριστά διαμερίσματα για άνδρες και γυναίκες, με τη συνηθισμένη διάταξη χώρων, μέχρι to 1912. Για πολλά χρόνια στο εσωτερικό του χαμάμ λειτουργούσε χειμερινό σινεμά (μέχρι to 1978) και στον κήπο της λειτουργούσε και ο θερινός κινηματογράφος. Για μια μεγάλη περίοδο λειτούργησε ως συναυλιακός χώρος φιλοξενώντας σπουδαία ονόματα της ελληνικής μουσικής. Σήμερα γνωρίζει τη νέα της περίοδο. Ο υπέροχος κήπος της λειτουργεί ξανά και γίνεται το απόλυτο talk of the town. Χαμένος πίσω από τα τείχη του μνημείου, σε σημείο να μην υποψιάζεται ο περαστικός της πολύβουης Κασσάνδρου την ύπαρξη του, με θέα τον τρούλο της Αίγλης.

Οι οθωμανικές κρήνες στην Άνω Πόλη

Η Θεσσαλονίκη υδρευόταν κυρίως από τις πηγές στο Χορτιάτη, το Ρετζίκι και τη Σταυρούπολη. Στην πόλη, τις ανάγκες των πολιτών εξυπηρετούσαν πηγάδια, δεξαμενές και πηγές με πόσιμο νερό. Οι κρήνες κτίζονται συνήθως σε πλατείες και δρόμους της πόλης απ’ όπου διέρχονται υπόγειοι αγωγοί που φέρνουν νερό από τα υδραγωγεία. Ενίοτε είναι περίτεχνες και επίσης αποτελούν σημείο αναφοράς σε κάθε γειτονιά και τόπος κοινωνικής επαφής, αφού εκεί συναντιούνται οι άνθρωποι της γειτονιάς, κυρίως βέβαια γυναίκες. Οι Τούρκοι είχαν άλλη αντίληψη για το νερό. Πίστευαν ότι έχει άμεση σχέση με τη θρησκεία τους. Έδωσαν μεγάλη βαρύτητα στην κατασκευή κρηνών, αφού η εξασφάλιση και η κατανάλωση νερού από τον οποιοδήποτε σήμαινε για τους Τούρκους συγχωρεμό στους πεθαμένους τους. Βρύσες υπήρχαν σε κάθε συνοικία. Σε κάθε περιοχή συνήθως συναντούσε κανείς ένα τζαμί και μια βρύση τουλάχιστον. Η Άνω Πόλη, κλασικός τουρκομαχαλάς είχε πολλές εκ των οποίων σώζονται συνολικά οκτώ χαρακτηρισμένες ως διατηρητέες.

Οι πιο μεγάλες είναι αυτή στη διασταύρωση Αλεξ. Παπαδόπουλου και Κλειούς. Η σκάφη της είναι τμήμα μαρμάρινης σαρκοφάγου σε δεύτερη χρήση. Βρίσκεται απέναντι από την ταβέρνα Τσινάρι (πλάτανος) που στεγάζεται στον ίδιο κτίσμα του περίφημου παλιού καφενείου. Η δεύτερη γνωστή και ως κόκκινη βρύση εξαιτίας του κόκκινου τούβλου της είναι όπως αναγράφεται στην επιγραφή της στα αράβικα η βρύση της μακαρίτισσας Ναμίκα Χαντίμ και βρίσκεται σε μια στροφή στην οδό Ακροπόλεως. Η τρίτη μεταφέρθηκε σχεδόν απέναντι από την εκκλησία του Προφήτη Ηλία, λόγω των έργων που έγιναν με την ανέγερση των νέων οικοδομών στην οδό Ολυμπιάδος. Ψάχνοντας στο αρχείο του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης ταυτοποιήσαμε την κρήνη που αποτελεί μια ιδιαίτερη κατασκευή αφού δεν ήταν πάνω σε κάποιο δρόμο ή πλατεία, όπως συνηθιζόταν, αλλά εντοιχισμένη στην πρόσοψη μιας κατοικίας. Με την κατεδάφιση των παλαιών σπιτιών αποσπάστηκε και τοποθετήθηκε στο δρόμο. Θα δείτε κι άλλες κρήνες αν κάνετε μια βόλτα στην Άνω Πόλη, στη Δημ. Πολιορκητή, στην οδό Λυσία και στην Ηρακλείδου.

