Parallax View

Σκοτεινός Νοέμβρης, Πολιτική φαντασία μιας εκτροπής XXIV

Η parallaxi φιλοξενεί ένα πολιτικό θρίλερ δια χειρός Φώτη Κυζάκη, σε συνέχειες - Σήμερα το 23o μέρος

Parallaxi
σκοτεινός-νοέμβρης-πολιτική-φαντασί-494723
Parallaxi

Λέξεις: Φώτης Κυζάκης

Στο αποκορύφωμα της σύγκρουσης για το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης, στην Ελλάδα συντελείται μια μεγάλη πολιτική αλλαγή. Ο Μάρκος Κορωναίος είναι ο πολιτικός που καταφέρνει να φέρει το Φιλελεύθερο Κόμμα ξανά στην εξουσία έπειτα από δεκατρία χρόνια πολιτικής κυριαρχίας του Εργατικού Κόμματος.

Η πραγματική δύναμη του όμως πηγάζει από τις δυνάμεις του παρακράτους. Την στιγμή που μια κοινωνική εξέγερση ξεσπά στην Αθήνα, με αφορμή σκάνδαλα σεξουαλικής παρενόχλησης και σωματεμπορίας, οι ευρωπαϊκές εξελίξεις αναδεικνύουν την Ελλάδα στο πιο σημαντικό κομμάτι της διεθνούς σκακιέρας. Το διακύβευμα είναι τεράστιο. Είναι η ηγεμονία στην Ευρώπη.

Το παρελθόν των πολιτικών ελίτ, οι ρίζες της ηγεμονίας του Εργατικού Κόμματος και η συνταγή της νίκης του Μάρκου Κορωναίου ξεδιπλώνονται σε μια ελληνική κοινωνία, που μοιάζει περισσότερο από ποτέ με πυριτιδαποθήκη.

Τον σκοτεινό Νοέμβρη του 2018, η Ελλάδα είναι μια χώρα που φλερτάρει επικίνδυνα με την εκτροπή και ο λαός πρέπει να αποφασίσει: ο Μάρκος Κορωναίος είναι η αυγή μιας νέας βάρβαρης εποχής ή ένας διάττοντας αστέρας, πριν την μεγάλη ανατροπή;

θυμηθείτε εδώ τα προηγούμενα μέρη:

Κεφάλαιο 23ο

16 Νοεμβρίου 2018

Η αυγή της εκτροπής 

Μέγαρο Μαξίμου

Η Ο6Ν καλούσε, την επομένη μέρα, σε μια μεγάλη διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας, στην Πλατεία Συντάγματος, εμπρός από το κεντρικό μπλοκ των ΜΑΤ, μπροστά από το κλειστό Κοινοβούλιο. Δεν υπήρχε πλέον καμία αμφιβολία ότι η φαινομενική και τυπική δημοκρατία είχε μπει στον γύψο, είχε στηθεί στο απόσπασμα και η έκβαση της 17ης Νοεμβρίου θα έκρινε το μέλλον της χώρας. Άπαντες ήταν σίγουροι ότι η συμμετοχή του κόσμου θα ήταν ανεπανάληπτη. Το Εργατικό Κόμμα είχε ανακοινώσει ότι θα στήριζε την συγκέντρωση με όλες του τις δυνάμεις «μέχρι η επαχθής και δικτατορική κυβέρνηση Κορωναίου να παραιτηθεί. Για τον σκοπό αυτό ο Χάρης Ανδρέου θα μιλήσει στην κεντρική εκδήλωση της συγκέντρωσης!». Στα κόκκινα καφενεία και στα πολιτικά γραφεία επικρατούσε μια ελπίδα ότι αύριο όλα θα τελείωναν. Ο συμμετοχή θα ήταν τόσο μαζική που θα έσπαγε το μαύρο τείχος της αστυνομίας και οι διαδηλωτές θα καταλάμβαναν την Βουλή κηρύσσοντας έκπτωτη την κυβέρνηση και καλώντας τις πολιτικές δυνάμεις να κηρύξουν εκλογές το συντομότερο δυνατόν.

Το ίδιο αισθανόταν και ο Μάρκος Κορωναίος. Αύριο θα έπρεπε να παραιτηθεί. Η Ο6Ν και το Εργατικό Κόμμα υπολόγιζαν ενάμιση εκατομμύριο πολίτες από σχεδόν όλες τις πόλεις της Ελλάδας να διαδηλώσουν στην Πλατεία Συντάγματος, στην Ομόνοια, σε όλο το κέντρο της Αθήνας, φωνάζοντας «ως εδώ». Ήδη οι επιλογές της κυβέρνησης καταδικάζονταν από το σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός από την Γερμανία. Ακόμα και η Γερμανία όμως, μέσω της Καγκελαρίου Αν Κάουφεν, ζητούσε να εξομαλυνθεί η κατάσταση, ενώ σε προσωπικό επίπεδο η Καγκελάριος τον συμβούλευσε να παραιτηθεί και να φύγει από την χώρα. «Θα σου προσφέρουμε άσυλο… φύγε σιωπηλά, τώρα που το θέμα της CIP έχει θαφτεί… Εμείς θα αρνηθούμε τα πάντα. Θα σας προστατέψουμε…».

Δεν γινόταν. Δεν μπορούσε να φύγει. Δεν τον άφηναν. Ούτε η γυναίκα του, ούτε η αδερφή του, ούτε οι βιομήχανοι. Ήταν εγκλωβισμένος σε αυτόν τον κοινωνικό πόλεμο και έπρεπε να κερδίσει, κυρίως για το δικό του καλό.

Είχαν μαζευτεί όλοι στο Μέγαρο Μαξίμου. Η Ελένη Κορωναίου, η Λοξάντρα Σπήλιου, ο Παντελής Γρίβας, η Μαρία Νικολάου, οι επικεφαλής των Τραπεζών. Όλο το πλέγμα εξουσίας, που στήριξε από την αρχή τον Μάρκο Κορωναίο. Μαζί τους ήταν η Μαριάννα Παπαδοπούλου και ο Κλεομένης Δράκογλου. Το Υπουργικό Συμβούλιο είχε αδρανοποιηθεί, τουλάχιστον για τις μέρες που θα κρατούσε ο αποκλεισμός του διοικητικού κέντρου της χώρας και πλέον το πολεμικό συμβούλιο, το ΚΥΣΔΑ, είχε αποκτήσει έκτακτες εξουσίες σύμφωνα και με την εφαρμογή του Σχεδίου Δημοσθένης της κυβέρνησης Ορφανού.

«Πρέπει να τους σπάσουμε…».

«Ας βγάλουμε τον στρατό», πετάχτηκε η Υπουργός Εσωτερικών.

«Χρειάζεται αφορμή. Μια απειλή για το πολίτευμα, για να βγάλουμε ουσιαστικά στρατιώτες στον δρόμο…», απάντησε η Νικολάου. «Δεν πρέπει πάντως να συνεχιστεί αυτό. Τα εργοστάσια μας είναι σε απεργία εδώ και πόσες μέρες! Χάνουμε πολλά λεφτά καθημερινώς… είχες υποσχεθεί…».

Ο Μάρκος Κορωναίος την διέκοψε.

«Ξέρω τι είχα υποσχεθεί! Βλέπεις να μπορώ να κάνω κάτι Μαρία μου; Βλέπεις να μην θέλω;», φώναξε και κοίταξε την Λοξάντρα. Έμενε σιωπηλή, καθήμενη στην γωνία του τραπεζιού, σκοτεινή και ήρεμη περιμένοντας να της δοθεί ο λόγος.

«Λοξάντρα… έχεις να πεις κάτι;», είπε ο Γρίβας.

Μόρφασε. «Τι να πω νονέ…».

Η Ελένη Κορωναίου άναψε ένα τσιγάρο περιμένοντας την Λοξάντρα να μιλήσει. Εκείνη έκανε κάποιες κινήσεις με τα χέρια της, προσπαθώντας να βρει τις κατάλληλες λέξεις.

«Θέλω να είμαι ξεκάθαρη απέναντι σε όλους. Όταν έχασα την οικογένεια μου, στερήθηκα πολλά περισσότερα από έναν πατέρα και μία μητέρα. Στερήθηκα την θέση μου στην ελληνική κοινωνία… Στερήθηκα δύναμη, εξουσία και χρήμα… Ευτυχώς δεν είμαι φτωχή και η περιουσία μου παραμένει μεγάλη. Τα γεγονότα όμως με έχουν υποβιβάσει. Ένα πράγμα θέλω. Να τσακίσω τους…». Ηρέμησε την φωνή της. «Εκείνους που το έκαναν αυτό. Που έβαλαν εκείνη την βόμβα στο αεροπλάνο…».

«Και εμείς αυτό θέλουμε αγάπη μου…», είπε ο πρωθυπουργός και έκανε να της πιάσει το χέρι.

«Μην με λες αγάπη μου!», τον διέκοψε συγκρατώντας τα δάκρυα της. «Τέλειωσε τους!».

Ο Κορωναίος έβηξε και ξεροκατάπιε σκύβοντας το κεφάλι του. «Παντελή… έχεις να προσθέσεις κάτι;».

Έγλυψε τα χείλη του και έκανε νεύμα στην Κορωναίου να του δώσει ένα τσιγάρο. Το άναψε και κοίταξε το ταβάνι. «Κάτι έχω…». Φύσηξε τον καπνό. 

«Εμείς θέλουμε να διαλύσουμε την ταυτότητα της διαμαρτυρίας, αυτήν την σκληρή ταύτιση που έχουν όλοι μεταξύ τους και ταυτόχρονα με τους εργάτες. Πρέπει να γίνει κάτι που θα τους σοκάρει, κάτι που δεν θα το περιμένουν, αλλά που θα πιστέψουν ότι έγινε από αυτους. Με άλλα λόγια, πρέπει να αναπτύξουμε την εσωστρέφεια τους και έπειτα… να τους χτυπήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις!».

«Και πως θα γίνει αυτό;», είπε η Ελένη Κορωναίου.

Ο Γρίβας κοίταξε τον Δράκογλου. Εκείνος χαμογέλασε. «Έχουμε μια ιδέα…».

Ιάκωβος Νέλλος

Νέα Σμύρνη

Ακόμα ένα απειλητικό μήνυμα στο κινητό. Πλέον σκεφτόταν στα σοβαρά να το πετάξει στον επόμενο κάδο που θα βρει μπροστά του. Τέτοιες μέρες που ξημέρωναν τι να το έκανε το κινητό. Μόλις το σκεφτόταν καλύτερα όμως, αμέσως έπαιρνε πίσω την σκέψη. Το κινητό ήταν το μέσο του. Το όπλο του. Έτσι επικοινωνούσε με τον έξω κόσμο. Απευθείας με όλη την Ελλάδα μέσω του λογαριασμού του στο Facebook. Οι αναρτήσεις του πλέον είχαν γίνει ανάρπαστες και κάθε του σχόλιο ξεσήκωνε κύμα αντιδράσεων και από τις δυο πλευρές. Δεν είχε κάνει και κάτι ασήμαντο εξάλλου. Είχε αποκαλύψει μέσα από την ηχογραφημένη κλήση του με τον αρχισυντάκτη, τον ακριβή τρόπο με τον οποίο η Γενική Γραμματεία και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος χειραγωγούσαν τα ΜΜΕ. Ήξερε ότι θα τον απειλούσαν, αλλά δεν φοβόταν. Οι αποκαλύψεις που έκανε οδήγησαν στην κατάληψη του Ραδιομεγάρου της ΕΡΤ και στην επένδυση της εξέγερσης με ένα διαφορετικό νόημα. Ένα νόημα επανάστασης.

Δεν θα τον σκότωναν, γιατί ακριβώς ήξεραν καλά ότι αυτό θα έφτανε τα πράγματα στα άκρα. Μπορούσαν να το κουκουλώσουν, αλλά και πάλι, δεν ένιωθε ότι η κυβέρνηση και ο Μάρκος Κορωναίος θα ήταν σε θέση να φτάσει τόσο πολύ στα άκρα.

Βγήκε από το μίνι μάρκετ, δύο τετράγωνα από το διαμέρισμα του, και πέρασε τον δρόμο απέναντι. Προσπέρασε το παλιό καφενείο της γωνίας και έκανε να περάσει την επόμενη διασταύρωση. Ένα αυτοκίνητο ερχόταν από δεξιά του και τα μάτια του καρφώθηκαν στο φιμέ παρμπρίζ. Ένιωσε την ματιά κάποιου να τον καρφώνει, καθώς το αμάξι έστριψε γρήγορα στον δρόμο και ανηφόρισε. Για λίγα δευτερόλεπτα το απαισιόδοξο μυαλό του σκέφτηκε το ενδεχόμενο παρακολούθησης. Έκανε να προχωρήσει, μαλώνοντας τον εαυτό του, αλλά κοντοστάθηκε. Μια φράση που ακούστηκε από το στόμα ενός άντρα, όχι πάνω από εξήντα, στο καφενείο ήταν αρκετή για να του κεντρίσει την προσοχή και να σταθεί εκεί, με την πλάτη, να κρυφακούσει το υπόλοιπο της συζήτησης. «Καλά τους κάνουν! Ξύλο μέχρι να καταλάβουν!».

«Λίγο ακραίος είσαι Παντελή μου…», ακούστηκε μια άλλη, παρόμοια φωνή. Η φωνή του κυρ Παντελή όμως ήταν διαπεραστική, ακουγόταν βαθιά μέσα στο κεφάλι του Νέλλου, σαν από μεγάφωνο μέσα στα αυτιά του.

«Καλά τους κάνουν ξαναλέω! Έχουν κλείσει το κέντρο και ο κόσμος δεν μπορεί να δουλέψει. Μετά παραπονούμαστε για την ανεργία… αυτοί οι άπλυτοι, οι καταστροφείς φταίνε…».

«Ρε συ φοιτητές είναι… τι είναι αυτά που λες;», ακούστηκε ένας τρίτος και ο κυρ Παντελής συνέχισε.

«Φοιτητές; Τι φοιτητές είναι; Ποια σχολή βγάζουν; Τριαντάρηδες χωρίς στόχο. Βάρος για την κοινωνία. Την τεμπελιά τους την πληρώνουμε με τους φόρους μας! Όταν το καταλάβουμε αυτό το μπουρδέλο αυτό που λέμε κράτος θα αλλάξει…».

Δεν μίλησε κανείς και ο Νέλλος έκανε να φύγει, αλλά έμεινε πάλι εκεί.

«Είναι σχέδιο… Ο τρίτος κύκλος! Η Αριστερά δεν δέχεται ότι έχασε και τώρα που βγαίνουν τα εγκλήματα της στην φόρα μας οδηγεί στην εκτροπή…».

«Είσαι σοβαρός; Ο Αντιπρόεδρος βίασε μια κοπέλα στην ηλικία της κόρης σου!».

Σε αυτό το σημείο ο κυρ Παντελής σταμάτησε και ξεφύσησε. 

«Τι πρόβατα που είστε… Μέλος της νεολαίας του Εργατικού Κόμματος ήταν… ψέματα λέει προφανώς! Αλλά και πάλι, θεωρώ ότι τα ήθελε ο κώλος της… Όλο και θα του κουνήθηκε. Σου λέει Αντιπρόεδρος είναι. Τι αξία έχει ένα τσιμπούκι μπροστά σε μια τέτοια γνωριμία…».

Ο ένας από τους δύο της παρέας του σηκώθηκε. 

«Είσαι πολύ μαλάκας!», είπε, πέταξε ένα τάλιρο στο τραπέζι και έφυγε, προσπερνώντας τον Νέλλο, που έκανε πως χαζεύει κάτι στο κινητό του. 

«Άσ’ τον. Δεν ξέρει τι του γίνεται. Εγώ είδα φωτογραφίες της στο Facebook. Καλό πουτανάκι ήταν… Ξέρω τι λέω. Και αν μην τι άλλο ο Βασιλόπουλος άντρας είναι… πως να αντισταθεί…».

Ο άλλος άντρας, και εκείνος γύρω στα εξήντα, γέλασε ελαφριά, σαν να συμφωνούσε. 

«Ξύλο λοιπόν!», φώναξε και ήπιε ένα σφηνάκι από το τσίπουρο που βρισκόταν μπροστά του χασκογελώντας με φλέματα σαν γριά μάγισσα. Ο Νέλλος κούνησε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά από απόγνωση, και συνέχισε τον δρόμο του.

Μετά από σχεδόν πεντακόσια μέτρα και όταν το καφενείο άρχισε να χάνεται από το πεδίο όρασης του έβγαλε τα ακουστικά του. Δεν ήξερε γιατί. Ήταν σαν μια φωνή μέσα του να του το πρόσταξε. Κοίταξε δεξιά και αριστερά του. Δεν υπήρχε ψυχή στον δρόμο. Γύρισε το κεφάλι του ξανά μπροστά και ξαφνικά κοίταξε πάλι πίσω του, χωρίς να σκεφτεί. Το αυτοκίνητο που τον είχε προσπεράσει, στην γωνία του δρόμο στο παλιό καφενείο βρισκόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο, δέκα μέτρα πίσω του. Ανέπτυξε ταχύτητα με το βήμα του και έστριψε δεξιά στο επόμενο στενό που βρήκε. Άκουσε μια πόρτα να κλείνει και έτρεξε ακόμα πιο γρήγορα. Ύστερα άκουσε βήματα να τον ακολουθούν και να τον πλησιάζουν. Πέταξε κάτω την σακούλα με τα ψώνια του με την ελπίδα ότι θα καθυστερούσε αυτόν που έτρεχε από πίσω του. Γύρισε ασυναίσθητα το κεφάλι του πίσω για άλλη μια φορά και δεν ήταν κανείς. Περπάτησε δύο βήματα προς τα πεσμένα πράγματα του. 

«Τι περίεργο…». 

Σήκωσε το γάλα του επιφυλακτικά με τα μάτια του να κοιτούν το πεζοδρόμιο δεξιά και αριστερά ξανά. Δεν κοίταξε όμως πίσω του. Μόλις σηκώθηκε, ένα χέρι του ακούμπησε ένα χαρτομάντηλο στο στόμα και ο Νέλλος λιποθύμησε στα χέρια του αγνώστου.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα