Τα εμβληματικά βιομηχανικά κτίρια της αλλοτινής Θεσσαλονίκης
Ανατρέχουμε στα εμβληματικά για την Θεσσαλονίκη industrial κτίριά της.
Η Θεσσαλονίκη έχει άπειρα αρχιτεκτονικά στολίδια να την κοσμούν από άκρη σε άκρη της, η δημιουργία των οποίων χρονολογείται από αιώνες πριν μέχρι και τα πιο πρόσφατα πανέμορφα νεοκλασικά της. Η πόλη όμως έχει να επιδείξει και μοναδικούς βιομηχανικούς χώρους, άλλοι με νέες λειτουργίες πια σε σχέση με τον παλιό τους χαρακτήρα και άλλοι ερημωμένοι, αλλά παρόλα αυτά επιβλητικοί. Ανατρέχουμε στα εμβληματικά για την Θεσσαλονίκη industrial κτίριά της.
Εργοστάσιο ΦΙΞ
Στη δυτική είσοδο της Θεσσαλονίκης, στην παλιά βιομηχανική ζώνη της πόλης μεταξύ 26ης Οκτωβρίου και Τρίτης Προβλήτας, στέκεται σαν φάντασμα ενός άλλου καιρού το βιομηχανικό συγκρότημα της ζυθοποιίας ΦΙΞ. Κατασκευασμένο το 1892, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του τέλους του 19ου αιώνα. Το σύνολο των εγκαταστάσεων είναι περίπου 25 στρέμματα.
Η ταμπέλα με τα γράμματα «Κάρολος Φιξ- Ζυθοποιία» είναι το μοναδικό απομεινάρι που θυμίζει σε όσους περνούν την ιστορία μιας μονάδας που άρχισε να λειτουργεί το 1893 και κατάφερε να τριπλασιάσει την κατανάλωση μπύρας στη Μακεδονία. Ιδρύθηκε από τους Mισραχή, Αλλατίνι και Φερνάντεζ και πέρασε το 1926 στην ιδιοκτησία της αθηναϊκής εταιρίας «ΚΑΡΟΛΟΣ ΦΙΞ», η οποία λειτούργησε το εργοστάσιο μέχρι το 1983.
Το 1989, κτίρια, οικόπεδο και όσα μηχανήματα είχαν απομείνει από το «πλιάτσικο», καθώς πολλοί… τεμάχιζαν τις ογκώδεις μηχανές και τις πουλούσαν για σκραπ, βγαίνουν σε πλειστηριασμό και περνούν στα χέρια της οικογένειας Ζαφειρίδη. Έκτοτε, τα κτίρια αφήνονται στο έλεος του χρόνου.
Δείτε το έρημο εργοστάσιο ΦΙΞ από μέσα:
Μύλοι Αλλατίνη
Στα 1883, οι αδελφοί Αλλατίνη «έστησαν» τον περίφημο «Κυλινδρόμυλο Αλλατίνη», με πρωτοβουλία του διακεκριμένου γιατρού Μωυσή Αλλατίνη που έφτασε από την Φλωρεντία (λίγο αργότερα ιδρύεται και το κεραμοποιείο Αλλατίνη). Στο σημείο υπήρχε ήδη από το 1854, ένας γαλλικός ατμόμυλος που ανήκε στον Darblay de Corblay και στο κτίριο αυτό εγκαταστάθηκε ο πρώτος κυλινδρόμυλος. Το 1898, ο Μύλος καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά και ξαναχτίστηκε μεγαλύτερος, στην ίδια θέση, σε σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι. Τον Σεπτέμβριο του 1900, εγκαινιάστηκαν οι νέοι Μύλοι, που παρέμειναν σε λειτουργία μέχρι τη δεκαετία του ’80.
Το 1971, το οικόπεδο των Μύλων Αλλατίνη χαρακτηρίστηκε κοινόχρηστος χώρος πρασίνου, αλλά το ελληνικό δημόσιο δεν προχώρησε στην απαλλοτρίωση του. Το 1991, ολόκληρο το πρώην βιομηχανικό συγκρότημα -τα κτίρια αλλά και το σύνολο του οικοπέδου- αποκτούν τον επίσημο χαρακτηρισμό του ιστορικά διατηρητέου μνημείου.
Μάθετε για το πώς έφτασαν στην ερήμωση εδώ: The Allatini Project
Αγορά Μοδιάνο
Η γνωστή σε όλους ιστορική Αγορά Μοδιάνο, την οποία συναντάμε στις οδούς Ερμού 24 & Βασ. Ηρακλείου & Κομνηνών, είναι η μεγαλύτερη σκεπαστή αγορά της Θεσσαλονίκης. Η ιστορία της αγγίζει σήμερα σχεδόν τον έναν αιώνα. Ο θεμέλιος λίθος της αγοράς Μοδιάνο μπήκε το 1922 και η κατασκευή της κράτησε τρία χρόνια. Όταν ολοκληρώθηκε, το 1925, το όνομα που ήταν γραμμένο στο μέτωπο του συγκροτήματος της Αγοράς ήταν «Κεντρική Στοά Τροφίμων». Στην πορεία όμως, το όνομα του οίκου των πανίσχυρων Μοδιάνο παραγκώνισε εκείνη την επίσημη ονομασία, παρότι η μεγάλη αυτή εβραϊκή οικογένεια ήταν τότε σε κρίση.
Το κτίριο της αγοράς κατασκευάστηκε με βάση τα σχέδια που συνέταξαν ο J. Oliphant ως αρχιτέκτων και ο Ελί Μοδιάνο ως μηχανικός και κύριος του έργου. Ο τίτλος στα σχέδια, στη γαλλική γλώσσα, ήταν “Bazar Cetral Salonique”. Η Στοά χτίστηκε με τον τύπο της βασιλικής, προκειμένου να στεγάσει μια διάταξη καταστημάτων κατά το πρότυπο των bazaars. Τότε, οι εσωτερικοί δρόμοι της αγοράς εξειδικεύονταν. Στον κεντρικό αναπτύσσονταν τα κρεοπωλεία και παντοπωλεία, στους πλευρικούς τα ιχθυοπωλεία και τα παντοπωλεία. Στα δε καταστήματα της όψης που κοιτάει προς τη Βασιλέως Ηρακλείου, βρίσκονταν τα οπωροπωλεία της αγοράς. Η αγορά ήταν χτισμένη στην πυρίκαυστο ζώνη, στην περιοχή εκείνη όπου το σχέδιο του αρχιτέκτονα και πολεοδόμου Ερνέστ Εμπράρ για την αναγέννηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917, προέβλεπε να δημιουργηθούν τα bazaars της πόλης. Βέβαια, η χρήση της βασιλικής αυτής στοάς ήταν αρχικά απαγορευμένη, αφού δεν επιτρεπόταν η στέγαση, στην περιοχή, “εξασκήσεως επαγγελμάτων προκαλούντων θόρυβον ή δυσοσμίαν, ώς πχ κρεοπωλείων, ιχθυοπωλείων, λαχανοπωλείων, σιδηρουργείων, μικρομαγειρείων, χαλκουργείων κτλ”. Το εμβαδόν του κτιρίου της αγοράς είναι 2681 τετραγωνικά και το μέγιστο ύψος 12,4 μέτρα. Η Αγορά Μοδιάνο είναι διπλά χαρακτηρισμένη ως διατηρητέο. Αρχικά, χαρακτηρίστηκε από το ΥΠΕΧΩΔΕ ως διατηρητέο κτίριο (1983) και εν συνεχεία από το Υπουργείο Πολιτισμού (1995) ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο, γιατί αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα κτιρίων Αγοράς με στοά.
Η αγορά διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη ζωή και τη λειτουργία του εμπορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης από την απαρχή της. Κάποτε, φιλοξενούσε τα εκλεκτότερα εμπορεύματα. Γι’ αυτό άλλωστε και οι τιμές ήταν υψηλότερες από τις γειτονικές αγορές. Μέχρι περίπου δύο δεκαετίες πριν, η αγορά εξακολουθούσε να αποτελεί σημείο μεγάλης εμπορικής κίνησης της πόλης. Τα τελευταία 17 περίπου χρόνια, τα περισσότερα από τα 144 καταστήματά της σταδιακά έκλεισαν, ενώ το ίδιο το κτίριο βυθίστηκε στη φθορά λόγω έλλειψης συντήρησης. Η αγορά Μοδιάνο πέρασε επίσημα στα χέρια της One Outlet Α.Ε. τον Ιούλιο του 2017, όταν υπεγράφη η σύμβαση με την οποία το ΤΑΙΠΕΔ μεταβίβασε προς τον επενδυτή το ποσοστό 43,63% εξ αδιαιρέτου κυριότητας επί του ακινήτου. Έκτοτε, ετοιμάστηκε το σχέδιο ώστε να ξεκινήσει η ανακαίνιση της στοάς Μοδιάνο εκ των έσω, με βλέψεις να λειτουργήσει κατόπιν των εργασιών σαν μια σύγχρονη και αναβαθμισμένη σκεπαστή αγορά, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Προς το παρόν, το έργο δεν έχει προχωρήσει.
Οι Αποθήκες της Α’ Προβλήτας
Με τα έργα ανάπλασης των Αποθηκών της Πρώτης Προβλήτας από το Οργανισμό Πολιτιστικής Πρωτεύουσας 1997 ένα κομμάτι του ιστορικού λιμένα καθίσταται ζωτικής σημασίας για την πολιτιστική και κοινωνική ζωή της πόλης. Η κατασκευή του χρονολογειται στα τέλη του 19ου αιώνα σε μαρσεγιέζικα πρότυπα. Συνολικά ανακατασκευάστηκαν 5 κύριες αποθήκες που χρονολογούνται από το 1904. Αποθήκη Α’ (Μουσείο κινηματογράφου), Αποθήκη B’ (Μουσείο Φωτογραφίας), Κέντρο σύγχρονης Τέχνης, Εντευκτήριο, και Αποθήκη Δ’ και Αποθήκη 1 με 4 συνολικά κινηματογραφικές αίθουσες και Αποθήκη Γ’. Όλες φτιαγμένες από το υπέροχο κόκκινο τούβλο που δίνει την χαρακτηριστική βιομηχανική εικόνα στην Α’ Προβλήτα του Λιμανιού.
Τα Σφαγεία
Χτίζονται το 1897, μετά από απόφαση του Δήμου Θεσσαλονίκης, στην θέση των κατεδαφισθέντων σφαγείων. Δίπλα στην θάλασσα, σε μια περιοχή που έσφυζε από βιομηχανικές δραστηριότητες δημιουργούνται τα σύγχρονα, τότε, σφαγεία με χωρητικότητα 350 ζώων, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Λειτουργούν σαν σφαγεία μέχρι και τον σεισμό του 1978 που τους άφησε μεγάλες ζημιές, με αποτέλεσμα να κριθούν επικίνδυνα και να χρειαστεί αποκατάσταση από την ΥΑΣΒΕ. Μετά την αποκατάσταση συνεχίζουν την λειτουργία τους μέχρι και το 1988, οπότε και κρίνονται ασύμφορα και κλείνουν. Από το 1990 λειτούργησαν ως αθλητικό κέντρο. Το 1994 με την Υπουργική απόφαση ΔΙΛΑΠ/Γ/923/24791/8/4/94, ΦΕΚ 446/τβ/14/6/94 χαρακτηρίζεται «ως έργο τέχνης και ιστορικό διατηρητέο μνημείο το κτίριο των Δημοτικών Σφαγείων Θεσσαλονίκης με τον περιβάλλοντα χώρο τους, διότι αποτελεί αξιολογότατο δείγμα Βιομηχανικής Αρχιτεκτονικής των αρχών του 20ου αιώνα, μοναδική μαρτυρία για την συγκεκριμένη μορφή παραγωγικής δραστηριότητας στην πρόσφατη ιστορία της πόλης της Θεσσαλονίκης». Τελικά, το 2014 ο Δήμος Θεσσαλονίκης ολοκλήρωσε την αποκατάσταση του διατηρητέου κτιρίου και παρέδωσε ένα πολιτιστικό κέντρο, έτοιμο να φιλοξενήσει εκθέσεις, εκδηλώσεις, συναυλίες, ακόμα και αθλητικές εκδηλώσεις.
Ανήκει στον εκλεκτικισμό και αποτελείται από επίμηκες ισόγειο με πανομοιότυπες ανά δύο τις απέναντι όψεις του. Στο κέντρο των επιμήκων όψεων, ο επιβλητικός πυλώνας της εισόδου με ύψος 12,60 μ. αποτελεί τον κατακόρυφο άξονα της σύνθεσης. Η προεξοχή της εισόδου χαρακτηρίζεται από συμμετρία αλλά και παράθεση διαφόρων στοιχείων όπως οι γωνιακές παραστάδες (σε μίμηση λίθων rustico) και το κυρτόκοιλο τριπλής διατομής θύρωμα που καταλήγει σε ημικυκλικό τόξο με χαρακτηριστικό «κλειδί» στο κέντρο. Η στέγη είναι μεταλλική και αποτελείται από πάνελ ειδικής μορφής, για τον σωστό αερισμό του χώρου – στοιχείο απαραίτητο λόγω της χρήσης τους.
Διαβάστε περισσότερα: Ο Χάρτης της Πόλης: Τα Παλαιά Σφαγεία
Το Μουσείο Ύδρευσης
Το συγκρότημα κατασκευάστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα (1890-94) από Βέλγους τεχνικούς, εφόσον την υδροδότηση της Θεσσαλονίκης είχε αναλάβει η Οθωμανική Εταιρεία Ύδρευσης, ιδρυθείσα από Βέλγους. Το κτίριο αυτό ήταν το Κεντρικό Αντλιοστάσιο, στο οποίο τα νερά έφταναν με φυσική ροή από τους γύρω χειμάρρους. Για τον λόγο αυτό, το κτίριο είναι χαμηλότερα από το επίπεδο του εδάφους και η κλίση προς αυτό είναι κατηφορική. Εδώ, με τη βοήθεια μεγάλων αντλιών, διοχετευόταν αρχικά σε δύο και στη συνέχεια σε τρεις μεγάλες δεξαμενές (Βλατάδων, Κασσάνδρου, Ευαγγελίστριας). Σε αυτές προστέθηκε το 1924 και η δεξαμενή της Καλλιθέας. Το συγκρότημα του Κεντρικού Αντλιοστασίου περιλάμβανε τρία κτίρια: την κεντρική αίθουσα μηχανημάτων, το λεβητοστάσιο και, σε συνέχεια με το λεβητοστάσιο, μια στεγασμένη αποθήκη κάρβουνου. Η κατοικία του διευθυντή, στα ανατολικά του συγκροτήματος, ολοκλήρωσε την κατασκευή. Μέχρι το 1929 το αντλιοστάσιο λειτούργησε με δύο ατμοκίνητες αντλίες. Το 1929 εγκαταστάθηκε πετρελαιοκίνητος κινητήρας που σήμανε το τέλος εποχής για την ατμοκίνηση. Το αντλιοστάσιο λειτούργησε μέχρι και το 1978, ενώ το 1980 αποφασίστηκε η μετατροπή του σε μουσείο.
Tο κεντρικό κτήριο του αντλιοστασίου που στεγάζει τα αντλητικά μηχανήματα αποτελείται από μία ενιαία αίθουσα ορθογωνικής κάτοψης, διαστάσεων 12,90 Χ 25,50μ. (εμβαδό 329 τ.μ.) και ύψους 6,60μ. (με τη στέγη 8,60μ.). Καλύπτεται από δίρριχτη μεταλλική στέγη με κεντρικό υπερυψωμένο φωταγωγό. Είναι κατασκευασμένο από εμφανή φέρουσα μεταλλική κατασκευή με πλήρωση από μπατική εμφανή πλινθοδομή. Στο συγκρότημα ανήκουν επίσης άλλα τέσσερα κτίσματα συνοδείας (κτήρια συνεργείων, αποθηκών και διοίκησης).
Δείτε επίσης: Ματιές μέσα στο Μουσείο Ύδρευσης της Θεσσαλονίκης
Ο Μύλος
Στα 1924 δυο πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, ο Μιλτιάδης Αλτιναλμάζης και ο Γεώργιος Χατζηγιαννάκης διαλέγουν το Μπεχτσινάρι, μια περιοχή στις παρυφές της πόλης, προς τα δυτικά που συνδεόταν με τον σιδηροδρομικό σταθμό και την αποβάθρα του λιμανιού, για να χτίσουν ένα Μύλο. Θα έμοιαζε με εκείνον που διέθεταν οι οικογένειες τους στην πατρίδα. Κοντά στο λιμάνι και στα τρένα. Η παραγωγική πορεία του μύλου διακόπηκε την περίοδο της κατοχής, μετά από δολιοφθορά των βρετανικών δυνάμεων στον μηχανολογικό εξοπλισμό, προκειμένου να μη χρησιμοποιηθεί από τον γερμανικό στρατό. Το 1958, μετά τον θάνατο του Γεώργιου Χατζηγιαννάκη, πέρασε στα χέρια του Αλλατίνη και δούλεψε, παραμένοντας γνωστός ως Μύλος Χατζηγιαννάκη, μέχρι το ‘86. Η άσπρη ιστορία του βαμμένη αλεύρι, τέλειωσε κάπου εκεί. Το χειμώνα του ΄89, o ιδιοκτήτης του θρυλικού τζαζ κλαμπ «Παραρλάμα», Νίκος Στεφανίδης, αποφασίζει να φτιάξει έναν πολυχώρο πολιτισμού στις εγκαταστάσεις του παλιού αλευρόμυλου. Την τελευταία μέρα του Μαΐου του 1991, ο Μύλος ανοίγει τις πόρτες του στο κοινό, μετά από μια υποδειγματική, για τα χρονικά, ανάπλαση του πολυώροφου εντυπωσιακού λιθόκτιστου βιομηχανικού τύπου συγκροτήματος. Ένας χώρος γεμάτος λεβητοστάσια, ντιζελοκινητήρες και πέτρινες αποθήκες, μεταμορφώθηκε σε μια ανήσυχη εστία τέχνης και πολιτισμού. Το 1993, ο Europa Nostra, ο Οργανισμός για την Προστασία της Ευρωπαϊκής Αρχιτεκτονικής και Φυσικής Κληρονομιάς, του απένειμε τιμητικό δίπλωμα για τη συνολική μετατροπή του βιομηχανικού συγκροτήματος σε σύγχρονο πολιτιστικό και ψυχαγωγικό κέντρο. Ο Μύλος υπήρξε ο μοναδικός ιδιωτικός φορέας που συμπεριλήφθηκε στο φάκελο υποψηφιότητας για την ανάδειξη της Θεσσαλονίκης ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης για το 1997. Ένα πρότυπο για όλη την Ευρώπη πείραμα που η πόλη θα θυμάται για πάντα. Όπως όλα τα όμορφα όμως, κάποτε άρχισε να έχει προβλήματα.
Δαβάστε περισσότερα: Μύλος: 25 χρόνια πριν γεννήθηκε ο πρώτος πολυχώρος
Το Κόκκινο Καπνομάγαζο
Το υπέροχο καπνομάγαζο από κόκκινο τούβλο το συναντάμε στη Σταυρούπολη. Από το 1870 που ξεκίνησε η σύνδεση της πόλης με το καπνεμπόριο έχουν περάσει 150 σχεδόν χρόνια. Η εποχή της ακμής μπορεί να περιοριστεί στα χρόνια από το 1920 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 50. Οι παλαιότερες καπναποθήκες άρχισαν να χτίζονται κατά τη δεκαετία του ‘20, ενώ οι νεότερες μετά το 1954. Περίπου 55 από αυτές στέκουν ακόμη. Άλλες ανακαινίστηκαν και έχουν αλλάξει χρήση, άλλες παραμένουν σφραγισμένες αφημένες στη φθορά του χρόνου. Μετά το 1997 που η νέα ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική κατηύθυνε τους αγρότες σε νέες καλλιέργειες, ο καπνός γνώρισε κρίση και από εκεί που στο τέλος της δεκαετίας του 1950 συντηρούσε 200.000 οικογένειες, προσφέροντας πρόσθετη απασχόληση σε ακόμη 40.000 ανθρώπους, σήμερα στη Θεσσαλονίκη δεν έχουν απομείνει παρά μόνο τα κτίρια να θυμίζουν την παλιά ακμή μιας βιομηχανίας ανθηρής. Το κόκκινο καπνομάγαζο στην Σταυρούπολη είναι γνωστό και ως καπαναποθήκη Καραμανλή αφού κατασκευάστηκε κατά τη διάρκεια μιας από τις θητείες του Κωνσταντίνου Καραμανλή –μεταξύ 1955 και 1963. Είναι διάσημη και για έναν ακόμη λόγο αφού φιλοξενούσε στο λόμπι της επί 50 σχεδόν χρόνια ένα τεράστιο έργο του Τάσσου. Το έργο, κατά το Υπουργείο, παραγγέλθηκε από τον Παπαστράτο για να κοσμήσει το κτίριο της κόκκινης καπναποθήκης το 1960. Στην πραγματικότητα παραγγέλθηκε από τον Εθνικό Οργανισμό Καπνού για να κοσμήσει το περίπτερό του στη ΔΕΘ στα τέλη της δεκαετίας του 60 και παρέμεινε μερικά χρόνια εκεί προτού μεταφερθεί στην καπναποθήκη όταν αυτή στέγασε τον Οργανισμό μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 90). Πρόκειται για ένα μνημειακό έργο του χαράκτη Τάσσου μήκους 12.40 μ. με τίτλο «Η καλλιέργεια του καπνού» και συνυπογράφεται από τον Τάσσο και τη γυναίκα του Λουκία Μαγγιώρου (εξ ου και το κεφαλαίο Λ. που προηγείται της υπογραφής του Τάσσου) και απεικονίζει την καλλιέργεια της θρακιώτικης ποικιλίας «Μπασμάς».
Ντεπώ
Το Τραμ Θεσσαλονίκης ξεκίνησε την λειτουργία του με ιππήλατα βαγόνια το 1893. Κάπου εκεί υπολογίζεται ότι δημιουργήθηκε και το Αμαξοστάσιο των Τραμ ή Αποθήκη (Depot) στην οποία χρωστάει το όνομά της ολόκληρη η περιοχή. Ο σχεδιασμός ανήκει στον γνωστό αρχιτέκτονα της εποχής Pierro Arrigoni. Το οικόπεδο του αμαξοστάσιου αποτελείται συνολικά από 10.000 τ.μ και περιλαμβάνει αρκετά κτίρια. Το τραμ σταμάτησε την λειτουργία του το 1957 και μέχρι πρόσφατα, το αμαξοστάσιο στέγαζε μηχανοκίνητες μονάδες της ΕΛΑΣ. Πριν λίγο καιρό εκκενώθηκε και παραδόθηκε προς εκμετάλλευση στον Δήμο Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στην οδό Βασιλίσσης Όλγας με Μερκουρίου. Το συγκρότημα περιλαμβάνει διώροφα, διοικητικά κτήρια, αποθήκες και χώρους επισκευών. Αποτελεί ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό σύνολο του τέλους του 19ου αιώνα.
Διαβάστε επίσης:
*Με πληροφορίες από thessarchitecture.wordpress.com
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