Τουρμπές Μουσά Μπαμπά

Εικόνα: Αργύρης Καράγιωργας

Στην “μυστική” Πλατεία Τερψιθέας δεσπόζει ο Τουρμπές Μουσά Μπαμπά, ένα οθωμανικό ταφικό μνημείο, δηλαδή μαυσωλείο, εις την τουρκικήν τουρμπές. Χρονολογείται από το 16ο αιώνα, έχει οκταγωνική δομή και εκεί βρίσκεται θαμμένος ο Μουσά Μπαμπά, ένας άγιος μουσουλμάνος του τάγματος των Μπεκτασήδων δερβίσηδων. Η σημερινή Πλατεία Τερψιθέας στο παρελθόν αποτελούσε την αυλή ενός τεκέ (μοναστηριού Μπεκτασήδων) που πιθανόν να ιδρύθηκε το 1527 επί εποχής του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Β’. Ο τεκές παρήκμασε όταν οι δερβίσηδες έπεσαν σε δυσμένεια επί Σουλτάνου Μαχμούτ Β’ (1808-1839). Στο κέντρο του τεκέ κτίστηκε το μαυσωλείο όπου θάφτηκε ο άγιος Μουσά Μπαμπά. Ο δερβίσης Μουσά Μπαμπά, λοιπόν, στην πρώτη του νιότη, παιδί ακόμα, ήταν υπηρέτης στο σπίτι ενός Αγά στην περιοχή. Κάποτε ο Αγάς αποφάσισε ένα ταξίδι στην Μέκκα για προσκύνημα. Μετά την αναχώρησή του, η σύζυγός του έφτιαξε μια μέρα χαλβά που άρεσε πολύ στον Αγά και εξέφρασε το παράπονό της που έλειπε ταξίδι και δεν θα έτρωγε κι εκείνος το γλύκισμα. Ο Μουσά Μπαμπά τότε της λέει “Βάλε μου μια μερίδα χαλβά και ο Αγάς θα τον ευχαριστηθεί σήμερα”. Η κυρά του σπιτιού τού έβαλε χαμογελώντας γιατί πολύ εκτίμησε την πονηριά του μικρού που θεώρησε ότι με αυτό το κόλπο εξασφάλιζε άλλη μια μερίδα από τον νόστιμο χαλβά. Μετά από μέρες ο Αγάς επέστρεψε στο σπιτικό του και το πρώτο που είπε στην κυρά του ήταν πόσο πολύ ευχαριστήθηκε με τον χαλβά που βρήκε στο κατώφλι του στη Μέκκα, σταλμένο από αυτήν. Δεν ήθελε πολύ για να παραδεχτούν όλοι την αγιοσύνη του νεαρού που από τότε ανακηρύχτηκε άγιος Δερβίσης. Ο Μουσά Μπαμπά είναι για τους Τούρκους ο δικός μας Άγιος Γεώργιος, γι΄αυτό και την ημέρα της γιορτής του ακουγότανε, λέει ο μύθος, καλπασμός στο πλακόστρωτο του Μαυσωλείου. Καβαλάρης ο Άι Γιώργης, καβαλάρης κι ο Δερβίσης τριγυρνούσε στη γειτονιά το βράδυ της άγιας μέρας. Οι χριστιανοί πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή συνέχισαν την προσκυνηματική χρήση του μνημείου και μερικοί ακόμα λένε πως ακούν τον καλπασμό του αλόγου.

Αλατζά Ιμαρέτ

img_0057.jpg
Εικόνα: Σωτήρης Κοϊκόπουλος

Το Αλατζά Ιμαρέτ (Τουρκικά: Alaca Imaret) ή Ισ(χ)άκ Πασά Τζαμί, είναι τζαμί του 15ου αιώνα και βρίσκεται στην οδό Κασσάνδρου βορειανατολικά της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου, στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με επιγραφή στην είσοδο του κτηρίου, το Αλατζά Ιμαρέτ ιδρύθηκε το Φεβρουάριο του 1484 από τον Ινογκιολού Ισ(χ)άκ Πασά, ο οποίος ήταν Μεγάλος Βεζίρης επί Μωάμεθ Β’ και (αργότερα επί Βαγιαζίτ Β’) βαλής της Θεσσαλονίκης. Ο χώρος λειτουργούσε ως ιμαρέτ (πτωχοκομείο), μεντρεσές (ιερατική σχολή) και χώρος προσευχής ενώ έλαβε σταδιακά τη σημερινή του μορφή. Το όνομα, που σημαίνει “Πολύχρωμο άσυλο”, το οφείλει στον πολύχρωμο μιναρέ του (αλατζά=χρωματιστός). Οι πολύχρωμοι λίθοι (alaça) σε ρομβοειδή σχήματα που κοσμούσαν το μιναρέ του τζαμιού είναι στοιχείο που συναντάται σπανιότατα στην οθωμανική αρχιτεκτονική. Ήταν η πιο εντυπωσιακή κατασκευή αυτού του είδους στην πόλη, όπως προκύπτει από φωτογραφίες αλλά και διηγήσεις περιηγητών. Από τον πολύχρωμο μιναρέ σήμερα σώζεται μόνο η βάση του. Η τοιχοποιία είναι ιδιαίτερα επιμελημένη: ορθογώνιοι πωρόλιθοι περίκλειστοι με πλίνθους. Για την εύρυθμη λειτουργία του ιδρύματος, ο κτήτοράς του, παραχώρησε μεταξύ άλλων σημαντικό χρηματικό ποσό αλλά και τα μισά έσοδα από τη φορολόγηση της Γαλάτιστας της Χαλκιδικής. Μάλιστα, κατά τον 17ο αιώνα το Αλατζά Ιμαρέτ είχε αναδειχτεί ως ένα από τα σημαντικότερα ιδρύματα της πόλης. Σήμερα το Αλατζά Ιμαρέτ βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση και χρησιμεύει ως εκθεσιακός χώρος στον οποίο λαμβάνουν χώρα διάφορες εκδηλώσεις και περιοδικές εκθέσεις.

Ισλαχανέ

Ανηφορίζοντας από το κέντρο προς τα Κοιμητήρια της Ευαγγελίστριας, στην αριστερή πλευρά της οδού Ελένης Ζωγράφου ακριβώς απέναντι από τα κοιμητήρια υψώνεται ένας λίθινος τοίχος που εμποδίζει τη θέα στο κτίριο που υπάρχει στην κορυφή του. Αν ανηφορίσετε στη συμβολή με την οδό Αγ. Δημητρίου, από ένα στενό μονοπατάκι, θα βρεθείτε σε μια περιοχή για την οποία λίγα γνωρίζουν οι Θεσσαλονικείς. Είναι η περιοχή εκτός των ανατολικών τειχών απέναντι και δυτικά από το νεκροταφείο Ευαγγελίστρια που ονομαζόταν Ισλαχανέ και το μόνο απομεινάρι των κτιρίων εκεί, που ανακατασκευάζεται για να στεγάσει μουσείο (με τα μηχανήματα και τα εργαλεία που διασώθηκαν) και χώρο πολιτισμού. Πρόκειται για το Μηχανουργείο Αξιλιθιώτη, που από τα τέλη του 19ου αιώνα στέγαζε την Σχολή Ισλαχανέ ή Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων Χαμιδιέ, όπως είναι επίσης γνωστή. Η Σχολή ιδρύθηκε το 1874 (κατ΄άλλες πηγές το 1876) µε σκοπό την εκμάθηση µιας τέχνης στα ορφανά, που θα τους επέτρεπε να πορευθούν σε µια «έντιµη ζωή». Γι’αυτό και πήρε το όνομά της, καθώς η λέξη islahane, προέρχεται από την αραβική λέξη islāh που σημαίνει τακτοποίηση (αποκατάσταση). Στο ορφανοτροφείο-τεχνική σχολή στεγάζονταν γύρω στα 180 παιδιά, κυρίως μουσουλμάνοι αλλά και λίγα εβραιόπουλα και χριστιανόπουλα, που φιλοξενούνταν για έξι χρόνια. Οι τέχνες που διδάσκονταν ήταν οι ακόλουθες: ξυλουργικές, υφαντουργία, υποδηματοποιία, τυπογραφία, λιθογραφία και ραπτική, ενώ n σχολή διέθετε και δική της µπάντα. Διαβάστε την ιστορία του Ισλαχανέ εδώ.

Οι Κήποι του Πασά

Πολλοί συνηθίζουν να τους αποκαλούν και «Δρακόσπιτα» ή «άντρο των δερβισάδων». Οι κήποι του Πασά ανήκουν στα παράξενα κομβικά μνημεία της Θεσσαλονίκης με την μυστικιστική ατμόσφαιρα και αποτελούν έναν από τους αστικούς της μύθους. Πρόκειται για ένα καταπράσινο πάρκο που το συναντάς ανεβαίνοντας ευθεία πάνω από την πλατεία Συντριβανίου, στην Άνω Πόλη, δίπλα από τα κάστρα. Είναι μια περιφραγμένη έκταση περίπου 1.000 τ.μ. που βρίσκεται έξω από τα ανατολικά τείχη της πόλης ακριβώς πίσω από το νοσοκομείο «Άγιος Δημήτριος». Κατά μια εκδοχή οι Κήποι ήταν το ησυχαστήριο του Σειφουλάχ Πασά και των Οθωμανών Τεκτόνων που ανήκαν στον στενό του κύκλο, ο οποίος έκτισε εκεί αυτό το περίεργο σύμπλεγμα πέτρινων κατασκευών, γεμάτων μυστικιστικά σύμβολα. Ένα είναι σίγουρο. Είναι ένας από τους μυστηριακούς τόπους της Θεσσαλονίκης και σε πολλούς άγνωστος.

Σιντριβάνι

Όταν λέμε στη Θεσσαλονίκη συντριβάνι εννοούμε το γνωστό σε όλους μας συντριβάνι στη συμβολή της Εγνατίας με την Αγγελάκη και την Εθνικής Αμύνης. Απέναντι από το γλυπτό του Ζογγολλόπουλου στην πάνω πύλη της ΔΕΘ. Το αυθεντικό δωρήθηκε το 1886, από το Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ, μετά την κατεδάφιση των ανατολικών τειχών. Κατασκευάστηκε στη θέση της κασσανδρεώτικης πύλης. Τη δεκαετία του 1950 απομακρύνθηκε, στερεμένο πλέον. Αναστηλώθηκε, ωστόσο, το 1977 από το Δήμο Θεσσαλονίκης. Χαρακτηριστικό δείγμα μπαρόκ, το μαρμάρινο σιντριβάνι αποτελεί ένα από τα σημεία αναφοράς του κέντρου, δίνοντας το όνομά του και στην ομώνυμη πλατεία.

Κτισμένα από δυτικούς αρχιτέκτονες επί οθωμανικής Θεσσαλονίκης

Το Διοικητήριο

Το Διοικητήριο της πόλης είναι χτισμένο στην ίδια περιοχή όπου βρισκόταν το παλιότερο οθωμανικό κονάκι, το οποίο είχε χτιστεί πάνω στα ερείπια των βυζαντινών ανακτόρων, αρχαιολογικές μαρτυρίες των οποίων αποκαλύφτηκαν στην περιοχή. Το επιβλητικό κτίριο χτίστηκε το 1891 από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι, σε εκλεκτικιστικό ρυθμό, τον οποίο εφάρμοζε σε όλα τα δημόσια κτίρια που έχτισε στην πόλη (παλιά Φιλοσοφική σχολή, στρατηγείο Γ’ Σώματος Στρατού κ.ά). Αρχικά, το κτίριο ήταν τριώροφο και αποτελούσε έδρα του Τούρκου περιφερειάρχη (βαλή) της Θεσσαλονίκης και δημόσιων υπηρεσιών του οθωμανικού κράτους. Το 1907 το Διοικητήριο φιλοξένησε την τουρκική Νομική Σχολή, ενώ σ’ αυτό κατέλυσε ο σουλτάνος Μεχμέτ Ρεσάτ το 1911, όταν επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη. Μετά την απελευθέρωση, στέγασε τις υπηρεσίες της Γενικής Διοίκησης και σήμερα είναι έδρα του υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης. Στο κτίριο αυτό υπογράφηκε από τον Τούρκο αρχιστράτηγο του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1912, Χασάν Ταξίν πασά, η παράδοση της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό στρατό, στις 26 Οκτωβρίου 1912. Στη διάρκεια της φοβερής πυρκαγιάς του 1917, το Διοικητήριο παρέμεινε ανέπαφο από τη φωτιά, ον και ο περιβάλλων χώρος του μνημείου καταστράφηκε. Πριν την πυρκαγιά δίπλα σ’ αυτό ήταν κτισμένο το Σαατλί Τζαμί, υπήρχαν διαμερίσματα χαρεμιού, λουτρό, διοικητικά κτίρια, φυλακές, τηλεγραφείο και η περιοχή αποτελούσε ένα ιδιότυπο διοικητικό κέντρο της εποχής.

Παλιά Φιλοσοφική Σχολή ΑΠΘ

Στα τέλη του 19ου αιώνα και μετά την κατεδάφιση των ανατολικών τειχών, οι Τούρκοι αποφασίζουν να μετατρέψουν την πόλη της Θεσσαλονίκης σε ένα ισχυρό διοικητικό κέντρο. Και στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού της προχωρούν στην οικοδόμηση πολλών δημόσιων κτιρίων. Ένας από τους αρχιτέκτονες που κατέφθασε στην Κωνσταντινούπολη όταν μαθεύτηκε ότι ο σουλτάνος ζητούσε αρχιτέκτονες ήταν και ο Βιταλιάνο Ποζέλι. Ευχαριστημένος από τη δουλειά του, ο σουλτάνος, τον στέλνει στη Θεσσαλονίκη, το 1886 για να χτίσει την Σχολή Ιδιαδέ (προπαρασκευαστική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), με πρόσοψη στη λεωφόρο Χαμιδιέ, η οποία είχε διανοιχθεί μετά την κατεδάφιση του βόρειου τμήματος των Ανατολικών τειχών. Η Σχολή Ιδαδιέ πρωτολειτούργησε το 1886 και τον επόμενο χρόνο προστέθηκε και νυχτερινό τμήμα. Μετακόμισε στο νεόκτιστο κτίριο της Λεωφόρου Χαμιδιέ το 1888. Το κτίριο τότε διέθετε 42 αίθουσες, πάνω από 200 μαθητές και περίπου 30 καθηγητές. Αργότερα, μετά την χρήση του σαν στρατιωτικό νοσοκομείο, και όταν το 1927 μεταφέρθηκε εκεί το Πανεπιστήμιο, το κτίριο επισκευάστηκε και φιλοξένησε αρχικά τη φιλοσοφική σχολή και μετά άλλα τμήματα. Το κτίριο πήρε την τελική του μορφή, που διατηρεί ως σήμερα, το 1932. Διαβάστε την ιστορία της Παλιάς Φιλοσοφικής εδώ.

Κρατικό Ωδείο (Παλιά Οθωμανική Τράπεζα)

Στο νούμερο 15 της οδού Φράγκων στέκεται επιβλητικό το κτίριο του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, στην περιοχή που παλιά ήταν οι «φραγκομαχαλάδες», μια πολύ πλούσια περιοχή της παλιάς Θεσσαλονίκης. Κτίστηκε μετά το 1903 στη θέση που ήταν από το 1826 το αρχοντικό μιας από τις πλουσιότερες και σπουδαιότερες οικογένειες της Θεσσαλονίκης, των Άμποτ που κατάγονταν από τη Σκοτία. Eκεί μάλιστα είχε φιλοξενηθεί ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζιτ, το 1858 που είχε επισκεφτεί την πόλη. Λίγα χρόνια αργότερα ο Τζέικ Άμποτ, πλούσιος έμπορος και κτηματίας καταστρέφεται οικονομικά, λόγω της σπάταλης ζωής του και πουλάει το αρχοντικό του στην Οθωμανική Τράπεζα, η οποία ιδρύει υποκατάστημα στη Θεσσαλονίκη το 1863. Ο περίφημος αρχιτέκτονας της εποχής Βιταλιάνο Ποζέλι, που είχε συνεργαστεί σε πολλά έργα με τις οθωμανικές αρχές, σχεδίασε το νέο οικοδόμημα διατηρώντας τον κάνναβο της πρόσοψης του πρώτου κτιρίου, ενώ τα επόμενα χρόνια έγιναν διάφορες επισκευές και προσθήκες. Μέχρι το 1930 εξακολουθεί να λειτουργεί εκεί το υποκατάστημα της Οθωμανικής Τράπεζας ώσπου το 1949 το κτίριο περιήλθε στο ΙΚΑ και παρέμεινε σε αυτό ως το 1978, οπότε εγκαταλείπεται λόγω των καταστροφών από τον σεισμό. Μάλιστα στην πρόσοψη φαίνεται και σήμερα η επιγραφή «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων». Έπειτα το 1983, μετά από μικροεπεμβάσεις στο εσωτερικό προκειμένου το κτίριο να μπορέσει να ανταποκριθεί στη νέα του χρήση παραχωρήθηκε στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης όπου η αρχική συμφωνία εκμετάλλευσής του ήταν για 15 χρόνια, όμως στη συνέχεια επεκτάθηκε και μέχρι σήμερα λειτουργεί εκεί το ωδείο.

Σχολή Τυφλών

Περίφημος και ταλαντούχος αρχιτέκτονας της εποχής, ο Ξενοφών Παιονίδης είναι γνωστός για τα κτίρια-στολίδια που έφτιαξε στη Θεσσαλονίκη. Ένα από αυτά είναι και η Σχολή Τυφλών που βρίσκεται στη Βασιλίσσης Όλγας 32. Είναι κι αυτή δηλαδή ένα ακόμη χαρακτηριστικό δείγμα αρχιτεκτονικής και αίγλης της περιοχής των εξοχών που απλωνόταν σε όλη την ανατολική πλευρά της πόλης. Αρχικά το κτίριο κτίστηκε ως κατοικία του Χαφιζ Μπέη, το 1879 και το 1884 περιέρχεται στην ιδιοκτησία της Αχμέ Χανούμ και του Σελήμ Μπέη. Κατασκευάστηκε το 1879, αποτελείται από δύο ορόφους και ημιυπόγειο και φυσικά ξεχωρίζει για το φορτωμένο της διάκοσμο. Όπως αρκετά από τα κτίρια των εξοχών ακολουθεί κι αυτή την αρχή της συμμετρίας αφού εύκολα παρατηρεί κανείς πως αν είχαμε μια νοητή γραμμή στον άξονα Βορρά-Νότου θα βλέπαμε πως τα ανοίγματα έχουν τοποθετηθεί ισομερώς. Ο γενικότερος αυστηρός κι επιβλητικός χαρακτήρας της Σχολής «σπάζει» μέσω των ψευδοπαραστάδων αλλά και μιας εσοχής στο κέντρο των πλαϊνών όψεων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει στην όψη του κτιρίου το αέτωμα, καθώς απουσιάζει το σημείο γέννησής του κι έτσι ενώ δεν υφίσταται στην πραγματικότητα, αφήνεται να εννοηθεί. Γενικότερα ο Παιονίδης όπως στα περισσότερα έργα του έτσι κι εδώ χρησιμοποιεί ροκοκό και μπαρόκ στοιχεία που όμως τα προσαρμόζει στο νεοκλασικό τύπο που τόσο του άρεσε. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ιστορικό των χρήσεων του αρχοντικού.

Πρώην Έπαυλη Αχμέτ Καπαντζή

H Έπαυλη Αχμέτ Καπαντζή, μετέπειτα Μεχμέτ Καπαντζή ή Κτίριο ΝΑΤΟ ή Κτίριο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, είναι άλλο ένα κτίριο που θυμίζει την αλλοτινή ομορφιά της Συνοικίας των Εξοχών. Είναι αυτό το κτίριο που ενώ διασχίζεις βιαστικά τη Β. Όλγας σταματάς για λίγο και θαυμάζεις την αρτιότητά του που το κάνει να μοιάζει με ψεύτικο, βγαλμένο από παραμύθι. Χτίστηκε μεταξύ 1893 και 1895 από τον περίφημο, Ιταλό αρχιτέκτονα Pierro Arrigoni κατά παραγγελία του Αχμέτ Καπαντζή. Το κτίριο περιέρχεται στην ιδιοκτησία του γιου του Μεχμέτ ενώ το 1926 το 65% του κτιρίου περιέρχεται στη διαχείριση του Ελληνικού δημοσίου ως ανταλλάξιμος περιουσία μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Το 35% παραμένει στην ιδιοκτησία του Μεχμέτ Καπαντζή που διεκδικεί την σερβική υποκοότητα και άρα εξαιρείται της ανταλλαγής. Το 1934 ο Μεχμέτ Καπαντζής πεθαίνει και το 1938 το κτίριο με τον περιβάλλοντα χώρο περιέρχεται όλόκληρο στο δημόσιο που αποζημιώνει τους κληρονόμους. Το 1967 παραχωρείται εξ ολοκλήρου στον Ε.Ε.Σ. που έχει ήδη ξεκινήσει την διαδικασία αγοράς του από 1941. Η οικογένεια Καπαντζή ήταν μια πλούσια οικογένεια εξισλαμισμένων Εβραίων της Θεσσαλονίκης.

Βίλλα Μορντώχ

H Βίλλα Μορντώχ στολίζει τη διασταύρωση των οδών Βασιλίσσης Όλγας και 25ης Μαρτίου. Kτίστηκε για τον Τούρκο μέραρχο Σεϊφουλάχ πασά, σε σχέδια του γνωστού αρχιτέκτονα Ξ. Παιονίδη, το 1905. Η χρονολογία αυτή επαληθεύεται και από την υπογραφή του Τούρκου καλλιτέχνη των τοιχογραφιών του κτιρίου που φέρουν το έτος κατασκευής τους σε αραβική γραφή: «Νουρεντίν 1905». Για το όνομα «Μορντώχ» ευθύνεται η οικογένεια Μορντώχ που κατοίκησε εκεί από το 1930 ως το 1940. Όπως ολόκληρη η περιοχή των εξοχών της Βασιλίσσης Όλγας με τους περίφημους «πύργους» που εμφανίστηκαν κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, έτσι και η Βίλλα Μορντώχ που ανήκει σε αυτήν την περιοχή αποτελεί δείγμα εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής. Είναι διώροφη και κεραμοσκεπής ενώ έχει ημιυπόγειο και σοφίτα. Χαρακτηριστική είναι η συνύπαρξη νεοκλασικών, αναγεννησιακών, baroque και art-nouveaux στοιχείων τα οποία μάλιστα διαφοροποιούνται στις όψεις, υπογραμμίζοντας έτσι στον επισκέπτη το μορφολογικό πλουραλισμό του κτηρίου.

Βίλλα Βαρβάρα

Το κτίσμα της οδού Κρίσπου βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της πλατείας Ρομφέης. Αποτελεί αξιόλογο παράδειγμα βαλκανικού σπιτιού, που εφαρμόζεται εδώ σε έναν ιδιαίτερα πλούσιο τύπο πλατυμέτωπης διπλοκατοικίας με στοιχεία της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Κατασκευάστηκε μεταξύ 1897-1905 από τον στρατιωτικό διοικητή Θεσσαλονίκης Χαφζή Μπέη Καϊμακάμη που διορίστηκε μετά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο με σκοπό να γίνει η κατοικία του. Το εγκατέλειψε το 1906 και πέρασε στην κατοχή της μουφτείας. Από το 1917 διέμεναν εκεί Αμμωνίτες στρατιώτες και Θρακιώτες πρόσφυγες και μετά την πυρκαγιά του 17 φιλοξένησε πυροπαθείς πρόσφυγες. Το 1925 πέρασε στην ιιδιοκτησία της Ε.Τ.Ε. Και το 1928 στους Κοσμά και Δαμιανό Λαμπίδη. Το κτίσμα χαρακτηρίστηκε ως έργο τέχνης το 1977 και αγοράστηκε από τον Δήμο Θεσσαλονίκης. Από το 2000 που ολοκληρώθηκε η αποκατάσταση του κτιρίου λειτουργεί εκεί η υποδειγματική Περιφερειακή Βιβλιοθήκη της Άνω Πόλης.

Επιβατικός Σταθμός Οργανισμού Λιμένος

Εικόνα: Σωτήρης Πατσατζάκης

Το 1896 ιδρύθηκε εταιρία υπό την επωνυμία Οθωμανική Εταιρία Κατασκευής του Λιμένα Θεσσαλονίκης η οποία ανέλαβε να κατασκευάσει λιμενικές εγκαταστάσεις στην πόλη. Η εταιρία άρχισε την εκμετάλλευση του λιμανιού το 1903. Το κτίριο κτίστηκε το 1910 με την μορφολογία του επηρεασμένη από τη γαλλική δημόσια αρχιτεκτονική των αρχών του 20ου αιώνα και αποτελεί το πρώτο κτίριο στην πόλη χτισμένο με σκελετό από οπλισμένο σκυρόδεμα. Πρόκειται για το Μέγαρο του Τελωνείου, έργο του εργολάβου-μηχανικού που χάρισε μερικά εξαιρετικά κτίρια στην πόλη μας, του Ελί Μοδιάνο. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια αποδίδονται στον λεβαντίνο αρχιτέκτονα Alexandre Vallaury και αποτελεί αντίγραφο του τελωνείου του Σίρκετζι στην Κωνσταντινούπολη, που κατεδαφίστηκε στη δεκαετία του 1960 για τη διάνοιξη της παραλιακής λεωφόρου. Σήμερα λειτουργεί σαν επιβατικός σταθμός του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης.

Μουσείο Ύδρευσης

Υποδειγματική μπορεί να χαρακτηριστεί η αναστήλωση του παλιού Κεντρικού Αντλιοστασίου του άλλοτε Οργανισμού Υδρεύσεως Θεσσαλονίκης (σήμερα Ε.Υ.Α.Θ. Α.Ε.) και η μετατροπή σε Μουσείο Ύδρευσης. Το συγκρότημα κατασκευάστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα (1890-94) από Βέλγους Τεχνικούς μια που τη διαχείριση και εκμετάλλευση του έργου της υδροδότησης της Θεσσαλονίκης είχε αναλάβει τότε η Οθωμανική Εταιρεία Υδάτων (Compagnie Ottomane des Eaux de Salonique), την οποία είχαν ιδρύσει Βέλγοι κεφαλαιούχοι το 1888 με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Μέχρι το 1929 το αντλιοστάσιο λειτούργησε με δύο ατμοκίνητες αντλίες, μετά τοποθετήθηκαν πετρελαιοκίνητες μηχανές και μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο λειτουργούσε με δυο ηλεκτροκίνητες αντλίες. Ο νεότερος αυτός μηχανολογικός εξοπλισμός, που διατηρείται έως σήμερα, εξασφάλισε μέχρι τη δεκαετία του 1960 την κίνηση των πέντε αντλητικών συγκροτημάτων, που στη συνέχεια τροφοδοτήθηκαν από το δίκτυο της ΔΕΗ και λειτούργησαν αδιάκοπα έως και το 1978. Το 1984 ο Οργανισμός Ύδρευσης αποφάσισε τη μετατροπή του σε μουσείο και το 1987, μετά από πρόταση της 4ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού, χαρακτηρίστηκε διατηρητέο μνημείο. Το έργο αποκατάστασής του εντάχθηκε στον Οργανισμό Πολιτιστικής Πρωτεύουσας και ολοκληρώθηκε το 2000 μετά την πλήρη αποκατάσταση των τριών κτιρίων του ιστορικού συνόλου μαζί με το μηχανολογικό τους εξοπλισμό και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου συνολικής έκτασης 3.000 τ.μ.

Νοσοσκομείο Γ. Γεννηματάς

_DSC3321-as-Smart-Object-1

Βρίσκεται στη γωνία Αγίου Δημητρίου με Εθνικής Αμύνης απέναντι ακριβώς από την ΦΜΣ του ΑΠΘ και τα ιστορικά Νεκροταφεία της Ευαγγελίστριας. “Νοσοκομείο Ερυθρού Σταυρού”, “Γ’ Στρατιωτικό Νοσοκομείο”, “Κεντρικό Νοσοκομείο Προσφύγων”, “Κεντρικόν”. Το σημερινό Νοσοσκομείο Γ. Γεννηματάς πριν την ανέγερση του Πανεπιστημίου ήταν τοποθετημένο στην περίοπτη αυτή θέση με θέα στη Νεκρόπολη της Θεσσαλονίκης αφού στη θέση του πανεπιστημιακού Campus χωροθετούνταν και τα εβραϊκά κοιμητήρια μέχρι την δεκαετία του 30. Tο κτίριο, κτισμένο σε σχήμα Π, χρονολογείται από το 1880 και χτίστηκε για να φιλοξενήσει τις εγκαταστάσεις της έφιππης Οθωμανικής Σχολής Χωροφυλακής. Περιλάμβανε ένα κεντρικό κτίριο και δύο πλάγιες πτέρυγες, που άφηναν μεταξύ τους μια μεγάλη αυλή για να εξυπηρετεί τις ανάγκες της εφίππου τότε χωροφυλακής. Στο ισόγειο βρίσκονταν οι στάβλοι. Μετά από αίτημα του συνδέσμου Κυριών Εθνικής Αμύνης (σύζυγοι της Τριανδρίας Βενιζέλου, Δαγκλή, Κουντουριώτη) το τοπικό συμβούλιο του Ε.Ε.Σ. κάνει δεκτή την πρόταση για συνεργασία και την 27η Οκτωβρίου 1916 δημοσιεύεται το επίσημο διάταγμα περί ιδρύσεως Γ΄ Στρατιωτικού Νοσοκομείου με την επωνυμία “Νοσοκομείο Ερυθρού Σταυρού” δυναμικότητας 400 περίπου κλινών. Στον εξοπλισμό του συνέβαλαν ο Βρετανικός και ο Ελληνικός και Γαλλικός Ερυθρός Σταυρός. Το νοσοκομείο αναπτυσσόταν στο κτίριο αλλά και σε σκηνές τοποθετημένες στην γύρω περιοχή. Ακολούθησε μια μακρά πορεία μέχρι να φτάσει όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Διαβάστε την ιστορία του εδώ.

Νοσοκομείο Άγιος Δημήτριος

Κατά μία εκδοχή αναφέρεται η ίδρυση Δημοτικού Νοσοκομείου στα 1875 από τον MIDHAT PASA, χωρίς να διευκρινίζεται αν πρόκειται για το ίδιο κτίριο. Στους χάρτες πάντως του Δήμου του 1898 δεν είναι καταγραμμένο κανένα κτίσμα στη δεδομένη περιοχή. Το κτίριο του Γ.Ν.Θ. «Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ» ανήκει στα νεότερα μνημεία της Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο Β.Α. τμήμα της πόλης και στα αρχεία του Νοσοκομείου και του Δήμου δεν υπάρχουν στοιχεία που ν΄ αναφέρουν την ακριβή ημερομηνία ανέγερσής του. Αρχικά τις εγκαταστάσεις του Νοσοκομείου περιτριγύριζε ένα οικόπεδο 54.043 τ.μ. με την έκταση του Λυσσιατρείου και έφερε το όνομα GUREBA HASTAHANESI (Νοσοκομείο Απόρων Ξένων) ή HAMIDIYE αργότερα BALEDIYE. Mετά το 1912 ονομάστηκε Δημοτικό Νοσοκομείο, αφού περιήλθε στο Δήμο Θεσσαλονίκης από τον αντίστοιχο Τούρκικο και καταγράφηκε στα Δημοτικά κτηματολόγια σαν ιδιοκτησία του (λόγω χρησικτησίας) στις 8-7-1944. Το 1971 το Δημοτικό Συμβούλιο με απόφασή του το παραχώρησε κατά πλήρη κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο και μετενομάσθη σε Γ.Ν.Θ. «Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ» , μ΄ έναν περιβάλλοντα χώρο έκτασης 31.600 τ.μ. προκειμένου να κτισθεί μια νέα νοσοκομειακή μονάδα.

Στρατηγείο του Γ΄ Σώματος Στρατού

Χτίστηκε το 1890, σε σχέδια του Ιταλού Βιταλιάνο Ποζέλι για να στεγάσει τους κοιτώνες του τουρκικού στρατώνα. Από το 1912 ανήκει στον Ελληνικό Στρατό και το 1916 χρησιμοποιήθηκε ως διοικητήριο από την προσωρινή κυβέρνηση του Βενιζέλου (κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης). Σήμερα στεγάζει την διοίκηση του Γ’ Σώματος Στρατού. Πρόκειται για διώροφο, επίμηκες κτίριο με συμμετρική ορθογώνια κάτοψη. Ο κεντρικός άξονας είναι τριώροφος και προεξέχει ελαφρά ώστε να τονίζεται η είσοδος του κτιρίου. Η είσοδος τονίζεται επίσης από το προστώο αλλά και το αέτωμα στην απόληξή της. Στο εσωτερικό, τα δωμάτια είναι παρατεταγμένα συμμετρικά κατά μήκος ενός διαδρόμου που διατρέχει όλο το κτίριο. Εξωτερικά η συμμετρία των ανοιγμάτων είναι φανερή τόσο στον κάθετο όσο και στον οριζόντιο άξονα. Οι όροφοι χωριζονται εξωτερικά με διακοσμητική ταινία.

Διαβάστε ακόμη: Οι άλλοι χώροι λατρείας της πόλης

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα