Το Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης
Στιγμές, αναμνήσεις, πρόσωπα που σημάδεψαν τον αντιδικτατορικό αγώνα στην πόλη
51 χρόνια συμπληρώνονται από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Την αρχή του τέλους της Χούντας και των σκοτεινών χρόνων της επταετίας που έζησε η Ελλάδα.
Είχε και η Θεσσαλονίκη το δικό της «Πολυτεχνείο» τις δικές της μεγάλες αντίστοιχες αντιδικτατορικές- και πολύ λίγο μέχρι σήμερα γνωστές- εκδηλώσεις. Βέβαια, τα γεγονότα στην Πολυτεχνική Σχολή Θεσσαλονίκης, εκείνο το σημαδιακό Νοέμβρη του 1973, δεν ήταν στην ίδια έκταση με τα αντίστοιχα της Αθήνας, ούτε είχαν τις ίδιες πανελλαδικές διαστάσεις.
Παρ΄ όλα αυτά, η αντιδικτατορική εξέγερση και στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης, αποτέλεσε ένα σπουδαίο αντιφασιστικό γεγονός ενάντια στην δικτατορία της χούντας.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου στη Θεσσαλονίκη – Όπως το έζησε ένας απ’ έξω
Του Σπύρου Κουζινόπουλου
Άνεργος δημοσιογράφος τότε, μετά το κλείσιμο της εφημερίδας Νέα Αλήθεια στην οποία εργαζόμουν πριν, είχα ενταχθεί στα τέλη του 1972, μετά την απόλυσή μου από το στρατό, σε μία παράνομη αντιστασιακή ομάδα της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας (ΚΝΕ) που με επικεφαλής τον αείμνηστο αγωνιστή Γρηγόρη Κοκοζίδη αποτελούνταν από τους επίσης αείμνηστους Κική Ακρίδα, Γιάννη Ορμανίδη (Νταγιάν) και Μήτσο Ιωαννίδη, τη σύζυγο του Ιωαννίδη, Ελένη, τον φοιτητή της οδοντιατρικής Γιάννη Βασιλειάδη και την αφεντιά μου.
Σε μία ολιγόλεπτη για συνωμοτικούς λόγους συνάντηση που κάναμε το πρωί της 16ης Νοεμβρίου 1967, ο Βασιλειάδης μας ενημέρωσε ότι δημοκράτες φοιτητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από όλες τις σχολές θα προχωρούσαν σε κατάληψη της Πολυτεχνικής Σχολής, συμμετέχοντας στην ανάλογη κατάληψη του Πολυτεχνείου Αθηνών που είχε αρχίσει στις 14 Νοεμβρίου και συνεχίζονταν. Και ότι και ο ίδιος είχε εκλεγεί στην επιτροπή κατάληψης. Από ότι θυμάμαι, γνώμη της τότε παράνομης Κομματικής Οργάνωσης Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ, γραμματέας της οποίας ήταν ο Σωτήρης Κωστόπουλος και της ΚΝΕ Θεσσαλονίκης, με γραμματέα τον φοιτητή της Νομικής Βασίλη Δεμουρτζίδη, ήταν ότι μεγαλύτερη απήχηση θα είχε αν καταλαμβάνονταν το κτίριο της παλιάς Φιλοσοφικής αντί της Πολυτεχνικής Σχολής που ακόμη τότε, πριν διανοιγεί η προέκταση της Νέας Εγνατίας οδού, ήταν σε απομονωμένο σημείο, στο πιό απομακρυσμένο της πανεπιστημιούπολης. Δυστυχώς η άποψη εκείνη δεν εισακούστηκε.
Αμέσως μετά, μόλις έγινε γνωστό ότι προχώρησε η κατάληψη, αρχίσαμε να συγκεντρώνουμε χρήματα, τρόφιμα και διάφορα υλικά που ήταν απαραίτητα για τους έγκλειστους αγωνιζόμενους φοιτητές και τα οποία μέσω του Γιάννη Βασιλειάδη αλλά και φοιτητών που μας είχε υποδείξει, τα προωθούσαμε προς την Πολυτεχνική Σχολή. Είχαμε μαζέψει με χίλιες προφυλάξεις ένα σεβαστό ποσό αλλά και ξηρά τροφή, κυρίως σε τυριά, σαλάμια, ψωμιά και κονσέρβες. Από ότι θυμάμαι, μετά από ψάξιμο του Μήτσου Ιωαννίδη, που ήταν από τους πολύ καλούς ηλεκτρολόγους της Θεσσαλονίκης, βρέθηκαν κάποια εξαρτήματα που ήταν απαραίτητα για τη δημιουργία του ραδιοφωνικού σταθμού που είχε στηθεί για να ακούγεται η φωνή και τα συνθήματα των έγκλειστων αγωνιζόμενων φοιτητών.
Να θυμίσουμε ότι εκείνες τις μέρες επικρατούσε μεγάλη σύγχυση για το τι ακριβώς συνέβαινε με τις καταλήψεις στα Πολυτεχνεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, δεδομένου ότι οι ειδήσεις στις εφημερίδες ήταν λογοκριμένες και η επίσημη ενημέρωση από το ραδιόφωνο και τα δύο μόνο κρατικά κανάλια που λειτουργούσαν, την ΕΙΡΤ και τη στρατιωτική ΥΕΝΕΔ, παρουσίαζαν τα γεγονότα μόνο κατά πως συνέφερε το χουντικό καθεστώς, αποσιωπώντας ή διαστρεβλώνοντας ότι δεν το συνέφερε.
Πρέπει να πούμε ότι ο ραδιοφωνικός σταθμός της κατάληψης στη Θεσσαλονίκη, είχε συναρμολογηθεί από δύο φοιτητές, ένα των Αγρονόμων – Τοπογράφων και άλλον ένα της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών, μετά τις τροποποιήσεις σε ήδη υπάρχοντα «πειρατικό» σταθμό και είχε τοποθετηθεί το απόγευμα της 16ης Νοεμβρίου 1973 στο υπόγειο της πτέρυγας των Αρχιτεκτόνων. Οι εκπομπές γίνονταν στα 220 μέτρα στα βραχέα, στους 1420 χιλιόκυκλους.
Και όλοι συγκλονίστηκαν όταν κάποια στιγμή ακούστηκε η φωνή της εκφωνήτριας του σταθμού, που ήταν η φοιτήτρια Κλεοπάτρα Παπαγεωργίου, «εδώ Ραδιοσταθμός του ελεύθερου πανεπιστήμιου της Θεσσαλονίκης», σε συνδυασμό με τη μετάδοση της απαγορευμένης από τη χούντα μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη και τα συνθήματα της κατάληψης. Ενώ συνθήματα εκφωνούσαν από το σταθμό ο φοιτητής Ανδρέας Παπακωνσταντίνου και οι δημοσιογράφοι Φώτης Σιούμπουρας και Κλέαρχος Τσαουσίδης.
Αμέσως, από στόμα σε στόμα αλλά και μέσω των τηλεφωνικών συνδέσεων η είδηση για τη λειτουργία του ραδιοσταθμού του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης, ενώ δεν ήταν και λίγοι οι Θεσσαλονικείς που τηλεφωνούσαν σε συγγενείς και φίλους σε άλλες πόλεις ή ακόμη και στο εξωτερικό και τους έβαζαν να ακούνε από το ακουστικό τον σταθμό των αγωνιζόμενων φοιτητών.
Η συνέχεια είναι γνωστή: Το δικτατορικό καθεστώς αντέδρασε δυναμικά, μέχρι το βράδυ η Πολυτεχνική Σχολή είχε ζωστεί από δυνάμεις καταδρομών και εκατοντάδες αστυνομικούς με στολή η πολιτικά, με τα τανκς να έχουν παραταχθεί μπροστά στην είσοδο και τις χουντικές αρχές να απευθύνουν το τελεσίγραφο για άμεση εκκένωση της σχολής. Κι εκεί, για μια ακόμη φορά φάνηκε το μέγεθος της απάτης και της “αξιοπιστίας” που χαρακτήριζε το καθεστώς.
Με τον νομάρχη Θεσσαλονίκης Κούρναβο, τον προϊστάμενο της εισαγγελίας Παπαδέλλη και τον πρύτανη Σδράκα που εμφανίστηκαν στην είσοδο της Σχολής στις 4 τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου 1973 να υπόσχονται ότι δεν θα πειράξει κανείς τους έγκλειστους φοιτητές αν εξέλθουν αμέσως από το κτίριο. Για να συμβεί το ακριβώς αντίθετο: Όταν οι φοιτητές τους πίστεψαν και άρχισαν να βγαίνουν, τότε οι άνδρες της εθνικής ασφάλειας με στρατιωτικά και πολιτικά έπεσαν επάνω τους με γκλομπς, αρχίζοντας ένα άγριο κυνηγητό με συλλήψεις, ξυλοδαρμούς μέσα στο δρόμο και στα σκοτεινά δρομάκια του πανεπιστημίου, συλλαμβάνοντας και κακοποιώντας τους ακόμη και μέσα στο παρακείμενο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ όπου είχαν καταφύγει μερικοί για προστασία.
Ο απολογισμός εκείνο το ξημέρωμα συγκλονιστικός. Σε 157 ανέρχονταν οι συλληφθέντες ενώ ο αριθμός τους συμπληρώθηκε και με άλλους τόσους περίπου που αναζητήθηκαν στα σπίτια τους τις επόμενες ημέρες ή κλήθηκαν να παρουσιαστούν στα γραφεία της ασφάλειας. Από το σύνολο των συλληφθέντων παρέμειναν τελικά στα κρατητήρια 35 άτομα. Από αυτούς οι 27 οδηγήθηκαν στις τότε στρατιωτικές φυλακές του Επταπυργίου (Γεντί Κουλέ) και οι υπόλοιποι 8, κυρίως γυναίκες, στις φυλακές του Τμήματος Μεταγωγών των Διαβατών.
Και δεν ήταν μόνο αυτοί, καθώς για τη συμμετοχή τους στα γεγονότα του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης και συνολικά την αντιχουντική τους δράση, είχαν συλληφθεί στις αρχές Φεβρουαρίου 1974 πάνω από 21 μέλη της αντιστασιακής ΚΝΕ, αγόρια και κορίτσια και αφού πέρασαν από φριχτά βασανιστήρια, κρατούνταν στις στρατιωτικές φυλακές Διαβατών και το Τμήμα Μεταγωγών και μεταξύ αυτών και οι συναγωνιστές της ομάδας μας Γρηγόρης Κοκοζίδης, Γιάννης Βασιλειάδης και Μήτσος Ιωαννίδης, για να παραπεμφθούν στο έκτακτο στρατοδικείο. Απελευθερώθηκαν τελικά στις 26 Ιουλίου 1974, δύο μέρες μετά την πτώση της χούντας και ήταν οι τελευταίοι πολιτικοί κρατούμενοι της δικτατορίας στην πόλη μας.
Συμπληρώθηκαν 51 χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Μία συγκλονιστική πράξη αντίστασης κατά της τυραννίας. Μία εποποιία που πάντα πρέπει να διδάσκει και να φρονηματίζει. Πολύ περισσότερο που τα μηνύματα εκείνης της εξέγερσης και κυρίως το σύνθημά του «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία», είναι και πάλι επίκαιρο στις μέρες μας, καθώς η φτωχοποίηση του λαού μας παίρνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις, η Παιδεία παραδίδεται στα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα και εξαγγέλλεται η δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, ενώ η Ελευθερία αρχίζει να μπαίνει σε στενωπούς, όπως έδειξε η υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών και η εντεινόμενη αστυνομική βία.
Η ιστορική μνήμη σχετικά με την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τον αντιδικτατορικό αγώνα πρέπει να παραμένει άσβηστη, για να θυμούνται οι παλιοί και να διδάσκονται οι νέοι μας το παρελθόν. Αλλά και σαν απάντηση στους αναθεωρητές της ιστορίας και τους θιασώτες της αμφισβήτησης, που αποκαλούν «μύθο» τα γεγονότα εκείνα. Καθώς και στους νοσταλγούς των πραιτοριανών της χούντας και του νεοφασισμού που ξανασηκώνουν κεφάλι. Το Πολυτεχνείο Ζει και θα συνεχίσει να ζει στις καρδιές του ελληνικού λαού, όσες προσπάθειες κι αν καταβάλλονται για την αποσιώπηση, την υποβάθμιση και τη λησμονιά εκείνου του μεγαλειώδους γεγονότος.
*Ο Σπύρος Κουζινόπουλος είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας, ιστορικός ερευνητής, πρώην Γενικός Διευθυντής του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων.
Η βίαιη εκκένωση της κατάληψης του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης
Στο βιβλίο του «Αντεθνικώς δρώντες… 1971-1974 Η Θεσσαλονίκη στα χρόνια της Χούντας και η εξέγερση του Πολυτεχνείου της», (εκδόσεις Επίκεντρο) ο Χρίστος Ζαφείρης παραθέτει στις σελίδες του εμπειρίες, μαρτυρίες και περιγραφές των όσων συνέβησαν στην πόλη εκείνο το διάστημα.
Στις σελίδες 272-282 ο κ. Ζαφείρης εστιάζει στην εκκένωση της κατάληψης του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης, τις βιοπραγίες, τις συλλήψεις και το ξυλοδαρμό των φοιτητών από τα όργανα της Χούντας.
Μεταξύ άλλων διαβάζουμε:
Κάτω από την πίεση του τελεσίγραφου και την αιματηρή εισβολή στο Μετσόβειο η Συντονιστική δεν είχε άλλη επιλογή από την άμεση εκκένωση. Αποφάσισε όμως να ζητήσει από τις αρχές να διασφαλιστεί η εκκένωση του κτιρίου και η αποχώρηση των φοιτητών χωρίς βιοπραγίες και συλλήψεις και να επιτραπεί η έξοδος των φοιτητών το πρωί με το φως της ημέρας. Την απόφαση αυτή των καταληψιών μετέφεραν κάποια μέλη της Συντονιστικής στις αρχές, που περίμεναν στην είσοδο, ενώ οι μηχανές των τανκς ήταν αναμμένες και στρατιώτες και αστυνομικοί ήταν έτοιμοι για την εισβολή. Ανάμεσα στους διαπραγματευτές ήταν και ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου που καταγράφει ως εξής το αποτέλεσμα της συνάντησης.
Η άρνηση των εκπροσώπων του καθεστώτος ήταν κατηγορηματική και απόλυτη. Και μόνο η υποβολή της πρότασης έμοιαζε να εξοργίζει τον πρύτανη τον κ. Σδράκα. «Ποιος είσαι εσύ ρε που θα σε αφήσω να βγεις με το φως της ημέρας» ήταν η έκφραση που χρησιμοποίησε. Ο εισαγγελέας κ. Παπαδέλης ήταν πιο μειλίχιος. Μας διαβεβαίωσε ότι αν βγαίναμε αμέσως δε θα πειραζόταν κανείς, αλλά έπρεπε να βγούμε αμέσως. Μετά την παρέλευση της μισής ώρας θα γινόταν η εισβολή.
[…]
Οι στρατιώτες είχαν διαταχθεί να πάρουν θέσεις μάχης. Από τα παράθυρα οι φοιτητές φώναζαν. «Είμαστε αδέλφια σας, μην πυροβολείτε», «Κάτω η Χούντα». Είναι αδύνατον να περιγράψει κανείς εκείνες τις στιγμές, εμείς είμαστε όλοι άοπλοι και απέναντι μας είχαμε τανκς και όπλα, δε φοβηθήκαμε. Εκείνη τη στιγμή οι φοιτητές περισσότερο αγωνιστικοί. (Διήγηση Φώτη Σιούμπουρα, Εγνατία, 17.11.81).
Οι πρώτες ομάδες των φοιτητών κρατώντας τη φοιτητική τους ταυτότητα στο υψωμένο χέρι και με το φόβο και την αγωνία για το τι θα επακολουθήσει έξω από το κτίριο άρχισαν να βγαίνουν από το Πολυτεχνείο στις 3:25 το πρωί μέσα από ένα στενό διάδρομο που είχαν σχηματίσει λοκατζήδες αμέσως μετά την είσοδο του κτιρίου. Ο Πέτρος Λαζαρίδης μέλος της Συντονιστικής που εγκατέλειψε από τους τελευταίους καταληψίες την Πολυτεχνική θυμάται:
Συστήσαμε στα παιδιά να βγαίνουν σε μικρές ομάδες χωρίς φασαρία. Έμεινα μέχρι τέλους και βγήκα με την τελευταία ομάδα. Μόλις κατεβήκαμε το πρώτο σκαλί ένας αξιωματικός μας χώρισε. Έστελνε τους μισούς αριστερά και τους άλλους μισούς δεξιά. Προχώρησα προς τα αριστερά. Ξαφνικά ένας άνδρας με πολιτικά συνέλαβε με βάναυσο τρόπο το φοιτητή που προχωρούσε μπροστά μου και τον έσυρε προς το αυτοκίνητο. Σε απόσταση 10 μέτρων βρισκόταν ο εισαγγελέας που δεν αντέδρασε καθόλου. Βρίσκοντας ευκαιρία με τη φασαρία που έγινε, έτρεξα προς την κατεύθυνση του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ και έμεινα αρκετές ημέρες κρυμμένος για να μη συλληφθώ.
Την ίδια ώρα διέκοψε την εκπομπή και ο ραδιοσταθμός του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης. Το τελευταίο μήνυμά του ήταν.
Σας μιλάμε από τον ραδιοσταθμό του ελεύθερου πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Αν ο στρατός μας χτυπήσει, αν πέσει έστω και ένας πυροβολισμός κανείς δεν μπορεί να είναι ανεύθυνος γι’ αυτό. Είμαστε κυκλωμένοι από το στρατό. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε διαπραγματεύσεις. Απευθύνουμε έκκληση στον ελληνικό λαό και σε ολόκληρο τον κόσμο να πάρει θέση. Ζητάμε από τους στρατιώτες να καταλάβουν ότι είμαστε αδέλφια, ότι ο εχθρός είναι ένας, ότι είναι κοινός. Δε θέλουμε να βγούμε πριν ξημερώσει. Δε θέλουμε να βγούμε όσο είναι σκοτάδι. Κάνουμε τελευταία έκκληση στον ελεύθερο κόσμο. Ζητάμε να πάρετε θέση. Να πάρετε θέση. Ζητάμε από τους στρατιώτες να μην υπακούσουν σε καμία εντολή για πυροβολισμό. Ζητάμε από τους γονιούς μας, τους καθηγητές μας, από όλους τους ανθρώπους να πάρουν θέση.
Οι «αρχές» όμως όπως αναμενόταν δεν κράτησαν την υπόσχεση. Με την έξοδο άρχισαν οι βιοπραγίες, οι συλλήψεις και ο ξυλοδαρμός των φοιτητών από τα όργανα της Χούντας που περίμεναν στην έξοδο. Οι αφηγήσεις των θυμάτων είναι συγκλονιστικές.
Ο μαζικός ξυλοδαρμός που επακολουθεί έξω από το κτίριο είναι ανατριχιαστικός. Ο γράφων (σ.σ Χρυσάφης Ιορδάνογλου) δεν θα ξεχάσει τις σιλουέτες σωμάτων, ροπάλων και υποκοπάνων να περιγράφονται σε σκοτεινό εναγκαλισμό από το φως των προβολέων, των τεθωρακισμένων και των φορτηγών της αστυνομίας.
Ο Κλέαρχος Τσαουσίδης θυμάται:
Με το που κατεβαίνουμε τα σκαλιά μας βούταγαν και μας χτυπούσαν. Είδα τον Χρυσάφη Ιορδάνογλου να τον χτυπάνε με απίστευτη μανία. Μας πήγαν στην Ασφάλεια όπου συνεχίστηκε ο ξυλοδαρμός με ρόπαλα. Από τότε έχω ένα χτύπημα στην σπονδυλική στήλη που με ταλαιπωρεί. Βγήκαμε πρώτοι με τον Κώστα Αναγνωστόπουλο -λέει ο Θανάσης Ακριβόπουλος. Με άρπαξαν δυο λοκατζήδες και άρχισαν να με χτυπούν. Εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα και με το χέρι μου έψαχνα στην κωλοτσέπη να βρω την κάρτα μέλους της Συντονιστικής Επιτροπής. Τη βρήκα και την άφησα να πέσει την ώρα που με “απογείωναν” για να προσγειωθώ σε στρατιωτικό φορτηγό.
Οι στρατιώτες και οι χωροφύλακες είχαν κάνει ένα διάδρομο αμέσως μετά την έξοδο και απανωτά μπλόκα και ζώνες έξω από το Πολυτεχνείο και μέσα στο κομφούζιο της εξόδου που επιτείνονταν με τις φωνές των οργάνων της Χούντας τις κραυγές των φοιτητών και το θόρυβο των οχημάτων που είχαν ανοιχτές τις μηχανές και τους προβολείς συλλάμβαναν τους φοιτητές που γνώριζαν ή θεωρούσαν πρωταγωνιστές της κατάληψης και τους φόρτωναν στα φορτηγά. Στην κακοποίηση και τις συλλήψεις συνεργάστηκαν και αστυνομικοί με πολιτικά καθώς και ΕΚΟΦίτες και τραμπούκοι που τις προηγούμενες ώρες εξύβριζαν τους καταληψίες και πετούσαν πέτρες στα τζάμια του κτιρίου όπως και απροσδιόριστοι τύποι που ήταν μεταμφιεσμένοι σε “θυρωρούς” και “κλητήρες” των πανεπιστημιακών κτιρίων.
[…]
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των φοιτητών συνελήφθησαν πάνω από 150 φοιτητές οι οποίοι μεταφέρθηκαν στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας στην οδό Βαλαωρίτου και σε διάφορα αστυνομικά τμήματα. Οι πιο γνωστοί στους ασφαλίτες και “σεσημασμένοι” φοιτητές μεταφέρθηκαν στη Βαλαωρίτου γύρω στους 100 που κλείστηκαν στα κρατητήρια στα υπόγεια της Ασφάλειας. Εκεί οι αστυνομικοί της Ασφάλειας έδειξαν το σκληρό πρόσωπο της Χούντας βασανίζοντας πολλούς φοιτητές που ήταν ήδη γνώριμοι στους ασφαλίτες από προηγούμενες συλλήψεις τους από τις φοιτητικές κινητοποιήσεις των πανεπιστημίων.
Μας πήγαν στα κελιά της Ασφάλειας και έναν φοιτητή τον Αγγελόπουλο τον κράτησαν έξω και τον έδερναν μέχρι τις 6 το πρωί. Επικεφαλής ήταν ένας Κωστόπουλος, ασφαλίτης -λέει ο Κλέαρχος Τσαουσίδης. Μαθεύτηκε η μεταφορά και ήρθαν οι γονείς. Μπροστά στα μάτια μου ο Τετραδάκος χτύπησε τον πατέρα μου που ήταν 70 χρονών, τον πέταξε κάτω και τον κλώτσησε. Πήγε να με πλησιάσει (με είχαν δεμένο με τον Θωμά Βασιλειάδη) και αυτό εκνεύρισε τον βασανιστή. Μου έμεινε αυτή η απίστευτη βαρβαρότητα αυτών των κτηνών. Η ασυδοσία τους, το δικαίωμα τους πάνω στη ζωή μας.
Ο Κώστας Αναγνωστόπουλος θυμάται:
Με το που βγήκα με συνέλαβαν και με πήγαν στην Ασφάλεια. Το θυμάμαι και ανατριχιάζω. Με άρπαξε ένας μπάτσος και μου χτύπησε το κεφάλι μου στην κόγχη της πόρτας. Μας κατέβασαν στο υπόγειο και μας έβαλαν 10-15 άτομα σε κάθε κελί. Με ανέβασαν πάνω και μου έκαναν “φάλαγγα”. Ποτέ δε θα μπορούσα να πιστέψω πόσο πολύ πονάει η “φάλαγγα”. Μου το έλεγαν αλλά είναι ασύλληπτο.
Σκληρή μεταχείριση είχε και ο Δημήτρης Λέντζας, που συνελήφθη μπροστά στα μάτια του εισαγγελέα παρά τη διαβεβαίωση του για το αντίθετο αμέσως μετά τη διαπραγμάτευση των καταληψιών με τις “αρχές” (Μαυραγάννης ό.π) :
…Οι αστυνομικοί με έβαλαν γρήγορα σε ένα μικρό “Φίατ” τραβώντας με από τα μαλλιά σε σημείο που οι τρίχες του κεφαλιού μου να μείνουν στα χέρια τους. Με έριξαν στο έδαφος και με ποδοπάτησαν. Τέτοια ήταν η βαρβαρότητά τους ώστε και ο οδηγός στρέφοντας πίσω προσπαθούσε να με χτυπήσει. Έτσι κάποια στιγμή έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και παρολίγο να τσακιστούμε πάνω στο σηματοδότη της οδού Αριστοτέλους. Με πήγαν στην Ασφάλεια. Τραβώντας με από τα μαλλιά με έσυραν κυριολεκτικά μέχρι το ασανσέρ και με έβαλαν μέσα ποδοπατώντας με. Ανεβήκαμε στο δεύτερο όροφο και αφού μου έκαναν μια πρόχειρη έρευνα με κλείσανε στο κελί 10. Σε 20 λεπτά περίπου άρχισε να καταφτάνει ο σωρός των συλληφθέντων. Στο δικό μου κελί έβαλαν τους συναδέλφους μου Πέτρο Οικονόμου και Μίμη Γρηγόρη καθώς και άλλους τα ονόματα των οποίων δε θυμάμαι. Μέχρι το απόγευμα της Κυριακής 18 Νοέμβρη δε μας ενόχλησαν. Τότε όμως άρχισε η ανάκριση. Υπεύθυνοι των ανακρίσεων ήταν ο ταγματάρχης Μπαθρέλλος, μοίραρχοι Τετραδάκος και Οικονόμου, υπομοίραρχοι Μπουζιάνης και Αντωνίου και ο ανθυπασπιστής Καραμήτσος. Προσωπικός μου ανακριτής ήταν ο Οικονόμου. Με ανέκρινε συνεχώς από την Κυριακή το απόγευμα έως την Τετάρτη. Με πέρασε δυο φορές φάλαγγα. Όταν δεν κατάφερε να βγάλει αυτά που ήθελε με παρέδωσε το απόγευμα της Πέμπτης στον ταγματάρχη. Εκείνος άρχισε να γράφει την “κατάθεσή” μου. Μία λέξη έλεγα, σειρές έβλεπα να γράφονται….
Οι συνθήκες κράτησης των συλληφθέντων φοιτητών στα κρατητήρια της Ασφάλειας ήταν απάνθρωπες. Σύμφωνα με τον Πάνο Ερμείδη:
Σε κάθε κελί στοιβαχτήκαμε 12-13 άτομα (οι διαστάσεις του δεν ήταν μεγαλύτερες από 1,60Χ3 μέτρα) ήταν σχεδόν αδύνατο να αναπνεύσεις. Υπήρχε μόνο ένα μικρό παράθυρο 20Χ20 εκατοστά περίπου στη σιδερένια πόρτα και μία μικρή στρόγγυλη τρύπα στη μπετονένια οροφή ώστε να μπαίνει ελάχιστο φως από μία ασθενική λάμπα εκτός κελιού. Στο παράθυρο στεκόμασταν εκ περιτροπής για να ανασάνουμε. Κάθε λίγο η πόρτα άνοιγε και κάποιον έπαιρναν οι της Ασφάλειας για ανάκριση. Άλλοι γυρνούσαν πολύ κακοποιημένοι, άλλοι λιγότερο….
Το Πολυτεχνείο είναι μια στιγμή, που περιέχει την αιωνιότητα
Της Ρίας Καλφακάκου
Η μετεμφυλιακή Ελλάδα, βασανισμένη από τη φτώχεια, διχασμένη, με το παλάτι και το παρακράτος των δοσίλογων, να επιβάλλουν με βία και τρομοκρατία την κηδεμονευόμενη από τις μεγάλες δυνάμεις εξουσία των νικητών του εμφυλίου, χρειαζόταν την ομαλότητα και τη δημοκρατία.
Η άνοδος της ΕΔΑ, το 1958, τρόμαξε την άρχουσα τάξη και τους πάτρονές της, που άφησαν ακόμα πιο λάσκα τους παρακρατικούς και οδήγησαν στη βία και νοθεία στις εκλογές του 1961. Ακολούθησε ο ανένδοτος του Γεωργίου Παπανδρέου, ενός αντιφατικού πολιτικού, που κατάφερε να κερδίσει τις επόμενες εκλογές, στη σκιά μιας απίστευτης εν ψυχρώ δολοφονίας, του βουλευτή της αριστεράς, Γρηγόρη Λαμπράκη. Ο εκλεκτός του παλατιού, Κωνσταντίνος Καραμανλής, ένας νέος ,φιλόδοξος και ικανός δεξιός, πολιτικός, εξοργισμένος αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι. Η ελπίδα έβγαλε τον κόσμο στους δρόμους, απαιτώντας δημοκρατία και δικαιοσύνη. Η προσπάθεια να ελεγχθεί το λαϊκό ρεύμα , με τους αποστάτες, απέτυχε, και οι Αμερικάνοι άνοιξαν το δρόμο για τη δικτατορία, έχοντας από καιρό έτοιμες εναλλακτικές λύσεις.
Και μετά ήρθε η χούντα των συνταγματαρχών
Η χούντα των συνταγματαρχών με αρχηγό το Γεώργιο Παπαδόπουλο, γνωστό από την προβοκάτσια στον Έβρο, με τη ζάχαρη στα τανκς, πρόλαβε τη χούντα των στρατηγών, και την 21η Απριλίου 1967, για μια ακόμα φορά έσβησε η ελπίδα στη χώρα.
Οι φυλακές, οι εξορίες τα βασανιστήρια, και η καθημερινή τρομοκρατία, κρατούσαν με το ζόρι, πειθήνιο το λαό, απορφανισμένο από τους πολιτικούς ηγέτες του. Μετά από 5 χρόνια πλασματικής ηρεμίας, με τις αντιστασιακές οργανώσεις να προσπαθούν να φέρουν μια αχτίδα ελπίδας, και τους Έλληνες που είχαν φύγει στο εξωτερικό, με πρωτοπόρους τους καλλιτέχνες, να δημιουργούν ένα κύμα συμπαράστασης προς τη χώρα μας, η χούντα προσπάθησε να ελέγξει τη μετάβαση σε μια ελεγχόμενη δημοκρατία. Οι περιορισμοί χαλάρωσαν, άνοιξαν βιβλιοπωλεία, μικρές θεατρικές ομάδες ξεφύτρωσαν παντού, οι εφημερίδες έκαναν αντιπολίτευση, φτιάχτηκαν τοπικοί φοιτητικοί σύλλογοι,και έγιναν τα φυτώρια της εξέγερσης στα πανεπιστήμια.
Η κατάληψη της Νομικής στην Αθήνα, έσπασε το φόβο, και οι Έλληνες έκπληκτοι έβλεπαν μια μαζική αντίσταση στη δικτατορία, που γινόταν στο φως της ημέρας,μετά από χρόνια σιωπής , και παράνομης αντιστασιακής δράσης.
Ενα σωφρονιστικό «μπερντάχι» στη Βαλαωρίτου
Την ίδια εποχή, το Φλεβάρη του 1973, στη Θεσσαλονίκη, στην Πολυτεχνική σχολή του ΑΠΘ, έγινε μια πετυχημένη και με τεράστια συμμετοχή, αποχή από τις εξετάσεις του εξαμήνου, τη λεγόμενη πρόοδο. Είχαν προηγηθεί μαζικές συνελεύσεις στα αμφιθέατρα και τους διαδρόμους, υπό το βλέμμα των αστυνομικών της ασφάλειας, που ακολούθως ανελάμβαναν, τους πρωτεργάτες, για ένα σωφρονιστικό «μπερντάχι» στη Βαλαωρίτου. Παιδιά 18 και 20 χρονών, χωρίς καταγωγή από αριστερές οικογένειες, αψηφούσαν τις, με χαστούκια νουθεσίες, των γνωστών για βασανιστήρια, και συμμετοχή στη δολοφονία Λαμπράκη, αρχηγών της ασφάλειας, και έβγαιναν, έξω στα σκαλιά της εισόδου, του Πολυτεχνείου, να καλέσουν τους συμφοιτητές τους, για συμμετοχή στην αποχή, με αίτημα, αρχικά ελεύθερες φοιτητικές εκλογές, που πολύ γρήγορα μετατράπηκε σε απαίτηση για δημοκρατία και να φύγει η χούντα.
Για πολλούς μήνες το Πανεπιστήμιο έβραζε. Η αντίδραση της χούντας πανικόβλητη, με παρακολουθήσεις, προσαγωγές σε αστυνομικά τμήματα, και διακοπή της αναβολής στράτευσης, ώστε στέλνοντας στο στρατό ,κάποιους ταραχοποιούς φοιτητές, να αποδυναμώσουν το φοιτητικό κίνημα, δεν έφεραν αποτέλεσμα.
Η κατάληψη στο Μετσόβιο – «Ψωμί Παιδεία, Ελευθερία»
Έτσι στις 14 Νοέμβρη, στο Μετσόβιο, στο κέντρο της Αθήνας, χιλιάδες φοιτητές καταλαμβάνουν το κτίριο, με βασικά συνθήματα, «Δημοκρατία», «Κάτω η Χούντα», «Κάτω ο φασισμός», και το πιο χαρακτηριστικό που έμεινε στην ιστορία , το σύνθημα «Ψωμί Παιδεία, Ελευθερία».
Πλήθος κόσμου, μαθητές εργάτες ,απλοί άνθρωποι, και πολλοί καλλιτέχνες, περνούν από το Πολυτεχνείο. Γι τρεις ημέρες το κέντρο της Αθήνας ζει πρωτόγνωρες καταστάσεις. Καθημερινές διαδηλώσεις, χειρόγραφα φυλλάδια μοιράζονται στους περαστικούς, ο κόσμος χειροκροτεί, και η κατάληψη του Πολυτεχνείου, όλο και πιο μαζική, όχι πια μόνο φοιτητική διαμαρτυρία, παίρνει τα χαρακτηριστικά λαϊκής εξέγερσης.
Η ανεκτικότητα δεν ήταν πια δυνατή από τους δικτάτορες, η αναμονή δεν έφερνε το ξεφούσκωμα της φοιτητικής διαμαρτυρίας, αντίθετα το όλο πράγμα εξελισσόταν σε επικίνδυνη μαζική και λαϊκή αντίσταση κατά του καθεστώτος.
Έτσι μέσα στη νύχτα, ξημερώνοντας η 17 Νοέμβρη, τα τανκς κατεβαίνουν στην Πατησίων, και μπαίνουν στο Πολυτεχνείο χωρίς να νοιάζονται αν θα λιώσουν τους φοιτητές στην είσοδο. Ακολουθούν συλλήψεις, ξύλο, βασανιστήρια, αλλά και μεγάλη συμπαράσταση από απλούς ανθρώπους, που άνοιγαν στις τρεις το πρωί τα σπίτια τους, για να σώσουν τους φοιτητές και τις φοιτήτριες, από τη μανία αστυνομικών και στρατιωτικών που τους κυνηγούσαν.
Αναβρασμός σε όλη την Ελλάδα
Ο αναβρασμός έχει εξαπλωθεί σε όλη την Ελλάδα. Καταλήψεις έχουν γίνει σε όλα τα υπόλοιπα πανεπιστήμια της χώρας, Πάτρα, Γιάννενα, Θεσσαλονίκη.
Η κατάληψη στη Θεσσαλονίκη έγινε το πρωί στις 16 Νοέμβρη. Οι γνωστοί από την αποχή και τις γενικές συνελεύσεις της προηγούμενης χρονιάς, αλλά και από τους τοπικούς φοιτητικούς συλλόγους, μαζευτήκαμε στο κυλικείο του Πολυτεχνείου, και άρχισαν οι συζητήσεις για κατάληψη. Φοιτητές και φοιτήτριες άρχισαν να συρρέουν από όλες τις σχολές του ΑΠΘ.
Εκείνη την εποχή το Πολυτεχνείο ήταν στη μέση του πουθενά. Μέσα στα χωράφια και την ερημιά. Μια αρχική πρόταση, να γίνει η κατάληψη στο κτίριο της Φιλοσοφικής που ήταν στο κέντρο της πόλης, είχε απορριφθεί. Πολυτεχνείο στην Αθήνα, Πολυτεχνείο κι εδώ.
Η ημέρα πέρασε με συνελεύσεις ανά σχολή, εκλογή επιτροπών και συνθήματα. Από έξω ασφαλίτες και ακροδεξιοί φοιτητές που πετούσαν πέτρες. Οργανώθηκε ραδιοφωνικός σταθμός με εκφωνήτρια την Κλεοπάτρα Παπαγεωργίου, βρέθηκε ένα τηλέφωνο για επικοινωνία με την Αθήνα. Ένας τολμηρός δημοσιογράφος, ο Τάκης ο Καίσης ήρθε να καταγράψει τα γεγονότα, και βέβαια βρέθηκε μαζί μας στη φυλακή μετά.
Κατά τις τρεις το πρωί μαθεύονται τα γεγονότα στην Αθήνα. Τανκς, συλλήψεις, ξυλοδαρμοί. Και νεκροί. Μέχρι να συνειδητοποιήσουμε τι συμβαίνει, έφτασαν αστυνομία τανκς και στρατός έξω από την Πολυτεχνική. Αρχίζουν οι φωνές ,να αντισταθούμε, δεν βγαίνουμε, γρήγορα όμως επικρατούν πιο ψύχραιμες φωνές και ετοιμάζεται επιτροπή διαπραγμάτευσης, Ο Χρυσάφης, ο Ιορδάνογλου, και άλλοι μιλάνε, με τον πρύτανη των τανκς, κ. Σδράκα, και τον εισαγγελέα, υποτακτικό της χούντας, που διαβεβαιώνουν, πως αν γίνει ήρεμα η εκκένωση, θα πάμε όλοι σπίτια μας.
«Μένουμε 36 στη Βαλαωρίτου, οι πέντε γυναίκες»
Βγαίνουμε ένας –ένας, στα σκαλιά του πολυτεχνείου, στρατιώτες με όπλα. Μόλις φτάναμε στην είσοδο άρχιζαν οι ξυλοδαρμοί και οι συλλήψεις. Διακόσιοι περίπου συνελήφθησαν εκείνο το βράδυ, οι 100 στα υπόγεια της ασφάλειας. Την άλλη μέρα γίνεται το ξεκαθάρισμα, μένουμε 36 στη Βαλαωρίτου, οι πέντε γυναίκες. Τα κελιά μικρά και άδεια. Είμαστε δύο ή τρεις στο καθένα, εκτός από το Θωμά το Βασιλειάδη που τον βάζουν μόνο του, ένα είδος απομόνωσης.
Μαθαίνουμε την πτώση του Παπαδόπουλου και την ανάληψη της εξουσίας από τον σκληρό και μικρονοϊκό Ιωαννίδη, εντελώς υποταγμένο στους Αμερικάνους. Αυτός έκανε την εθνική προδοσία στην Κύπρο, έξη μήνες μετά.
Την αλλαγή φρουράς ακολουθεί η αμνηστία, και οι φοιτητές σε όλη την Ελλάδα απελευθερώνονται.
Μετά την πτώση της χούντας, το Πολυτεχνείο γίνεται σύμβολο αντίστασης. Κατά καιρούς έγιναν προσπάθειες να το απομυθοποιήσουν, να το διαβάλουν, να ξεχαστεί.
Το Πολυτεχνείο παραμένει στη συνείδηση του κόσμου αλώβητο
Όμως το Πολυτεχνείο παραμένει στη συνείδηση του κόσμου αλώβητο, συμβολίζει διαχρονικές και παγκόσμιες αξίες, για ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη. Το Πολυτεχνείο σηματοδοτεί μια εποχή, και εκφράζει την αντίσταση στην τυραννία.
Ήταν η ύπαρξη αυτής της πράξης ανυπακοής, από νεαρά άοπλα παιδιά απέναντι στην ωμή βία της εξουσίας, που άνοιξε τους ασκούς της λαϊκής οργής και έφερε τον ούριο άνεμο της δημοκρατίας στη μεταπολίτευση. Αντί για την «ομαλή» μετάβαση, σε μια κηδεμονευόμενη και λειψή δημοκρατία που επιθυμούσαν ο Παπαδόπουλος και οι πάτρονές του.
Το Πολυτεχνείο είναι μια στιγμή, που περιέχει την αιωνιότητα.
* H Ρία Καλφακάκου είναι καθηγήτρια Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ, μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, δημοτική σύμβουλος της παράταξης “Θεσσαλονίκη ΜΑΖΙ”. Ήταν στην Επιτροπή Πολυτεχνείου της Θεσσαλονίκης, στους 36 συλληφθέντες στις 17 Νοέμβρη του 1973
Η πραγματική γενιά του Πολυτεχνείου
«H γενιά του Πολυτεχνείου δεν είναι οι τηλεοπτικές ασώματες κεφαλές μιας φτηνής προπαγάνδας ανάμεσα σε διαφημιστικά απορρυπαντικών με μπλε και πράσινους κόκκους, τραπεζικές υπηρεσίες, αυτοκίνητα και εταιρείες κινητής τηλεφωνίας… Δεν είναι όλοι αυτοί που προσαρμόστηκαν αλλάζοντας τον αξιακό και ιδεολογικό τους κώδικα για να βολευτούν. Δεν είναι… Είναι αυτοί οι σιωπηλοί ανώνυμοι ανένταχτοι αριστεροί, ενός συστήματος που πολτοποίησε οτιδήποτε ένιωθε διαφορετικό, οτιδήποτε ανήσυχο και δημιουργικό το ενοχλούσε…»
Γράφει ο Τέλλος Φίλης
Η διαχρονική αξία της μνήμης της εξέγερσης
Στη Θεσσαλονίκη, κάναμε κατάληψη της Πολυτεχνικής, με πάνω από τρεις χιλιάδες άτομα, με συνθήματα για Δημοκρατία, Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία, με στόχο την πτώση της χούντας.
Η Ρία Καλφακάκου θυμάται…
Η λογοτεχνία από την εποχή της δικτατορίας έως τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης
Οι τρόποι με τους οποίους αντέδρασαν οι Έλληνες συγγραφείς στο απριλιανό καθεστώς των συνταγματαρχών έχουν τη δική τους ιστορία: από τη δήλωση του Γιώργου Σεφέρη («Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει»), στις 28 Μαρτίου του 1969, και την κατά πόδας (με διαφορά μικρότερη του ενός μηνός) πολιτική αποκήρυξη των Δεκαοχτώ («Ελεύθερη πνευματική ζωή δεν μπορεί να υπάρξει όσο υπάρχει λογοκρισία») μέχρι την έκδοση από τους ίδιους το 1970 του αντιδικτατορικού τόμου «Δεκαοχτώ κείμενα», με προμετωπίδα το πολυδιαβασμένο σήμερα σεφερικό ποίημα «Οι γάτες τ’ Άη Νικόλα».
Οι τέσσερις μέρες που συγκλόνισαν την Ελλάδα
«Η δικτατορία των συνταγματαρχών έπιασε στον ύπνο το πολιτικό προσωπικό, αλλά και το λαϊκό κίνημα. Παρότι οι περισσότεροι πολιτικοί γνώριζαν ότι ακροδεξιοί στρατιωτικοί, που είχαν σχέσεις με ξένες μυστικές υπηρεσίες ή ήταν εκπαιδευμένοι από τη CIA και είχαν στενούς δεσμούς με το ΝΑΤΟ, έκαναν κινήσεις για την προετοιμασία πραξικοπήματος, εκείνο το μαύρο ξημέρωμα της 21ης Απριλίου βρέθηκαν με τις πιτζάμες απέναντι σε λοχαγούς που τους οδήγησαν σε κρατητήρια και στρατόπεδα»
Γράφει ο Χάρης Αναγνωστάκης
Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλάει ο αυτόματος τηλεφωνητής…
«Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλάει ο αυτόματος τηλεφωνητής. Παρακαλώ αφήστε το μήνυμα σας μετά τον χαρακτηριστικό ήχο. Μπιπππππ «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία »… Τουτ Τουτ Τουτ… Η κλήση σας προωθείται…»
Γράφει ο Γιώργος Κουρτίδης
«Εδώ Πολυτεχνείο»: Μια ταινία και τέσσερα ντοκιμαντέρ
Κι όμως η εξέγερση του Πολυτεχνείου κινηματογραφικά θάφτηκε. Ένα από τα ελληνικά παράδοξα.
Απλά θέλω να μαι ελεύθερος. Αυτό μονάχα.
Η Θεσσαλονίκη νεκρή πόλη. Μπροστά στο Λευκό Πύργο δύο άρματα μάχης. Το ίδιο και στην παλιά Ναυτική Βάση, στο Ντεπό. Στους δρόμους κυκλοφορούν μόνον αυτοκίνητα της ασφάλειας και στρατιωτικά.
Ο Παύλος Νεράντζης γράφει για τη Θεσσαλονίκη, παραμονές 17ης Νοεμβρίου 1973.
Η πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης στα χρόνια της χούντας
Στις 4.30 το πρωί οι ερπύστριες των τεθωρακισμένων όργωναν τον ιερό χώρο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης γκρεμίζοντας το τελευταίο οχυρό της δημοκρατικής νεολαίας που διαδήλωνε την αντίθεσή της προς τη χούντα.
Τρία άρματα πιάνουν την είσοδο της Πολυτεχνικής όπου ήταν πολιορκημένοι τρεις χιλιάδες φοιτητές και στρέφουν τις κάνες προς το κτίριο. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, λοκατζήδες με εφ’ όπλου λόγχη περικύκλωσαν το κτίριο.
Αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις της συντονιστικής επιτροπής των πολιορκημένων φοιτητών με τις στρατιωτικές και πανεπιστημιακές αρχές. Στις 5.30 με υψηλό φρόνημα, μέσα από μια πυκνή παράταξη λογχοφόρων, αρχίζουν να βγαίνουν οι φοιτητές. Νύχτα ακόμη, για να μπορούν οι ασφαλίτες και οι συνεργάτες της χούντας να συλλαμβάνουν τους ύποπτους φοιτητές και να τους οδηγούν στα κρατητήρια.
17 Νοέμβρη
Επέτειος που δε θέλει να απομείνει απλά «επέτειος» και κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι ημέρα μνήμης και σεβασμού, μια διαρκής υπενθύμιση των μεγάλων ονείρων, της εξέγερσης των ονείρων που κάποτε, όπως λέει κι ο ποιητής θα «Λάβουν εκδίκηση»….
Γράφει ο Γ. Τσολακίδης
Στην Τούμπα το 1981
Τι είναι σήμερα το Πολυτεχνείο; Μια εικόνα πολύτιμη και λίγο ξεθωριασμένη πια σε ένα προσωπικό εικονοστάσι ή ένας τρόπος να ανακαλύψεις μια εποχή που είχε νόημα να αγωνίζεσαι; Το Πολυτεχνείο είναι πάνω από εποχές και ευτελείς ερμηνείες. Είναι ένα σύμβολο στο οποίο πιστέψαμε και συνεχίζει να λάμπει εκεί ψηλά σαν μια φλογίτσα που που και που φέγγει σε καιρούς που σκοτάδια πυκνώνουν.
Και δεν ανήκει σε κανέναν παρά μόνο σε κείνους που αγωνίστηκαν. Όλοι εμείς ζούμε απλά υπό την σκέπη του. H προσπάθεια των τελευταίων χρόνων μέσα από άρθρα και αναρτήσεις να μειωθεί η αξία του, να λιγοστέψει η κληρονομιά του είναι κομμάτι της παρακμής του τόπου και της κυριαρχίας μιας νέας ισοπεδωτικής αντίληψης για οτιδήποτε διαφέρει από ένα χυδαίο αγοραίο κυρίαρχο αφήγημα για τα πάντα.
Ο Γιώργος Τούλας περιγράφει