Θεσσαλονίκη

Γνωστά και άγνωστα μνημεία στην «καρδιά» και πέριξ της πόλης που αξίζει να επισκεφτείς

Με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Μνημείων και Τοποθεσιών

Ραφαήλ Γκαϊδατζής
γνωστά-και-άγνωστα-μνημεία-στην-καρδ-1087012
Ραφαήλ Γκαϊδατζής

Η 18η Απριλίου είναι αφιερωμένη στην Παγκόσμια Ημέρα Μνημείων και Τοποθεσιών, επίσης γνωστή ως Παγκόσμια Ημέρα Κληρονομιάς.

Η Διεθνής Ημέρα Μνημείων και Τοποθεσιών προτάθηκε από το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS) στις 18 Απριλίου 1982 και εγκρίθηκε από την Γενική Συνέλευση της UNESCO το 1983.

Στόχος της είναι η ευαισθητοποίηση σχετικά με την ποικιλομορφία της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας, την ευπάθειά της και τις προσπάθειες που απαιτούνται για την προστασία και την διατήρησή της.

Με αφορμή λοιπόν τη συγκεκριμένη μέρα συγκεντρώσαμε μνημεία που βρίσκονται στην «καρδιά» αλλά και στα πέριξ της Θεσσαλονίκης για να επισκεφτείς.

Ναός Αγίου Νικόλαου Ορφανού

Στην Άνω πόλη, μεταξύ των οδών Ηροδότου και Αποστόλου Παύλου και πολύ κοντά στα ανατολικά τείχη εντός περίκλειστης αυλής βρίσκεται ο ναός του Αγίου Νικολάου του Ορφανού ή των Ορφανών, καθολικό και αυτός βυζαντινής μονής. Ανήκει στον τύπο του μονόχωρου ναού με περίστωο που απολήγει στα ανατολικά σε δύο παρεκκλήσια. Ο αριστουργηματικός τοιχογραφικός του διάκοσμος είναι ένα από τα πληρέστερα διατηρούμενα ζωγραφικά σύνολα στη Θεσσαλονίκη και αντιπροσωπευτικό δείγμα της παλαιολόγειας τέχνης. Από το μοναστηριακό συγκρότημα πλην του καθολικού σώζονται ερείπια του πυλώνα της μονής επί της οδού Ηροδότου.

Ναός Αγίων Αποστόλων

(1310-1314). Στην αρχή της οδού Ολύμπου και πολύ κοντά στα δυτικά τείχη βρίσκεται ο ναός των Αγίων Αποστόλων, καθολικό άλλοτε μονής αφιερωμένης στην Παναγία, με κτήτορα τον Πατριάρχη Νίφωνα (1310 – 1314) και το μαθητή του ηγούμενο Παύλο. Ανήκει στον τύπο του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με περίστωο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάρθρωση των εξωτερικών όψεων του μνημείου με κορύφωση τα κεραμοπλαστικά που κοσμούν την ανατολική πλευρά. Στο εσωτερικό σώζεται εξαιρετικό ψηφιδωτός διάκοσμος, χαρακτηριστικό της τελευταίας περιόδου της Παλαιολόγειας τέχνης.

Ναός Οσίου Δαβίδ

Στην Άνω πόλη στο αδιέξοδο της οδού Αγίας Σοφίας βρίσκεται ο μικρός ναός, άλλοτε καθολικό της μονής του Χριστού Σωτήρα του Λατόμου ή των Λατόμων, προσωνυμία που οφείλεται στην ύπαρξη λατομείων πέτρας στην περιοχή. Ο ναός κτίστηκε στα τέλη του 5ο αι. στον τύπο του εγγεγραμμένου σε τετράγωνο σταυρού με κόγχη στα ανατολικά. Σήμερα σώζεται το ανατολικό ήμισυ της αρχικής κάτοψης. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για την ψηφιδωτή παράσταση με το όραμα του Προφήτη Ιεζεκιήλ στην κόγχη, ένα από τα σημαντικότερα ψηφιδωτά έργα της παλαιοχριστιανικής περιόδου.

Ναός Προφήτη Ηλία

Επί της οδού Ολυμπιάδος, στη συμβολή της με την οδό Προφήτη Ηλία, πάνω σε ένα φυσικό βραχώδες έξαρμα δεσπόζει ο ναός του Προφήτη Ηλία. Μοναδικός στη πόλη της Θεσσαλονίκης για τον αρχιτεκτονικό του τύπο: τρίκογχος τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος με λιτή και περίστωο που απολήγει στα ανατολικά σε παρεκκλήσια, ήταν αφιερωμένος στο Χριστό και ταυτίζεται με το καθολικό της μονής Ακαπνίου. Από τον εικονογραφικό διάκοσμο σώζεται μόνον στη λιτή η παράσταση της Βρεφοκτονίας, αντιπροσωπευτική για την τελευταία φάση της παλαιολόγειας τέχνης.

Βυζαντινό Κάστρο Ρεντίνας

Ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους έξω από την πόλη της Θεσσαλονίκης, είναι το Βυζαντινό Κάστρο της Ρεντίνας.

Πρόκειται για μία τοποθεσία η οποία κατοικούνταν από τη Νεολιθική εποχή. Το κάστρο της Ρεντίνας δεσπόζει σε κορυφή λόφου, στην είσοδο των κατάφυτων στενών της Ρεντίνας ή “μακεδονικών Τεμπών” (40°39’22″Ν – 23°37’22″Ε) .

Έλεγχε την πορεία της Εγνατίας οδού μέσω της κοιλάδας του Ρήχιου ποταμού και συνεπώς την κίνηση εμπορευμάτων και στρατευμάτων μεταξύ Θεσσαλονίκης και Κωνσταντινούπολης. Ο χώρος έχει ανασκαφεί και αναστηλωθεί μερικώς, παραμένει όμως προς το παρόν αρχαιολογικός χώρος κλειστός για το ευρύ κοινό.

Ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στο λόφο μαρτυρούνται από ευρήματα της νεολιθικής ακόμη εποχής. Η κατοίκηση συνεχίζεται αδιάλειπτα ως την ύστερη αρχαιότητα. Τότε, και συγκεκριμένα περί το 450 μ.Χ πραγματοποιείται η πρώτη οχύρωση.Είναι σχεδόν βέβαιο πως σε αυτό συνετέλεσε η εποίκηση από κατοίκους της Αρέθουσας, μεγάλης αρχαίας πόλης της περιοχής η οποία καταστράφηκε μετά από διαδοχικές βαρβαρικές επιδρομές (Γότθοι 254,258,267,269 μ.Χ, Βησιγότθοι 380, Έρουλοι 475,479 μ.Χ).

Αργότερα, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565) ενισχύει τις οχυρώσεις και επανιδρύει το κάστρο- πρόκειται για το φρούριο Αρτεμίσιον που αναφέρει ο Προκόπιος. Από το 570 οι Σλάβοι διασχίζουν το Δούναβη προς νότον και καθ’όλη τη διάρκεια του 7ου αιώνα, δεν αρκούνται πλέον σε επιδρομές, αλλά εγκαθίστανται σε μεγάλες ομάδες στην ερημωμένη ύπαιθρο.

Δημιουργούν νησίδες πληθυσμού, τις Σκλαβηνίες οι οποίες έχουν δική τους οργάνωση και ηγεσία. Tην κοιλάδα του Ρήχιου επικοίζει το βαρβαρικό φύλο των Ρηγχίνων, οι οποίοι όμως πιθανότατα ήταν βλάχικης καταγωγής και συμπαρασύρθηκαν από την κάθοδο των Σλάβων, καθώς αναφέρονται επανειλημμένα και ως “Βλαχορηγχίνοι”.

Επόμενος σταθμός στην ιστορία της Ρεντίνας, ο οποίος φανερώνει και την ουσιαστική καμπή στη ζωή του κάστρου, είναι η ανακήρυξή της σε έδρα επισκοπής περί το 900 (σύμφωνα με τη Νεαρά ΧVI του Λέοντος Σοφού (886-907)). Ο επίσκοπος Λητής ονομάζεται πλέον “Λητής και Ρεντίνης” και εγκαθίσταται στη Ρεντίνα, καθώς η Λητή έχει παρακμάσει και εγκαταληφθεί μετά τις επιδρομές και τις επακόλουθες μετακινήσεις πληθυσμών.

Κατά το 10ο αιώνα τα τείχη επισκευάζονται, πύργοι επανακτίζονται εκ βάθρων, δημιουργείται το υπόσκαφο κλιμακοστάσιο και ανοικοδομείται ο κύριος όγκος των κατοικιών και των δημοσίων κτιρίων.

Το κάστρο ακολουθεί την ιστορική πορεία της Μακεδονίας κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο.

Το 1204 καταλαμβάνεται από τους Φράγκους σταυροφόρους ιππότες και θα αποτελέσει ένα από τα δυναμάρια του φράγκικου Βασιλείου της Θεσσαλονίκης ως πριν το 1224, οπότε και περνά στα χέρια του Δεσποτάτου της Ηπείρου.

Μετά τη μάχη της Κλοκοτίνιτζας (1230) ο γιος του Θεόδωρου, Ιωάννης Δούκας Κομνηνός ανακηρύσσει εαυτόν δεσπότη Θεσσαλονίκης. Η φρουρά του θα εγκαταλείψει τη Ρεντίνα, μόλις πληροφορηθεί πως καταφθάνει στην περιοχή μεγάλο εκστρατευτικό σώμα της Νίκαιας με επικεφαλής τον αυτοκράτορα Ιωάννη Βατάτζη.

Ο Βατάτζης εισήλθε στο κάστρο και διανυκτέρευσε εκεί (1242). Χρυσό νόμισμά του που βρέθηκε εσωτερικά της πύλης εισόδου, ίσως προέρχεται από την ιστορική εκείνη διανυκτέρευση. Ακριβώς έναν αιώνα αργότερα (1342), κατά το δεύτερο βυζαντινό εμφύλιο, το φρούριο καταλαμβάνει ο Ιωάννης Καντακουζηνός και εγκαθιστά φρουρά.

Ακολούθως εκπολιορκεί το κάστρο ο Συργής, κεφαλή των Σερρών, συλλαμβάνει αιχμαλώτους τους στρατιώτες και τους άρχοντες του κάστρου που συνεργάστηκαν με τον Καντακουζηνό, τους φυλακίζει και τους βασανίζει. Κατά την παλαιολόγεια περίοδο ο οικισμός γνωρίζει ανάπτυξη, χτίζονται και επισκευάζονται οχυρώσεις, καθώς και ο μικρός ναός με τρούλο, ερείπια του οποίου σώζονται σήμερα.

Το κάστρο αποτελεί πλέον, εκτός από έδρα επισκοπής και έδρα κατεπανικίου (Κατεπανίκιον Ρεντίνας) και αναφέρεται συχνά στα αρχεία των αγιορείτικων μονών.(13ος-14ος αι.) Η Ρεντίνα πέφτει διαδοχικά στους Σέρβους (π.1345), στους Έλληνες (1371), στους Τούρκους (1383), ξανά στους Έλληνες(1402) και οριστικά στους Οθωμανούς (πριν το 1423).

Με την τελική κατάκτηση από τους Τούρκους αρχίζει η παρακμή του κάστρου που θα οδηγήσει στην οριστική εγκατάλειψη του. Στην περιοχή εγκαθίστανται Γιουρούκοι νομάδες και το διοικητικό κέντρο μετατοπίζεται στο Μπεσίκι (σημ.Βόλβη). Λίγα νομίσματα του 16ου αιώνα υποδηλώνουν ένδειξη κατοίκησης, το 17ο αιώνα όμως, είναι σίγουρο πως πυκνή βλάστηση έχει καταλάβει ως τελευταίος κατακτητής το κάστρο.

Ο οικισμός περιβάλλεται από εξωτερικό τείχος το οποίο ενισχύεται με πύργους ή προβόλους. Ήταν καλά αρμολογημένο και επιχρισμένο με λευκό κονίαμα, κάτι που προσέδιδε λευκωπή όψη στο κάστρο. Ένα δίδυμο τείχος των παλαιολόγειων χρόνων διαχωρίζει εγκάρσια την οχυρωμένη έκταση σε δύο τμήματα. Στην κορυφή του λόφου βρίσκεται η τειχισμένη ακρόπολη και στο υψηλότερο σημείο της τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική του 10ου αιώνα χτισμένη πάνω σε κινστέρνα. Αυτός ήταν ο επισκοπικός ναός. Στα Α δεσπόζει ο μικρός τρουλλαίος παλαιολόγειος ναός σε σχήμα σταυρού. Σπαράγματα τοιχογραφιών μαρτυρούν πως είχε ιστορηθεί.

Ένας τρίτος ναός εντοπίστηκε ΝΔ κοντά στην κεντρική πύλη με προσκτίσματα και νεκροταφείο. Τέσσερις κινστέρνες εξασφάλιζαν την υδροδότηση του οικισμού. Επιπλέον σε περίοδο πολιορκίας, το σκοπό αυτό εξυπηρετούσε συγκρότημα αιθουσών στους πρόποδες επί του ποταμού, το οποίο συνδεόταν με υπόσκαφη μυστική κλιμακωτή σήραγγα με το κάστρο. Το μεγαλύτερο μέρος των κατοικιών και των εργαστηρίων χτίστηκε κατά το 10ο αιώνα και βρίσκεται στο ΝΔ τμήμα. Τα σπίτια είναι απλά και συχνά μονόχωρα.

Από τις ανασκαφές που διενεργήθηκαν υπό τον καθηγητή Μουτσόπουλο, ήρθαν στο φως πλήθος ευρημάτων τα οποία φωτίζουν την καθημερινή ζωή και την ιστορία της περιοχής και των βυζαντινών οχυρωμένων οικισμών της περιόδου γενικότερα.

*πηγή: Ν.Κ.Μουτσόπουλος, Ρεντίνα Ι, ΤΕΕ, Αθήνα 2001 2.Ν.Κ Μουτσόπουλος, Ρεντίνα ΙΙ, ΤΕΕ, Αθήνα 2001 3.Hammond,A History of Macedonia, Οxford Un.Pr.,Oxford 1989 4.Ιωάννης Καντακουζηνός,Ιστορία 5.Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή ιστορία 6.Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Διήγησις.

Αρμένικη Ορθόδοξος Εκκλησία της Παναγίας

(1903). Ο ναός ανεγέρθηκε μετά από πολύχρονες ενέργειες της Αρμενικής Κοινότητας να αποκτήσει τόπο λατρείας. Είναι έργο του αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι. Βρίσκεται στην περιοχή της αρμενικής παροικίας. Εξακολουθεί να λειτουργεί, ενώ δίπλα της εδρεύει το Αρμενικό Πολιτιστικό Κέντρο και τα γραφεία της Κοινότητας.

Ιερός Καθολικός Καθεδρικός Ναός της Αμιάντου Συλλήψεως της Παναγίας

(1899). Χτίστηκε στη θέση παλιότερου ναού. Η περιοχή ήταν ο κατεξοχήν Φράγκικος μαχαλάς στον οποίον δραστηριοποιούνταν ο ευρωπαϊκός πληθυσμός της πόλης. Εξακολουθεί να λειτουργεί εξυπηρετώντας τις θρησκευτικές ανάγκες των Καθολικών κατοίκων της πόλης.

Ινδικό νεκροταφείο του Χαρμάν Κιόϊ

Ανήκει στην Επιτροπή των Στρατιωτικών Κοιμητηρίων της Κοινοπολιτείας. Εκεί βρίσκονται θαμμένοι και αποτεφρωμένοι περίπου 500 Ινδοί των αποικιακών στρατευμάτων της Αγγλίας που έχασαν τη ζωή τους κατά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Άγιος Ανδρέας, Περιστερά

Σύμφωνα με πηγές και ευρήματα ο οικισμός της Περιστεράς αποτελεί έναν από τους παλαιότερους οικισμούς της ευρύτερης περιοχής.

Οι επιτύμβιες στήλες των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων που έχουν βρεθεί εντοιχισμένες στους τοίχους των σπιτιών και σε πλατύσκαλα στοιχειοθετούν την ύπαρξη νεκροταφείου στην περιοχή. Η περιοχή ανατολικά της Θεσσαλονίκης αποτελεί το σημείο όπου κατέφυγαν για να ιδρύσουν οικισμούς και μοναστήρια οι πρώτοι χριστιανοί μετά από διωγμούς και ονομάζεται Προάθως.

Τον 9ο αιώνα μ.Χ. η Περιστερά έρχεται στο προσκήνιο με την ίδρυση της Μονής των Περιστερών από τον Όσιο Ευθύμιο το Νέο το 871 μ.Χ. κατόπιν οράματος. Σύμφωνα με την οδηγία που εξέλαβε στο όραμα, ο παλαιοχριστιανικός ναός του 4ου αιώνα αφιερωμένος στον Απόστολο Ανδρέα με τις τέσσερεις αρχαίες κολώνες που διατηρούνται μέχρι σήμερα βρισκόταν πλησίον της νερομάνας, της βασικής πηγής νερού του οικισμού, ο οποίος είχε μετατραπεί σε στάνη προβάτων.

Ο Όσιος Ευθύμιος ο Νέος γεννήθηκε στην περιοχή της Άγκυρας το 823, ήταν παντρεμένος και είχε παιδιά. Τα εγκατέλειψε και έγινε μοναχός το 843 με το όνομα Ευθύμιος. Το 859 έρχεται στον Άθωνα. Λόγω συχνών πειρατικών επιδρομών μετακινείται αρκετά και περνάει από τον Άγιο Ευστράτιο και τα Βράσταμα Χαλκιδικής όπου ίδρυσε λαύρα. Επίσης στηλίτευσε έξω από τη Θεσσαλονίκη.

Ο οικισμός γύρω από τη Μονή του Αγίου Ανδρέα ανθίζει και χρόνια αργότερα, το 884 μ.Χ., ο Όσιος Ευθύμιος ο Νέος ιδρύει και γυναικείο μοναστήρι στην Περιστερά. Πριν την αναχώρηση του για τον Άθωνα ορίζει διαδόχους ηγούμενους των μοναστηριών τα εγγόνια του Μεθόδιο και Ευθυμία. Τον Οκτώβριο του 898 ασθένησε βαριά στην Ιερά Νήσο και στις 15 του ίδιου μήνα απεβίωσε. Η σωρός του μεταφέρθηκε αρχικά στη Θεσσαλονίκη και στις αρχές Ιανουαρίου του 899 στην Περιστερά όπου και τάφηκε.

Σήμερα, ο Ι. Ν. Αγίου Ανδρέα είναι ο ενοριακός ναός της Περιστεράς και εντός του βρίσκονται τα λείψανα του Οσίου Ευθυμίου.

*πηγή: peristera.gr

Πύργος Αγίου Βασιλείου

O πύργος του Αγίου Βασιλείου χρονολογείται στον 14ο αιώνα. Βρίσκεται στη νότια όχθη της λίμνης Κορώνειας, απέναντι από την έξοδο ενός οδικού άξονα, ο οποίος διασχίζοντας το βουνό του Χορτιάτη συνέδεε τη Θεσσαλονίκη με το νότιο βραχίονα της Εγνατίας οδού.

Ο πύργος πιθανότατα σχετιζόταν όχι τόσο με την άμυνα της Θεσσαλονίκης όσο με την προμήθεια της πόλης με αγαθά αλιείας και γεωργίας που προέρχονταν από τη λίμνη και τη γύρω εύφορη περιοχή. Άλλωστε και επί Τουρκοκρατίας η περιοχή ήταν έδρα ειδικού εισπράκτορα για την είσπραξη του φόρου της δεκάτης από την αλιεία.

Ο πύργος έχει διαστάσεις 10,5×10,5μ. Και ύψος περίπου 15μ. Σε κάθε πλευρά του διαμορφώνονται εξωτερικά τέσσερις αντηρίδες διαστάσεων 1,0×0,4μ., που απέχουν μεταξύ τους περί τα 2 μέτρα.

Η τοιχοποιία ακολουθεί το το ατελές πλινθοπερίκλειστο σύστημα με οριζόντια διατεταγμένα πλινθία (τούβλα) για την πλήρωση των κενών και ασβεστοκονίαμα ως συνδετικό υλικό. Ανά διαστήματα ενισχύεται περιμετρικά με σύστημα ξυλοδεσιών. Η μοναδική είσοδος βρίσκεται στην ανατολική πλευρά και είναι για λόγους ασφαλείας υπερυψωμένη. Το μνημείο υπέστη πολλές φθορές τα νεώτερα χρόνια. Η πιο σοβαρή ζημιά προκλήθηκε με το σεισμό του 1978, όταν κατέρρευσε μεγάλο τμήμα της ανωδομής. Την περίοδο 2007-2008 έγιναν εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες που περιλάμβαναν και ανακατασκευή τμημάτων του πύργου με χρήση οικοδομικού υλικού παρόμοιου με το αρχικό.

Πώς μπορείς να πας

Με αυτοκίνητο και αφετηρία το κέντρο της Θεσσαλονίκης:

Σε 27-33 λεπτά μέσω ΕΟ Θεσσαλονίκης – Καβάλας/ΕΟ2

Σε 29-40 λεπτά μέσω ΕΟ Θεσσαλονίκης-Καβάλας/Εγνατία Οδός/E90/Α2/Α25 και ΕΟ Θεσσαλονίκης Καβάλας/ΕΟ2

Σε 31-43 λεπτά μέσω της Επαρχιακής Οδού Ασβεστοχωρίου

*πηγή: kastra.eu

Ναός Πέτρου και Παύλου και νεκροταφεία Βογόμιλων, Χαλκηδόνα

Σε περίπου 30 χλμ απόσταση από την Θεσσαλονίκη υπάρχει ένα πολύ καλά κρυμμένο μυστικό. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες για την καταστροφή του και παρά την αδιαφορία των τοπικών αρχών για την ανάδειξή του επέζησε και είναι εδώ για να μας θυμίζει κάτι από την ιστορία μας.

Περίπου 500 μέτρα πριν μπεις στην Χαλκηδόνα (κωμόπολη της Θεσσαλονίκης) και με κατεύθυνση προς τα δεξιά ο πρώτος δρόμος που συναντάμε πάει προς την Ελεούσα. Ο αμέσως επόμενος στα δεξιά έχει κάποια μαγαζιά με γεωργικά εργαλεία και καταλήγει σε χωράφια. Εκεί π’ανω στο δρόμο βρίσκεται μια μικρή πέτρινη εκκλησία που κάποιοι ονομάζουν Ζωοδόχου πηγής και κάποιοι Πέτρου και Παύλου. Μάλιστα λέγεται ότι προϋπήρχε εκεί μια ακόμα παλαιότερη εκκλησία της Αγίας Ελεούσας. Στα θεμέλια της χτίστηκε ο μετέπειτα ναός ο οποίος χρονολογείται από τη μεταβυζαντινή περίοδο. Δίπλα της υπάρχει ένας μιναρές, απομεινάρι που μαρτυρά το πέρασμα των Οθωμανών από την περιοχή και στον περίβολο της εκκλησίας, ένα νεκροταφείο μοναδικό στην Ελλάδα. Οι κέλτικοι πέτρινοι σταυροί που σηματοδοτούν τους τάφους είναι διάσπαρτοι στο χώρο, κάποιοι από αυτούς μισοθαμμένοι στο έδαφος και κάποιοι κατεστραμμένοι.

Το νεκροταφείο αυτό ανήκει στους Βογόμιλους, μία αίρεση που ήκμασε στο Βυζάντιο από τον 9ο μέχρι τον 12ο αιώνα. Οι Βογόμιλοι (Богомили) εμφανίστηκαν στη Βουλγαρία γύρω στο 950 μ.Χ. Πέρα από την επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τα Βαλκάνια το βογομιλικό κίνημα επεκτάθηκε μέχρι την Ιταλία, τη Ρηνανία και τη Γαλλία.

Κεντρικό στοιχείο της διδασκαλίας των Βογόμιλων αποτελούσε η πεποίθηση ότι ο ορατός, υλικός κόσμος κυβερνάται από τον Σατανά. Απέρριπταν την ιεραρχία της διοικούσας Εκκλησίας. Θεωρούσαν εσφαλμένα τα δόγματα που αφορούσαν μεταξύ άλλων στην απόδοση τιμής στις ιερές εικόνες, στο σταυρό και τα ιερά λείψανα —τα οποία θεωρούσαν ειδωλολατρία— και στους αγίους και δεν αποδέχονταν τα εκκλησιαστικά μυστήρια, τον νηπιοβαπτισμό, τη Θεία Ευχαριστία και τα δόγματα περί Αειπάρθενου και Θεοτόκου, της μητέρας του Ιησού Χριστού. Θεωρούσαν τους ναούς της επίσημης Εκκλησίας ως κατοικίες δαιμόνων. Καταδίκαζαν δραστηριότητες που έφερναν τον άνθρωπο κοντά στην ύλη, όπως η κρεατοφαγία και η οινοποσία και τηρούσαν αυστηρές νηστείες.

Στη διάρκεια των αιώνων υπέστησαν διωγμούς και διώξεις από τα κράτη που εκείνη την περίοδο ταυτιζόταν με τις απόψεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας.. Μετά τον 15ο αιώνα και την εμφάνιση των Οθωμανών, οι Βογόμιλοι σιγά σιγά οδηγήθηκαν στην αφάνεια. Ίχνη από τις παραδόσεις και τα έθιμά τους εντοπίζουμε σήμερα στην Βοσνιακή Εκκλησία και στην Προτεσταντική μεταρρύθμιση.

Και αν για πολλούς φαίνεται παράξενο πώς άντεξαν αυτοί οι σταυροί στο πέρασμα των χρόνων και δεν καταστράφηκαν. Από φανατικούς χριστιανούς που σε αρκετές ιστορικές στιγμές συνήθιζαν να χτίζουν εκκλησίες στα ερείπια αρχαίων ελληνικών ναών. Και να καταστρέφουν κάθε τη μη ορθόδοξο την απάντηση δίνει η βάση του μιναρέ που σώζεται λίγα μέτρα πιο πέρα. Στα τέλη του 14ου αιώνα, με την έλευση των Οθωμανών, η παλιά βυζαντινή εκκλησία μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος. Κάποιοι από τους κατοίκους της περιοχής ήταν νεοφερμένοι Τούρκοι. Ανάμεσά τους υπήρχαν και πρώην Βογόμιλοι της Μακεδονίας που εξισλαμίστηκαν οπότε και σεβάστηκαν τους τάφους των προγόνων τους και τα σύμβολα της «παλιάς θρησκείας» τους. Έτσι οι μεσαιωνικοί τάφοι παρέμειναν σχεδόν ανέπαφοι μέχρι το 1923, οπότε και οι μουσουλμάνοι έφυγαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών στην Τουρκία.

Σημαντικές φθορές υπέστησαν αργότερα από τυμβωρύχους και επιτήδειους που κατέστρεψαν αρκετούς από τους σταυρούς. Ευτυχώς το υπουργείο Πολιτισμού, επί Μελίνας Μερκούρη, κήρυξε διατηρητέο το νεκροταφείο της Χαλκηδόνας. Για να αφεθεί όμως έκτοτε στην τύχη του. Βογομιλικά μνημεία όπως αυτό της Χαλκηδόνας υπήρχαν πολλά στην περιοχή της Πέλλας, όμως δεν είχαν την ίδια τύχη με αυτό. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το νεκροταφείο στην Παλιά Πέλλα Γιαννιτσών. Με πάνω από 50 σταυρούς, στο οποίο τα συνεργεία του Δήμου μπήκαν με μπουλντόζες και το κατέστρεψαν μετά από επιθυμία του τοπικού ιερέα (σε συνεννόηση με τη Μητρόπολη Γιαννιτσών) για να χτιστεί εκεί μια καινούργια εκκλησία.

Ευτυχώς τα νεκροταφεία των Βογόμιλων επέζησαν για να μας θυμίζουν το πέρασμα τον Βογόμιλων από τα μέρη μας. Ωστόσο πέρα από την αναστήλωση της εκκλησίας και την περίφραξη, ο χώρος ούτε φυλάσσεται αλλά ούτε έχει κάποια πινακίδα. Πρέπει να ξέρεις την περιοχή και να ψάξεις αρκετά καλά για να το ανακαλύψεις. Δεν υπάρχει σε κανένα φυλλάδιο ή τουριστικό οδηγό για προσέλκυση από τους τουρίστες και τους κατοίκους των γύρω περιοχών. Θα μπορούσε μελλοντικά να αποτελεί πόλο έλξης πολλών τουριστών και να αποφέρει κέρδη στην περιοχή και εργασία στους κατοίκους. Το σκηνικό είναι πολύ ατμοσφαιρικό. Ειδικά κατά το σούρουπο και αποτελεί επίσης ιδανικό σκηνικό για φωτογράφιση, ιδανικό φόντο για σκηνή ταινίας ή video clip.

Πηγές: Βογόμιλοι – Wikipedia /  «Στοιχειωμένα Βαλκάνια» των Γιώργου Στάμκου – Μίλιτσα Κοσάνοβιτς εκδόσεις ΆΓΝΩΣΤΟ. Ελευθεροτυπία Ιός της Κυριακής.

Αλατζά Ιμαρέτ

Το Αλατζά Ιμαρέτ ή Ισάκ Πασά Τζαμί εντοπίζεται τοπογραφικά επί της οδού Κασσάνδρου 91-93. Χτίστηκε σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή που υπάρχει στην είσοδο του κτιρίου το 1484 από τον Ιναγκολού Ισάκ Πασά, ο οποίος ήταν Μεγάλος Βεζίρης επί Μωάμεθ Β’ και διοικητής της Θεσσαλονίκης επί Βεγιαζίτ Β’.

Ανήκει στην κατηγορία των πρώιμων οθωμανικών τζαμιών, που κάλυπταν και άλλες ανάγκες όπως η σίτιση, διαμονή και οι συναντήσεις μοναστικών ταγμάτων. Πιο συγκεκριμένα, στο χώρο λειτουργούσε ιμαρέτ (πτωχοκομείο) και μεντρεσές (ιερατική σχολή).

Το κτίριο έχει σχήμα ανεστραμμένου Τ με κεντρικό χώρο, δύο μεγάλους θόλους, πλάγια διαμερίσματα στη δυτική πλευρά και κιονοστήρικτη στοά. Ο κεντρικός χώρος του κτιρίου ήταν ο χώρος προσευχής, ενώ στους τέσσερις παράπλευρους γινόταν η διδασκαλία και τα συσσίτια.

Η τοιχοποιία του μιμείται τη βυζαντινή τεχνοτροπία, ενώ χαρακτηριστικά βυζαντινότροπα είναι και τα οδοντωτά γείσα στη βάση της στέγης.

Οι δε τρούλοι ήταν αρχικά καλυμμένοι με μολύβι.

Η ονομασία Αλατζά Ιμαρέτ (πολύχρωμο άσυλο) οφείλεται στους πολύχρωμους λίθους (alaça) σε ρομβοειδή σχήματα που κοσμούσαν τον μιναρέ του τζαμιού, από τον οποίο σώζεται μόνο η βάση του.

Σήμερα χρησιμοποιείται ως εκθεσιακός χώρος της Δημοτικής Πινακοθήκης Θεσσαλονίκης.

Βίλλα Αχμέτ Καπαντζή

(1900). Τριώροφη αρχοντική βίλλα σε σχέδια του Πιέρο Αριγκόνι. Δείγμα εξοχικής κατοικίας με βιεννέζικες επιδράσεις, επιρροές art-nouveau, νεογοτθικά και νεοαραβικά στοιχεία. Πρώτοι ιδιοκτήτες του οικοπέδου φέρονται οι Γιουσούφ και Αχμέντ Καπαντζή. Επί Κατοχής στεγάστηκε εδώ η Γκεστάπο, ενώ στα χρόνια 1954-73 εγκαταστάθηκαν οι υπηρεσίες του Ν.Α.Τ.Ο. Αποτέλεσε την έδρα του Οργανισμού Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα 1997 και σήμερα στεγάζει τον Οργανισμό Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος Θεσσαλονίκης.

Βίλλα Μεχμέτ Καπαντζή

(1898). Χτίστηκε ως εξοχική κατοικία του Αχμέτ Καπαντζή. Χαρακτηριστικό κτίριο εκλεκτικισμού. Αποτελείται από κύριο κτίσμα και πύργο. Σ’ αυτήν διέμεινε η τριανδρία Βενιζέλος, Κουντουριώτης, Δαγκλής. Σήμερα εδρεύει το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ) και λειτουργεί βιβλιοπωλείο και χώρος εκθέσεων.

Βίλλα Μορντώχ

(1905). Xτίστηκε για τον Τούρκο μέραρχο Σεϊφουλάχ Πασά, από τον αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη. Δείγμα εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής, με συνύπαρξη διαφορετικών στυλ, νεοκλασικών, αναγεννησιακών, μπαρόκ και art-nouveau. Χαρακτηριστική είναι η γωνιακή πυργοειδής διαμόρφωση με τον τρούλο.Το 1930 πέρασε στην κατοχή του Μορντώχ. Λειτούργησε ως πολυϊατρείο του ΙΚΑ τα χρόνια 1952-1972. Σήμερα αποτελεί ιδιοκτησία του Δήμου και στεγάζει τη Διεύθυνση Πολιτισμού-Τουρισμού και την Ε΄Δημοτική Κοινότητα.

Γενί Τζαμί

Το Γενί Τζαμί εντοπίζεται τοπογραφικά επί της οδού Αρχαιολογικού Μουσείου 30. Χτίστηκε το 1902 από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Vitaliano Poselli και χρησίμευε ως τόπος λατρείας για τους εξισλαμισθέντες Εβραίους, τους επονομαζόμενους Ντονμέδες (Dönme/Donmeh). Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922 στέγασε για μικρό διάστημα πρόσφυγες. Από το 1963 χρησιμοποιήθηκε ως αρχαιολογικό μουσείο της πόλης, γι’αυτό και είναι γνωστό και ως «παλαιό αρχαιολογικό μουσείο».

Το κτίριο έχει δύο ορόφους και συνδυάζει την μουσουλμανική παράδοση με τον αρχιτεκτονικό συρμό του καιρού του (στοιχεία του αρχιτεκτονικού ρεύματος του εκλεκτικισμού, που χρησιμοποίησε ο αρχιτέκτονας και σε πολλά άλλα κτίριά του, που σώζονται στην πόλη, όπως στο Διοικητήριο, το κτίριο της παλιάς Φιλοσοφικής, το Γ’ Σώμα Στρατού, τη βίλα Αλλατίνι κ.ά.).

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ – ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΩΝ ΣΤΟ ΓΕΝΙ ΤΖΑΜΙ (ΜΟΤΙΟΝΤΕΑΜ/ ΒΕΡΒΕΡΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ)

Στο προαύλιό του υπάρχει πλούσια συλλογή μαρμάρινων γλυπτών της Ρωμαϊκής εποχής και των πρωτοχριστιανικών χρόνων (σαρκοφάγοι, επιτύμβια, ανάγλυφα, τιμητικές και ταφικές στήλες κ.λ.π.) από ολόκληρη τη Θεσσαλονίκη.

Σήμερα χρησιμοποιείται ως εκθεσιακός χώρος της Δημοτικής Πινακοθήκης Θεσσαλονίκης.

Κήποι του Πασά

(1904) Χώρος πρασίνου που αποτελούσε κήπο του Νοσοκομείου που βρίσκεται νοτίως. Διαμορφώθηκε το 1904 από άγνωστο αρχιτέκτονα. Άγνωστη είναι και η προέλευση της ονομασίας του. Οι κατασκευές του αποτελούν δείγμα του κινήματος της φανταστικής αρχιτεκτονικής, με μοναδικό ανάλογό τους στην πόλη μία κρήνη στην έπαυλη Μοδιάνο.

Σπίτι Μουσταφά Κεμάλ

(1870). Ανεγέρθηκε από τον Μουδερρή Χατζή Μεχμέτ Βακφ. Ο ιδρυτής της Τουρκικής Δημοκρατίας φέρεται να γεννήθηκε εδώ το 1881 και να έζησε ως το 1888. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης το κτίριο περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο. Έπειτα πέρασε στα χέρια του Δήμου Θεσσαλονίκης ο οποίος το δώρισε στον Μουσταφά Κεμάλ. Από το 1953 λειτουργεί ως μουσείο και αποτελεί πόλο έλξης για τους Τούρκους επισκέπτες στην πόλη.

Τουρμπές

(Μέσα του 16ου αι.). Είναι το μοναδικό σωζόμενο ακέραιο οθωμανικό Μαυσωλείο στη Θεσσαλονίκη και το μόνο εναπομείναν κτίσμα από ένα συγκρότημα κτηρίων που στέγαζε τις θρησκευτικές και κοινωνικές δραστηριότητες του τάγματος των Μπεκτασίδων Δερβίσιδων. Έχει οκταγωνική κάτοψη και είναι θολοσκέπαστο.

Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος, Χορτιάτης

Κατά τους βυζαντινούς χρόνους ολόκληρη η περιοχή, από τη σημερινή κοινότητα του Χορτιάτη έως το κάστρο του Κισσού, ήταν διάσπαρτη από μονές και ασκητήρια με δεσπόζουσα την Ιερά Μονή Χορταϊτίσσης. Η Πρόνοια του Θεού θέλησε μετά από αιώνες σιωπής ν’ αρχίσουν και πάλι να ακούγονται οι λατρευτικοί ύμνοι στον ίδιο τόπο με την ίδρυση της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος το 1961, αρχιερατεύοντος του μακαριστού Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κυρού Παντελεήμονος του Α’, ο οποίος και εγκαινίασε το μικρό καθολικό το 1965. Εκείνη την περίοδο ουσιαστικά λειτούργησε για τις ανάγκες των νεανικών κατασκηνώσεων της Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλονίκης.

Το 1979 το μοναστήρι μετατρέπεται σε γυναικείο και περιέρχεται στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως. Τότε εγκαθίσταται μικρή αδελφότητα προερχόμενη από την Ιερά Μονή Πανοράματος Θεσσαλονίκης υπό την μοναχή Χριστοδούλη (Μιχαηλίδου), η οποία και εξελέγη πρώτη ηγουμένη της μονής και παραμένει μέχρι σήμερα.

πηγή εικόνας: monastiria.gr

Το 1984 αρχίζει η ανακαίνιση των παλαιών κτιριακών εγκαταστάσεων, ενώ το 1988 θεμελιώνεται το νέο Καθολικό της Ιεράς Μονής επ’ ονόματι των Εισοδίων της Υπεραγίας Θεοτόκου. Το Καθολικό της Ιεράς Μονής είναι βυζαντινού ρυθμού στον τύπο του πεντάτρουλου σταυροειδούς με εξωτερικά περιστύλια και έχει θαυμάσια εξωτερική επένδυση με κεραμοπλαστικές διακοσμήσεις.

Η μονή έχει σήμερα δύο παρεκκλήσια της Αγίας Τριάδος και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και αριθμεί δωδεκαμελή αδελφότητα, η οποία εκτός από τις πνευματικές ασχολίες της, καλλιεργεί τις ιερές τέχνες (αγιογραφία, κεντητική, ιεροραπτική κ.λ.π.)

Το μοναστήρι βρίσκεται δίπλα στο πάρκο κεραίων και το Καταφύγιο Άγριας Ζωής Χορτιάτη.

πηγή: monastiria.gr

Μακεδονικός Τάφος Μακρίδη Μπέη, Δερβένι

Ο τάφος εντοπίσθηκε και ανασκάφηκε το 1910 από τον Th.Macridy, ενώ τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύθηκαν το 1911. Η νεότερη αρχαιολογική έρευνα διεξήχθη από την ΙΣΤ΄ Ε.Π.Κ.Α, κατά τα έτη 1993, 1995, 1996.

Ο Μακεδονικός Τάφος του Λαγκαδά ή «Τάφος του Μακρίδη Μπέη» (από το όνομα του ανασκαφέα του) βρίσκεται στο νότιο άκρο του νεκροταφείου του Δερβενίου. Πρόκειται για ένα μεγαλοπρεπές οικοδόμημα το οποίο κατασκευάστηκε στις αρχές του 3ου π.Χ. αι. για την ταφή ενός και μόνο επιφανούς νεκρού. Το ταφικό κτίσμα και ο δρόμος που οδηγούσε σε αυτό, μετά την ολοκλήρωση της ταφής του νεκρού, καλύφτηκαν με τύμβο, το μεγαλύτερο τμήμα του οποίου διατηρείται μέχρι σήμερα.

Το 1962, κατά τη διαπλάτυνση της οδού Θεσσαλονίκης –Λαγκαδά, ενάμιση χιλιόμετρο ΒΑ του «τάφου Μακρίδη Μπέη», ήλθαν στο φως έξι κιβωτιόσχημοι τάφοι. Η αποκάλυψη των παραπάνω πλούσια κτερισμένων τάφων, άμεσα συσχετιζόμενων με την αρχαία μυγδονική πόλη της Λητής, αποτέλεσε σταθμό για την αρχαιολογική έρευνα της αρχαίας Μακεδονίας και εμπλούτισε τις γνώσεις μας για τα εργαστήρια τορευτικής στο μακεδονικό χώρο.

Tο μνημείο ανασκάφηκε το 1962. Καλυπτόταν με χαμηλό τύμβο και είχε κτιστεί σε όρυγμα, λαξευμένο στο βραχώδες έδαφος της περιοχής. Πρόκειται για μονοθάλαμο τάφο με προσανατολισμό από ΝΑ προς ΒΔ, κτισμένο με ψευδοισόδομο σύστημα, ο οποίος στο εσωτερικό του είναι επιχρισμένος με λευκό κονίαμα. Η πρόσοψή του, που σώζει ίχνη χρώματος, είναι απλή, με πλάτος 2,95μ. και ύψος 2,76μ.

΄Αγνωστα στοιχεία που πιθανόν να σχετίζονται, σύμφωνα με την έρευνα, με ιστορικά γεγονότα που αφορούν στην ιστορία της πόλης της Θεσσαλονίκης, αποκαλύφθηκαν αναπάντεχα κατά τις εκσκαφικές εργασίες με ευκαιρία τη διαπλάτυνση της εθνικής οδού Θεσσαλονίκης – Καβάλας τον Φεβρουάριο του 1986. Εντοπίσθηκε τάφος στο 8ο χιλιόμετρο στο Δερβένι, όταν κατέπεσε η οροφή του και βυθίστηκε ο τροχός του εκσκαφέα. Από την ανασκαφική έρευνα που ακολούθησε διαπιστώθηκαν δύο επεισόδια χρήσης του τάφου, που ανήκαν σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους.

Ο διθάλαμος μακεδονικός τάφος ΙΙΙ είναι κτισμένος σε όρυγμα, λαξευμένο στον φυσικό βράχο. Η ανωδομή του, καθώς και το μεγάλο μέρος των τοίχων του είχε ήδη λιθολογηθεί, κατά την όψιμη αρχαιότητα. Οι εξωτερικές του διαστάσεις είναι 7,00Χ5,00μ. Στην είσοδο του οδηγεί επικλινής δρόμος, μήκους 11μ. Εντός των ορίων του δρόμου εντοπίστηκε ένας κτιστός κιβωτιόσχημος τάφος (Ι), καλυμένος με πέντε πλάκες.

Το ταφικό κτίσμα είναι κατασκευασμένο με ορθογωνικές λιθοπλίνθους από πωρόλιθο. Αποτελείται από τον προθάλαμο και τον νεκρικό θάλαμο. Οι δύο χώροι είναι καμαροσκεπείς και επικοινωνούν με τραπεζιόσχημο άνοιγμα που έφερε μαρμάρινη δίφυλλη πόρτα με πλαίσιο δωρικού τύπου.

Στόχος της επέμβασης ήταν η διασφάλιση της υλικής υπόστασης του μνημείου η προστασία και η ανάδειξη του.

Ο τάφος παρουσίαζε πλήθος βλαβών, αστοχιών και φθορών, ποικίλης έκτασης και έντασης, που αποτύπωναν την σύνθετη παθολογία του μνημείου. Οι βλάβες και οι φθορές αυτές καταγράφηκαν στα σχέδια παθολογίας ομαδοποιημένες σε τρείς γενικές κατηγορίες: Ρηγματώσεις, Παραμορφώσεις,Τοπική αστοχία δομικών μελών λόγω υπέρβασης της αντοχής σε θλίψη.

Οι εργασίες για την ανάδειξη του μνημείου αφορούσαν τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, τον φωτισμό ανάδειξης του μνημείου, και την τοποθέτηση ενημερωτικών πινακίδων για τους επισκέπτες.

Πού θα τον βρεις

Στο 10χλμ Ε.Ο Θεσσαλονίκης – Καβάλας

πηγή: macedoniantombmacridybey.culture.gr

Μακεδονικός Τάφος, Άγιος Αθανάσιος

Την άνοιξη του 1994 η ΙΣΤ’ Εφορεία Αρχαιοτήτων πραγματοποίησε εκτεταμένη ανασκαφική έρευνα στον μεγάλο τύμβο που υψώνεται στο ανατολικό όριο του Δήμου Αγ. Αθανασίου, 20 χλμ. δυτικά της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο, δίπλα σχεδόν σε έναν μακεδονικό τάφο με ιωνική πρόσοψη, που είχε αποκαλυφθεί το 1970 στην τότε ιδιοκτησία της «Βέτλανς-Νάουσα» (το εργοστάσιο δεν λειτουργεί σήμερα και όλη η έκταση είναι πια κοινόχρηστη). Γύρω στα 600μ. ανατολικότερα υψώνεται ένας ακόμη τύμβος, ο οποίος την προηγούμενη δεκαετία είχε γίνει στόχος έντονης αρχαιοκαπηλικής δράσης αλλά και παράνομης αμμοληψίας.

Η ανασκαφική έρευνα των ταφικών τύμβων της περιοχής Αγ. Αθανασίου, η διαμόρφωση και ενοποίησή τους σε ενιαίο αρχαιολογικό πάρκο, είχε ενταχθεί ήδη από το 1992 στο πρόγραμμα των έργων της ΙΣΤ’ Εφορεία Αρχαιοτήτων, ενόψει ανακήρυξης της Θεσσαλονίκης ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας.

Κατά τον σχεδιασμό της ανασκαφής, υπήρξε προβληματισμός για τον τρόπο διερεύνησης του επιβλητικού γήινου όγκου, που δέσποζε στην περιοχή με ύψος σχεδόν είκοσι μέτρα και διάμετρο περίπου εκατό. Με την επίγνωση ότι και ο ίδιος ο τύμβος αποτελούσε ένα μνημείο, ένα σημαντικό τεχνικό επίτευγμα της εποχής του, τέθηκε ως βασική αρχή ο εντοπισμός των όποιων κτισμάτων καλυπτόταν με την κατά το δυνατό μικρότερη καταστροφή του τύμβου.

Η αρχική κιόλας δοκιμαστική τομή, κατά μήκος της ανατολικής παρειάς του τύμβου, έφερε στο φως δύο ασύλητους τάφους του τέλους του 4ου / αρχών του 3ου αι. π.Χ., με σημαντικότατα ευρήματα που πλουτίζουν τις γνώσεις μας για την κοινωνία και τα ταφικά έθιμα της εποχής. Ο πρώτος ήταν ένας απέριττος κιβωτιόσχημος τάφος, όπου είχε τοποθετηθεί ο νεκρός συνοδευόμενος από αγαπημένα αντικείμενα της καθημερινής ζωής αλλά και τον οπλισμό του. Ανάμεσά τους σιδερένιες στλεγγίδες και δόρατα, καθώς και δύο ζεύγη χάλκινα σπιρούνια, κτερίσματα όχι ιδιαίτερα συνηθισμένα, που υποδηλώνουν ότι επρόκειτο για έναν νεαρό πολεμιστή, έναν ιππέα πιθανότατα, του επίλεκτου σώματος του μακεδονικού στρατού.

Λίγο βορειότερα αποκαλύφθηκε ένα δεύτερο ταφικό κτίσμα με ιδιόμορφη πρόσοψη, που μιμείται πρόσοψη μακεδονικού τάφου. Επάνω σε κτιστό βάθρο στο βάθος του τάφου, άθικτη από τον χρόνο και από βέβηλα χέρια, έστεκε μία ασημένια λάρνακα με μοναδικό διάκοσμο δύο δισκάρια με οκτάκτινα αστέρια. Στο εσωτερικό της, ευλαβικά χέρια είχαν εναποθέσει τα καμένα οστά μιας γυναίκας τυλιγμένα σε χρυσοπόρφυρο ύφασμα.

Στη συνέχεια έγιναν περιφερειακές τομές, με συνεχή μελέτη της στρωματογραφίας, που χρησίμευε ως οδηγός για τον εντοπισμό του κεντρικού μνημείου. Χρειάστηκαν ωστόσο δύο ακόμη μήνες εντατικών προσπαθειών μέχρι να αποκαλυφθεί στο κέντρο ακριβώς του τεράστιου τύμβου και σε βάθος δώδεκα μέτρων από την κορυφή του, η καμάρα ενός μικρού μονοθάλαμου μακεδονικού τάφου, που τα ανασκαφικά δεδομένα χρονολογούν στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. Παρά την πικρή διαπίστωση ότι οι αδίστακτοι τυμβωρύχοι είχαν και πάλι προηγηθεί, η απογοήτευση των αρχαιολόγων ήταν στιγμιαία, καθότι η κατάγραφη με τοιχογραφίες πρόσοψη του μνημείου, με τα εκπληκτικά χρώματα και, ευτυχώς, ελάχιστες φθορές, υπήρξε η καλύτερη ανταμοιβή.

Στη συνέχεια έγιναν περιφερειακές τομές, με συνεχή μελέτη της στρωματογραφίας, που χρησίμευε ως οδηγός για τον εντοπισμό του κεντρικού μνημείου. Χρειάστηκαν ωστόσο δύο ακόμη μήνες εντατικών προσπαθειών μέχρι να αποκαλυφθεί στο κέντρο ακριβώς του τεράστιου τύμβου και σε βάθος δώδεκα μέτρων από την κορυφή του, η καμάρα ενός μικρού μονοθάλαμου μακεδονικού τάφου, που τα ανασκαφικά δεδομένα χρονολογούν στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. Παρά την πικρή διαπίστωση ότι οι αδίστακτοι τυμβωρύχοι είχαν και πάλι προηγηθεί, η απογοήτευση των αρχαιολόγων ήταν στιγμιαία, καθότι η κατάγραφη με τοιχογραφίες πρόσοψη του μνημείου, με τα εκπληκτικά χρώματα και, ευτυχώς, ελάχιστες φθορές, υπήρξε η καλύτερη ανταμοιβή.

Το αέτωμα του τάφου κοσμούν μυθικοί γρύπες με ολόχρυσα φτερά, ενώ σε μία στενή ζωφόρο επάνω από το θυραίο άνοιγμα ξετυλίγεται μια σκηνή συμποσίου, τόσο οικεία από τις φιλολογικές μαρτυρίες και την αγγειογραφία, αλλά για πρώτη φορά τόσο ζωντανά κοντά μας. Είναι πραγματικά εντυπωσιακός ο τρόπος που διαγράφονται οι μορφές, ανάγλυφες σχεδόν, καθώς το σκούρο φόντο αναδεικνύει τη χρωματική πανδαισία.

Στο κέντρο της παράστασης έξι στεφανωμένοι άνδρες, γερμένοι αναπαυτικά σε τρεις κλίνες με πολύχρωμα καλύμματα, απολαμβάνουν τη μουσική της κιθάρας και του δίαυλου που κρατούν οι δύο μοναδικές γυναικείες φιγούρες. Μπροστά στις κλίνες προβάλλουν τρία τραπεζάκια φορτωμένα με φρούτα και γλυκίσματα, ενώ ένας νεαρός οινοχόος περιμένει έτοιμος να γεμίσει τα κύπελλα με κρασί. Στη βασική αυτή σκηνή έρχονται να προστεθούν δύο ακόμη ομάδες: από τα αριστερά πλησιάζει μία μάλλον θορυβώδης παρέα έφιππων και πεζών συμποσιαστών, μεταφέροντας μάλιστα και σκεύη με τη συνεισφορά τους στην οινοποσία. Στο δεξί άκρο της ζωφόρου η ατμόσφαιρα είναι πιο ήρεμη, καθώς οκτώ νέοι, ακουμπώντας χαλαρά στα δόρατα και τις κατάκοσμες ασπίδες, παρακολουθούν τη σκηνή σιγομιλώντας μεταξύ τους. Τα στοιχεία του οπλισμού και της ενδυμασίας και ιδιαίτερα το χαρακτηριστικό κάλυμμα της κεφαλής, η γνωστή μακεδονική «καυσία», δεν αφήνουν αμφιβολία για την ταύτισή τους με οπλίτες του μακεδονικού στρατού.

Συγκλονιστική ήταν στη συνέχεια η αποκάλυψη δύο ακόμη μορφών νέων που, τυλιγμένοι στις μακριές χλαμύδες και τη θλίψη τους, στέκουν σιωπηλοί δίπλα στην είσοδο του τάφου, αιώνιοι φρουροί του νεκρού ίσως συμπολεμιστή τους. Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για τον τάφο ενός επιφανούς μακεδόνα στρατιωτικού, όπως δηλώνουν και τα υπολείμματα του οπλισμού που βρέθηκαν στον κατασπαραγμένο από τους αρχαιοκάπηλους θάλαμο.

Από την επεξεργασία και την ανασύνθεση του μεγάλου αριθμού θραυσμάτων που βρέθηκαν, προκύπτει ότι στον μακεδονικό τάφο του Αγίου Αθανασίου αντιπροσωπεύονται όλα σχεδόν τα αρχαία ελληνικά όπλα, και κυρίως τα αμυντικά: θώρακας μετάλλινος με περιτραχήλιο, κράνος και κνημίδες, τα πάντα σιδερένια. Επί πλέον, τεκμηριώνεται με βεβαιότητα η ύπαρξη εδώ και ασπίδας επενδυμένης με το ίδιο υλικό, καθώς ικανός αριθμός αποσπασματικών ελασμάτων από σφυρήλατο σίδηρο, τα οποία βρίσκονται ακόμη στη διαδικασία της συντήρησης.

Τα επιθετικά όπλα εκπροσωπούνται από τις αιχμές και το μαχαίρι, ενώ η απουσία ενός από τα βασικά αγχέμαχα όπλα του μακεδονικού στρατεύματος, του σιδερένιου ξίφους, με δεδομένη τη βάρβαρη σύληση του μνημείου, πρέπει να είναι καθαρά συμπωματική. Πρόκειται δηλαδή για το σύνολο του οπλισμού ενός μάχιμου υψηλόβαθμου Μακεδόνα. Εάν μάλιστα ληφθούν υπόψη οι αξιοσημείωτες διαστάσεις των κνημίδων, σε συνδυασμό με εκείνες του θώρακα, διαμορφώνεται η εικόνα ενός στιβαρού άνδρα, του οποίου το ύψος βάσει των σχετικών υπολογισμών θα υπερέβαινε το 1,80μ.

Μετά την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της ανασκαφής, έγιναν άμεσα εργασίες για την προσωρινή υποστύλωση και στέγαση του μνημείου και την προστασία και συντήρηση των μοναδικών τοιχογραφιών του, ενώ ξεκίνησαν οι διαδικασίες εκπόνησης των μελετών για την κατασκευή μόνιμου κελύφους προστασίας και για τη συνολική διαμόρφωση του χώρου και αποκατάστασης του τύμβου.

*με πληροφορίες από δημοσιεύσεις της υπεύθυνης για την ανασκαφή αρχαιολόγου κ. Τσιμπίδου-Αυλωνίτη.

Casa Bianca

(1912) Το 1911 αγοράστηκε το οικόπεδο από τον Ντίνο Φερνάντεζ-Ντιάζ, εβραίο ισπανικής καταγωγής, για την ελβετίδα σύζυγό του, Μπλάνς.

Η οικογένεια Φερνάντεζ ήταν σημαντική στον εμπορικό κύκλο της εποχής. Το αρχοντικό οικοδομήθηκε σε σχέδια του Πιέρο Αριγκόνι. Είναι γνωστό ως Κάζα Μπιάνκα από το όνομα της συζύγου. Παρά την εκλεκτικιστική του διάθεση, φέρει κυρίως στοιχεία art-nouveau. Είναι από τα πιο γνωστά αρχοντικά της πόλης, τόσο για την μοναδική του αρχιτεκτονική όσο και για μια ρομαντική ιστορία: το ειδύλλιο της κόρης της οικογένειας, Αλίνας, με τον ανθυπολοχαγό Αλιμπέρτη, σε μια εποχή που η διαφορά των κοινωνικών τάξεων και των θρησκευτικών πεποιθήσεων λειτουργούσε αποτρεπτικά.

Ο Σπύρος Αλιμπέρτης, επιμελητής του Αστεροσκοπείου Αθηνών, βρέθηκε στη Θεσσαλ­νίκη το 1912, ως υπασπιστής του διοικητή της 7ης Μεραρχίας του ελληνικού στρατού. Η τυχαία γνωριμία του με την Aline Fernandez στάθηκε η απαρχή μιας ρομαντικής ιστορίας που συγκλόνισε την πόλη και αποτέλεσε το θέμα μιας εκτεταμένης αρθρογραφίας στον τύπο της εποχής αλλά και σε μεταγενέστερες διηγήσεις.

Η συντηρητική κοινωνία του 1912 δεν συνηγορούσε υπέρ ενός τέτοιου γάμου, μεταξύ μιας εβραίας και ενός χριστιανού, με αποτέλεσμα την εκούσια απαγωγή της Aline από τον Σπύρο Αλιμπέρτη και την τέλεση του γάμου τους στην Αθήνα την άνοιξη του 1914. Στη συνέχεια όμως ο Dino Fernandez έδωσε την συγκατάθεση του και το ζεύγος επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και εγκαταστάθηκε στο πατρικό σπίτι της Aline.

Το 1934 πεθαίνει η Blanche στο Παρίσι και το 1943 εκτελούνται από τους Γερμανούς ο Dino και ο γιος του Pierre στη Meina της Ιταλίας. Εκεί είχαν καταφύγει, μαζί με άλλους ιταλικής υπηκοότητας εβραίους της πόλης, σε μια προσπάθεια να αποφύγουν την αποστολή τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στο διάστημα της Κατοχής το κτίριο επιτάχθηκε από τους Ιταλούς, και αργότερα από τους Γερμανούς, ενώ ο όροφος του χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία από τον Ιταλό πρόξενο. Αργότερα, κατά την περίοδο 1964 – 1967, ο όροφος ενοικιάστηκε σε ιδιωτικό δημοτικό σχολείο.

Ο Σπύρος και η Aline Αλιμπέρτη συνέχιζαν να κατοικούν μέχρι τα βαθιά τους γεράματα στο κτίριο, όπου και πέθαναν με μικρή χρονική διαφορά το 1965.

Μετά τον θάνατο της Aline η Casa Bianca πε­ριέρχεται στην αδελφή της Nina Dervieux de Varez που ζούσε στο Παρίσι, η οποία πούλησε το κτίσμα στους Ν. και Γ.Τριάρχου και στη Σουζάνα Σολομών Μαλλάχ.

Το 1976 κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο και από τότε χρονολογείται η τμηματική καταστροφή του κτιρίου με στόχο τον αποχαρακτηρισμό του και την τελική κατεδάφιση του.

Το 1990, μετά από σειρά μέτρων με στόχο τη διάσωση του κτιρίου και του περιβάλλοντα χώρου του, η Casa Bianca περιέρχεται στον Δήμο Θεσσαλονίκης, ο οποίος προχωρά στην ανάθεση σύνταξης ειδικής μελέτης αποκατάστασης και στη συνέχεια στην υποδειγματική αναστήλωση του κυρίου.

Διαβάστε για το έργο αποκατάστασης της Casa Bianca και για τη Συνοικία των Εξοχών.

Σήμερα ανήκει στον Δήμο και στεγάζει τη Δημοτική Πινακοθήκη.

Βίλλα Μοδιάνο

(1906). Το κτίριο χτίστηκε για τον Γιάκο Μοδιάνο σε σχέδια του Ελί Μοδιάνο. Αποτελεί ένα από τα πρώτα κτίρια του γνωστού μηχανικού, μετά την επιστροφή του από το Παρίσι. Η γαλλική επίδραση είναι εμφανής και τα στοιχεία art-nouveau κυριαρχούν. Χαρακτηριστική είναι η τραπεζοειδής στέγη με φολίδες. Το 1913 το κτίριο αγοράστηκε από τον Δήμο και προσφέρθηκε στον βασιλιά Κωνσταντίνο ως ανάκτορο. Έκτοτε χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία των διοικητών της Μακεδονίας, γι’ αυτό και είναι γνωστό στην πόλη ως Παλαιό Κυβερνείο. Αργότερα φιλοξενήθηκε η Στρατιωτική Ιατρική Σχολή. Από το 1970 έως σήμερα στεγάζει το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης και είναι ανοιχτό στο κοινό με περιοδικές και μόνιμες εκθέσεις.

Συναγωγή Γιαντ Λεζικαρόν 

(1984). Η συναγωγή Γιαντ Λεζικαρόν είναι αφιερωμένη στη μνήμη των θυμάτων του Ολοκαυτώματος. Χτίστηκε στη θέση του μικρού ευκτήριου οίκου «Μπουρλά» γνωστού ως «Καλ ντε λα Πλάσα» (Συναγωγή της Αγοράς), που λειτουργούσε από το 1921 για την εξυπηρέτηση των λατρευτικών αναγκών των πολυάριθμων Εβραίων που εργάζονταν στην παρακείμενη αγορά.

Συναγωγή Μοναστηριωτών 

(1927). Η Συναγωγή Μοναστηριωτών ιδρύθηκε με δωρεά της Ίντας Αροέστη και αφιερώθηκε στη μνήμη του συζύγου της Ισαάκ. Στην ανέγερσή της, συνέβαλαν με δωρεές και οικογένειες που κατάγονταν από το Μοναστήρι (σημερινή Βίτολα) και είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Όταν οι Εβραίοι της πόλης εκτοπίστηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα, η Συναγωγή Μοναστηριωτών χρησιμοποιήθηκε από τον Ερυθρό Σταυρό, κι έτσι διασώθηκε. Σήμερα συνεχίζει τη λειτουργία της εξυπηρετώντας τις θρησκευτικές ανάγκες της Ισραηλιτικής Κοινότητας.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα